Σύνδεση συνδρομητών

Ημερολόγιο δύο ημερών

Τρίτη, 11 Νοεμβρίου 2025 11:46
O Φιλίπ Ζακοτέ φωτογραφημένος από τον εκδότη Henry-Louis Mermod, 1946.
Center des littératures en Suisse romande
O Φιλίπ Ζακοτέ φωτογραφημένος από τον εκδότη Henry-Louis Mermod, 1946.

Στη Γενεύη για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Φιλίπ Ζακοτέ 

30 ΙΟΥΝΙΟΥ 2025, ΠΑΡΙΣΙ - ΓΕΝΕΥΗ

Ανήμερα ενός δριμύτατου επεισοδίου καύσωνα, πρώιμου και πρωτοφανούς για τη Γαλλία και την κεντρική Ευρώπη, επιβιβάζομαι στο τρένο με προορισμό τη Γενεύη με σκοπό να παρευρεθώ σε μια λογοτεχνική επέτειο. Στο Παρίσι αποφασίστηκε εκτάκτως το μερικό κλείσιμο των σχολείων· οι δάσκαλοι καταγγέλλουν ακραίες συνθήκες εργασίας, με τις θερμοκρασίες μέσα στην αίθουσα να φτάνουν τους τριάντα τρεις βαθμούς και τα παιδάκια να κινδυνεύουν με θερμοπληξία. Η Λεπέν, πάντα καιροσκόπος κι εξυπνάκιας, φωνάζει ότι αν εκλεγεί πρόεδρος (πράγμα χλωμό δεδομένης της καταδίκης που της αναιρεί το δικαίωμα στο εκλέγεσθαι) θα εγκαταστήσει σε όλους τους δημόσιους χώρους κλιματιστικά. Οι κάτοικοι προσπαθούν να εξοπλίσουν τα ανέτοιμα για αυτές τις ακραίες συνθήκες σπίτια τους, ειδικά όσοι (συνήθως οι λιγότερο προνομιούχοι) ζουν κάτω από τις –κατά τα άλλα γραφικές και ταυτόσημες της ρομαντικής όψης της πόλης– τσίγκινες σκεπές.  Είδα νέους να κουβαλούν τους ανεμιστήρες που μόλις αγόρασαν με το ποδήλατό τους. Στο σχετικό γκρουπ στο Facebook, οι Έλληνες της Γαλλίας συμφωνούν ότι, όσοι μπορούν, φεύγουν άρον άρον για την Ελλάδα όπου «εκεί τουλάχιστον έχουμε κλιματισμό».

Σκρολάρω στο κινητό μου τις σημερινές ειδήσεις: «Γάζα: Πόλεμος συμμοριών για την ανθρωπιστική βοήθεια εν μέσω ισραηλινών επιδρομών – 250 δολάρια για έναν σάκο με αλεύρι.», «Τουρκία: Μαίνεται η φωτιά στη Σμύρνη – Εκκενώσεις οικισμών», «Ο Πούτιν έχει βάλει στόχο να αρπάξει την Οδησσό», «Η Βόρεια Κορέα θα στείλει έως και 30.000 στρατιώτες για να ενισχύσει τη Ρωσία», «Δανία: ξεκινάει η κατάταξη κληρωτών γυναικών στον στρατό», «Ο τζίρος των εκδοτικών οίκων πέφτει εξαιτίας της διάβρωσης της επιθυμίας για διάβασμα», «Τι θα συμβεί όταν η Τεχνητή Νοημοσύνη καταστρέψει το ακαδημαϊκό δοκίμιο;».

Ενώ όλα φαντάζουν εναντίον μας, κι ο κλοιός μοιάζει να σφίγγει, κάθομαι στη θέση δίπλα στο παράθυρο κι απλώνω στο τραπεζάκι το τετράδιό μου και δύο βιβλία. Σήμερα συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση του ελβετού ποιητή Φιλίπ Ζακοτέ. Ταξιδεύω στη Γενεύη για να παρευρεθώ στην τιμητική εκδήλωση που θα λάβει χώρα στο Maison Rousseau Littérature, ένα κέντρο αφιερωμένο στη λογοτεχνία φωλιασμένο στην παλιά πόλη της Γενεύης, στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο μοναχικός περιπατητής της λογοτεχνίας Ζαν-Ζακ Ρουσσώ. Βρίσκομαι στο τέταρτο έτος του διδακτορικού μου. Στη διατριβή μου επικεντρώνομαι στο πεζογραφικό και δοκιμιακό έργο του Ζακοτέ, θέλοντας να αναδείξω ότι είναι απολύτως εφάμιλλο με την ποίησή του.

Ο Φιλίπ Ζακοτέ (Philippe Jaccottet) γεννήθηκε στο Μουντόν, στο καντόνι του Βω της γαλλόφωνης Ελβετίας, στις 30 Ιουνίου 1925. Με το πέρας των κλασικών σπουδών του στη Λωζάνη το 1947, και στον απόηχο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μετέβη στο Παρίσι ως απεσταλμένος του ελβετού μαικήνα των τεχνών Henry-Louis Mermod και των ομώνυμων εκδόσεων. Γεμάτος λογοτεχνικές φιλοδοξίες, ήλπιζε να συναντήσει Στο Παρίσι, κέντρο των γραμμάτων και της πρωτοπορίας της εποχή εκείνη, συναναστράφηκε τους σημαντικούς λογοτέχνες Jean Paulhan, Michel Leiris, Yves Bonnefoy, και κυρίως τον αστέρα της εποχής, τον ποιητή Francis Ponge, με τον οποίον απέκτησε μια τρικυμιώδη σχέση μέντορα και μαθητή. Πάντως, με το πέρασμα του χρόνου, γύρω στα 30, αποφάσισε να εγκατασταθεί στη νότια Γαλλία, στην περιοχή της Drôme, στο χωριό Γκρινιάν, τοπωνύμιο ιστορικά γνωστό χάρη στις επιστολές της Madame de Sévigné. Όπως καταγράφει στα τετράδιά του και στις επιστολές του, ο επίδοξος ποιητής από τη Ελβετία ένιωθε ότι στο Παρίσι τον περιέβαλλε ένα συνεχές bavardage, μια φλυαρία. Ότι κάποιοι λογοτέχνες αντιμετώπιζαν την τέχνη τους με πόζα, για να σαγηνεύσουν και να πετύχουν κοινωνικές επαφές, συμπεριφορά που θα μπορούσε να θεωρηθεί κατάλοιπο της παράδοσης των παρισινών λογοτεχνικών σαλονιών του 17ου και του 18ου αιώνα. Ο Ζακοτέ όμως, καθότι Ελβετός, είχε ρίζα καλβινική, ασκητική, θα λέγαμε «σπαρτιάτικη». Ο γαλλικός Νότος του επέτρεψε την απόσυρση από τις κοσμικότητες και την αισθαντική προσέγγιση στα στοιχειώδη της φύσης. Μαζί με τη σύζυγό του, τη ζωγράφο Αν Μαρί, έμεινε στο Γκρινιάν τα επόμενα 65 χρόνια, ώς το τέλος της ζωής τους. Εκείνος πέθανε τον Φεβρουάριο του 2021 και η σύζυγός του λίγους μήνες αργότερα. Στην αγροικία τους στο Γκρινιάν ο Ζακοτέ είχε συνθέσει σχεδόν το σύνολο του εκτενέστατου έργου του: ποίηση, δοκίμιο, χρονογράφημα, λογοτεχνική κριτική και μετάφραση κορυφαίων κειμένων της διεθνούς γραμματείας. Για το έργο αυτό έγινε αποδέκτης των υψηλότερων αναγνωρίσεων και βραβείων που μπορεί να αποκτήσει ένας συγγραφέας. Και μεταξύ άλλων, το έργο του συγκαταλέχθηκε στην εκδοτική σειρά της Pléiade, τιμή που έχει γίνει σε ελάχιστους συγγραφείς όσο βρίσκονται στη ζωή.

Η απόσυρσή του στη γαλλική εξοχή συχνά υπήρξε αφορμή για παρεξηγήσεις: τον θεώρησαν «απολιτίκ» επειδή δεν «ανέβηκε στο Παρίσι» για να συμμετάσχει στις διαδηλώσεις του Μάη του ’68, όπως έκαναν οι φίλοι του με κοινό τότε πυρήνα την αβανγκάρντ λογοτεχνική επιθεώρηση LEphemère· τον ονόμασαν «ο ερημίτης του Γκρινιάν» παρότι –όπως μαρτυρούν πάμπολλοι φίλοι του και μεταφραστές του– άνοιγε με χαρά το σπίτι του σε όσους ταξίδευαν ώς εκεί ειδικά για να τον συναντήσουν· του καταλόγισαν ότι είναι ανεπίκαιρος, ότι ασχολείται αποκλειστικά με το «τοπίο» κι όχι με τους ανθρώπους, και άλλα. Στην πορεία της διδακτορικής έρευνάς μου, δεν μου πήρε πολύ καιρό να συνειδητοποιήσω ότι ο Ζακοτέ καλύπτεται σε εντυπωσιακό βαθμό από παρεξηγήσεις, κλισέ, τετριμμένες απόψεις. Αυτή η εσφαλμένη, κατά την άποψή μου, πρόσληψη κατά βάση από τη γαλλική κριτική ήταν αρκετή για να νοηματοδοτήσει την εργασία μου.

***

Συνεπιβάτης μου στο τρένο βρίσκεται ένας κύριος γύρω στα 70 που φοράει χακί στολή και θυμίζει στρατηγό σε βελγική αποικία της υποσαχάριας Αφρικής. Καταλαβαίνω ότι του τραβούν την προσοχή τα βιβλία που έχω απλώσει μπροστά μου (Οι Κορμοράνοι του Ζακοτέ και μια μελέτη για τον γερμανικό ρομαντισμό του γάλλου ποιητή Ζακ Νταρά). Ο άγνωστος συνεπιβάτης δεν αργεί να μου πιάσει την κουβέντα. Προσπαθεί να ανιχνεύσει την προφορά μου. Με το που μαθαίνει ότι μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, μου αποκαλύπτει με ενθουσιασμό ότι ο παππούς του υπήρξε στρατιώτης στη Στρατιά της Ανατολής. Στο τέλος της ζωής του, ο παππούς του του διηγούνταν ιστορίες από εκείνη την εκστρατεία· είχαν αποβιβαστεί στην Ιτέα και ξεκίνησαν με τα πόδια, μέσα από χαλικόδρομους, για τη Θεσσαλονίκη. Μου αναφέρει τον Δεσπεραί, τον αρχιστράτηγο των συμμαχικών δυνάμεων, η νίκη του οποίου εναντίον τον Βουλγάρων υπήρξε καθοριστική για τη νικηφόρα έκβαση υπέρ της Αντάντ. Του λέω ότι έχουμε ένα δρόμο στη Θεσσαλονίκη που φέρει το όνομα του Δεσπεραί, παραλείποντας να σημειώσω ότι είναι μικρός δρόμος που δεν τον βλέπει ο ήλιος. Εκείνος μου λέει ότι, κάποτε, συνάντησε έναν Σέρβο στη Βουδαπέστη που του είπε ότι στο Βελιγράδι η οδός Δεσπεραί είναι σαν την Champs-Elysées στο Παρίσι. «Αν είχαν στείλει τον παππού μου στην Καλλίπολη κι όχι στη Θεσσαλονίκη δεν θα είχα γεννηθεί. Και να σκεφτείτε ότι η Καλλίπολη, όπου έλαβε χώρα η πιο αιματηρή μάχη, ήταν ιδέα του Τσώρτσιλ, τότε υπουργού Πολέμου!». Μου λέει ότι σήμερα οι πολιτικοί στη Γαλλία βγάζουν μια ανώτατη σχολή δημόσιας διοίκησης (την περίφημη «ΕΝΑ», Ecole Νationale de l’Αdministration) και νομίζουν ότι έτσι είναι έτοιμοι να διοικήσουν ενώ αγνοούν την ιστορία των δεσμών μεταξύ των λαών και των ανθρώπων.

Έκανε σπουδές οικονομίας στη Sciences-Po και στη συνέχεια δούλεψε ως μεσίτης. «Η οικονομία και η ιστορία σχετίζονται», μου λέει. «Η λογοτεχνία είναι κάτι άλλο. Δεν ξέρω τι θα μπορέσεις να κάνεις με τη λογοτεχνία σήμερα», προσθέτει περιεργαζόμενος τα βιβλία μου. Με ρωτάει το λόγο του ταξιδιού μου. Δεν ξέρει τον Ζακοτέ.

Βγάζει ένα χαρτί από την τσάντα του και με πλησιάζει συνωμοτικά. Μου εκμυστηρεύεται ότι πηγαίνει τακτικά στην Ελβετία για να αγοράσει χρυσό. «Αυτό δεν με κάνει καλό Γάλλο αλλά πρέπει να κάνω τα κουμάντα μου για το μέλλον. Τα βάζω όλα στο θησαυροφυλάκιό μου», λέει και βάζει τα χέρια του στο στέρνο λες και μιλάει για ένα αγαπημένο παιδί του. «Μόνο ο χρυσός και το ασήμι δεν χάνουν την αξία τους. Σ’ αυτόν τον κόσμο πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα». Από μια έμφυτη διακριτικότητα (που δεν λειτουργεί πάντα προς όφελός μου) δεν κοιτάζω τα ποσά που αναγράφονται στο χαρτί, παρότι κρατά το αποδεικτικό μπροστά στα μάτια μου για να το δω. Συγκρατώ μόνο τη διεύθυνσή του (ένα νότιο προάστιο του Παρισιού).

***

Φτάνοντας στη Γενεύη, η πρώτη εντύπωση που μου δημιουργείται είναι αυτή ενός ήσυχου, αφομοιωμένου κοσμοπολιτισμού. Κατηφορίζοντας την οδό των Άλπεων ώς τη λίμνη Λεμάν, διαβάζω τις επιγραφές: Avakian: tapis dOrient S.A., Café vaudois, Hôtel des Alpes, Jazz et musiques improvisées. Όταν επέλεξα τον Ζακοτέ ως θέμα του διδακτορικού μου, ένιωσα έκπληξη και η ίδια. Η μόνη σχέση μου με την Ελβετία είχε δημιουργηθεί χάρη σε ένα οικογενειακό ταξίδι όταν ήμουν δέκα χρόνων. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Παρά την εορταστική μέρα, μου είχε κάνει εντύπωση ότι οι δρόμοι είχαν ερημώσει από τις οκτώ το βράδυ –προφανώς βρίσκονταν όλοι στα σαλέ των Άλπεων κι απολάμβαναν ώρες θαλπωρής μετά το σκι– κι είχαμε βρεθεί οι τέσσερίς μας να περιπλανιόμαστε σαν φαντάσματα. Είχα νιώσει το αίσθημα μιας σφοδρής κι άφατης μελαγχολίας όπως μάλλον μόνο τα παιδιά μπορούν να το νιώσουν. Θυμάμαι να αποφασίζω ότι αυτή η πόλη δεν ήταν για μένα. Τώρα όμως, τόσα χρόνια αργότερα, με κατακλύζει μια αίσθηση αναπάντεχης ελευθερίας. Προσανατολίζομαι με βάση τη λίμνη Λεμάν. Διασχίζω τη γέφυρα του Mont-Blanc και φτάνω στο ξενοδοχείο.

Εν μέσω ακραίας ζέστης, κι αφού αφήνω εκεί τον ταξιδιωτικό μου σάκο, σκαρφαλώνω μέχρι το σπίτι του Ρουσσώ στην παλιά πόλη, ανάμεσα σε Ελβετούς με αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα. Καθ’ οδόν συναντώ τη Società Dante Alighieri Genève. Η Γενεύη είναι το πραγματικό κέντρο της συγκριτικής λογοτεχνίας, η καρδιά. Ο πατέρας της συγκριτολογίας Τζωρτζ Στάινερ δίδαξε στην έδρα Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης επί είκοσι χρόνια, από το 1974 έως και τη σύνταξή του. Όπως εξηγεί ο Στάινερ, η συγκριτική λογοτεχνία ως ακαδημαϊκός κλάδος βλασταίνει μέσα «από τις γερμανο-γαλλικές εντάσεις, συγκεκριμένα στην Αλσατία και τη Ρηνανία, μεταξύ του τέλους του Γαλλο-Πρωσικού και του ξεσπάσματος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου (που ήταν, όπως οφείλουμε να μην ξεχνάμε ποτέ, ένας ευρωπαϊκός εμφύλιος)»[1]. Φτάνοντας στον τόπο της εκδήλωσης, μια τιμητική πλακέτα μνημονεύει ότι εδώ γεννήθηκε ο μοναχικός περιπατητής της λογοτεχνίας. Αυτό το καλβινιστικό σπίτι στη σκιά του επιβλητικού καθεδρικού του Αγίου Πέτρου εγκατέλειψε ο Ρουσσώ πριν προσχωρήσει στον καθολικισμό, ταξιδέψει ώς το Παρίσι κι εργαστεί ως δάσκαλος σε σπίτια ευγενών. Έχει ήδη μαζευτεί κόσμος. Κατά κύριο λόγο, το κοινό είναι άνδρες και γυναίκες άνω των 65, ίσως και άνω των 75.  Πέντ’-έξι είμαστε οι κάτω των 35.

Philippe Jakottet afisa

Maison Rousseau Littérature

Η αφίσα της εκδήλωσης: «Φιλίπ Ζακοτέ, Η ανησυχία και η γιορτή».

Κάθομαι στρατηγικά δίπλα σε έναν απ’ τους «μικρούς». Αποδεικνύεται ποιητής με σπουδές φιλοσοφίας που έκανε ακριβώς την ίδια διαδρομή με μένα, την ίδια μέρα. Ήρθε με το τρένο από το Παρίσι γιατί ο καθηγητής του, επιφανής φιλόσοφος της σχολής της Φαινομενολογίας, τον μύησε στον Ζακοτέ. Πράγματι, σκέφτομαι, κάποια κείμενα του Ζακοτέ εμφανίζουν μία κοινή ευαισθησία με Το Ορατό και το Αόρατο (Le visible et linvisible) του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ. Ειδικά το ποιητικό του μανιφέστο, ο Περίπατος κάτω από τα δένδρα, κείμενο που μεταφράζω αυτόν τον καιρό στα ελληνικά.[2]

Μια κραταιή κυρία κάθεται από την άλλη μεριά, κραδαίνοντας μια βεντάλια και δηλώνοντας γεμάτη χαρά και περηφάνια: «είμαι λίγα χρόνια μικρότερη από τον Ζακοτέ, μόλις έκλεισα τα 95! Καταγόμαστε από διπλανά χωριά της περιοχής Βω»!

Όπως παντού στη βόρεια και στην κεντρική Ευρώπη, το συγκεκριμένο σπίτι δεν έχει εξοπλιστεί με κλιματισμό. Μάταια οι διοργανωτές ανοίγουν τα παράθυρα και μοιράζουν ανεμιστήρες σε διάφορες γωνιές της αίθουσας. Προσφέρουν νερό και λεμονάδα στους παρευρισκομένους. Έχω σκοπό να κάνω επαφές με διάφορους μελετητές του Ζακοτέ, αλλά η ακραία ζέστη με έχει ήδη εξουθενώσει.

Εύχομαι το αφιέρωμα να έχει τουλάχιστον ψυχή και να μην εξαντληθεί σε κλισέ. Αυτού του είδους οι δημόσιες εκδηλώσεις προς τιμήν ενός συγγραφέα ενίοτε σου αφήνουν μία πικρή επίγευση: ότι όλοι γνωρίζουν τον ποιητή καλύτερα από σένα. Όπως συμβαίνει στο φοβερό εκείνο καβαφικό ποίημα με τον Μύρη. Την κρίσιμη ώρα της τελετής, ζεις μια αποξένωση. Λες κι όλοι διεκδικούν τον εκλιπόντα για τους ίδιους. Όμως όλη η λογοτεχνία, όπως τουλάχιστον τη βιώνω προσωπικά, είναι μια διαδικασία επανοικειοποίησης.

Βρίσκω, επομένως, ιδανική την επιλογή η εκδήλωση να ξεκινήσει όχι με λογοτεχνία και λόγια αλλά με προκλασική μουσική, που τόσο αγαπούσε ο Ζακοτέ (ειρήσθω εν παρόδω, ο ποιητής υπήρξε ερασιτέχνης μουσικός τσέμπαλου). Ένα ντουέτο νεαρών μουσικών του Ωδείου της Λωζάνης, τσέλο και βιμπράφωνο, παίζει Μοντεβέρντι και Ανρί Πουρσέλ.

Στη συνέχεια παίρνουν το λόγο μεταφραστές, επιμελητές και ποιητές που συνεργάστηκαν με τον τιμώμενο. O ιταλός μεταφραστής του Ζακοτέ, Φάμπιο Πουστέρλα, διηγείται ένα ενδεικτικό περιστατικό. Καλεσμένος σε κάποια έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης να μιλήσει για τις μεταφράσεις του, ο Ζακοτέ απευθυνόταν στο κοινό με τη γνωστή συστολή του. Ο ποιητής βιοποριζόταν ήδη από τα 20 μεταφράζοντας – και μέχρι το τέλος της ζωής του είχε μεταφράσει απίστευτα πολλά κείμενα. Αρκεί να μνημονεύσουμε την ποίηση, τα τετράδια, την αλληλογραφία και τις πρόζες του Ρίλκε, το μνημειώδες Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες του Μούζιλ κι άλλα διηγήματά του, την Οδύσσεια του Ομήρου (στο γαλλικό σχολείο διδάσκεται η δική του μετάφραση), ποίηση του Ισπανού Γκόνγκορα, των Ιταλών Ουνγκαρέτι και Μοντάλε, μια γερμανική βιογραφία του Χαίλντερλιν – κι ακόμη δεν πλησιάσαμε ούτε το μισό της μεταφραστικής εργασίας του. Παρ’ όλα αυτά δεν συμπαθούσε τον θεωρητικό λόγο για τη μετάφραση. Δεν συμπαθούσε τον θεωρητικό λόγο για τη λογοτεχνία γενικότερα. Κάποια στιγμή, θέλοντας να επιστήσει την προσοχή στη δύναμη και στην πραγματική ουσία της ποίησης, επιθυμώντας να εξηγήσει γιατί οι μεταφραστές περνούν το χρόνο τους πάνω από την φαινομενικά αγνώμονα κι όντως κακοπληρωμένη δουλειά της μετάφρασης, ο Ζακοτέ άλλαξε τόνο και με πειθώ κι ορμή μνημόνευσε τον Οσίπ Μαντελστάμ, τον ποιητή που πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης του σταλινικού καθεστώτος στην περιοχή του Βλαδιβοστόκ: «Από τα βάθη της Σιβηρίας… Όρθιοι! Σηκωθείτε! Ενάντια στις αντιξοότητες, σηκωθείτε!».

Στη συνέχεια παίρνει το λόγο ο μελετητής Φαμπιέν Βασέρ. Όταν ο συντονιστής των ομιλιών τον ρωτά πώς θα χαρακτήριζε τον Ζακοτέ –αυτόν που στο Παρίσι τόσο εύκολα ονομάζουν «ποιητή της άγνοιας», «ποιητή του τοπίου», «ποιητή της αποσιώπησης»–, δίνει έναν αναπάντεχο ορισμό. Ότι πρόκειται για έναν «ποιητή προφήτη» που είχε αντιληφθεί πλήρως την απειλή της ατομικής ενέργειας και τη ροπή του ανθρώπου προς την αυτοκαταστροφή.

Πράγματι, τον Ιούλιο 1960, ο Ζακοτέ γράφει στα τετράδιά του που δημοσιεύτηκαν υπό τον τίτλο Σπορά (Semaison):

έχουμε προσεγγίσει το χειρότερο· ή μάλλον η απειλή του χειρότερου μάς έχει προσεγγίσει, πιο πολύ απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη εποχή του κόσμου, και περιέχεται ολόκληρη μέσα σε κάτι μικρότερο από έναν κόκκο σκόνης, μέσα σε ένα αόρατο σημείο. Κι είναι σαν, από έναν σπόρο, από μια σταγόνα βροχής, να έπρεπε να περιμένουμε όχι μόνο το θάνατο, αλλά και συμφορές των οποίων ακόμη και η απλή, συγκαλυμμένη εξιστόρηση θα ήταν αβάσταχτη· και στη συνέχεια, θα περιμέναμε, μέσα από μια τρομακτική αλληλουχία, έναν κατακλυσμό που θα εκμηδένιζε σε μια έκρηξη αστέρων όλους τους ανθρώπους, όλα τα έργα των ανθρώπων, ακόμη και τη ζωή τους στη γη. Αλλά ακριβώς λόγω αυτού του προαισθήματος της καταστροφής πρέπει να κρατηθούμε ήρεμοι, όσο απίστευτο κι αν είναι, ναι, ήρεμοι, και να προσπαθήσουμε (αυτό δεν είναι εύκολο) να είμαστε σταθεροί. Να μην αφήνουμε να εκδηλώνεται παρά το καλύτερο που έχουμε μέσα μας. Συγκεκριμένα, να απαιτούμε από τα λόγια μας μία, κατά κάποιον τρόπο, απέλπιδα τελειότητα. Έστω κι αν είναι από την αγάπη μας για την έννοια της τιμής, και για να μη φανούμε ανάξιοι κάποιων ανθρώπων που υπήρξαν για εμάς μεγάλα πρότυπα.

Όπως ο Σωκράτης στον πλατωνικό διάλογο του Γοργία, ο Ζακοτέ δυσπιστεί βαθιά απέναντι στη ρητορική δεινότητα. Αναγνωρίζει ότι η μεταχείριση του λόγου δίνει εξουσία στο άτομο κι ότι, καθώς ο άνθρωπος ρέπει τόσο προς το κακό όσο και προς το καλό, είναι επιτακτική η ανάγκη για την ορθή χρήση αυτής της τεράστιας δύναμης. Το ηθικό βάρος του έργου του Ζακοτέ έγκειται στο αίτημα για την ακρίβεια του λόγου. Να γράφεις μόνο για όσα γνωρίζεις, αναφέρει συχνά.

***

Μετά την εκδήλωση περιπλανιέμαι στην παλιά πόλη. Έχει βραδιάσει και, επιτέλους, έχει πάρει να δροσίζει χάρη στον άνεμο που κατεβαίνει από τις Άλπεις. Δύο βήματα από το σπίτι του Ρουσσώ, πέφτω πάνω σε μια τιμητική πλάκα που μνημονεύει την κατοικία όπου έζησε ο Μπόρχες: «Απ’ όλες τις πόλεις του κόσμου, απ’ όλες τις πατρίδες που ο άνθρωπος αναζητά στα ταξίδια του, η Γενεύη μού μοιάζει η πιο ευνοϊκή στην ευτυχία». Ο πατέρας Μπόρχες είχε αποφασίσει όλη η οικογένεια να μετακομίσει από την Αργεντινή στη Γενεύη προκειμένου να λάβει κατάλληλη θεραπεία για τη σταδιακή τύφλωσή του, η οποία θα έπληττε αργότερα και το γιο του. Τότε, η οικογένειά του αποφάσισε ότι για λόγους πολιτικής αστάθειας στην Αργεντινή θα έμενε στη Γενεύη κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Έτσι, ο νεαρός Μπόρχες τελείωσε το γυμνάσιο στη Γενεύη, το 1918. Στο αυτοβιογραφικό δοκίμιο Άτλας, ο αργεντινός λογοτέχνης γράφει: «Οφείλω στη Γενεύη την ανακάλυψη, από το 1914 κι εφεξής, των γαλλικών, των λατινικών, των γερμανικών, του εξπρεσιονισμού, του Σοπενάουερ, της διδαχής του Βούδα, τον ταοϊσμό, τον Κόνραντ, τον Λευκάδιο Χερν και τη νοσταλγία του Μπουένος Άιρες. Επίσης τον έρωτα, τη φιλία, την ταπείνωση και τον πειρασμό της αυτοκτονίας».[3]

Λίγα μέτρα παρακάτω, πέφτω πάνω σε μία δεύτερη πλάκα, εμφανώς παλαιότερη:

GEORGE ELIOT

(Miss Evans)

CELEBRE AUTEUR ANGLAIS

A DEMEURE DANS CETTE MAISON

OCTOBRE 1849-MARS 1850

Ώστε έζησε εδώ και η Τζωρτζ Έλιοτ, η συγγραφέας του κορυφαίου μυθιστορήματος της βικτωριανής εποχής, Μίντλμαρτς. Παρότι περιπλανώμενη και τουρίστρια, νιώθω ότι δεν είμαι ξένη στη Γενεύη. Συνεχίζω λοιπόν την περιδιάβαση με βασικό εφόδιο τις μικρές στιγμές αναγνώρισης στην παλιά πόλη της πάμπλουτης αυτής πολιτείας. Όλα είναι εναντίον μας – λέμε. Ή μήπως όχι;

Στην πλατεία Μολάρ, παραγγέλνω μια μπίρα και κάτι να φάω. Βγάζω τα βιβλία μου πάνω στο τραπέζι με το τραπεζομάντηλο. Στα πορσελάνινα πιάτα αναγράφεται: Café du centre, depuis 1933. Έτος ιδρύσεως 1933… Ημερομηνίες που δεν συναντάς συχνά στο Παρίσι ή στη Θεσσαλονίκη.

Στο διπλανό τραπέζι, μια παρέα τεσσάρων ανδρών. Καταλαβαίνω από την προφορά ότι ένας εξ αυτών είναι Έλληνας. Πράγματι, σύντομα τον ακούω να αναφέρεται στον Μαρινάκη, «you know, the president of Olympiakos» (τονίζει Ολυμπίακος). Λέει στην παρέα ότι, στην Ελλάδα, όσοι έχουν πετρελαιοφόρα (« tanker », επαναλαμβάνει), τους ανήκουν τα πάντα: κανάλια, εφημερίδες, ποδοσφαιρικές ομάδες. Οι συνδαιτυμόνες του τον ακούνε με ενδιαφέρον. Όταν αυτή η απαρίθμηση έπαψε, δεν έχουν άλλη κουβέντα μεταξύ τους. Βυθίζονται στα κινητά τους.

Σε ένα εκπληκτικό κείμενο για την Ελβετία του Μπόρχες, με τίτλο «Πορτρέτο της Γενεύης», ο άγγλος συγγραφέας και κριτικός της τέχνης John Berger γράφει: «Στην αρχή του 20ού αιώνα, η Γενεύη ήταν ένας κανονικός τόπος συνάντησης επαναστατών και συνωμοτών της Ευρώπης – ακριβώς όπως σήμερα είναι το απαραίτητο μέρος για το ραντεβού των μαφιόζων της καινούργιας παγκόσμιας οικονομικής τάξης. […] Παρότι η Γενεύη κατάγεται απευθείας από τον Καλβίνο, τίποτα απ’ όσα βλέπει ή ακούει δεν τη σοκάρουν. Η Γενεύη δεν είναι ούτε θυρωρός ούτε δικαστής. Είναι μία παρατηρήτρια που τη γοητεύει η απεριόριστη ποικιλία και παραλλαγή των δοκιμασιών και της παρηγοριάς των ανθρώπων».[4]

***

Περπατώντας ώς το ξενοδοχείο, διασχίζοντας τα κτίρια που στεγάζουν τις ελβετικές τράπεζες επενδύσεων, περνώντας μπροστά από τις βιτρίνες της Rolex και της Bucherer, κατά μήκος της λίμνης Λεμάν, σκέφτομαι τη μεταφορά που χρησιμοποιεί ο Ζακοτέ για την ποίηση. Η ποίηση είναι σαν τη μάχη της μικρής φλόγας με τον αέρα. Η ποίηση είναι αυτή η φλογίτσα που πασχίζει να κρατηθεί αναμμένη ενώ λυσσομανούν άνεμοι. Σαν τη μάχη του Δαυίδ με τον Γολιάθ. Η ποίηση είναι ο Δαυίδ, είναι η φλόγα, είναι αυτός που μειονεκτεί σε σωματική ισχύ αλλά υπερτερεί σε μια άλλη δύναμη, βαθύτερη, ηθικής ή υπαρξιακής φύσεως.

Ο ποιητής βλέπει τον εαυτό του περισσότερο μέσα σε μια σπηλιά παρά πάνω σε πύργους· χωρίς βασιλικά στολίδια, αλλά ντυμένος όπως οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος που έχει τις δικές του έγνοιες. Κάθε χρονιά ολοένα και πιο ξεχασμένος, ολοένα και πιο θαμμένος κάτω από ένα αυξανόμενο σκοτάδι, καταφέρνει με μεγάλο κόπο να διατηρήσει τη φλόγα ενός κεριού από μια καταιγίδα που φυσάει και που φτάνει μέχρι το υπόγειό του με μανία και χωρίς σταματημό. Ξέρουμε όλοι ότι ο ποιητής δεν κατέχει πια τη θέση του Ήλιου που είχε ίσως κάποτε, ούτε καν ενός πυρσού ή ενός φάρου. Μόλις και μετά βίας ίσως να κατέχει τη θέση κάποιου άγνωστου κινέζου γέροντα, που ζωγραφίζει μέσα σε μία σπηλιά στο φως ενός κεριού, ο οποίος με αφοσίωση προσπαθεί να αναπαραστήσει πάνω στη σελίδα του ένα βουνό, έναν καταρράκτη, ή το πρόσωπο μιας γυναίκας· και οραματίζεται αυτό το βουνό, αυτά τα νερά, αυτά τα μάτια τόσο υπέροχα, τόσο τέλεια ζωγραφισμένα, με μια τόσο λεπτή, τόσο αγνή και τόσο ταπεινή τελειότητα που, αν έτεινε αυτή τη σελίδα σε έναν πάσχοντα συνάνθρωπό του ο οποίος πεθαίνει, αυτός ο άνθρωπος, αντικρίζοντας αυτή την τελειωμένη σελίδα, θα χαμογελούσε με μια λάμψη αναγνώρισης στο πρόσωπό του και, κρατώντας τη σελίδα στο χέρι του σαν το απομεινάρι ενός καινούριου Βιβλίου των Νεκρών, θα περνούσε χωρίς φόβο μήτε θλίψη το κατώφλι του πολύ σκοτεινού χώρου που τον περιμένει για να τον τυλίξει ή να τον αλλάξει.[5]

1 ΙΟΥΛΙΟΥ 2025, ΓΕΝΕΥΗ

Πρωινό στο ξενοδοχείο.

Ένας ένοικος, ετοιμάζοντας τον καφέ του στη μηχανή εσπρέσο,

επαναλαμβάνει στο κινητό:

«Crazy money, crazy money. I tell you it’s crazy money»

Κάθομαι να πιω καφέ και γράφω στο τετράδιό μου προσπαθώντας να συγκεντρώσω τη σκέψη μου. Είδα έναν φοβερό εφιάλτη το βράδυ. Έπεφταν ρουκέτες. Σαν αυτές που βλέπουμε στις ειδήσεις να σχηματίζουν τόξα στον ουρανό. Ήμασταν σ’ έναν προαύλιο χώρο. Μπορεί να ήταν στην Οδησσό, στην Τεχεράνη, στη Γάζα, στην Ελλάδα. Διασκορπιστήκαμε για να προλάβουμε να κρυφτούμε. Σε κλάσματα δευτερολέπτου κατάλαβα ότι ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα τους αγαπημένους μου. Όταν άρχισαν να προσγειώνονται οι πύραυλοι, κατάλαβα ότι δεν είχα πια χρόνο να κρυφτώ. Έπεσα στο έδαφος και κουλουριάστηκα. Άρχισα να περιμένω τον πόνο της ρουκέτας στο σώμα μου. Θα πονούσε φρικτά άραγε ή θα ήταν ένας ακαριαίος θάνατος που θα με γλίτωνε από τον πόνο; Ή κάτι ενδιάμεσο, ένας ακρωτηριασμός από τον οποίον όμως θα έβγαινα ζωντανή; Έκλεισα τα μάτια και προσευχήθηκα να σωθώ και να σωθούν οι δικοί μου. Μετά ξύπνησα στο άνετο δωμάτιο του ελβετικού ξενοδοχείου.

Παρότι ασχολούμαι περίπου οκτώ χρόνια με τον Ζακοτέ, πρώτη φορά αναλογίζομαι πραγματικά το πρόβλημα που θα πρέπει να του έθετε η ουδετερότητα της Ελβετίας. Το πρώτο του ποιητικό έργο, που συνέθεσε όταν ήταν 20 ετών, το 1946, και στη συνέχεια αποκήρυξε μέχρι να το εντάξει ξανά στο έργο του, έχει τον τίτλο Ρέκβιεμ. Πρόκειται για την αντίδραση του ποιητή σε μια σειρά αποτρόπαιες φωτογραφίες που του είχε δείξει ένας φίλος του Ελβετός με μητέρα Γαλλίδα, ο οποίος ήθελε να ενταχθεί στη Γαλλική Αντίσταση. Οι φωτογραφίες αποτυπώνουν τα πτώματα ομήρων νεαρής ηλικίας και νέους αντιστασιακούς του Βερκόρ που βασανίστηκαν και στη συνέχεια δολοφονήθηκαν από τους ναζί. Το Ρέκβιεμ γεννήθηκε από μια βίαιη αντίδραση μπροστά στη φρίκη που αποτύπωναν αυτές οι φωτογραφίες, «σκηνές που εμείς οι άλλοι, υπό την προστασία των συνόρων μας, δεν μπορούσαμε ώς τότε παρά να φανταστούμε», γράφει ο ποιητής στην εισαγωγή της επανέκδοσης το 1990.[6] O Ζακοτέ – στον οποίον τόσες φορές καταλόγισαν ότι ήταν απολιτίκ – αρνιόταν να στρέψει το βλέμμα μακριά από τις κτηνωδίες του κόσμου.

Πριν πάρω το τρένο της επιστροφής από το σταθμό Cornavin, και σε πείσμα του αφύσικου καύσωνα, επισκέπτομαι το Κοιμητήριο των Βασιλιάδων (Cimetière des rois), όπου ενταφιάζονται σημαίνοντα πρόσωπα που συνεισέφεραν στη φήμη και στην αίγλη της πόλης. Αφήνω το GPS να με οδηγήσει στον τάφο του Μπόρχες με τις εντυπωσιακές κέλτικες επιγραφές. Κάποιος έχει αφήσει μια σελίδα από το αλληγορικό διήγημα φαντασίας Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ στην αγγλική μετάφραση, έχοντας κυκλώσει την φράση: «ο τάφος μου θα είναι ο απύθμενος αέρας».

Περιδιαβάζοντας καθ’ οδόν προς την έξοδο του νεκροταφείου συναντώ ένα μνήμα συγκινητικά ταπεινό.  Μια πέτρα. Προσεγγίζω και αναγνωρίζω το σκαλισμένο όνομα: Αλίς Ριβάζ. Πρόκειται για μια σημαντική ελβετή συγγραφέα η οποία, αψηφώντας το προτεσταντικό της περιβάλλον, έγραψε φεμινιστικά κείμενα κάποια χρόνια πριν ακόμα δημοσιευτεί στη Γαλλία το ρηξικέλευθο Δεύτερο φύλο της Σιμόν ντε Μποβουάρ. Όπως κοντοστέκομαι, εντοπίζω ακριβώς δίπλα στο ταπεινό αυτό μνήμα την προτομή του αυστριακού Ρόμπερτ Μούζιλ, συγγραφέα του μνημειώδους μυθιστορήματος Ο Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες (1930), που συγγραφείς όπως ο Μίλαν Κούντερα κι ο Κλάουντιο Μάγκρις θεώρησαν το σημαντικότερο έργο της Mitteleuropa, της Μεσευρώπης. Έχοντας ολοκληρώσει τη μετάφραση του ογκωδέστατου αυτού μυθιστορήματος του Μούζιλ στα γαλλικά, βαθύτατα επηρεασμένος από το στοχασμό του Μούζιλ για τον άνθρωπο της νεωτερικότητας, ο Ζακοτέ δημοσίευσε το πεζό Στοιχεία ενός ονείρου (Eléments dun songe) το 1961. Κατασκευάζοντας ένα ιδιοσυγκρασιακό είδος μεταξύ ποίησης και δοκιμίου που θα γινόταν αργότερο το διακριτό αποτύπωμά του στη λογοτεχνία, ο Ελβετός συνομιλεί με το έργο του Μούζιλ και συγκεκριμένα με το αίσθημα της ματαιότητας που καταλαμβάνει τον πνευματικό άνθρωπο μέσα στη δίνη των πολιτικών γεγονότων. Στον επίλογο αυτού του δοκιμίου, ο Ζακοτέ γράφει:

Κάθε βεβαιότητα τρέμει εκ βάθρων. Οι παλιές αυτοκρατορίες διαλύονται. Ο θεός καταρρέει. « Τίποτα δεν μένει! », αυτή είναι η φράση που βουίζει μέσα στο υπερφορτωμένο μυαλό των ανθρώπων αυτού του αιώνα, προκαλώντας περισσότερη ταραχή απ’ ό,τι ένας σεισμός. Όντως, τίποτα δεν μας προστατεύει πλέον. «Εκτεθειμένοι στα όρη της καρδιάς…». Κι αν έπρεπε εδώ να απαντήσουμε: «επιτέλους!»; Αν αυτός ο κίνδυνος, αντί να εξασφαλίσει τον αφανισμό μας, μας επέτρεπε να ανασυνταχθούμε; Αν η καταστροφή αποκάλυπτε άλλο πράγμα από την καταστροφή;[7]

Επιβιβάζομαι στο τρένο της επιστροφής για το Παρίσι. Υπό μία έννοια, παντελώς ανέτοιμη κι αφοπλισμένη για τον κόσμο. Υπό μία άλλη, ήδη εξοπλισμένη.

 

[1] Διάλεξη που βρίσκεται στον τόμο Αξόδευτα Πάθη, σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά, εκδόσεις Νεφέλη.

[2] Εδώ να σημειώσω ότι ο Ζακοτέ έχει ευτυχήσει στις μεταφράσεις του στη γλώσσα μας. Για το σύνολο της ποίησης του Ζακοτέ, παραπέμπω τον αναγνώστη στη συγκεντρωτική έκδοση με τίτλο Καπνός και Κρύσταλλο στη μετάφραση του Θανάση Χατζόπουλου (Τυπωθήτω, 2006). Σε μετάφραση της Ιωάννας Κωνσταντουλάκη-Χάντζου κυκλοφορεί η ποιητική πρόζα Το τετράδιο της Χλόης (Άγρα, 2016).

[3] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άτλας, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης και Δημήτρης Καλοκύρης, Πατάκη, 2021.

[4] John Berger, Portrait de Genève, Ιανουάριος 2004, https://www.monde-diplomatique.fr/2004/01/BERGER/10938.

[5] «Ευχαριστήριος λόγος για το βραβείο Rambert», στα γαλλικά στον τόμο Une transaction secrète : lectures de poèsie (Gallimard). Σε ελληνική μετάφραση, δημοσιεύτηκε στο νεότευκτο περιοδικό λογοτεχνικής μετάφρασης Παράσιτο, τεύχος 2o.

[6] Βλ. έκδοση της Pléiade, Philippe Jaccottet, Œuvres, 1288.

[7] Éléments d’un songe, Philippe Jaccottet, Gallimard, 188.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.