Σύνδεση συνδρομητών

Για τα στοιχειώδη

Κυριακή, 02 Νοεμβρίου 2025 23:52
Ο Χρήστος Σιορίκης.
Φωτογραφία αρχείου
Ο Χρήστος Σιορίκης.

Χρήστος Σιορίκης, Ποια χώρα είμαι, Ροές, Αθήνα 2025, 64 σελ.

Με το δεύτερο βιβλίο ποίησής του, υπό τον τίτλο Ποια χώρα είμαι, ο Χρήστος Σιορίκης παρουσιάζει έναν ποιητικό λόγο που ωριμάζει μέσα στα χρόνια. Ο Σιορίκης γνωρίζει ότι η ποίηση δεν είναι προϊόν ευφράδειας ή πλούσιου λεξιλογίου, αλλά ακριβολογίας, αφαίρεσης και μαθητείας.

«Το δύσκολο δεν είναι να γράψεις, αλλά να ζεις έτσι ώστε το γραπτό να γεννιέται με φυσικό τρόπο. Αυτό είναι σχεδόν αδύνατον σήμερα, όμως δεν μπορώ να φανταστώ άλλον δρόμο».

 Φιλίπ Ζακοτέ [από τα σημειωματάρια της Σποράς («Semaison»)]

Ο Χρήστος Σιορίκης γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1989. Εργάζεται ως δάσκαλος ισπανικών και παραδίδει μαθήματα σε παιδιά και σε  ενήλικους. Μελετά και μεταφράζει κείμενα της ισπανικής και της ισπανόφωνης λογοτεχνίας: συνεντεύξεις και διηγήματα του Χούλιο Κορτάσαρ, διηγήματα του Εντουάρντο Γκαλεάνο, ποιητές όπως ο Λόρκα κι ο Θερνούδα και προσφάτως απέδωσε στα ελληνικά, σε συνεργασία με τη φιλόλογο Μαίρη Γιόση, το θεατρικό κείμενο της φιλοσόφου Μαρία Θαμπράνο, Ο Τάφος της Αντιγόνης (Loggia, 2025). Η παρουσία του στην ελληνική ποίηση είναι σταθερή, συνεπής και μεθοδική εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία. Το 2018 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Η πρώτη φορά από τις εκδόσεις Αντίποδες και προκρίθηκε για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου στην ποίηση του περιοδικού Ο Αναγνώστης. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως το Εντευκτήριο, ο Χάρτης, η Ποιητική, το ΦΡΜΚ, το Booksjournal, καθώς επίσης έχουν μεταφραστεί και συγκαταλεχθεί σε ποιητικές ανθολογίες του εξωτερικού. Συμμετέχει τακτικά στα αφιερώματα του (Με τα λόγια γίνεται) που διοργανώνει ο ποιητής Παναγιώτης Ιωαννίδης κι έχει συνεισφέρει κείμενα και ποιήματά του για τον Διονύσιο Σολωμό, την Ελένη Βακαλό, την Έμιλυ Ντίκινσον και πολλούς άλλους ποιητές.

Με τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, Ποια χώρα είμαι, ο Σιορίκης κατορθώνει έναν ποιητικό λόγο που διερευνά ταυτόχρονα την κατάσταση αγωνίας στην οποία βρίσκεται ο σύγχρονος άνθρωπος και τις πιθανότητες που του δίνονται να βρίσκει νόημα. Η κίνηση αυτού του στοχασμού πηγαίνει από τα πολλά στα λίγα κι από τα συγκεχυμένα στα στοιχειώδη.

 

Χρόνια, χρόνος, γη, μουσική και σώμα

Το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής δηλώνει ποια είναι αυτά τα στοιχειώδη υλικά με τα οποία φτιάχνεται η ποίηση: χρόνια, χρόνος, γη, μουσική και σώμα. «Τα χρόνια μού έμαθαν και ξέρω…». Αυτή είναι η πρώτη αρετή του ποιητή: ξέρει –και ταλανίζεται από αυτή τη γνώση– ότι οι λέξεις μόνες τους δεν αρκούν. Το ίδιο το μέσο της τέχνης της ποίησης, η γλώσσα, δίνεται εξαρχής με περιορισμούς και ελλείμματα, αλλά κυρίως υπερφορτωμένο με μπιχλιμπίδια από υπερβολές και κοινούς τόπους. Γι’ αυτό ο ποιητής αντιλαμβάνεται ότι χρειάζεται να σκύψει προς τη γη, να «γδάρ[ει] την άσφαλτο/να βγει το χώμα» («Αφού έχασα τον σπόρο»), να πέσει, να σκονιστεί, να συρθεί αν είναι ανάγκη («Μία ανάπαυση»). Για να κατακτηθεί το όνομα, χρειάζεται κόπος. Αυτή η προσπάθεια, όπως κάθε προσπάθεια, εξοπλίζει τον ποιητή με υπομονή και ταπεινότητα.

Έτσι, η ποιητική τέχνη του Σιορίκη ορίζεται από μια σταθερή ισορροπία ανάμεσα στην αυτοσυγκράτηση και το πάθος.  Η φωνή των ποιημάτων είναι σταθερά πρωτοπρόσωπη κι επηρεάζει τον αναγνώστη με το διακριτό της στίγμα. Η φωνή αυτή ζει την εποχή της, διακατέχεται από τις αγωνίες της γενιάς της. Ο ποιητής κατασκευάζει έναν τόπο όπου ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να σταθεί ανάμεσα στα άγχη της καθημερινότητας της επιβίωσης και στο άγχος μιας απορυθμισμένης κλιματικής πραγματικότητας. Γιατί ο άνθρωπος πρέπει κάπου να ζήσει.

Είναι χαρακτηριστικό αυτής της ποίησης ότι η οικονομία του στίχου είναι ταυτόχρονα ευρύχωρη και σφιχτή. Αυτό προκύπτει από την κατασκευή του νοήματος, η οποία καθότι άρτια, αφήνει ταυτόχρονα σχετικά μεγάλη ελευθερία κίνησης στον αναγνώστη και έναν χώρο όπου μπορεί να σταθεί χωρίς να αυθαιρετεί. Αυτή είναι μία ειδοποιός αρετή της ποίησης σε σχέση με τον πεζό λόγο, κι υπ’ αυτή την έννοια ο Σιορίκης κατοικεί στον μέγιστο βαθμό την τέχνη που έχει διαλέξει. Γενικότερα η σύγχρονη ελληνική ποίηση αφήνει αρκετό ελεύθερο χώρο· αρκεί να φυλλομετρήσει κανείς ποιητικές συλλογές και να διαπιστώσει πόσο λίγο χώρο πιάνει το ποίημα σε σχέση με τη σελίδα. Όμως αυτός ο μορφολογικός μινιμαλισμός δεν σημαίνει πάντα και αυτοσυγκράτηση ή την αίσθηση του μέτρου· μπορεί ενίοτε να σημαίνει κι απουσία περιεχομένου. Στην ποίηση του Σιορίκη, αυτή η ποιότητα του χώρου, δηλαδή του στίχου που αναπνέει, αντιλαμβάνομαι ότι προκύπτει από μία συναισθηματική ωριμότητα.

Πηγαίνουμε προς τους μύθους μας

Πηγαίνουμε να βρούμε

τα πρόσωπα των μύθων μας

Αρκούν τα ονόματα

Αρκούν τα βουνά

            Κάποιοι

            έχουν κάνει την ανατολική πλαγιά

            εστία πολέμου

            Και τον ποταμό

            σύνορο

            ξεχνώντας πως

            το βουνό έχει ερωτευτεί τη θάλασσα

            κι ότι ο ποταμός

            είναι το γράμμα που της στέλνει

Μέσα από την απλότητα των στοιχείων, το ποίημα καταφέρνει ένα καίριο σχόλιο. Τα ουσιαστικά λάμπουν με τη στρογγυλάδα τους, τα ρήματα με την αυτάρκειά τους. Ρήματα ωστόσο μη εμπεδωμένα, όπως καταλαβαίνουμε από το πώς αντηχεί στα αυτιά μας η επανάληψή τους. Τι θα πει «αρκούν τα ονόματα. Αρκούν τα βουνά»; Η γραμματική και συντακτική αυτάρκεια που αξιοποιεί ο Σιορίκης σε αυτά τα ρήματα στοχεύει να κλονίσει τον αναγνώστη – έναν αναγνώστη σε μόνιμο περισπασμό, «χαομένο» πιο πολύ από ποτέ. Πώς αρκούν τόσο λίγα; Τι θα κάνω αν μου δώσουν να απασχολούμαι μόνο με τα «ονόματα» και τα «βουνά»; Ως εκπαιδευτικός ο ίδιος (και γιος, μάλιστα, καθηγήτριας και καθηγητή των φυσικών επιστημών), ο Σιορίκης γνωρίζει ότι η διάπλαση του ατόμου, η παιδεία του, κατορθώνεται μέσα από την καλλιέργεια της προσοχής και του σεβασμού.

Σύμφωνα με έναν κοινό τόπο της λογοτεχνίας, η ποίηση μεταγράφει την εμπειρία. Αν όμως εκπληρώνει το στοίχημα της ακρίβειας, η ποίηση ταυτόχρονα επιδρά πάνω στην εμπειρία. Εκχερσώνει, τότε, μία έκταση· φτιάχνει έναν «τόπο για να ζεις», για να αναφερθώ εδώ σε ένα έργο της ποιήτριας Αλεξάνδρας Πλαστήρα (Άγρα, 1999), που αποτελεί μία από τις βασικές αναφορές του ποιητή. Αυτή η δράση της ποίησης πρέπει να εκληφθεί με τον πιο κυριολεκτικό τρόπο. Η έννοια της ποίησης ως «τόπος για να ζεις» υπάρχει σε διάφορες γλωσσικές παραδόσεις, μία εκ των οποίων αυτή του Χαίλντερλιν, που δηλώνει ότι «ο άνθρωπος ποιητικά κατοικεί» τον κόσμο. Που σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη να δημιουργεί νόημα (μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας ή οποιασδήποτε πράξης που σκοπεύει στο έργο) με τον ίδιο τρόπο που έχει ανάγκη να αναπνέει. Κατ’ αναλογίαν με την παράδοση του γερμανικού ρομαντισμού, ο Σιορίκης αντιλαμβάνεται την ποίηση ως μία μακρά μαθητεία που έχει άμεσο αντικείμενο τη διάπλαση του εαυτού και ως επακόλουθο τον στίχο.

Γύρω μου χαλασμός

κι εγώ ρωτάω

αν μια λέξη μπορεί

να με κάνει καλύτερο

Η ποίηση του Σιορίκη ξέρει ότι έχουμε απωλέσει την αθωότητα των προ-νεωτερικών εποχών. Δεν εθελοτυφλεί, δεν νοσταλγεί κούφια. Ξέρει όμως επίσης ότι ο άνθρωπος δεν έχει μετακινηθεί ως προς την ουσία του, ως προς τα στοιχειώδη που τον απαρτίζουν, έστω κι εάν έχει εκχωρήσει μεγάλο κομμάτι της πνευματικής του δραστηριότητας στις μηχανές, στην αυτοματοποίηση, στην τεχνητή νοημοσύνη, στην ευκολία και τη χαύνωση (προσπαθώ μ’ αυτή τη τελευταία λέξη να αποδώσω ευφημιστικά τον τρομακτικό απ’ όλες τις απόψεις νεολογισμό του brainrot). Κι αυτή είναι μία ποίηση που καταδεικνύει το παράλογο των υπερεξελιγμένων τεχνολογιών που αναπτύξαμε και των τρόπων που κακοποιήσαμε τη γη. Για να προλάβω ενδεχομένως κάποιους αναγνώστες, αυτό κατορθώνεται χωρίς ίχνος ιστορικής ή γεωπολιτικής αφέλειας, χωρίς καμία «ποιητική διάθεση» με την έννοια της αιθεροβασίας. Το αντίθετο: ο Σιορίκης διακατέχεται από υψηλής στάθμης πολιτική ευαισθησία για τις διεθνείς συγκυρίες, ιστορικές γνώσεις, και συντονισμό με τις εξελίξεις. Μ’ αυτή τη σκευή, είναι σε θέση να θέσει ερωτήματα ως προς τα όρια που ξεπέρασε το σύγχρονο κράτος και μαζί του ο σύγχρονος άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο ότι ζητάει να μας απασχολήσει σήμερα η εύφορη πολυσημία της λέξης «χώρα» του τίτλου. Χώρα είναι α) ο τόπος που κατοικείται και που βιώνεται ως πατρίδα, καθώς επίσης και β) το κράτος, η κρατική οντότητα. Επίσης, γ) στην ιατρική ορολογία, η χώρα είναι περιοχή του ανθρώπινου σώματος (ηβική χώρα, βουβωνική χώρα)… Η χώρα των ανθρώπων αντιμετωπίζει σήμερα σύνθετες απειλές· οι χώρες αλώνονται από κλιματικές καταστροφές (πυρκαγιές, παρατεταμένη ξηρασία) αλλά και γεωστρατηγικές καταστροφές (πόλεμος). Κουβεντιάζοντας όλα αυτά τα δεινά, τείνουμε να ξεχνάμε ότι όταν μία χώρα αιμορραγεί, ο άνθρωπος το νιώθει στο σώμα του.

Ο ποιητής θέλει να κεντρίσει τη φαντασία του αναγνώστη και να τον κάνει να δει την επικράτεια αυτών των μακρινών χωρών. Όταν επικαλείται τα στοιχεία του τοπίου για να τονίσει το ανάγλυφο αυτών των τόπων, ευελπιστεί να αφήσει ένα ίχνος αμφισβήτησης στον τρόπο που σκεφτόμαστε αυτά τα μέρη. Γιατί αν επικρατεί ένα είδος λόγου στη δημόσια ζωή (εκτός κι εντός διαδικτύου), αυτός είναι ο λόγος ισχύος της πολιτικής και της γεωπολιτικής, όχι ο λόγος της φροντίδας, της μέριμνας για το περιβάλλον ή της κοινωνικής συνοχής. Ο ποιητικός λόγος –στη συγκεκριμένη περίπτωση, χαμηλόφωνος αλλά σίγουρος για τον εαυτό του– έρχεται να επανοικειοποιηθεί τα κύρια ονόματα των τόπων.

Ο Καύκασος υποχωρεί

Αρκετά στάθηκα όρθιος

Τώρα θα γίνω πέτρινη πεδιάδα

Με λίγο χώμα πού και πού

Θα σας βγάλω την ψυχή στις καλλιέργειες

Εμπόδιο για τους ανέμους δεν θα υπάρχει

Ούτε κρυψώνες για πόλεμο

Θα είστε ολοφάνεροι

Όπως θέλω εγώ

Στις μέρες μας, αυτή η κριτική στο τεχνολογικό και κοινωνικοπολιτικό παγκόσμιο status quo είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί χωρίς να υποπέσει στην αφέλεια ή στη γραφικότητα. Ακόμη και σήμερα που η ανάγκη για «αποανάπτυξη» (degrowth) αρχίζει να εμπεδώνεται και στον πλέον ταγμένο οπαδό της τεχνολογικής εξέλιξης, πάντα καραδοκούν αυτοί που θα λοιδορήσουν όσους τολμήσουν να φανταστούν έναν τρόπο ζωής που εγείρει αντιστάσεις στην καταναλωτικές συνήθειες, στη συνεχή συνδεσιμότητα κι άρα διαθεσιμότητα, στις υψηλές ταχύτητες, στην ομοιογενοποίηση, στον συγκεντρωτισμό, στον πόλεμο που διατηρείται ως τρόπος τόνωσης της οικονομίας κι εκτόνωσης εσωτερικών ερίδων.

Εμείς κι ο κόσμος

Οι πολιτικοί χάρτες δεν δείχνουν

την κλίση του εδάφους

Τα ποτάμια μοιάζει να ανεβαίνουν

μοιάζει

οι χάρτες αυτοί

να θέλουν να συμβεί

κάτι παρά τη θέλησή μας

Ωστόσο γνωρίζουμε

πως οι χάρτες αυτοί

δεν είναι οι μοναδικοί

και πως φτάνει η εποχή

που οι γεωφυσικοί

θα βρουν το δίκιο τους

 

Ο άνθρωπος απέναντι στη φύση

Από τις απαρχές της, η λογοτεχνία δεξιώνεται τις ανησυχίες για την παραβίαση του μέτρου από μέρους του ανθρώπου εις βάρος της φύσης, που αργότερα θα εκφράσει η οικολογία. Τα πιο διορατικά πνεύματα αντιλήφθηκαν το πρόβλημα της ανθρωπογενούς καταστροφής πολύ νωρίς. Αρκεί να μνημονεύσουμε το δεύτερο στάσιμο της Αντιγόνης του Σοφοκλή. Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ αναφέρει ότι ο Τσέχωφ, ήδη τον 19ο αιώνα, είχε εκφράσει με τρομερές λέξεις την αποδοκιμασία του για την καταστροφή των δασών στη Ρωσία (στο βιβλίο συνέντευξης της Γιουρσενάρ Με τα μάτια ανοιχτά). Μάλιστα, έχει διαμορφωθεί, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ένα παρακλάδι της μαρξιστικής και φεμινιστικής κριτικής, η οικοποιητική, που μελετάει την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση διαμέσου των αποτυπώσεων κι αναπαραστάσεων στην τέχνη. Βέβαια, το να κατηγοριοποιούσαμε απλώς ως αντικείμενο της «οικοποιητικής» το έργο του Σιορίκη θα υποβίβαζε το υπαρξιακό του βάθος.

Παρότι πλήττεται, όπως όλοι οι ευαίσθητοι άνθρωποι, από τη μελαγχολία της κλιματικής κατάρρευσης και της τρομακτικής αλλοίωσης του ελληνικού καλοκαιριού, ο Σιορίκης επιμένει. Αντί να ενδώσει στη ματαιότητα που απειλεί με αφασία τη γενιά μας και επικρέμαται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από κάθε της εγχείρημα (θα έλεγα, ειδικά τα της πνευματικής φύσης…), ή ακόμη στον πικρό κυνισμό, ο Σιορίκης καθοδηγείται μένοντας πιστός στο μέτρο που υπαγορεύεται από τη φύση και τους νόμους που τη διέπουν. Όσο κι αν καταστρατηγείται αυτή η φύση κι αυτό το μέτρο, με ήδη κατάφωρα ορατές κι αισθητές τις συνέπειες, ο ποιητής βρίσκει αντιστάσεις.

Τολμώ να υποθέσω ότι αυτή την ανέλπιστη ενέργεια ο ποιητής την αντλεί από τον έρωτα, ένα από τα πραγματικά τελευταία φυσικά καταφύγια που έχουν απομείνει στον άνθρωπο. Στην ποίηση του Σιορίκη ο έρωτας είναι η ενέργεια που εκλύουν «τα πρόσωπα των μύθων μας».  Γι’ αυτό μάλιστα, όπως ο Ρίλκε (που αποτελεί ακόμη μία από τις βασικές αναφορές του ποιητή), ο Σιορίκης στρέφει την προσοχή του στο αρχαϊκό στοιχείο κι αντιλαμβάνεται την αρχαιολογία ως υπόθεση αισθαντικότητας, ως συναισθηματική αγωγή κι ως αφορμή για στοχασμό πάνω στο χρόνο και την περιοδολόγησή του. Μέσα στο αρχαϊκό, ο ποιητής αντλεί τη δύναμη να ζυγίσει το ειδικό βάρος του μοντέρνου (ή μετα-μοντέρνου) γιατί διαισθάνεται, όπως είπαμε, ότι ο άνθρωπος έχει ελάχιστα μετακινηθεί ως προς τις ανάγκες που τον χαρακτηρίζουν.

Αρχαιολογία

Έβαλα το παιδί πάνω στο άλογο

σαν να’ξερε να ιππεύει

Έτσι λοιπόν

αν αρμονία του συνόλου βλέπουν οι αιώνες

είναι γιατί

τους είπα ψέματα

«Η ποίηση οφείλει, όσο γίνεται, να μιλεί κι εκείνη, κατ’ αναλογίαν, κυριότατα με τις αισθήσεις. Να μετέρχεται τα μέσα εκείνων που θεωρεί –όχι χωρίς κάποιαν οίηση– άλαλους· και να προσθέτει το δικό της συν με μεγάλη περίσκεψη», γράφει ο Ελύτης στα Μικρά Έψιλον.[1] Αυτό το συν με μεγάλη περίσκεψη προσθέτει ο Σιορίκης. Πρόκειται για ένα έργο με μόνιμο θετικό πρόσημο:

Αποταμίευση

Η παλίρροια έρχεται στην ώρα της

αλλά δεν ξέρω τι θέλει

Όσο για τα μελλοντικά δεινά

μαζεύω χρήματα

Ψέματα

Τίποτα δεν κάνω

Ξοδεύω ό,τι έχω

σε φαγητό και σε βόλτες

Δεν προνοώ

Στήνω αυτί

αν κάποιος έρχεται να με παρηγορήσει

Αν το ποιητικό υποκείμενο εδώ εμφανίζεται οικειοθελώς άπορο μπροστά στα μελλοντικά δεινά, δηλώνοντας με κάποιο σκέρτσο ότι δεν είναι και τόσο καλό στην προσπάθεια αποταμίευσης, δεν εμφανίζεται ωστόσο ανήμπορο ούτε παραδομένο. Αν η λέξη «δεινά» μας παραπέμπει αναπόφευκτα και αιώνια στο δεύτερο στάσιμο της Αντιγόνης –πολλά τα δεινά–, τότε θυμόμαστε ότι, σύμφωνα με τον Σοφοκλή, ο άνθρωπος δεν θα αντικρίσει αμήχανος –«άπορος»– τα μελλούμενα. Από την ανθρώπινή του φύση, διαθέτει πόρους, είναι «παντοπόρος». Θεωρώ ότι, σ’ αυτό το ποίημα αλλά και σε όλο το βιβλίο, το ζήτημα είναι ακριβώς αυτό: ότι ο άνθρωπος διαθέτει τους πόρους. Δεν επιδιώκουμε εδώ να εξιδανικεύσουμε μία κατάσταση πενίας όπου θα πρέπει κανείς να περιορίζεται στα ελάχιστα. Ο ποιητής ανήκει, εξάλλου, στη γενιά της κρίσης και της μόνιμης και παρατεταμένης επισφάλειας. Κι έτσι δυστυχώς, σε κάποιες περιπτώσεις, το να μιλάς σήμερα για τα απλά και για τα στοιχειώδη, είναι αυτόματα ύποπτο, είτε γιατί μπορεί να προκύπτει από θέση προνομίου είτε γιατί μπορεί να υποπίπτει σε αφέλεια. Όμως τι θα γινόταν αν τα στοιχειώδη γίνονταν το ζητούμενο κάθε ύπαρξης; Αν βρίσκαμε στα στοιχειώδη την πραγματική ουσία; Το πραγματικό νόημα της ζωής που τόσοι άνθρωποι ψάχνουν; Ακόμη και τη στιγμή της ανέχειας ή της απόγνωσης, ο άνθρωπος, αν αφεθεί να «στήσει αυτί» και να αφουγκραστεί τα στοιχειώδη, θα βρει τα στηρίγματα εκείνα που τον ενώνουν με τον σκοπό της ζωής του. Αυτό τολμά να προτείνει ως ερώτημα στο νου και στη φαντασία μας η ποίηση του Σιορίκη.

Τίποτα δεν έχει τελειώσει

Ο άνθρωπος ρωτάει ακόμα

Απορεί για τα πετρώματα

Ζητά εξήγηση για τα φαινόμενα

Βλέπει τον κόπο της επιστήμης

– Γλείφεις το βότσαλο

Είναι ακόμα αλμυρή η θάλασσα;

Γλείψε το αλάτι στον ώμοι σου

Και τέρμα οι κουβέντες

Βάζω το μυστικό πίσω στη θέση του

                              (Ποια χώρα είμαι, σελ. 53)

 

Χωρίς πόζα

Χάρη σε αυτό εδώ το περιοδικό, και σε μία αγγελία δημοσιευμένη στην τελευταία σελίδα σύμφωνα με την οποία δάσκαλος ισπανικών παρέδιδε μαθήματα σε όποιον ήθελε να γνωρίσει τον Μπόρχες, τον Κορτάσαρ, και τον Λόρκα μέσα από το πρωτότυπο, βρέθηκα μια μέρα του πυκνού εκείνου καλοκαιριού του 2015 να τηλεφωνώ στον Χρήστο Σιορίκη. Συνήθως με αποπαίρναν όσοι τους έλεγα ότι θέλω να μάθω μία ξένη γλώσσα ξεκινώντας με τη λογοτεχνία αυτής της γλώσσας. Η πεποίθηση ότι πρέπει κανείς να κατακτήσει πρώτα τη γραμματική προτού έρθει σε επαφή με τα λογοτεχνικά κείμενα έχει παγιωθεί σε τέτοιο βαθμό που οποιαδήποτε αποκλίνουσα άποψη μοιάζει αστεία. Αποδείχτηκε όμως ότι ο Χρήστος είχε ακριβώς την ίδια ανησυχία με μένα, συνδυάζοντας την ποιητική του ιδιοσυγκρασία με την παιδαγωγική του μεθοδολογία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο μας μάθημα: καθισμένοι δίπλα δίπλα, με βοηθούσε να αποκωδικοποιήσω μία σελίδα από το έβδομο κεφάλαιο του Κουτσού, του Κορτάσαρ. Toco tu boca. Con un dedo toco el borde de tu boca. Πώς να μη μάθω μια για πάντα ότι boca σημαίνει στόμα, dedo δάχτυλο και ότι το tocar είναι το απαρέμφατο του αγγίζω;

Η θαρραλέα κι αντισυμβατική του προσέγγιση στη εκμάθηση μίας ξένης γλώσσας μέσω της λογοτεχνίας έχει άμεση συνάφεια με την ποιητική του φιλοσοφία. Σε αντίθεση με μία μερίδα της σχολικής φιλολογίας, ο Σιορίκης δεν θεωρεί τα λογοτεχνικά κείμενα το Άγιο Δισκοπότηρο που κρατείται μόνο για τους εκλεκτούς λίγους που θα φτάσουν ως την υποτακτική του αορίστου. Εφόσον η λογοτεχνία αποτελεί μέρος του ζωντανού λόγου, διατίθεται ως το κατ’ εξοχήν εργαλείο εισαγωγής στη γλώσσα κι ως ο οργανικός μας δεσμός με την εμπειρία της πραγματικότητας.

Ο δάσκαλός μου έγινε, μέσα στα χρόνια, φίλος. Θεωρώ, ωστόσο, ότι η αντικειμενικότητα αυτού του σημειώματος δεν προσκρούει, απαραίτητα, σ’ αυτή την προσωπική σχέση. Κι αυτό γιατί η πνευματική βιογραφία του Χρήστου Σιορίκη δίνει πολύτιμα στοιχεία. Ο πνευματικός ορίζοντάς του ορίζεται από την ποίηση του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, του Λουίς Θερνούδα, του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, όπως και της Ζωής Καρέλλη, της Ελένης Βακαλό, της Μαρίας Λαϊνά. Διαβάζει (χάρη στα ισπανικά) τον μυστικιστή του 16ου αιώνα Άγιο Ιωάννη του Σταυρού, η ποίηση του οποίου παραμένει σε πολύ μεγάλο βαθμό άγνωστη στα ελληνικά και η πυκνή λιτότητά του έχει περάσει στην ποιητική αντίληψή του. Ο Χρήστος Σιορίκης είναι ένας άνθρωπος που συγκλονίζεται από την αδικία, που καταρρακώνεται από  την κλιματική καταστροφή, που μοχθεί για την ακρίβεια στον λόγο. Είναι επίσης ένας άνθρωπος που αναπηδά με χαρά και συγκίνηση μπροστά στον πλούτο μιας λέξης. Το κράμα της γλώσσας που έχει κατασκευάσει μέσα στα χρόνια συνενώνει την Ιβηρική χερσόνησο και την παρατήρηση της ελληνικής υπαίθρου κι εκβάλλει σε έναν λόγο ζωντανό, συντονισμένο με την εποχή κι απαλλαγμένο (αυτό είναι το κρίσιμο) από καλλιέπειες, ψεύδη και πόζα.

Έχω επίγνωση, όπως είπα, ότι από τη στιγμή που με ενώνει δεσμός φιλίας με τον ποιητή, η αναφορά μου εν είδει κριτικού σημειώματος ενδέχεται να εκληφθεί με καχυποψία. Ας είναι. Δεν έχω πειστεί ακόμα ότι ο σχολιασμός της λογοτεχνίας είναι υπόθεση περισσότερο αντικειμενικότητας παρά σχέσης. Επιχείρησα μόνο να μοιραστώ κάποια στοιχεία της ποιητικής του με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να ωφελήσουν τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη όσο βοήθησαν κι εμένα στη σχέση μου με τη γλώσσα, με τη λογοτεχνία, με τον φυσικό κόσμο, με τη ζωή.

Υπάρχουν μέρες που είναι τόσο μεγάλη η ανάγκη για κάποια πνευματική καθοδήγηση και ταυτόχρονα τόσο έντονη η ανορεξία για τα βιβλία, που το χέρι αντέχει να ανοίξει μόνο ένα δοκιμασμένα καλό βιβλίο ποίησης. Μια τέτοια μέρα του Αυγούστου –ανορεξίας κι ανάγκης– διάβασα κι εκτίμησα το βιβλίο ποίησης Ποια χώρα είμαι του Χρήστου Σιορίκη. Όπως σε όλα τα ζητήματα της ζωής, η ανάγκη είναι, και στη λογοτεχνία, το σημαντικότερο κριτήριο. Αρκεί να μπορούμε να την αφουγκραστούμε.

25 Αυγούστου 2025, Βόλος 

[1] «Τα τροχαία του Χρόνου», Εν λευκώ, σελ. 208.

Μαίρη Καιρίδη

Σπούδασε συγκριτική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Sarah Lawrence της Νέας Υόρκης και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.