Σύνδεση συνδρομητών

Πέθανε ο Γιάννης Μπουτάρης (1942-2024)

Σάββατο, 09 Νοεμβρίου 2024 22:54
Ο Γιάννης Μπουτάρης.
Βαγγέλης Τσιάμης
Ο Γιάννης Μπουτάρης.

Μόλις ανακοινώθηκε ο θάνατος του Γιάννη Μπουτάρη. Ήταν μια σπουδαία προσωπικότητα. Παραγωγός σπουδαίων φημισμένων κρασιών. Αλλά, πρωτίστως, ο μεγάλος μεταρρυθμιστής της Θεσσαλονίκης, ο πρώτος και ο μόνος έως αυτή τη στιγμή αιρετός άρχοντας που πολέμησε την ιδέα της πόλης των φαντασμάτων, που πάλεψε η πόλη να αναγνωρίσει το εβραϊκό παρελθόν της και να παλέψει για να γίνει μια ανοιχτή κοινωνία.

Φίλος, συνεργάτης και στήριγμα του Books' Journal σε δύσκολους καιρούς, ο Γιάννης Μπουτάρης σκιαγραφήθηκε σε πρόσφατο δημοσίευμα της Μαίρης Καιρίδη (τεύχος 115), το οποίο αναδημοσιεύουμε στη μνήμη του. [ΤΒJ]
 

Ο πολύτροπος κυρ Γιάννης

Γιάννης Μπουτάρης (σε συνεργασία με τη Μαρία Μαυρικάκη), Εξήντα χρόνια τρύγος, Πατάκη, Αθήνα 2020, 368 σελ.

Διαβάζοντας το βιβλίο Εξήντα Χρόνια Τρύγος… του Γιάννη Μπουτάρη επανέρχεται στο νου μου ένας διάσημος στίχος του εμβληματικότερου ποιητή της Αμερικής του 19ου αιώνα, του Ουώλτ Ουίτμαν: «Είμαι μεγάλος, εμπεριέχω πολλαπλότητες» (“I am largeI contain multitudes”). Ο αεικίνητος κυρ Γιάννης, όπως προτιμάει ο ίδιος να τον αποκαλούν, καταθέτει μία εκ βαθέων αφήγηση των σημαντικότερων γεγονότων της ζωής του. Ο επιχειρηματίας οινοποιός λαμβάνει ως αφορμή την πορεία του στην οινική ιστορία της νεότερης Ελλάδας και θυμάται τις σημαντικές θητείες του στα κοινά, τα προσωπικά γεγονότα της ζωής του, τις επιτυχίες, τα λάθη, τις δυσκολίες. Το αποτέλεσμα δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα μεστό και πλουσιοπάροχο κείμενο που μαγνητίζει τον αναγνώστη.

Πώς να γράψεις για έναν άνθρωπο ο οποίος έχει τόσες πολλές όψεις και έχει καταθέσει τόσα πολλά έργα; «Από τι χαρμάνι είναι άραγε φτιαγμένος ο ακατάβλητος αυτός άνθρωπος και επιτυγχάνει παλαίωση θαυμαστή, αντί με τα χρόνια να οξειδώνεται; Ποιες ποικιλίες γέννησαν την κοφτερή οξύτητα πνεύματος που ανέτρεψε παγιωμένες καταστάσεις;», διερωτάται εύστοχα στον πρόλογο η Μαρία Μαυρικάκη, η οποία συνυπογράφει το βιβλίο και πιστώνεται μεγάλο μέρος της επιτυχίας και αρτιότητάς του. «Με τα ρήματα έχει ιδιαίτερη σχέση. […] Τίποτα γι’ αυτόν δε συναντάται, δεν προκύπτει ούτε αναδύεται, τα πάντα “φυτρώνουν”». Η Μαυρικάκη προσέγγισε με ευαισθησία και κατάφερε να αποτυπώσει το χαρακτηριστικό συναρπαστικό ιδίωμα του Γιάννη Μπουτάρη, που συνδυάζει τον καταρτισμένο επιστημονικό λόγο του διπλωματούχου χημικού με τη ζωηρή προφορικότητα του ανθρώπου της υπαίθρου. Ο κυρ Γιάννης (το «κυρ» είναι φόρος τιμής στα βλάχικα, σαν το Sir, όπως του είχε πει ο γιος του) είναι όντως μεγάλος, εμπεριέχει πολλαπλότητες.

Στο βιβλίο πρωταγωνιστούν η ατομική πρωτοβουλία, το επιχειρηματικό ρίσκο, οι συνεργασίες με αφοσιωμένους ανθρώπους, η προσαρμοστικότητα και η κουλτούρα του επιχειρείν. Ο Μπουτάρης μιλάει για τη βλάχικη καταγωγή του, τη Νάουσα και το Νυμφαίο, και για την οικογένεια που δημιούργησε με την αγαπημένη του σύζυγο Αθηνά. Αναφέρεται με χαρακτηριστική παρρησία στην περιπέτεια της αποτοξίνωσης από το αλκοόλ και στη βοήθεια που άντλησε από τις θεραπείες, αλλά και στη βοήθεια που κατόρθωσε να προσφέρει μέσα από αυτή τη δοκιμασία. Τη θέση τους στο βιβλίο έχουν επίσης περιβαλλοντικά έργα όπως ο Αρκτούρος, προσωπικά μεράκια όπως ο Άρης, η σημασία της αισθητικής και της υποκειμενικότητας στον τρόπο που μιλάμε και φερόμαστε, η λαϊκή αρχιτεκτονική και η έγνοια για τον δημόσιο χώρο.

Το βιβλίο διαβάζεται ως γενναιόδωρο εγχειρίδιο για επίδοξους οινοποιούς και ερασιτέχνες φίλους του κρασιού («Πάρτε μπουκάλια του ’19, κρατήστε τα στην κάβα σας και θα με θυμηθείτε μετά από κάποια χρόνια»). Θα έπρεπε ακόμη να διδάσκεται στα σχολεία ως πρότυπο επιχειρηματικού πνεύματος – αν ποτέ αποφασίσουμε ότι η επιχειρηματικότητα είναι άξια προώθησης. Αλλά το Εξήντα Χρόνια Τρύγος… είναι ακόμη παραπάνω: είναι ένα μάθημα ζωής που καταθέτει ως δώρο προς τα εγγόνια του και τις επόμενες γενιές ένας άνθρωπος που έζησε πολύ, με πάθος, και κάνει την ανασκόπηση της ζωής του. «Τα πάντα στη ζωή μαθαίνονται, όποιος υποστηρίζει το αντίθετο λέει ψέματα».

 

Αναδεικνύοντας το ελληνικό κρασί

Δηλώνω κρασάς. Σπάνια συστήνομαι ως οινοπαραγωγός. Δεν παράγω απλώς οίνο, τον περιποιούμαι κιόλας, οπότε θέλω μια πιο περιεκτική λέξη κι ας είναι μόνο δύο συλλαβές. Προτιμώ να χρησιμοποιώ τη λέξη «κρασί», βυζαντινή και επομένως πιο οικεία στη νοοτροπία μου, από την αρχαιοελληνική λέξη «οίνος» ή τη λατινική «vinum», οι οποίες παραπέμπουν σε συμπόσια και σε αμάν, βαριά φιλοσοφία. (σελ. 43)

Προκειμένου να φτιάξει όσα έφτιαξε περιδιαβάζοντας ολόκληρη την Ελλάδα, αναζητώντας τα κραταιά αμπέλια, ο Μπουτάρης δηλώνει ότι δεν είχε μεράκι αλλά όραμα: να καθιερωθεί η Ελλάδα ως οινοτουριστικός προορισμός, όπου η πολιτισμική διάσταση του κρασιού θα αναδεικνύεται σε κάθε terroir. Πιστεύει ότι η Ελλάδα δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τους προορισμούς των γαλλικών château – αρκεί να μπορέσει να υπερβεί τις δικές της αγκυλώσεις σε επίπεδο γραφειοκρατίας αλλά και νοοτροπίας. Στο πέρασμα των χρόνων, ο Μπουτάρης κατάφερε να υπερπηδήσει πολλές από τις δυσκολίες χάρη στις στοχευμένες συνεργασίες του (έχει το χάρισμα να διαλέγει καλούς συνεργάτες, και μετά να μην τους ξεχνάει) και τις πρωτοβουλίες του από προεδρικές θέσεις.

Ένας από τους αγώνες που έδωσε ο κυρ Γιάννης ήταν για την εμφιάλωση του κρασιού. «Εφόσον το χύμα δεν έμπαινε στις στατιστικές, τίποτα άλλο να μην κάναμε και απλώς να μεταφέραμε δέκα λίτρα, από την αχαρτογράφητη παράνομη κατανάλωση του χύμα, στη σύννομη ελεγμένη κατανάλωση του εμφιαλωμένου μέσω συνεργειών, θα άλλαζε αυτόματα το πεπρωμένο της οινοποιίας. Δυστυχώς, οι σκέψεις τέτοιου τύπου δεν γίνονται δεκτές από όσους βλέπουν παντού ταξικούς εχθρούς και αιμοβόρους αντιπάλους». Γενικότερα, η εμμονή στο κρασί που πωλείται «χύμα» και οι «χυματζήδες» που προτιμούν να κρατήσουν την ποιότητα μέτρια παρά να αναδείξουν το κρασί θέτοντας ποιοτικές προϋποθέσεις, αποδεικνύονται μια ωραιότατη μεταφορά για το ελληνικό κατεστημένο που αντιστέκεται σε οποιαδήποτε καινοτόμο πρόταση, προτιμώντας τελικά «να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα».

Καταλαβαίνοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι συνεταιριστές στην εκπροσώπησή τους στα συλλογικά όργανα, ο Γιάννης Μπουτάρης προσπάθησε να τους ενώσει με την ιδιωτική πρωτοβουλία. Έστησε τη Διεπαγγελματική Οργάνωση Αμπέλου και Οίνου (ΕΔΟΑΟ), «ένα όργανο κοινής δράσης δύο ομάδων που βρίσκονταν παραδοσιακά απέναντι – στον χώρο του κρασιού και όχι μόνο».

Στις δραστηριότητές του συγκαταλέγεται επίσης η ανάδειξη του κρασιού της Σαντορίνης, όπου με πείσμα, και παρά τις κάποιες αντιδράσεις τοπικών φορέων που θέλησαν να απομονώσουν το νησί στην οικονομία των rooms to let, κατάφερε να αναδείξει την περιοχή σε προορισμό πρωτοποριακού οινοτουρισμού. Συνοδοιπόρος του εδώ, όπως και σε πολλά άλλα εγχειρήματα, ο οινοποιός Γιάννης Βογιατζής.

Το κρασί θα πρέπει να είναι πρώτα απ’ όλα μία εμπειρία χαράς – «γιατί χαρά και ευλογία είναι να μοιράζεσαι ένα ξεχωριστό κρασί με την παρέα σου». Για να προωθηθεί το ελληνικό κρασί, χρειάζεται να κοιτάξουμε τη σχέση του καταναλωτή με το προϊόν χωρίς συμπλέγματα. Δεν γίνεται κάθε καταναλωτής που γεύεται το κρασί να αναγνωρίζει το άρωμα βανίλιας ή να καταφέρνει να ανακαλύψει τις νότες δέρματος ή καπνού, λέει ο Μπουτάρης.

Από την πείρα μου σας διαβεβαιώνω ότι ο μέσος καταναλωτής επιθυμεί ένα καλό κρασί της σειράς, ποιοτικό μεν, αλλά χωρίς σπουδαία προσωπικότητα. Δε θέλει μεγαλεία, προτιμά να έχει την ευκολία του· να πίνει μεσημέρι και βράδυ ένα ή δύο ποτήρια, επειδή έτσι του αρέσει. Μα ρετσίνα θα πιει, μα κόκκινο, μα άσπρο, δεν τον πολυνοιάζει. Δεν πίνει μόνο για τη γεύση, πίνει για το αποτέλεσμα, για τη χαλαρότητα που προξενεί το αλκοόλ. (σελ. 52)

Ο αναγνώστης θα συναντήσει εξαιρετικού ενδιαφέροντος επεισόδια καθώς διατρέχει τη βιογραφία του κυρ Γιάννη. Πολλά από αυτά συμπλέκονται με την ελληνική πολιτεία ή την ελληνική νοοτροπία. Παραθέτω μόνο ένα από αυτά, ενδεικτικά: όταν ο Μπουτάρης ανέλαβε πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου (ΣΕΟ), θέλησε να αναβαθμίσει το νάμα της θείας κοινωνίας και να φτιάξει ένα τυποποιημένο κρασί με υψηλές προδιαγραφές σκεπτόμενος το παράδειγμα των εβραϊκών προϊόντων Kosher. «Για ένα τόσο σημαντικό μυστήριο δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται ένα οποιοδήποτε κρασί γλυκό με σκούρο κόκκινο χρώμα, πιθανόν προϊόν άγνωστων προσμείξεων». Πρότεινε, λοιπόν, στην Ιερά Σύνοδο (Αρχιεπίσκοπος τότε ήταν ο Χριστόδουλος) να συνεργαστούν με σκοπό την παραγωγή και τυποποίηση ενός χαρμανιού που θα προορίζεται αποκλειστικά για τη θεία μετάληψη. Οι ιεράρχες όμως σύντομα ανταπάντησαν ότι το κρασί μετατρέπεται σε θεία κοινωνία με μόνη την ευλογία του ιερέα. 

 

Προσωπικότητες

Στον διάβα του, ο Μπουτάρης μνημονεύει πλήθος ανθρώπων με τους οποίους συνεργάστηκε, πολλοί εκ των οποίων ήταν ή εξελίχθηκαν σε εδραιωμένες προσωπικότητες σε διάφορους χώρους, από την οινογνωσία και τη δημοσιογραφία ώς τη δημόσια διοίκηση και την εκκλησία.

Μεταξύ αυτών, ο κυρ Γιάννης μνημονεύει εκτενώς την επιμονή και τα κατορθώματα της Σταυρούλας Κουράκου – Δραγώνα, μιας προσωπικότητας που έχει εργαστεί με πάθος για τη χαρτογράφηση, την αναγνώριση και την ανάδειξη του ελληνικού κρασιού στην Ευρώπη και το εξωτερικό. Η Κουράκου, δρ. χημικός και οινολόγος, θήτευσε ως πρόεδρος του Ινστιτούτου Οίνου του υπουργείου Γεωργίας και το 1979 εκλέχθηκε ομόφωνα στην προεδρία του OIV (Διεθνής Οργανισμός Κρασιού). Ήταν η πρώτη φορά που μία γυναίκα εκλεγόταν στην προεδρία ενός διεθνούς διακυβερνητικού τεχνοοικονομικού οργανισμού. Στην Κουράκου οφείλουμε, μεταξύ άλλων, την καθιέρωση των ονομάτων προέλευσης.

Τις μάχες που έδινε η Κουράκου στα ευρωπαϊκά όργανα ως εκπρόσωπος των ελληνικών συμφερόντων της οινοποιίας δεν τις υποστήριζαν πάντα οι εγχώριοι θεσμοί, απλά γιατί δεν πίστευαν στις δυνατότητες του ελληνικού κρασιού. Αυτή την έλλειψη αυτοπεποίθησης των ντόπιων γεωργών και των οινοποιών την περιγράφει και ο Μπουτάρης, ο οποίος εργάστηκε για να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση των τοπικών μικροπαραγωγών στις αυτόχθονες ποικιλίες, όπως έκανε στη Γουμένισσα με το Ξινόμαυρο και τη Νεγκόσκα.

Η επαφή του με ανθρώπους είναι πάντα ουσιαστική, ποτέ τυπική. Μεταξύ των αξιομνημόνευτων επαφών του, καταθέτει τη συγκινητική εντύπωσή του από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. «Πώς να περιγράψω το βεληνεκές του ανθρώπου που λειτουργεί και διαπρέπει σε περιβάλλον αφιλόξενο και που νοιάζεται ενεργά για τη σωτηρία όχι μόνο της ψυχής αλλά και της φύσης;» Προσκεκλημένος στο πατρικό σπίτι του Πατριάρχη στην Ίμβρο, με αφορμή τα γενέθλιά του, ο Μπουτάρης θυμάται:

Στο τραπέζι κάθισαν κάποιοι μεγάλοι δεσποτάδες και η αφεντιά μου, ο Βαρθολομαίος όχι, ούτε στιγμή. Πηγαινοερχόταν να φέρνει το φαγητό και το κρασί, μας σέρβιρε ο ίδιος, μάζεψε μόνος του τα πιάτα και φρόντισε κάθε ανάγκη μας. Κοντολογίς, τη γενέθλιο ημέρα του, αντί να του κάνουμε εμείς δώρο, μας έκανε εκείνος προσφορά, ένα εκ βαθέων μάθημα ταπεινότητας και μεγαλοσύνης. Στην πρώτη μας κιόλας συνάντηση εξέφρασα την απορία: «Δέσποτα, πες μου τι κάνω με τους Τούρκους στη Θεσσαλονίκη;» Μου απάντησε με μία λέξη: «Δώσε». Κάθε φορά που υπέμενα τη χλεύη όσων με αποκαλούσαν κωλότουρκο, τα λόγια του Πατριάρχη με γαλήνευαν. «Μη δίνεις σημασία!». (σελ. 103)

 

Θεσσαλονίκη

Η υπερκομματική Πρωτοβουλία, η ανεξάρτητη δημοτική κίνηση μέσα από την οποία ο Γιάννης Μπουτάρης εκλέχθηκε δήμαρχος της πόλης επί δύο θητείες, έχει αφήσει το αποτύπωμά της στην πόλη, παρότι σήμερα δεν είναι πλέον ενεργή. Ο Μπουτάρης μνημονεύει μέλη της όπως η Καλυψώ Γούλα, η Ελένη Χοντολίδου, ο Σπύρος Πέγκας, κ.ά. 

Ανεξάρτητα από το τι ψηφίζουν, πιστεύω πως υπάρχουν δυο ειδών άνθρωποι: οι συντηρητικοί, που θα τους βρεις όχι μόνο στα δεξιά κόμματα αλλά σε όλα ανεξαιρέτως, και οι προοδευτικοί, που επίσης δρουν σε όλες τις πλευρές. Φοβάμαι πως είναι σπανιότεροι στην αριστερά, που έχει μπερδέψει τα παπούτσια της όσον αφορά το τι σημαίνει προοδευτική αλλαγή. Όταν γίνεται κάτι σωστό για πρώτη φορά, οι πραγματικά προοδευτικοί το αγκαλιάζουν χωρίς να νοιάζονται τι σφραγίδα φέρει, αλλά αυτό είναι έξω από τις μεθοδεύσεις των εγκλωβισμένων σε κόμματα. (186-187)

Ως ενεργός πολίτης, ο Μπουτάρης ερεύνησε το παρελθόν της Θεσσαλονίκης, και τον επηρέασε σημαντικά το έργο του Mαρκ Μαζάουερ, Η Πόλη των Φαντασμάτων, που εκδόθηκε στα ελληνικά το 2006. Ήταν ο πρώτος δήμαρχος Θεσσαλονίκης που μίλησε για το ιστορικό παρελθόν της πόλης: η πάλαι ποτέ Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων, όπου «κατά την απελευθέρωση, κυκλοφορούσαν δώδεκα εφημερίδες σε τέσσερις γλώσσες», έκρυβε ένα αμαρτωλό παρελθόν το οποίο είχε αποσιωπηθεί για δεκαετίες, και δεν κατάφερε να αναδειχθεί ούτε ακόμη κατά την περίοδο της εξωστρέφειας και ευημερίας της Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας το 1997.

Αν δεν ήταν ο Μπουτάρης, ακόμη θα εθελοτυφλούσαμε ξεχνώντας ότι εμβληματικοί δημόσιοι οργανισμοί, όπως το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και το ΑΧΕΠΑ, ανεγέρθηκαν πάνω στη εβραϊκή νεκρόπολη, ενώ κομμάτια μαρμάρου από τα κατεστραμμένα μνημεία και τους συλημένους τάφους βρίσκονται μέχρι σήμερα διάσπαρτα σε πλατείες κι άλλα οικοδομήματα της πόλης. Επί δημαρχίας Μπουτάρη, καθιερώθηκε η Σιωπηλή Πορεία από την πλατεία Ελευθερίας έως τον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου τα τρένα ξεκινούσαν για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η ομιλία του δημάρχου για την Εθνική Ημέρα Μνήμης των Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος του 2018 είναι από τους συγκλονιστικότερους λόγους που έχουν εκφωνηθεί ποτέ στη σύγχρονη ιστορία της πόλης.

Ο δήμαρχος Μπουτάρης είχε τον κοινό νου να σκεφτεί ότι οι απόγονοι των αλλόθρησκων διωγμένων πληθυσμών της πόλης θα ήθελαν να επισκεφτούν τα μνημεία και να καταθέσουν φόρο τιμής στους προγόνους τους. Έτσι η πόλη προσέλκυσε πληθυσμούς από όλη τη Μεσόγειο. Το σημαντικότερο κατόρθωμα της δημαρχίας του ήταν το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη έπαψε να αγνοεί την πολυεπίπεδη υπόστασή της κι απέκτησε μια πιο ουσιαστική αυτοπεποίθηση, που βασίζεται στη γνώση της ιστορίας της κι όχι σε ελαφριές, τάχα αυτοσαρκαστικές ταμπέλες, όπως ερωτική πόλη κι άλλα ανούσια για εσωτερική κατανάλωση.

 

Πρότυπο

Κανείς δεν είναι αλάνθαστος – και ειδικά όποιος αποφασίζει να λάβει αποφάσεις και να δράσει. Αυτά τα έργα, όμως, μόνο ένας άνθρωπος βεληνεκούς Μπουτάρη, με όραμα, θα μπορούσε να τα φέρει εις πέρας. Γι’ αυτό αναζωογόνησε την πόλη που τελούσε σε λήθαργο και σπεύσαμε στα προεκλογικά περίπτερα με το σύνθημα Η πόλη γουστάρει δήμαρχο Μπουτάρη. Κι αν μένουν πλείστα έργα ακόμη να γίνουν, ας αισιοδοξούμε ότι οι σπόροι έχουν φυτευτεί.

Eίναι σπουδαίο να θαυμάζεις, κι είναι σπάνιο να βρίσκεις αυτούς τους ανθρώπους στον δημόσιο βίο. Με τις ουσιαστικές του τοποθετήσεις, ο Γιάννης Μπουτάρης χτυπάει αυτό που έχει καθιερωθεί να λέγεται «ξύλινη γλώσσα», δηλαδή την αποστεγνωμένη, ανέμπνευστη, εργαλειακή χρήση του λόγου που στην ουσία κρύβει την έλλειψη περιεχομένου.

Στη βιογραφία του, ο Γιάννης Μπουτάρης αναφέρεται εν συντομία στις επιθέσεις που έχει κατά καιρούς δεχτεί, και δεν έχω λόγο να αναφερθώ εδώ. Θα ήθελα μόνο να πω το εξής: έχω την εντύπωση ότι ο Μπουτάρης ενοχλεί εξαιτίας μιας αίσθησης προσωπικής ελευθερίας που αποπνέει. Σαν το κέντρισμα της ζήλειας που νιώθουμε καμιά φορά όταν κάποιος, ακόμη και φίλος, αποφασίζει να ζήσει τη ζωή του πιάνοντάς την «από τα κέρατα» και υψώνοντας το ανάστημά του στον κόσμο, αποφασισμένος να κάνει τα πράγματα με τον τρόπο του. Επειδή αυτή η επιλογή συνεπάγεται ρίσκο κι ευθύνη, όσοι δεν τολμούν να αναλάβουν το κόστος της προσπαθούν να «κατεβάσουν» αυτούς που το κάνουν. Νομίζω ότι πιο πολύ και από το υποτιθέμενο πατριωτικό αίσθημα, ο Μπουτάρης ερεθίζει την παγιωμένη μεμψιμοιρία ανθρώπων που δεν τόλμησαν να αποτινάξουν φορεμένες ετικέτες, παλιωμένες συμβάσεις, και να ζήσουν όπως οι ίδιοι θέλησαν.

Ας παραθέσουμε την αντίληψη για τη ζωή με τα δικά του λόγια:

Το κρασί, όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, καθορίζονται από οργανικές ενώσεις. Οι πιο πετυχημένες είναι οι εστέρες, που βγαίνουν από το πάντρεμα αλκοόλης και οξέων και γεννούν τα αρωματικά θέλγητρά του. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τους ανθρώπους· όταν συναντηθούν υπό κατάλληλες συνθήκες και ταιριάξει η χημεία τους, μπορεί να προκύψουν ωραίες καταστάσεις. Γραμμένο στην ταυτότητα δεν είναι με ποιον κολλάει ο καθένας μας, ούτε για πόσο καιρό θα διαρκέσει το δέσιμο. Πιθανότατα μια επικοινωνία που σήμερα λειτουργεί αύριο να πάψει να είναι λειτουργική, και από μια καλή χημεία να προκύψει μια απογοήτευση, εφόσον οι συνθήκες εξελίσσονται. Δεν είναι το τέλος του κόσμου, είναι η τέχνη της ζωής. Από τη μια η προσαρμογή στις συγκυρίες, από την άλλη η στασιμότητα και ο λήθαργος. Διαλέγω θέση και αποφεύγω να μιλάω με ανθρώπους απόλυτους· όταν με χαρακτηρίζουν επιπόλαιο για τις μετατοπίσεις μου, δε δίνω πολλή σημασία. Μπορούμε να πούμε «το κρασί που δοκιμάσαμε τότε, αυτό είναι και τέρμα;» Μα δεν υπάρχει κρασί που να παραμένει το ίδιο, έναν μήνα, πέντε μήνες ή έναν χρόνο μετά το τέλος της ζύμωσης. Θα ήμουν χαζός να συνεχίσω το παλιό τροπάρι σε καινούριο περιβάλλον. Η αλλαγή των συνθηκών δημιουργεί αυτόματα νέες δυνατότητες. Γιατί να μείνουν αυτές ανεκμετάλλευτες κι εγώ κολλημένος; (σελ. 299-300)

Πιστεύω ότι το βιβλίο θα καθιερωθεί ως σημαντική μαρτυρία – αυτοβιογραφία και θα βρει τη θέση του δίπλα σε έργα όπως το επιτυχημένο Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα της Μαριάννας Κορομηλά (Άγρα) ή την πιο πρόσφατη βιογραφία του Στέλιου Νέστορα (Το Συναξάρι μου, Πατάκη). Το Εξήντα χρόνια τρύγος… θα διαβάζεται μέσα στα χρόνια για το παράδειγμα ενός ανθρώπου που με το ατομικό του σθένος και όραμα ενέπνευσε διαφορετικές ομάδες ανθρώπων να κάνουν αυτόν τον τόπο λίγο καλύτερο.

1 σχόλιο

Χάρηκε όταν του πήγα την πρόσκληση για την παρουσίαση του «Μαζάλ» στο δημαρχείο Θεσσαλονίκης. Με συγχάρηκε για τη νέα κριτική έκδοση του βιβλίου και μου ευχήθηκε «Μαζάλ Τοβ!» Ήταν αδύναμος για να έρθει στην παρουσίαση. Η μνήμη του ας είναι ευλογία!

Τρύφων Καλαμίτσης
Τρύφων Καλαμίτσης
10 Νοε 2024, 12:11

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.