O πεζός λόγος των ποιητών είναι συναρπαστικός. Μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε μία ακόμη όψη του ποιητή, να τον παρακολουθήσουμε ενόσω συλλογιέται, ενώ γράφει για πράγματα που του αρέσουν με την ελευθερία του ερασιτέχνη και την εξαιρετικά δουλεμένη γλώσσα. Αρκεί να σκεφτούμε τη βαθιά αναγνωστική απόλαυση που μας προσφέρουν οι Δοκιμές του Σεφέρη, τα Ανοιχτά Χαρτιά του Οδυσσέα Ελύτη, τα κείμενα για την τζαζ του Φίλιπ Λάρκιν, τα άρθρα του Φιλίπ Ζακοτέ για τους ομοτέχνους του, οι επιστολές του Ρίλκε, οι πραγματείες της Βακαλό για την τέχνη. Αυτά τα κείμενα είναι επιπλέον σημαντικά γιατί μπορούν να λειτουργήσουν ως το σημείο εισόδου στο ποιητικό έργο, να μας προσφέρουν την ευκαιρία να εξοικειωθούμε με τη φωνή, τον αισθητικό κόσμο, τις ιδέες και τις ιδιαιτερότητες του ποιητή. Γιατί η ποίηση, καθότι διέπεται από τις δικές της προϋποθέσεις και ιδιοσυγκρασίες, κάποτε φαντάζει δύσληπτη ή αδιαπέραστη ακόμη και σε αναγνώστες που έχουν σχέση με τη λογοτεχνία και το διάβασμα.
Μέσω του πεζού λόγου
Διαμέσου του πεζού λόγου, προσέγγισα για πρώτη φορά το έργο της ποιήτριας Μαρίας Λαϊνά, συγκεκριμένα μέσα από τις επιφυλλίδες της στη στήλη «Πεντάλ», γραμμένες το διάστημα 2009-2011, στο ένθετο «Βιβλιοδρόμιο» της Ελευθεροτυπίας, εκλογή των οποίων εκδόθηκε στο πολύ απολαυστικό βιβλίο με τίτλο Θυμάσαι τι είναι η ποίηση; Ιστορίες ποδηλασίας (εκδόσεις Πατάκη, 2018). Έχοντας δημιουργήσει την περσόνα του αφηγητή-ποδηλάτη που κάνει πεντάλ και διανύει πόλεις, τοπία και βιβλία, η Λαϊνά ξεναγεί τους αναγνώστες της στον προσωπικό της κόσμο και τρόπο να βλέπει τα πράγματα. Στις πενήντα επιφυλλίδες που συγκεντρώνονται στο βιβλίο, η Λαϊνά γράφει για τους αγαπημένους της συγγραφείς, όπως ο Τσέχωφ, ο Τ.Σ. Έλιοτ και ο Έζρα Πάουντ, ο Τανιζάκι, οι Αμερικανοί Ρόμπερτ Κρήλυ και Μαρκ Στραντ, η Αλεξάνδρα Πλαστήρα και η Βακαλό («ποιος τη θυμάται και ποιος τη μνημονεύει αλήθεια την Ελένη Βακαλό, με τη μακριά γερή κοτσίδα; Ποιος θυμάται το θάρρος της στη ζωή και το θάρρος της στο θάνατο;»). Αντιγράφει απλόχερα αποσπάσματα από τα διαβάσματά της, άλλοτε σχολιάζοντάς τα και συνδέοντάς τα με την επικαιρότητα, κι άλλοτε παραδίδοντάς τα ασχολίαστα στον αναγνώστη προς προβληματισμό. Σχολιάζει με παρρησία και χιούμορ τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις εκείνης της επεισοδιακής διετίας 2009-2011 και τις κακοτοπιές στην πόλη της Αθήνας. Kαταθέτει την άποψή της για ζητήματα τέχνης και αισθητικής:
Το κακό με τη λογοτεχνία, κατεξοχήν με την ποίηση, είναι ότι γράφεται με λέξεις, και τις λέξεις τις θεωρούμε δεδομένες και κτήμα όλων από γεννησιμιού μας και δεν είναι σαν τις νότες ή τα χρώματα που πρέπει να τα σπουδάσεις και να μάθεις πώς συνδυάζονται και ποιο πάει καλύτερα πλάι σε άλλο, και, και, και… Γι’αυτό και η ερώτηση «Τι είναι ποίηση;»· γι’αυτό και οι ρομαντικές απαντήσεις του τύπου «το καταφύγιο στο οποίο προσφεύγουμε σε δύσκολες στιγμές» ή «αυτό που ομορφαίνει τη ζωή μας», και εντέλει η αξίωση πολλών ανθρώπων να θεωρούνται ή να θεωρούν άλλους ποιητές επειδή, λέει, ο τρόπος τους να ζουν τη ζωή τους «ποιητικά» ή η «ποιητική» ύπαρξή τους αρκούν να υποκαταστήσουν το ζητούμενο. Το ζητούμενο όμως είναι απλούστατα η ποίηση. Ποιητής είναι αυτός που γράφει καλά ποιήματα, ούτε καν αυτός που γράφει ποιήματα. (Θυμάσαι τι είναι η ποίηση;, 91-2)
Η γλώσσα είναι, φυσικά, παντού και πάντα, το βασικό θέμα. Πώς η γλώσσα δημιουργεί ποίηση. Πώς κάποιοι δημοσιογράφοι και φιλόλογοι κακομεταχειρίζονται τη γλώσσα. Πώς εργαζόμαστε πάνω στη γλώσσα προκειμένου να εκφράσουμε την αλήθεια:
[…] η ποίηση καταφέρνει το ξάφνιασμα, αν δεν το καταφέρνει, δεν είναι ποίηση, ισχυρίζομαι ταπεινά. Κατευθείαν αντίθετο, ας πούμε, με την τηλεοπτική, τουλάχιστον, δημοσιογραφία, όπου επί μία εβδομάδα μπορεί να παρακολουθείς το γνέσιμο της ίδιας είδησης […] με ανταποκριτές που δεν ξέρουν άλλους συνδέσμους εκτός από το «ωστόσο» και «καθώς», και τα επιρρήματά τους εξαντλούνται στο «ακριβώς» και «απλά» – αυτό το τελευταίο χρησιμοποιημένο και εκτός των άλλων αδίσταχτα λάθος στη θέση του «απλώς». (Θυμάσαι τι είναι η ποίηση;, σελ. 24)
Τα πεζά κείμενα των ποιητών είναι συναρπαστικά γιατί μας φανερώνουν όψεις του χαρακτήρα τους. Ο ποιητής χρειάζεται από τη μία να βρίσκεται σε διαρκή επαφή και όσμωση με το περιβάλλον, σε μία σχέση ακραίας ευαισθησίας με τον κόσμο, κι από την άλλη να αντιστέκεται με θάρρος στη μόδα, στις δημοφιλείς απόψεις, στα κλισέ της σκέψης, της γλώσσας και της συμπεριφοράς· να είναι με άλλα λόγια ουσιωδώς αντισυμβατικός. Η ανεξαρτησία της κρίσης της Λαϊνά σημαδεύει τον αναγνώστη, κι η φωνή της γίνεται εθιστική, όπως όταν σχολιάζει τη σχέση του Έλληνα με τη λογοτεχνία:
[Στον Έλληνα] κανείς δεν του δίνει το «κακό» παράδειγμα, κανείς δεν τον σπρώχνει να αμαρτήσει, ούτε γονείς ούτε εκπαιδευτικό προσωπικό ούτε η κοινή θέα: βαπόρια, αεροπλάνα και τρένα πάνε κι έρχονται και σπάνια καθωσπρέπει Έλληνας διανοείται τη σήμερον ημέραν να πιάσει στα χέρια του έντυπο πλην την εφημερίδας και του περιοδικού. Το περίεργο είναι ότι δεν ισχύει το ίδιο με το γράψιμο. Εκεί τα πράγματα υφίστανται σοβαρή αλλαγή: παρότι άχρηστο βιοποριστικά και συνταξιοδοτικά το επάγγελμα του ποιητή ή διηγηματογράφου (του αξιοπρεπούς τουλάχιστον), πλήθος άνθρωποι επιχειρούν να γράψουν, γράφουν και ξαναγράφουν, χωρίς κανέναν ενδοιασμό και φόβο ότι μπορεί, ας πούμε, να μπαίνουν σε παγοδρόμιο χωρίς να φοράνε παγοπέδιλα αλλά και δίχως να έχουν όρεξη να αγοράσουν τα των ομοτέχνων τους. (Θυμάσαι τι είναι η ποίηση;, 120)
Στέκεται με σκεπτικισμό απέναντι στην αμετροέπεια που εντοπίζει στη σημερινή κριτική της λογοτεχνίας, της τέχνης αλλά και στη λογοτεχνία γενικότερα («ο κριτικός στον οποίο πρέπει να χρωστάμε ευγνωμοσύνη είναι εκείνος που θα μας κάνει να δούμε κάτι που δεν το είχαμε δει πριν»). Η Λαϊνά είναι επίσης σπουδαία όταν ελέγχει την αυθαιρεσία του θεωρητικού λόγου (ή της μεταγλώσσας) που χρησιμοποιούν οι επιμελητές εκθέσεων τέχνης και οι γκαλερίστες:
Σπάνια σήμερα κάποιος ενδιαφέρεται π.χ. για τη φωτογραφία αυτή καθεαυτή. Όταν προσέρχεται ο φωτογράφος σ’ έναν επιμελητή ή σ’ έναν γκαλερίστα, τον ρωτάνε οι περισσότεροι ποιο είναι το concept, λέξη που έχει αντικαταστήσει σχεδόν σήμερα το προηγουμένως «αθώο» θέμα, γιατί ενσωματώνει και την «εννοιακή» (Θεέ μου, συγχώρεσέ με) πρόθεσή του. […] Σιγά σιγά οι φωτογραφίες από μόνες τους δεν σημαίνουν τίποτα, δίχως το κείμενο του επιμελητή που συνήθως εξηγεί με εξαντλητικό και περίπλοκο τρόπο τη σειρά των εικόνων έτσι ώστε να τους προσδώσει κοινό λόγο ύπαρξης, να αποκαλύψει την πρόθεση του καλλιτέχνη (λες και είναι μία) και να τους εξασφαλίσει με το στανιό ένα δήθεν κοινό θέμα ή μια ιδέα-έννοια (concept). (Θυμάσαι τι είναι η ποίηση;, 49-50)
Ακρίβεια, πυκνότητα, προσωπική αλήθεια
Καθ’ όλη την πορεία της στην ποίηση, που διαρκεί πενήντα και πλέον χρόνια, η Λαϊνά εργάζεται με μοναδική σοβαρότητα πάνω στην ακρίβεια της γλώσσας, την πυκνότητα του νοήματος, και την απόδοση της προσωπικής της αλήθειας. Το 2015, εκδόθηκε ο συγκεντρωτικός τόμος Σε τόπο ξερό (εκδόσεις Πατάκη), ο οποίος συγκεντρώνει ποιήματα από το 1970 έως το 2012, δηλαδή οκτώ ποιητικές συλλογές. Στον τόμο αυτό, που έλαβε το βραβείο Ακαδημίας Αθηνών - Ίδρυμα Κώστα & Ελένης Ουράνη, συμπεριλαμβάνονται συλλογές που αγαπήθηκαν πολύ, όπως ο Ρόδινος Φόβος και η σειρά ποιημάτων Δικό της. Στον Ρόδινο Φόβο ξεχωρίζουν για τις έντονες εικόνες και τις λεπταίσθητες αποτυπώσεις του νερού τα ποιήματα που εμπνέονται από τις περιοχές του Νείλου (Ασουάν, Λούξορ).
Το περασμένο φθινόπωρο, δημοσιεύτηκε το ποιητικό έργο Ό,τι έγινε, Άνθρωποι και Φαντάσματα. Πρόκειται για συλλογή ποιημάτων που κινούνται στη θεματική της μοναξιάς, της φθαρτότητας του ανθρώπινου σώματος, της αντοχής του ανθρώπου και της ανθεκτικότητας της ανθρώπινης δημιουργίας, και αποδίδουν το αίσθημα της αποξένωσης που βιώνει ο άνθρωπος μέσα στο αστικό περιβάλλον. Τα υλικά της ποίησής της αντλούνται από την καθημερινότητα, το αστικό τοπίο και την αστική αρχιτεκτονική. Αποτυπώνει την υπερβολικά πραγματική όψη της ζωής, την καθημερινότητα, την κίνηση μέσα στο σπίτι. Αυτό που κανείς δεν θα δει, κανείς δεν θα δοξάσει. Ό,τι πιο απλό, πιο καθημερινό, πιο ευκαταφρόνητο. Στην ποιητική γλώσσα, έχουν περάσει λέξεις τόσο καθημερινές όπως «μπαλκονόπορτα» και «εξώπορτα»· σε ένα ποίημα, συνυπάρχει η όμορφη λέξη «αίγλη» με τη «βεράντα», το τυπικό στοιχείο της αθηναϊκής αστικής αρχιτεκτονικής.
Το ύφος της Λαϊνά είναι εδώ και χρόνια αναγνωρίσιμο και διακριτό μέσα στο σύνολο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης: εξαιρετικά λιτό (κάποιοι κριτικοί έχουν πει «ασκητικό), οικονομημένο, αύταρκες και συχνά εξομολογητικό. Όπως έχει γράψει ο Δημήτρης Αθηνάκης στην Καθημερινή, «ο μινιμαλισμός της βαδίζει στα χνάρια του παγκόσμιου ανθρώπου, που είναι ωστόσο υποχρεωμένος να ζει μέσα στα όρια του σπιτιού, της πόλης, της χώρας του». Στην παράδοση της Ζωής Καρέλλη και της Ελένης Βακαλό, η Λαϊνά φροντίζει για την ύπαρξη του ανοίκειου στην ποίησή της. Ο αναγνώστης μπλέκεται σε μία δοκιμασία αποκρυπτογράφησης, όπου χρειάζεται χρόνο προκειμένου να βρει τη θέση του μέσα στο ερμητικό ποίημα. Χρειάζεται, κυρίως, να εμπιστευτεί ότι το ανοίκειο θα του προσφέρει απόλαυση.
Η Λαϊνά έχει τη γοητεία των ποιητών που αποθεώνουν το ελάχιστο, που μοιάζουν να έχουν λίγες λέξεις στη διάθεσή τους –μολονότι, ασφαλώς, γνωρίζουν πλήθος– και γυρνούν γύρω από τις ίδιες. Δεν ταξιδεύουν χιλιόμετρα για να βρουν νέες και να τις βάλουν ως τρόπαια στην ποίησή τους. Συγκινούν γιατί γράφουν «οργανικά», σαν να μην μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Σαν η λέξη να φύτρωσε στο χώμα που φροντίζουν. Διαβάζοντας τα πεζά και τα ποιήματα της Λαϊνά, θητεύουμε δίπλα σε μια δημιουργό που αντιμετωπίζει με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα την γλώσσα, την τέχνη και τη ζωή:
Καμιά φορά ο ποδηλάτης, στις στάσεις του, το σκέφτεται με μοιρολατρική μελαγχολία. Σάμπως το θάρρος, η απελπισία, και το ταλέντο να χαίρεσαι τέχνη και ζωή να πηγαίνουν μαζί. Δεν το υπερασπίζομαι σαν κανόνα. Αλλά οσάκις συμβαίνει, τότε δεν λείπει πραγματικά τίποτα, και μόνον εκεί μου φαίνεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να ισχυριστεί ότι υπερέχει σαν είδος του υπόλοιπου ζωικού βασιλείου. (Θυμάσαι τι είναι η ποίηση;, σελ. 144-5)