Σύνδεση συνδρομητών

H σημασία του Εμμανουέλ Καρρέρ

Σάββατο, 17 Δεκεμβρίου 2022 13:14
O Εμμανουέλ Καρρέρ.
Casa de América – Spain
O Εμμανουέλ Καρρέρ.

Πώς ο γάλλος συγγραφέας επαναφέρει την έννοια της ευθύνης στη λογοτεχνία

 Emmanuel Carrère, Γιόγκα, μετάφραση από τα γαλλικά: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2021, 312 σελ.

 Όταν μπαίνουμε σε ένα βιβλίο του Καρρέρ, λέει ο Μισέλ Ουελμπέκ, «τα μιάσματα της ηθικής αμφιβολίας διαλύονται, η ατμόσφαιρα καθαρίζει, ανασαίνουμε ευκολότερα. Ο Καρρέρ ξέρει πότε η συμπεριφορά των ηρώων του είναι αξιέπαινη, αξιοθαύμαστη, απεχθής, ηθικά ουδέτερη – μπορεί να έχει αμφιβολίες για τα πάντα, εκτός απ’ αυτό. Και είναι τούτη η καθαρότητα της σύλληψης, τούτη η διανοητική και ηθική ευθυκρισία που τον κάνουν ικανό, αυτόν και μόνο αυτόν (ή σχεδόν) να θίγει ορισμένα θέματα ηθικώς ευαίσθητα τω όντι». Ποια είναι αυτά; Γιατί γράφει non-fiction; Και τελικά, με τι υλικά κατάφερε να είναι μια υπολογίσιμη δύναμη στα γαλλικά γράμματα; (τεύχος 135)

bataclan trial

Benoit Peyrucq

Στιγμιότυπο από τη δίκη των ισλαμιστών τρομοκρατών που συμμετείχαν στην πολύνεκρη επίθεση στο Μπατακλάν, στις 13 Νοεμβρίου 2015 (στο βάθος απεικονίζεται η εισαγγελέας, Καμίλ Ενετιέ). Ο Εμμανουέλ Καρρέρ παρακολούθησε τη δίκη από την πρώτη μέρα μέρα, τον Σεπτέμβριο του 2021, γράφοντας γι’ αυτή – και έτσι συγκεντρώνοντας το υλικό για το νέο βιβλίο του. 

Τον περασμένο Ιούνιο ολοκληρώθηκε στο Παρίσι η δίκη των κατηγορουμένων για τις συντονισμένες τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου 2015, που σκόρπισαν τον θάνατο σε εκατόν τριάντα έναν ανθρώπους, μεταξύ των οποίων θεατές που συμμετείχαν σε συναυλία στο Μπατακλάν. Καθισμένος ανάμεσα στους δημοσιογράφους που κάλυπταν την δίκη βρισκόταν ένας συγγραφέας με έντονο βλέμμα, αυτιά σαν κεραίες και σκαμμένο μέτωπο, που κρατούσε ανελλιπώς σημειώσεις σε ένα μικρό τετράδιο. Αυτός είναι ο Εμμανουέλ Καρρέρ, γνωστός για τα πεζογραφικά έργα του που διηγούνται ιστορίες μέσα από το υποκειμενικό πρίσμα του συγγραφέα – με λίγα λόγια, για τη non-fiction λογοτεχνία που δημιουργεί. Από τη μέρα που ξεκίνησε η δίκη, τον Σεπτέμβριο του 2021, ο Καρρέρ παρευρισκόταν ανελλιπώς σε κάθε συνεδρίαση. Είχε αναλάβει να στέλνει εβδομαδιαία τις ανταποκρίσεις από την πλέον πολύκροτη  δίκη των τελευταίων ετών στο περιοδικό LObs (παλιότερα Nouvel Οbservateur). Τα άρθρα, που είναι διαθέσιμα διαδικτυακά για τους συνδρομητές του περιοδικού, πρόκειται να κυκλοφορήσουν συγκεντρωμένα σε βιβλίο τον επερχόμενο Σεπτέμβριο στη Γαλλία.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Καρρέρ παρευρίσκεται στο ακροατήριο μίας πολύκροτης δίκης. Ένα από τα πλέον διάσημα βιβλία του, το οποίο τον καθιέρωσε, LAdversaire (στα ελληνικά Ο Εχθρός), παρουσιάζει με ευσύνοπτο τρόπο το χρονικό ενός από τα πλέον ειδεχθή και παράξενα εγκλήματα στην νεότερη ιστορία της Γαλλίας, όπου ένας άνδρας, ο Ζαν-Κλωντ Ρομάν, παρίστανε επί χρόνια τον ευυπόληπτο γιατρό με ανθρωπιστικό έργο παραπλανώντας όχι μόνο τον κοινωνικό περίγυρο αλλά και την ίδια την οικογένειά του. Όταν το ψέμα του άρχισε να φανερώνεται, ο Ρομάν σκότωσε τη γυναίκα, τα δυο παιδιά του, όπως και τους γονείς του κι έβαλε φωτιά στο σπίτι του, σκοπεύοντας μαζί με την εξαφάνιση όλων των στοιχείων, να αυτοκτονήσει και ο ίδιος.

Βαθιά επηρεασμένος από το Εν Ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε και παρακινημένος από μια ανάγκη να καταλάβει την ψυχοσύνθεση και τα κίνητρα αυτού του αινιγματικού εγκληματία, ο Καρρέρ τολμάει να έρθει σε επαφή με τον καταδικασθέντα και φυλακισμένο Ρομάν και του προτείνει να γράψει την ιστορία του.  Ενώ στην αρχή ο Ρομάν αρνείται την πρότασή του, εντέλει πείθεται όταν διαβάζει ένα βιβλίο του Καρρέρ που κυκλοφορεί εκείνη την εποχή. Ο Καρρέρ αφιερώνει τρία τουλάχιστον χρόνια στη συγγραφή του πορτρέτου ενός ανθρώπου που όλοι αποστρέφονταν με τον πιο έντονο τρόπο. 

 

Γράφοντας το πραγματικό

Ο Εχθρός σηματοδότησε μια στροφή στη φιλοσοφία γραφής του Καρρέρ. Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει εγκαταλείψει το είδος που αποκαλείται «μυθοπλασία» (fiction), όπως παραδοσιακά το γνωρίζουμε, κι έχει στραφεί σε μία γραφή που παρακολουθεί από κοντά την πραγματικότητα, ένα είδος πεζογραφίας που τείνει να καθιερωθεί με τον αγγλικό του τίτλο και στη γλώσσα μας, το «non-fiction». Πρόκειται για μια γραφή που παρακολουθεί το réel  (το πραγματικό), όπως επιμένει ο συγγραφέας θέτοντας τον όρο σε αντιδιαστολή με το «vrai» (αληθινό). Ακόμη και μέσα στο πεδίο του non-fiction, ο Καρρέρ διαφεύγει της εύκολης ειδολογικής κατηγοριοποίησης. Θα μπορούσε να καταταχθεί στη λογοτεχνίζουσα δημοσιογραφία και το long-form ρεπορτάζ (στην παράδοση της αμερικανικής Νέας Δημοσιογραφίας και συγγραφέων όπως η Τζόαν Ντίντιον, ο Χάντερ Τόμσον, ακόμη και η Τζάνετ Μάλκολμ), στη μυθοπλασία του εαυτού (autofiction), και στην αυτοβιογραφία τύπου Καρλ Ούβε Κνάουσγορντ, του νορβηγού συγγραφέα του πολύτομου έργου Ο Αγώνας μου – το οποίο, παρεμπιπτόντως, ο Καρρέρ θαυμάζει. Αν μιλούσαμε για κινηματογραφικό έργο, θα λέγαμε ότι πρόκειται για ντοκιμαντέρ με έντονη την υποκειμενική φωνή (αν αυτή η φράση δεν σφάλλει ως πλεονασμός αφού η φωνή είναι πάντα έτσι κι αλλιώς απόλυτα κι αναντίρρητα υποκειμενική, εξ ου κι η απολαυστική της διάσταση, σύμφωνα με τον Ίταλο Καλβίνο).

Ο ίδιος ο Καρρέρ χρησιμοποιεί, πάντως, τον όρο «non-fiction» για να μιλήσει για τα έργα του. Το διακύβευμα της γραφής του –ας το δηλώσουμε από τώρα– είναι ότι αν γράψει με ειλικρίνεια (ακόμη μία αγαπημένη του λέξη) για το πραγματικό, αν γράψει γι’ αυτό που έχει συμβεί όπως έχει συμβεί και χωρίς να κρύψει τα συναισθήματά του, η γραφή του θα έχει ισχύ αλήθειας, θα είναι άρα αξιόλογο κομμάτι τέχνης. Σε αυτό το αισθητικό εγχείρημα, ο συγγραφέας οδηγείται από μια ανάγκη να δώσει σχήμα στο άμορφο κομμάτι χρόνου κι εμπειρίας που είναι η καθημερινή ζωή. Όπως εξηγεί ο ίδιος σε πρόσφατη συνέντευξή του στο παρισινό κέντρο πολιτισμού Maison de la poésie, στη non-fiction κι αυτοβιογραφική λογοτεχνία, η γραφή μάχεται κατά κάποιον τρόπο με το πραγματικό: το πραγματικό μπορεί να της αντισταθεί, μπορεί να τη διαψεύσει, μπορεί να γυρίσει και να της επιτεθεί ή να της βγάλει τη γλώσσα. Αυτή η αναμέτρηση με την πραγματικότητα είναι σαν ένα δυνατό ποτό, το οποίο με κάνει να το ζητώ ξανά και ξανά, δηλώνει.

Ο Καρρέρ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1957 κι είναι γιος μιας από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες της Γαλλίας, της Hélène Carrère d'Encausse, ειδήμονα της ρωσικής ιστορίας και ισόβιου μέλους της Γαλλικής Ακαδημίας (μάλιστα, με τα πρόσφατα γεγονότα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η ενενηντατριάχρονη Carrère d'Encausse κλήθηκε να δώσει την άποψή της σε πολλές τηλεοπτικές εκπομπές). Ο Καρρέρ ξεκίνησε να δημοσιεύσει ως κριτικός του κινηματογράφου και το πρώτο του βιβλίο είναι μία βιογραφία του Βέρνερ Χέρτζογκ (1982). Ακριβώς σαράντα χρόνια μετά την πρώτη του δημοσίευση, σήμερα μεταξύ των σημαντικότερων και βραβευμένων έργων του συγκαταλέγουμε τη βιογραφία του συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Φίλιπ Κ. Ντικ (1993), το μυθιστόρημα Τα μαθήματα στο χιόνι (1995), το non-fiction υβριδικό χρονικό Εχθρός (1999), ένα αυτοβιογραφικό πεζογράφημα για την ιστορία του παππού του κι ένα οικογενειακό μυστικό (Ένα ρωσικό μυθιστόρημα, 2007), μια εξιστόρηση δύο τραγικών θανάτων στο Άλλες ζωές απ’ τη δική μου (2009), μια πρωτοποριακή βιογραφία για τον αμφιλεγόμενο συγγραφέα του σοβιετικού underground Εντουάρντ Λιμόνοφ (Λιμόνοφ, 2011, βιβλίο που τιμήθηκε με το βραβείο Renaudot και το βραβείο της Γαλλικής Γλώσσας), ένα ερευνητικό και αυτοβιογραφικό πεζογράφημα για τις απαρχές του χριστιανισμού και τη ζωή και το έργο των αποστόλων Παύλου και Λουκά (Το Βασίλειο, 2014) και μια σειρά από κείμενα και ρεπορτάζ που είναι ανθολογημένα στο ακόμη αμετάφραστο στα ελληνικά Il est advantageux davoir où aller (2016), με τίτλους όπως «Πώς απέτυχα στην συνέντευξή μου με την Κατρίν Ντενέβ», «Μερικές μέρες στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός» και «Σύντομη βιογραφία του Άλαν Τούρινγκ». Τον Σεπτέμβριο του 2020 κυκλοφόρησε στα ελληνικά και το πιο πρόσφατο βιβλίο του, Γιόγκα. στην εξαιρετική μετάφραση του γνωστού και πολύπειρου Γιώργου Θ. Καράμπελα, μεταφραστή στη γλώσσα μας μεταξύ δεκάδων άλλων και του Ουελμπέκ.

Μέσα στα χρόνια, ο Καρρέρ εδραιώθηκε ως ένας από τους κορυφαίους γάλλους συγγραφείς χάρη σε ένα πολύ δικό του ύφος, βασικότερο γνώρισμα του οποίου είναι η πανταχού παρούσα εμπλοκή του συγγραφέα, η παρρησία του, η βαθιά κατανόηση ιστορικοπολιτικών γεγονότων και, συχνά, ο προσωπικός εξομολογητικός τόνος. Το ύφος αυτό και η φιλοσοφία γραφής πραγματώνονται με τον πιο επιτυχημένο τρόπο στο Λιμόνοφ. Στη θέση μιας κλασικής βιογραφίας όπου ο αφηγητής επεμβαίνει ελάχιστα, ο Καρρέρ κάνει όσες παρεκβάσεις (ή παρεμβάσεις) χρειάζεται προκειμένου να τοποθετήσει τον εαυτό του σε σχέση με το αντικείμενο της έρευνάς του – ή καλύτερα, όπως θα προτιμούσε και ο ίδιος, του πορτρέτου που φιλοτεχνεί. Ο Καρρέρ συνυπογράφει το φαινόμενο που φυσικοί και κοινωνικοί επιστήμονες έχουν ήδη καταλάβει: η παρατήρηση ενός φαινομένου ή μιας συμπεριφοράς επηρεάζει το παρατηρούμενο αντικείμενο. Θα ήταν λοιπόν ψέμα αν ο πορτρετίστας έκρυβε τον εαυτό του από το θεατή.

Έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα συγγραφέα που προσλαμβάνει την πραγματικότητα (συχνά την επικαιρότητα), την αναλύει, την επεξεργάζεται και παραδίδει στον αναγνώστη μια εξαιρετικά συμπυκνωμένη (μεν), ενημερωμένη (δε) εκδοχή του γεγονότος. Για τον Καρρέρ, η υποκειμενικότητα (το «εγώ» στην αφήγηση) δεν αποκλείει την ακρίβεια. Το αντίθετο. Είναι προϋπόθεσή της. Το «εγώ» τον καθιστά υπεύθυνο ενώπιον του θέματος ή του ανθρώπου που περιγράφει και, ασφαλώς, ενώπιον του αναγνώστη.

Οπωσδήποτε, ένα επίτευγμα του Καρρέρ είναι ότι δημιουργεί στον αναγνώστη του ενδιαφέρον για θέματα τόσο ευρέα όσο η Σοβιετική Ένωση του 1970 και τα οφέλη του τάι-τσι στην πνευματική και σωματική υγεία. Το ουσιώδες είναι ίσως ότι, σε μια εποχή που η αφοσιωμένη κι αργή ανάγνωση (του Τύπου, της λογοτεχνίας) φαίνεται να απασχολεί ολοένα λιγότερο κόσμο, ο Καρρέρ με τη γραφή του μαγνητίζει τους αναγνώστες και τους αποσπά από την αποσπασματικότητα του ίντερνετ.

Ο αναγνώστης επιστρέφει στα κείμενα του Καρρέρ με αγωνία, γιατί αυτός καταλαβαίνει όσο κανείς τη σύγχρονη, σύνθετη πραγματικότητα. Όσο κανείς, εξαιρουμένου ίσως του Ουελμπέκ. Νομίζω ότι ο Μισέλ Ουελμπέκ κι ο Εμμανουέλ Καρρέρ είναι οι δύο συναρπαστικότεροι γάλλοι συγγραφείς που γράφουν στην εποχή μας. Είναι συναρπαστικοί γιατί σε έναν κόσμο που –επιμένω– αφήνει ελάχιστο χρόνο στην ανάγνωση, οι δύο αυτοί συγγραφείς μάς κρατούν κολλημένους στο χαρτί γιατί με τα κείμενά τους μας εξηγούν τον περίπλοκο κόσμο και τον περίπλοκο εαυτό μας. Οι δύο ομότεχνοι έχουν αρθρογραφήσει για τον θαυμασμό που τρέφει ο ένας για τον άλλον και διατηρούν μια αναζωογονητική άμιλλα μεταξύ τους. Ο εκρηκτικός και ιδιοφυής Ουελμπέκ δεν χρειάζεται συστάσεις: τα βιβλία του μεταφράζονται αυθωρεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας και σημειώνουν εμπορική επιτυχία. Βασικό θέμα του Ουελμπέκ είναι η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου –κυρίως, αλλά όχι μόνο, του άνδρα–, αποτέλεσμα ενός ακραία ατομικιστικού τρόπου ζωής που έχει εγκαθιδρυθεί στον δυτικό, ανεπτυγμένο κόσμο. Ο Εμμανουέλ Καρρέρ παραμένει, αντίθετα, λιγότερο γνωστός στο ελληνικό κοινό, παρότι οι Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου μεταφράζουν με συνέπεια τα έργα του από το 1997. Το γιατί ο Καρρέρ δεν απολαμβάνει την απήχηση του Ουελμπέκ στο κοινό που δεν μιλάει γαλλικά θα μπορούσε να απασχολήσει άλλον αρθρογράφο, με μεγαλύτερη έφεση στα ζητήματα μετάφρασης και πολιτισμού. Κι ο ίδιος ο Καρρέρ έχει, πάντως, επισημάνει ότι δεν απολαμβάνει ευρεία απήχηση στο εξωτερικό, παρότι οι New York Times τού έχουν αφιερώσει μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη που αξίζει να αναζητήσει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης και το New Yorker –μόλις πριν λίγες εβδομάδες– ένα εκτενές άρθρο.

Θίγοντας το ζήτημα της μετάφρασης, αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι τα γαλλικά του Καρρέρ είναι μία γλώσσα του καιρού της, σύγχρονη και ταυτόχρονα δουλεμένη μέσα στη μακριά λογοτεχνική καταγωγή της. Υπάρχει πιο υπέροχο λογοτεχνικό δώρο από μια γλώσσα που είναι σύγχρονη, νευρώδης, «μπιτάτη» και ταυτόχρονα εξαιρετικά ακριβής, δουλεμένη, με φανερά αφομοιωμένα τα ιδιώματα του Μπαλζάκ και του Ουγκώ, ακόμη και του Ζωρζ Περέκ; Μια γλώσσα που εξηγεί, φερ’ ειπείν, σύνθετα, γραφειοκρατικά ζητήματα που άπτονται του δικαίου προστασίας του καταναλωτή με σχεδόν κρυστάλλινη διαύγεια (στο Άλλες ζωές απ’ τη δική μου);

 

Ο τρόπος του να είναι παρών

Υπάρχει ένα εκπληκτικό κείμενο του Εμμανουέλ Καρρέρ με τίτλο «Δύο μήνες αφιερωμένοι στην ανάγνωση του Μπαλζάκ». Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό Atelier du roman του Λάκη Προγκίδη (κι αναδημοσιεύεται στον τόμο με κείμενα Il est advantageux davoir où aller). Σε αυτό το μέχρι σήμερα αμετάφραστο στα ελληνικά κείμενο, ο Καρρέρ εξηγεί τη σχέση του ως αναγνώστη με τον Μπαλζάκ μέσα στα χρόνια. Στην εφηβεία του τον λάτρευε‧ στην ενήλικη ζωή του ως συγγραφέας τον θεώρησε ξεπερασμένο, αποκτώντας μια προτίμηση για τον στυλίστα Φλωμπέρ που καθιέρωσε το στιλπνό κι απρόσωπο ύφος· εντέλει τα τελευταία χρόνια πιάνει τον εαυτό του να επιστρέφει πάλι στα διάφορα έργα της Ανθρώπινης Κωμωδίας του. Αυτό το κείμενο, πέρα από το να αποτελεί έναν απολαυστικό οδηγό ανάγνωσης του Μπαλζάκ (θα σας εμπνεύσει να διαβάσετε ξανά όλη την Comédie humaine, ανάκατα ή με τη χρονολογική σειρά της εξιστορημένης πλοκής), εξηγεί τι είναι αυτό που γοητεύει τον Καρρέρ σε έναν συγγραφέα, ή τι έχει ουσία για εκείνον στη λογοτεχνία: 

Νομίζω ότι αυτό που παλιότερα με έκανε να δυσανασχετώ και τώρα με ενθουσιάζει [είναι] η παρουσία του Μπαλζάκ, αυτό το πληθωρικό και μαγεμένο σώμα του Μπαλζάκ που κυλιέται πάνω στη σελίδα του, μέσα στο σύμπαν του. Ναι, αυτό είναι, αυτό το σώμα αυτού του «μεγάλου άνδρα». […] αυτό που με ευχαριστεί το περισσότερο μέσα στα βιβλία του, μέσα σ’ αυτή τη ζωή με την οποία γεμίζει μέχρι κορεσμού τους χαρακτήρες του, είναι ακόμα μια φορά η δική του ζωή, ο τρόπος του να είναι παρών, να μας κάνει να συμμετέχουμε σε ό,τι πιο οργανικό έχει η δημιουργία του, κάπως σαν να μας δεχόταν στο δωμάτιό του και να μας μιλούσε με απλότητα και χωρίς έπαρση για τη διαδρομή του.

Το απροσπέλαστο σώμα του συγγραφέα, το απροσπέλαστο πνεύμα του Καρρέρ. Είναι ένας εξαιρετικά πληθωρικός συγγραφέας κι ο ίδιος, παρότι είναι προφανές ότι για το ιδεατό της τέχνης του προσβλέπει στην οικονομία του λόγου, στο ελεγμένο συναίσθημα, στο σφιχτοδεμένο μοντάζ των σκηνών, στην αδιακόσμητη γλώσσα. Ολοένα και περισσότερο μέσα στα χρόνια, δεν θέλει να είναι αφανής μέσα στα έργα του ή διακριτικός. Θέλει να είναι παρών και ειλικρινής. Ήδη στις πρώτες σελίδες τού Άλλες ζωές απ’ τη δική μου, όπου μαθαίνουμε για τον φοβερό θάνατο ενός μικρού κοριτσιού στο τσουνάμι της Σρι Λάνκα, ο Καρρέρ σοκάρει, ενδεχομένως, τον αναγνώστη όταν ομολογεί ότι η πρώτη σκέψη του, όσο απαίσιο κι αν ακούγεται, είναι ότι στη θέση αυτού του κοριτσιού δεν βρίσκεται το δικό του παιδί.

 

Ο συγγραφέας ως μάρτυρας

Όπως για τον Μπαλζάκ που στην Ανθρώπινη Κωμωδία θέλησε να συμπεριλάβει κάθε πιθανή έκφανση της ψυχολογικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, έτσι και για τον Καρρέρ ισχύει το ρητό ότι τίποτε το ανθρώπινο δεν του είναι ξένο.  Μνημονεύει συχνά μια φράση του φιλοσόφου  που έθεσε τον «άλλον» και το «πρόσωπο του άλλου» στο κέντρο της μεταφυσικής του, του Εμμανουέλ Λεβινάς: «ο πιο σύντομος δρόμος προς τον εαυτό μας περνάει μέσα από τους άλλους». Και ο Καρρέρ προσθέτει ότι ισχύει τόσο η ίδια αυτή φράση όσο κι ακριβώς το αντίστροφό της: ο πιο σύντομος δρόμος προς τους άλλους περνάει μέσα από τον εαυτό μας.

Όπως η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς ή ακόμη ο Πατρίκ Μοντιανό της Ντόρα Μπρούντερ, ο Καρρέρ περισυλλέγει τις ιστορίες των ανθρώπων και βρίσκει τον πιο κατάλληλο τρόπο να τις διηγηθεί και να τους προσδώσει μορφή και σχήμα. Υπ’ αυτή την άποψη, η γραφή του είναι μια ευαίσθητη εθνογραφία όλων εκείνων που δεν μπόρεσαν να καταθέσουν την ιστορία τους. Κι ο ίδιος είναι ο ανθρωπολόγος που κάθισε σε ένα τραπέζι με το τετράδιό του κι άκουσε τον συνομιλητή του να διηγείται. Ο Καρρέρ εμφορείται από την ανάγκη του να καταλάβει την ανθρώπινη εμπειρία. Δεν μπορώ παρά να μη σκεφτώ, όταν τον διαβάζω, τη συμβουλή του μοναχού Ζωσιμά όπως την περισώνει ο Αλιόσα Καραμάζοφ: «Εδώ στη γη δεν μπορούμε ακόμα να κατανοήσουμε πολλά από τα πιο δυνατά συναισθήματα και συμπεριφορές της φύσης μας. Μην παρασέρνεσαι απ’ αυτό και μη νομίζεις ότι κάτι τέτοιο μπορεί να είναι δικαιολογία για οτιδήποτε, διότι ο αιώνιος κριτής θα σε ρωτήσει τι μπόρεσες να κατανοήσεις κι όχι τι δεν μπόρεσες […]».[1] Ο Καρρέρ μπόρεσε, στο μέτρο του δυνατού, να κατανοήσει έναν παθολογικό ψεύτη που σκότωσε την οικογένειά του (Ο Εχθρός), μία γυναίκα που πάλεψε μέχρι τέλους τον καρκίνο (Άλλες ζωές απ’ τη δική μου), έναν ανένταχτο, αμφιλεγόμενο και προβοκάτορα ρώσο συγγραφέα και την επίπτωση του σοβιετικού καθεστώτος στη ζωή του (Λιμόνοφ), τη σιωπή του ξεριζωμένου παππού του και την εμπλοκή του με το καθεστώς Βισύ (Ένα ρωσικό μυθιστόρημα) και, τέλος, τον δικό του αγώνα με την διπολική διαταραχή και την κατάθλιψη (Γιόγκα).

Φυσικά η γοητεία του Καρρέρ έγκειται στη συνεχώς ελεγμένη τονικότητά του: σπάνια είναι συναισθηματικός, καμιά φορά μόνο μελοδραματικός, ποτέ δεν ηθικολογεί. Προσέξτε πόσο εύστοχα το εκφράζει αυτό ο Μισέλ Ουελμπέκ: 

Όταν μπαίνουμε σε ένα βιβλίο του [Καρρέρ] (και είναι ίσως ο μόνος από τη γενιά του για τον οποίο μπορεί να ειπωθεί αυτό), τα μιάσματα της ηθικής αμφιβολίας διαλύονται, η ατμόσφαιρα καθαρίζει, ανασαίνουμε ευκολότερα. Ο Καρρέρ ξέρει πότε η συμπεριφορά των ηρώων του είναι αξιέπαινη, αξιοθαύμαστη, απεχθής, ηθικά ουδέτερη – μπορεί να έχει αμφιβολίες για τα πάντα, εκτός απ’ αυτό. Και είναι τούτη η καθαρότητα της σύλληψης, τούτη η διανοητική και ηθική ευθυκρισία που τον κάνουν ικανό, αυτόν και μόνο αυτόν (ή σχεδόν) να θίγει ορισμένα θέματα ηθικώς ευαίσθητα τω όντι. Ποτέ δεν θα εγκωμιάσουμε αρκετά, για παράδειγμα, το πορτρέτο του Ζαν-Κλωντ Ρομάν που φιλοτεχνεί στον Εχθρό. Ότι ο Ζαν-Κλωντ Ρομάν είναι ένας ειδεχθής δολοφόνος, ότι αξίζει και με το παραπάνω την τιμωρία του, ουδείς θα διανοηθεί να το αρνηθεί· ότι όμως δεν ενσαρκώνει επ’ ουδενί το απόλυτο κακό είναι εξίσου βέβαιο, και εδώ ακριβώς εκδηλώνεται πλήρως το ταλέντο του Εμμανουέλ Καρρέρ. Είναι εκπληκτικό το πώς καταφέρνει σιγά σιγά να μας κάνει τον Ρομάν οικείο, ακόμα και συμπαθή, χωρίς ποτέ να επιτρέπει την παραμικρή υπαναχώρηση στο ζήτημα του καλού. (Παρεμβάσεις 2020, μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σ. 356-357)

 

Non-Fiction: το καλό και το κακό

Αυτόματα, το είδος non-fiction θέτει εξαρχής πολλά ζητήματα μεθοδολογίας, αν όχι ηθικής. Ένα απλό παράδειγμα είναι ότι ο συγγραφέας πρέπει να διαλέξει αν θα διατηρήσει τα αληθινά ονόματα των χαρακτήρων ή θα καταφύγει σε ψευδώνυμα, όπως γίνεται συχνά στα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ. Ο Καρρέρ επιλέγει να κρατήσει τα αληθινά ονόματα κι αυτό ξέρει ότι ενέχει ρίσκο και –κυρίως– ευθύνη.

Το να γράφεις άσχημα πράγματα για τον εαυτό σου […] είναι σαν να κάνεις βασανιστήρια σε εσένα τον ίδιο. Αποφασίζεις εσύ πότε θα σταματήσεις. Όταν γράφεις για άλλους, εκεί υπάρχει μια τεράστια ευθύνη. Σε ό,τι με αφορά, έχω υποβάλει σε βασανιστήρια και άλλους πέρα από μένα. Κι αυτό με ενοχλεί. Δεν μου αρέσει αυτή η ιδέα. Δεν είμαι, δυστυχώς, καλός άνθρωπος. Θα ήθελα να είμαι καλός άνθρωπος. Θαυμάζω την καλοσύνη και την αρετή περισσότερο απ’ οτιδήποτε. Αλλά δεν είμαι πολύ καλός. Είμαι, ωστόσο, πολύ ηθικός. Το οποίο σημαίνει: ξέρω πού βρίσκεται το καλό και το κακό. Δεν πιστεύω ότι η λογοτεχνία σού δίνει το δικαίωμα στην ανηθικότητα. (συνέντευξη στους New York Times, 2017)  

Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Καρρέρ, Γιόγκα, έλαβε δημοσιότητα προτού ακόμη δημοσιευτεί εξαιτίας ενός μίνι σκανδάλου, από αυτά που φαίνονται ελαφρά και επιπόλαια αλλά εντέλει είναι σημαντικά γιατί ανανεώνουν τη συζήτηση γύρω από τη γραφή, τη λογοτεχνία, την αλήθεια, την αναπαράσταση και την ηθική της αναπαράστασης. Με άρθρο της στη γαλλική έκδοση του Vanity Fair, η πρώην σύζυγος του Καρρέρ, η δημοσιογράφος Hélène Devynck, δηλώνει ότι ο συγγραφέας δεν σεβάστηκε το συμβόλαιο που είχαν συμφωνήσει, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να έχει λάβει την έγκρισή της προκειμένου να την αναφέρει σε βιβλίο του. O Καρρέρ ανταπάντησε λέγοντας ότι στο κείμενο που προόριζε προς δημοσίευση και που έθεσε υπόψη της συζύγου του αναφερόταν σε εκείνη μόνο σε ελάχιστα σημεία και μάλιστα με πολύ σεβασμό. Συγκεκριμένα, έγραφε ότι η σύζυγός του βρισκόταν στο πλάι του ανελλιπώς όταν αναγκάστηκε να νοσηλευτεί για δύο μήνες σε ψυχιατρικό νοσοκομείο του Παρισιού, υποφέροντας από μείζονα κατάθλιψη με μελαγχολικά χαρακτηριστικά. Αλλά κι ότι ο χωρισμός του από εκείνη τον είχε καταρρακώσει.

Εντέλει, ο Καρρέρ αναγκάστηκε να αποσύρει παντελώς κάθε αναφορά στην πρώην σύζυγό του από το βιβλίο. Πέρα από το γεγονός ότι η διαμάχη είχε αποτέλεσμα να αποσυρθεί το βιβλίο από τη λίστα υποψηφίων για το υψηλού κύρους βραβείο Goncourt, αυτή η απόφαση είχε εμφανή επίπτωση στο κείμενο. Ακόμη κι ο ανυποψίαστος αναγνώστης εντοπίζει ένα είδους αφηγηματικό κενό, κάποια αίσθηση ότι κάτι στην αφήγηση δεν «κολλάει» απόλυτα. Κάποια αφηγηματικά κενά ο Καρρέρ αναγκάστηκε να τα γεμίσει επινοώντας λύσεις (π.χ. η αδερφή του ήταν που του συμπαραστάθηκε κατά τη νοσηλεία του). Αυτή η έλλειψη εντείνει μια αίσθηση ασυμμετρίας στο βιβλίο. Μετά το εξαιρετικό πρώτο μέρος, όπου σε σφιχτοδεμένες βινιέτες ο Καρρέρ ξεδιπλώνει με αληθινή μαεστρία μια πληθώρα ορισμών της γιόγκα και του διαλογισμού, το δεύτερο μέρος καμιά φορά κινείται χωρίς κέντρο, θα λέγαμε ακριβώς όπως και ο ήρωάς του. Ασφαλώς ο έμπειρος συγγραφέας Καρρέρ έχει απόλυτη συνείδηση αυτής της αδυναμίας του βιβλίου, αλλά επέλεξε να το δώσει για δημοσίευση έχοντας αποφασίσει ότι το βιβλίο θα περικλείει για πάντα ένα σημάδι και μία έλλειψη της προσωπικής του ζωής.

Ο ανυποψίαστος αναγνώστης που, παρακινημένος από τον μονολεκτικό και μοδάτο τίτλο, ήλπιζε σε ένα εύτακτο βιβλίο αυτοβοήθειας, βρίσκει εντέλει μια προσωπική πραγματεία πάνω στις ανατροπές της ζωής – ενός είδους απόσταγμα σοφίας, θα μπορούσαμε να πούμε, το οποίο φιλοδοξεί να δώσει στον άνθρωπο και η ίδια η γιόγκα. Ενώ αρχική πρόθεση του συγγραφέα ήταν, όπως λέει με χιούμορ, να γράψει ένα «σκαμπρόζικο βιβλιαράκι για τη γιόγκα», εξαιτίας καταιγιστικών γεγονότων το βιβλίο εντέλει εξελίσσεται σε μια κατάθεση για το πώς ένας άνδρας που φαινομενικά τα έχει όλα –είναι επιφανής και διακεκριμένος συγγραφέας, λευκός, που ζει άνετα στο Παρίσι ως «προνομιούχος»– βιώνει μια βαριά ψυχική ασθένεια, στον απόηχο των γεγονότων του Charlie Hebdo, και προσπαθεί να οργανώσει μέσω της γραφής το χάος της ζωής. Η Γιόγκα, κατά τη γνώμη μου, παραμένει ένα εξαιρετικά επιτυχημένο βιβλίο που αγγίζει τον αναγνώστη, ακριβώς επειδή περικλείει τις ελλείψεις του κι ακριβώς επειδή, όπως θα διαβάσετε παρακάτω, απαιτεί από την λογοτεχνία μια υπεύθυνη εμπλοκή με τον εαυτό και το υλικό της πραγματικότητας:

Έχω μία βεβαιότητα, μία μόνο, αναφορικά με τη λογοτεχνία, τέλος πάντων το είδος της λογοτεχνίας που ασκώ: είναι ο τόπος όπου δεν λες ψέματα. Είναι η απόλυτη προσταγή, όλα τ’ άλλα είναι δευτερεύοντα, κι αυτή την προσταγή νομίζω ότι την τήρησα πάντα. Ό,τι γράφω μπορεί να είναι ναρκισσιστικό κι ανούσιο, αλλά ψέματα δεν λέω. Ό,τι με διαπερνά, ό,τι σκέφτομαι, ό,τι είμαι, ό,τι δεν μου δίνει ασφαλώς λόγο για να καμαρώνω, μπορώ να βεβαιώσω με κάθε νηφαλιότητα, θα μπορώ να βεβαιώσω με κάθε νηφαλιότητα ενώπιον του δικαστηρίου των αγγέλων, πως το γράφω «χωρίς υποκρισία», όπως απαιτεί ο Λούντβιχ Μπέρνε. (Γιόγκα, μετάφραση:  Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σ. 146-147).

 

Στιγμιότυπο από τη δίκη των ισλαμιστών τρομοκρατών που συμμετείχαν στην πολύνεκρη επίθεση στο Μπατακλάν, στις 13 Νοεμβρίου 2015 (στο βάθος απεικονίζεται η εισαγγελέας, Καμίλ Ενετιέ). Ο Εμμανουέλ Καρρέρ παρακολούθησε τη δίκη από την πρώτη μέρα μέρα, τον Σεπτέμβριο του 2021, γράφοντας γι’ αυτή – και έτσι συγκεντρώνοντας το υλικό για το νέο βιβλίο του.

Benoit Peyrucq

 

[1] Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμάζοφ, μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου, Ίνδικτος, 2011, σ.  627.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.