Το βιβλίο του Χρήστου Τριανταφύλλου μελετά τις πολιτικές χρήσεις του παρελθόντος, με άξονα τη «δεύτερη ζωή» του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το βιβλίο εξετάζει ένα ευρύ πεδίο λόγων και πρακτικών που περιλαμβάνει τον τύπο, ιστορικά έργα, τελετουργίες, μνημονικές πρακτικές και υλικότητες (προτομές, ανδριάντες, μνημεία κ.ά.). Η πλούσια έρευνα αντλεί από ένα πολυδιάστατο αρχειακό υλικό. Η ανάλυση συνδυάζει εργαλεία της ιστορικής επιστήμης, των πολιτισμικών σπουδών, των σπουδών της μνήμης και της δημόσιας ιστορίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο μελετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως έναν σημαντικό συμβολικό πόρο, γύρω από τον οποίο συγκροτούνται γενεαλογίες, παρελθοντικά αφηγήματα και μεταγενέστερες πολιτικές ταυτότητες μέσα από μη ευθύγραμμες και ενίοτε μη αναμενόμενες διαδρομές.
Όπως σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας αλλά και όπως γνωρίζουμε, ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε πολιτικός ηγέτης που, στην εποχή του, προκαλούσε έντονες ταυτίσεις αλλά και συγκρούσεις. Επιπλέον, ο βενιζελισμός, ως πολιτικό ρεύμα, παράταξη αλλά και πρόγραμμα, εγγράφεται στο πλαίσιο εξαιρετικά σημαντικών ιστορικών εξελίξεων στις αρχές του 20ού αιώνα.
Η κληρονομιά του Βενιζέλου
Πώς εξηγείται το συνεχές ενδιαφέρον για τον Ελευθέριο Βενιζέλο και η αναγωγή στις κληρονομιές του μετά την ολοκλήρωση της πολιτικής διαδρομής του και το θάνατό του; Μέσα από ποιες διεργασίες ανακαλείται ο Βενιζέλος και το βενιζελικό παρελθόν από τους μεταγενέστερους; Ποιες είναι οι στοχεύσεις τους; Ποια στοιχεία του Βενιζέλου και του βενιζελισμού ενσωματώνονται σε μεταγενέστερες πολιτικές αφηγήσεις και σχήματα; Πώς αναδεικνύεται ο Βενιζέλος σε πολιτικό και εθνικό σύμβολο;
Η αφετηρία της έρευνας τοποθετείται στην περίοδο του θανάτου του πολιτικού, το 1936, ενώ φτάνει μέχρι τη δικτατορία του 1967. Μεγάλο μέρος του βιβλίου εξετάζει με συστηματικό και μεθοδικό τρόπο τον πολιτικό λόγο. Ξεκινώντας από την επαύριο του θανάτου του Βενιζέλου, ο συγγραφέας δείχνει πώς η διάρρηξη των δεσμών στο χώρο του βενιζελισμού και η αποδιάρθρωση της συμμαχίας που διαμορφώθηκε εντός του οδήγησαν στη σταδιακή διασπορά του πολιτικού αυτού ρεύματος αλλά και των «εικόνων» του Βενιζέλου σε νέα πολιτικά πλαίσια.
Ο πρώτος σταθμός του έργου εντοπίζεται στην περίοδο από το 1935-6 έως την Απελευθέρωση και τις εκλογές του 1946. Από το κίνημα του 1935 και, στη συνέχεια, το θάνατο του Βενιζέλου μέχρι τη μεταξική δικτατορία, τον πόλεμο, την κατοχή και την αντίσταση, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις ώστε ο βενιζελισμός και ο ίδιος ο Βενιζέλος ως γενάρχης να εγγραφούν και να ανασημασιοδοτηθούν σε νέα πολιτικά πλαίσια. Αυτή την πρώτη περίοδο, ο Τριανταφύλλου αναδεικνύει την ποικιλία και την πολυμορφία της διεκδίκησης του Βενιζέλου. Από τη μια πλευρά, η «υπέρβαση» του Διχασμού οδηγούσε σε συστράτευση παλαιών πολιτικών αντιπάλων ενώ, από την άλλη, η έννοια του «βενιζελοκομμουνισμού» περιλάμβανε ακόμη και τους υποστηρικτές της αβασίλευτης δημοκρατίας. Στην Κατοχή, τμήμα του βενιζελικού κόσμου εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Στο νέο πολιτικό τοπίο που διαμορφώθηκε μέσα από την Αντίσταση, ο συγγραφέας αναλύει πώς ο κρητικός πολιτικός αποτελούσε σύμβολο για διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις και πρόσωπα, από τον Εμμανουήλ Τσουδερό που αναζητούσε το καθοδηγητικό, υπερβατικό «πνεύμα του Βενιζέλου» (σ. 41) μέχρι το ΕΑΜ (σ. 39 - 40) αλλά και την Οργάνωση Χ, που έβλεπε στο πρόσωπο του Βενιζέλου τον «απηνή διώκτη του κομμουνισμού» (σ. 49).
Δεύτερος σταθμός είναι ο Εμφύλιος και η πρώτη μετεμφυλιακή περίοδος. Το βιβλίο δείχνει πώς ο Βενιζέλος αποτελεί διακύβευμα και πώς αρθρώνονται βενιζελικές γενεαλογίες του Κέντρου σε συνάρτηση με τη δραστηριότητα πολιτικών όπως ο Νικόλαος Πλαστήρας (σελ. 87-88). Επίσης, το βιβλίο αναλύει την εξέλιξη μιας σύνθετης διαδικασίας «συναίρεσης των διχασμών», δηλαδή του Εθνικού Διχασμού και του Εμφυλίου κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση σε σχέση με τη διαδρομή και τη φυσιογνωμία του Αλέξανδρου Παπάγου, καθώς παρακολουθούμε μια κομβική μετεξέλιξη από τις «αντιβενιζελικές» ρίζες του στρατηγού και του Ελληνικού Συναγερμού στη σταδιακή οικειοποίηση του Βενιζέλου (βλ. κυρίως σελ. 87-122). Αυτή η μετεξέλιξη δεν εξαντλείται στην ενσωμάτωση στελεχών φιλελεύθερης προέλευσης στον Ελληνικό Συναγερμό. Στο βιβλίο παρουσιάζεται η πύκνωση της σχετικής αρθρογραφίας στον Τύπο της εποχής. Εκτός από τη σύγκριση του Παπάγου με τον Βενιζέλο και την ανάδειξη του πρώτου σε συνεχιστή του δεύτερου, ιδιαίτερο ρόλο στη συζήτηση κατείχε ο Εθνικός Διχασμός. Ο Τριανταφύλλου εστιάζει ιδιαίτερα στις χρήσεις του βενιζελικού παρελθόντος κατά το 1952, όταν οι επιτελείς του Ελληνικού Συναγερμού στόχευσαν σαφέστερα στη διεύρυνση του κόμματος προς το Κέντρο: τα σχετικά άρθρα σε δεκαπέντε αθηναϊκές και σε μια εφημερίδα των Χανίων κατά την προεκλογική περίοδο του 1951 ήταν 52, ενώ σε αυτήν του 1952 ήταν 81 (σελ. 92).
Μέσα από μια σύνθετη διαδικασία σύνδεσης του Βενιζέλου με τον πάλαι ποτε αντιβενιζελικό Παπάγο, ο Ελληνικός Συναγερμός κατόρθωσε να αποσπάσει τμήμα της εκλογικής βάσης των πρώην βενιζελικών, στο πλαίσιο της «υπέρβασης του Διχασμού», με κοινό ιδεολογικο-πολιτικό άξονα τη νίκη έναντι των κομμουνιστών στον Εμφύλιο. Έτσι, σε αυτή τη φάση της σταδιακής συγκρότησης της εθνικοφροσύνης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος πέρασε σταδιακά από την «κεντροποίηση» της δεκαετίας του 1940 στο σύμπαν της «εθνικόφρονος» ιδεολογίας.
Ένας τρίτος σταθμός είναι η περίοδος της μετάβασης από τον «εθνικόφρονα» στον «αντιδεξιό» Βενιζέλο. Εδώ, ο συγγραφέας δείχνει με ενάργεια τις παράλληλες αναγνώσεις του Ανένδοτου και των Ιουλιανών του 1965 με την περίοδο του Διχασμού, με άξονα τόσο τον πολιτικό ρόλο του στέμματος, όσο και την ανάδειξη της έννοιας του «εθνάρχη» κατά τη μακρά δεκαετία του 1960.
Το βιβλίο του Χρήστου Τριανταφύλλου χαρτογραφεί μεγάλο εύρος θεμάτων. Δίπλα στον πολιτικό λόγο και τον Τύπο, συνεξετάζει τις ερμηνείες για τον Βενιζέλο και την εποχή του στην ιστοριογραφία της περιόδου. Αξίζει να επισημανθεί ότι η ιστοριογραφία μελετάται σε συνάρτηση με τα δημόσια αφηγήματα και τον πολιτικό λόγο. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα οπτική γωνία, που επιχειρεί να φωτίσει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ιστοριογραφίας και πολιτικής. Σ’ αυτό το πλαίσιο, αξιοσημείωτη είναι ανάλυση της «αρθρογραφούσας ιστορίας» της περιόδου (βλ. κυρίως σελ. 208-225). Ο συγγραφέας αναλύει ένα ιδιαίτερο ιστοριογραφικό είδος: ιστορικά έργα δημοσιευμένα σε συνέχειες στις εφημερίδες της δεκαετίας του 1950 και του 1960. Η «αρθρογραφούσα ιστορία» αφενός διαμορφώνει ερμηνείες του παρελθόντος, αφετέρου δημιουργεί δίκτυα σημασιών και ερμηνειών του παρελθόντος αλλά και διάχυσής τους μέσω του Τύπου.
Ο Τριανταφύλλου εξετάζει ιστορικά έργα ευρείας απήχησης. Αναλύει το πολυδιαβασμένο Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, του δημοσιογράφου και λογίου Γρηγορίου Δαφνή. Το έργο δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα Ελευθερία (1953-54) ενώ εκδόθηκε σε βιβλίο το 1955 και το 1974 ( Ίκαρος) και το 1997 (Κάκτος) . Επίσης, εξετάζεται η δημοσίευση πηγών από τα αυστριακά αρχεία από τον Πολυχρόνη Ενεπεκίδη. Το πρώτο σχετικό ανάγνωσμα με τίτλο «Τα μυστικά αρχεία της Βιέννης» δημοσιεύθηκε στο Βήμα (1960-61), ενώ το δεύτερο με τίτλο «Βασιλικό αντάρτικο» δημοσιεύθηκε στα Νέα (1962). Τα δημοσιεύματα εκδόθηκαν στη συνέχεια σε βιβλία με τίτλο Η δόξα και ο διχασμός. Από τα μυστικά αρχεία Βιέννης, Βερολίνου και Βέρνης από τις εκδόσεις Μπίρη (1962) και στη συνέχεια από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλου (1992). Μελετάται, τέλος, το έργο του Γεωργίου Ρούσσου, Ο Ευ. Βενιζέλος κ η εποχή του, που δημοσιεύθηκε στο Βήμα (1961-66) και εκδόθηκε στο πλαίσιο της Νεώτερης Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, 1826-1974, του συγγραφέα.
Η ανάλυση του Τριανταφύλλου εστιάζει στην ερμηνεία που προτείνουν τα παραπάνω έργα σημαντικών γεγονότων της «βενιζελικής εποχής» (π.χ. Διχασμός, πόλεμοι, ο ρόλος του βασιλιά κ.λπ.), σε συνάρτηση με τα πολιτικά διακυβεύματα των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Ο συγγραφέας δείχνει πώς, δίπλα σε γνωστά έργα της ιστοριογραφίας της εποχής, αναπτύσσεται ένας ευρύς λόγος που αφορά ποικίλα δημοσιεύματα ιστορικών, δημοσιογράφων, πολιτών, παλαιών συνεργατών – π.χ. Στ. Στεφάνου, Σπ. Μελάς, Δημ. Πουρνάρας, Σπ. Μαρκεζίνης, Γ. Λαμπρινός, Αλέξ. Ζάννας, Έλενα Βενιζέλου. Παράλληλα, πολλαπλές τελετουργίες και διάφορες υλικότητες, π.χ. μνημόσυνα, μνημεία, ανδριάντες, οδωνύμια, συναποτελούν ένα πολύμορφο μωσαϊκό εντός του οποίου ο Βενιζέλος αναδύεται όχι μόνο ως ένας σημαντικός πολιτικός ηγέτης, αλλά ως ένα σύστημα εικόνων και αναπαραστάσεων του παρελθόντος σε σχέση με το παρόν.
Μέσα από την ανάλυση της εικόνας και της φήμης του Βενιζέλου, το βιβλίο μας δείχνει ότι οι πολιτικές παρατάξεις δεν προκύπτουν εν κενώ αλλά και ότι οι πολιτικές κληρονομιές του Βενιζέλου και του βενιζελισμού διαχύθηκαν σε διάφορες παρατάξεις, γεγονός που συνέβαλε στη δημιουργία ενός «πολιτικού και εθνικού συμβόλου».
Στο βιβλίο του Τριανταφύλλου, ο Βενιζέλος και οι κληρονομιές του μελετώνται σε ένα ευρύ πλαίσιο. Η πολιτική ηγεσία και οι τύχες της αφορούν φυσικά το πρόσωπο και το έργο αλλά αφορούν επίσης τους τρόπους με τους οποίους ένας πολιτικός ηγέτης όπως ο Βενιζέλος συνδέθηκε με διαδικασίες κρίσιμων ιστορικών γεγονότων και σημαντικών μετασχηματισμών που ξετυλίγονται στη «μακρά διάρκεια». Αυτή η διάσταση αναδεικνύεται γλαφυρά στο βιβλίο του Χρήστου Τριανταφύλλου, ενώ ανοίγει το πεδίο για να εξεταστούν και άλλες όψεις της περιόδου, οι τύχες π.χ. των ηγετικών μορφών του αντιβενιζελισμού στη «μακρά διάρκεια».
Παράλληλα, το πλήθος των διεκδικήσεων και των οικειοποιήσεων του Βενιζέλου από τους μεταγενέστερους δείχνει ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός λειτούργησε σε μεταγενέστερες περιόδους ως μιας διαρκής «μετωνυμία». Στο πεδίο των σπουδών επικοινωνίας και ΜΜΕ, η ανάλυση του λόγου έχει πολλαπλή χρησιμότητα. Ειδικότερα, η μετωνυμία αναφέρεται σε ένα μέρος, σε ένα τμήμα, ενώ παρέχει τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε «το άγνωστο υπόλοιπο της πραγματικότητας», όπως έγραψε ο κριτικός J. Fiske. Μέσα από το πρόσωπο του Βενιζέλου, διαφορετικοί πολιτικοί χώροι και παρατάξεις αποπειράθηκαν να διεκδικήσουν ένα παρελθόν αλλά και να σχεδιάσουν «το άγνωστο υπόλοιπο της πραγματικότητας».
Εξετάζοντας τις καλειδοσκοπικές εικόνες του Βενιζέλου, μέσα από πλήθος και ευρεία ποικιλία πηγών, ο Τριανταφύλλου μας ξεναγεί σε ένα συναρπαστικό ταξίδι στην πολιτική και πολιτισμική ζωή της Ελλάδας του 20ού αιώνα, συναρμόζοντας τις χρήσεις του παρελθόντος με τις προσδοκίες για το μέλλον.