Ο Walter de la Mare (1873-1956) έγινε γνωστός στην Αγγλία κυρίως για τα παιδικά του βιβλία (έγραφε ποίηση για παιδιά), αλλά και για τις ιστορίες φαντασμάτων και υπερφυσικού τρόμου. Το διήγημα «Η θεία του Σίτον» που έχει επιλέξει η Ευαγγελία Κουλιζάκη είναι ένα από αυτά τα οποία ξεχώρισε ο H. P. Lovecraft ως τεκμήρια της δεξιοσύνης και της πρωτοτυπίας του συγγραφέα. Όπως σημειώνει η μεταφράστρια στο πυκνό εισαγωγικό της, ο Ντε λα Μέαρ έδινε ιδιαίτερο βάρος στην παρουσία των φαντασμάτων στον πραγματικό κόσμο, υπό την έννοια ότι πίστευε (και αυτό το ενίσχυσε τα μάλα με τα γραπτά του) στην αισθητή τους ύπαρξη.
Πρωταγωνίστρια στη «Θεία του Σίτον» είναι μια κυρία προχωρημένης ηλικίας που μοιάζει να ασκεί βαθιά επίδραση στους δύο νεαρούς πρωταγωνιστές, τον Σίτον και τον Ουίδερς, οι οποίοι την επισκέπτονται στο σπίτι της στην εξοχή για να μοιραστούν μαζί της μια ιστορία φαντασμάτων. Τίποτε, ωστόσο, από τα γνωστά και τα αναμενόμενα σε παρόμοιες ιστορίες δεν συμβαίνει εδώ, μια και ο Ντε λα Μέαρ θα μεταθέσει σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο το κέντρο της προσοχής.
Η μορφή της γηραιάς κυρίας, που είναι θεία του Σίτον, μάλλον συγκρατεί ή εν πάση περιπτώσει αναστέλλει τον ανιψιό από τις αντιδράσεις για την υπεροπτική και περιφρονητική στάση της απέναντί του. Και ο Ουίδερς, όμως, που μοιάζει άνετος και χειραφετημένος σε σχέση με το φίλο του και βιάζεται να αποδείξει τη διανοητική και την ψυχολογική του ανεξαρτησία ενώπιον της θείας, δεν θα καταφέρει να ξεφύγει εύκολα από την επιρροή της.
Μέδουσα με θηριώδη όρεξη
Η Κουλιζάκη επιμένει στην αρνητική σκιαγράφηση της γηραιάς κυρίας που τρομάζει εντέλει και τους δύο επισκέπτες της με τη δύναμη επιβολής της προσωπικότητάς της. Η τεράστια όρεξη με την οποία τρώει, το μέγεθος του υποβιβασμού τον οποίο επιφυλάσσει για τον ανιψιό της, η ευχέρειά της να εμπλέκει το παρελθόν του σπιτιού με όσα είναι δυνατόν να προκαλέσουν πανικό στους νέους αποτελούν τα στοιχεία που μετατρέπουν τη γηραιά κυρία σε ένα είδος μέδουσας, λέει η Κουλιζάκη. Δεν είναι τυχαίο πως το βράδυ της παραμονής στο σπίτι της θείας, ο Ουίδερς θα προσπαθήσει να αντικρούσει τα ακατάληπτα τα οποία του εκμυστηρεύεται ο ανιψιός για τις θορυβώδεις, ιδίως κατά τη διάρκεια της νύχτας, σκιές του παλαιού οικήματος. Ο ορθός λόγος δεν έχει πάψει να δίνει τις μάχες του, πλην το οχυρό της λογικής δεν είναι πλέον και τόσο στέρεο.
Δεν σκοπεύω να αποκαλύψω τι πρόκειται να γίνει στο τέλος για ευνόητους λόγους, μπορώ, παρ’ όλα αυτά, να πω πως τα φαντάσματα υπάρχουν και αποδεικνύονται πολύ πιο τρομακτικά από όσο είμαστε σε θέση να εικάσουμε. Τα φαντάσματα, ωστόσο, τα οποία αναδεικνύει επί σκηνής ο Ντε λα Μέαρ δεν είναι τα φαντάσματα του Χένρι Τζέιμς και του Έντγκαρ Άλαν Πόε, και όπως κι αν τα εκλάβουμε, πέρα από τον Τζέιμς και τον Πόε, δεν ανατριχιάζουν το σώμα με το αόριστο άγγιγμα και με την παγωμένη ανάσα τους, δεν σκορπούν τον πανικό με το τράβηγμα των αλυσίδων και με το σύρσιμο των ρούχων τους, δεν αδειάζουν την ψυχή με τη δυσοίωνη όψη τους.
Από τα βάθη της συνείδησης
Τα φαντάσματα τα οποία θα αντικρίσει κατάματα ο Ουίδερς, για να αποβάλει πάραυτα όλη τη λογική του έπαρση, είναι κάτι σαν αποτέλεσμα από πολύ μακριά: είδωλο μιας σκοτεινής και αδιευκρίνιστης μνήμης, παράγωγο μιας εξημμένης φαντασίας, εύρημα φερμένο από τα βάθη της συνείδησης. Και τότε, βέβαια, θα ταιριάξουν όλα: η μέδουσα θεία, ο μονίμως ανεσταλμένος (ή και κατεσταλμένος) ανιψιός και ο ορθολογιστής Ουίδερς.
Αυτή είναι η ικανότητα και το βεληνεκές υποβολής του Ντε λα Μέαρ: το να δώσει υπόσταση όχι σε μη μεταφυσικές παρουσίες (η μεταφυσική διεκδικεί, αντιθέτως, με προνομιακό τρόπο τα δικαιώματά της), αλλά σε φάσματα τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ το οποιοδήποτε εξωτερικό τους περίβλημα. Δεν πρόκειται για το αυτονόητο, πως κάθε εσώτερος φόβος μπορεί να μεταμορφωθεί σε υπερπραγματικό κίνδυνο με σάρκα και οστά, μα για το όντως επικίνδυνο: για το ότι το φάντασμα θα γίνει μέρος ενός ονείρου αφανισμού σε μια ζωντανή κάθοδο στον Κάτω Κόσμο.
Ας προσέξουμε σε ένα τέτοιο πλαίσιο τη γλώσσα του Ντε λα Μέαρ και τη μετάφραση της Κουλιζάκη: την τυπικά κατοχυρωμένη ευγένεια και τις παγίδες των αιφνίδιων αναστροφών και συστροφών, τις σιωπές και τα ψιθυρίσματα, όλα εκείνα που είναι πιθανόν να ακουστούν και εντέλει δεν ακούγονται, όλα εκείνα που είναι πιθανόν να εμφανιστούν και εντέλει εξαφανίζονται ενόσω στο μεταξύ όλα έχουν γίνει εδώ και μπροστά στα μάτια μας. Μακάρι στο μέλλον να διαβάσουμε και άλλα κείμενα του Ντε λα Μέαρ, που θα βοηθήσουν να μπούμε περαιτέρω στον ερμητικό του κόσμο.