Σύνδεση συνδρομητών

Ο σταυρός του ομόφυλου προσανατολισμού

Τρίτη, 14 Οκτωβρίου 2025 10:27
Μωσαϊκό της Ρωμαϊκής Περιόδου, από το εξώφυλλο του βιβλίου του John Boswell, Christianity, Social Tolerance, and Homosexuality.
Μωσαϊκό της Ρωμαϊκής Περιόδου, από το εξώφυλλο του βιβλίου του John Boswell, Christianity, Social Tolerance, and Homosexuality.

Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στον διάλογο του τχ. 166, ως απάντηση σε άλλο κείμενο θεολόγου αναγνώστη μας. Το αναδημοσιεύουμε στη στήλη με τις Γνώμες, επειδή θίγει ένα σοβαρότατο ζήτημα ανοχής και δικαιωμάτων, που έχει αντίκτυπο και στην Εκκλησία.

Δεν είχε μυηθεί στην τόλμη του ιερού / Δεν ήξερε από έρωτα / Ούτε από θάνατο / Είχε την πανοπλία της βεβαιότητας / Κι ωραίο σπίτι / Και δουλειά καλή / Παιδιά και φίλους και όνομα / Ώσπου μια μέρα σ' ένα ηλιοβασίλεμα / Είδε να λιώνουν όλα σαν σιδερικά / Η πανοπλία, τ' όνομα /Και τα παιδιά του ακόμα...

Νόνη Σταματέλου

Ι.

Ας μου επιτραπεί καταρχάς να ευχαριστήσω ειλικρινά τον κ. Ευάγγελο Δάκα για τον χρόνο που κατέβαλε για να διαβάσει το εκτενές κείμενό μου («Εκκλησία, ομοφυλοφιλία και γάμος ομοφύλων», The BooksJournal, τχ. 163, Απρίλιος 2025) και εν συνεχεία να το σχολιάσει κριτικά («Στον τρομερό Γολγοθά των θλίψεων», The BooksJournal, τχ. 165, Ιούνιος 2025). Θα χαιρόμουν περισσότερο αν ο ευπρόσδεκτα κριτικός σχολιασμός του επεδείκνυε ταυτόχρονα μια πιο απορητική στάση, δηλωτική όχι κάποιας συμφωνίας μαζί μου (η ομοφωνία ούτως ή άλλως σπάνια προάγει τον διάλογο, γι’ αυτό και δεν είναι ούτε εδώ το ζητούμενο) αλλά ενδεικτική κάποιων μικρών, έστω, ρωγμών στις απόλυτες βεβαιότητες με τις οποίες ο επιστολογράφος απορρίπτει εν όλω την τοποθέτησή μου. Θα τοποθετηθώ απαντητικά σε δυο επίπεδα, αρχικά πιο άμεσα και στη συνέχεια εκθέτοντας αναλυτικά τον ριζικά αλλότριο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι την αποστολή της θεολογίας και των θεραπόντων της από ό,τι ο κ. Δάκας – ακριβέστερα, η όλη απόκρισή μου περιστρέφεται ακριβώς γύρω από τη φύση της θεολογικής μαρτυρίας, εξετάζοντας την αξιοπιστία και την ευθύνη της απέναντι στον άνθρωπο και την ιστορία. Θεωρώ ότι η διαφορά ανάμεσα στον προφητικό θεολογικό λόγο (ο οποίος είναι πάντοτε σφόδρα αποδομητικός της ιεροποιημένης κοινοτοπίας) αφενός και τη σοβαροφανή του παραμόρφωση, αφετέρου αντιστοιχεί στη ανομοιότητα δράματος και μελοδράματος όπως και στη διάκριση της κωμωδίας από τη φάρσα. Υπό μια έννοια, αυτός υπήρξε και ο απώτερος στόχος του άρθρου μου, πέρα από την πραγμάτευση του επίμαχου θέματος περί σεξουαλικού προσανατολισμού.

Ο κ. Συνάδελφος αμφισβητεί ασυζητητί μια από τις θεμελιώδεις προκείμενες του κειμένου μου, την επαρκώς τεκμηριωμένη επιστημονικά ετυμηγορία ότι η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί επιλογή αλλά φυσική κλίση. Προς το τέλος όμως κάνει καλού-κακού μια μικρή συγκαταβατική παραχώρηση (διότι στην τελική, ποτέ δεν ξέρεις∙ οι μετά μανίας θρησκευόμενοι αρνητές του ηλιοκεντρισμού και της περιστρεφόμενης γης συνετρίβησαν επιστημονικά, οπότε καλό είναι να φυλάμε τα νώτα μας!): προσθέτει λοιπόν ο κ. Δάκας ότι ενδέχεται και να είναι έμφυτος ο ομόφυλος προσανατολισμός, για να συμπληρώσει βέβαια ότι ακόμη και σε αυτή την περίπτωση πάλι δεν αλλάζει τίποτε! Η ομοφυλοφιλία καταδικάσιμη ήταν και παραμένει, είτε ως επιλογή είτε ως βιολογικός προσδιορισμός. Σε απλούστερα ελληνικά, ισχύει εν προκειμένω το «τα δικά μας δικά μας και τα δικά σας, πάλι κι αυτά δικά μας». Αυτό συμβαίνει οποτεδήποτε η καθοδηγητική μας αρχή δεν είναι η απροκατάληπτη αναζήτηση της αλήθειας, οπουδήποτε κι αν αυτή εκβάλλει, αλλά μια παγιωμένη αίσθηση ευσέβειας, που ορθώνεται ως ύψιστο κριτήριο με το οποίο απορρίπτουμε ό,τι κρίνουμε πως απάδει στις ευσεβιστικές μας κανονιστικές προδιαγραφές. Ο γνώμονας αποτίμησης των επιστημονικών δεδομένων όπως και των αποκρίσεων σε ποικίλα κοινωνικά προβλήματα, με άλλα λόγια, δεν είναι η αλήθεια, αλλά ο ευσεβισμός (οργανωσιακός, αλλά και «νεορθόδοξος», στην πρόσφατη μετεξέλιξή του) ο οποίος έχει προ πολλού αναχθεί σε «πρώτη θεολογία», σε αδιάσειστο φίλτρο επαφής ουκ ολίγων πιστών με την πραγματικότητα. Υπάρχει μια μακρά θλιβερή παράδοση αυτής της κουτοπόνηρης στρουθοκαμηλικής τακτικής εκ μέρους των «ου κατ’ επίγνωσιν» ζηλωτών: εκείνων που αποδέχονται επιλεκτικά από τις θετικές και τις κοινωνικές επιστήμες ό,τι κρίνεται συμβατό με τα θρησκευτικά τους πιστεύω, ενώ απορρίπτουν οτιδήποτε δείχνει να τα αμφισβητεί, με χαρακτηριστικότερο πεδίο δράσης τη δαρβινική εξέλιξη – η αλήθεια της οποίας υποτίθεται πως «δεν έχει αποδειχθεί ακόμα» σύμφωνα με την κουρασμένη επωδό των φονταμενταλιστών, σε αντίθεση βέβαια με τις μεταφυσικές δοξασίες της χριστιανικής πίστης, οι οποίες εννοείται πως είναι όλες αρκούντως τεκμηριωμένες! Ανεξαρτήτως λοιπόν του τι μας λένε η βιολογία εν γένει και η γενετική, ο κ. Δάκας αποφαίνεται ότι η ομοφυλοφιλία παραμένει ανυποχώρητα καταδικάσιμη ακόμη και ως ενδιάθετη ροπή, προσθέτοντας ότι πρέπει απλά να ιδωθεί ως ένας σταυρός τον οποίον οφείλουν οι ομοφυλόφιλοι να σηκώνουν σιωπηλά και όχι ως καύχημα.

Είναι ζήτημα αν όσοι «ξεπετάνε» με τέτοια απερίσκεπτη αναισθησία τις πραγματικές παραμέτρους του σταυρού τού ομόφυλου προσανατολισμού γνωρίζουν τι λένε, αν και οι προεκτάσεις της επιπολαιότητάς τους δεν φαίνεται να τους απασχολούν ιδιαίτερα. Η ανευθυνότητα με την οποία παρακάμπτουν το αληθινό δράμα των εκ γενετής ομοφυλόφιλων συμπολιτών μας μεταφράζεται επί του πρακτέου ως εξής: οι ομοφυλόφιλοι, ήδη από την πρώιμη εφηβική τους ηλικία, οφείλουν, σύμφωνα με τη λογική του κ. Δάκα και πολλών ευλαβών ομοφρόνων του, να συμφιλιωθούν νωρίς νωρίς με την ιδέα ότι ακόμη κι αν ζήσουν μέχρι το βαθύτατο γήρας, πρέπει να παραμείνουν διά βίου μόνοι και άγευστοι όχι μόνο έρωτα αλλά και συντροφικότητας. Τουτέστιν, να στερηθούν διά παντός τον δικό τους άνθρωπο με τον οποίο θα μπορούσαν να μοιραστούν μεγαλογιορτές, αργίες, μια χαρμόσυνη είδηση, μια προαγωγή, ένα ταξίδι και όλα όσα εξανθρωπίζουν τη ζωή μας από το κεντρί της βιοπάλης∙ οφείλουν να πορευθούν διά βίου χωρίς έναν δικό τους άνθρωπο που θα τους φροντίσει στην ασθένειά τους, που θα τους περιποιηθεί όχι ως ξένος αλλά ως σύντροφος κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους και θα τους συμπαρασταθεί στενά στις στιγμές ενός μείζονος πένθους – μας λέει κοινώς ο κ. Δάκας, ότι οι νεαροί ομοφυλόφιλοι υποχρεούνται να μεγαλώσουν, να γεράσουν και να πεθάνουν μόνοι, την ίδια στιγμή που θα φορολογούνται και θα στρατεύονται όπως όλοι οι άλλοι και θα παρευρίσκονται σε γάμους ετεροφυλόφιλων, όπου θα γίνονται και αποδέκτες αστυνομικού τύπου αδιάκριτων ερωτήσεων, του στυλ «εσύ γιατί δεν παντρεύεσαι; Μηπως τρέχει κάτι με σένα;» Και ότι οφείλουν να επιστρέφουν μετά τις γαμήλιες χαρές των άλλων σε ένα άδειο σπίτι και σε μια άδεια ζωή, χωρίς να τους έχει ποτέ κανείς εξηγήσει για ποιο λόγο ο Θεός έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι εις βάρος τους και τους δημιούργησε από καπρίτσιο εγγενώς σκάρτους ανθρώπους, καταδικασμένους μέχρι να κλείσουν τα μάτια να κρύβονται ή να αναγκάζονται να τελούν ψεύτικους γάμους ή να απολογούνται διαρκώς σε αναίσθητους ομοφοβικούς για την ίδια τους την ύπαρξη και να διάγουν έναν αβίωτο βίο φορτωμένο με εσωτερικές συγκρούσεις, ενοχές, φόβο και ατέρμονη μοναξιά! Εάν σε τούτο συμπυκνούται η συνεισφορά της «θρησκείας της αγάπης» στη διεξαγόμενη συζήτηση για τους ομοφυλόφιλους συμπολίτες μας και τις ιδιαίτερές τους ανάγκες, δεν είναι να απορεί κανείς που ο αθεϊστικός ουμανισμός φαντάζει ως απείρως πιο εύλογος και φιλάνθρωπος απ’ ό,τι μια ασυλλόγιστα δικανική πίστη – το γράφω αυτό όχι χαιρέκακα, αλλά με ειλικρινή οδύνη, ως θεολόγος και ως άνθρωπος της πίστης. Δικολαβική αποφυγή του τεράστιου αυτού προβλήματος ένεκα θρησκευτικών προϊδεασμών δεν υπάρχει – και η ευρωστία της πίστης, όπως αναφέρω και στο άρθρο μου, κρίνεται ακριβώς στα πυρίκαυστα και τα δύσκολα που μας βάζει η ίδια η ζωή. Σε απάντηση δε της μνείας του αγαπητού κ. Δάκα στην πόλη των Σοδόμων, την πραγματική απάντηση στο γιατί της καταστροφής της εν λόγω πόλης από τον άσαρκο τότε Λόγο μάς τη δίνει όχι κάποιος ευαισθητούλης θιασώτης του «γουοκισμού»,αλλά η ίδια η Παλαιά Διαθήκη, διά της πένας του Ιεζεκιήλ (16, 48-49): «πλὴν τοῦτο τὸ ἀνόμημα Σοδόμων τῆς ἀδελφῆς σου, ὑπερηφανία· ἐν πλησμονῇ ἄρτων καὶ ἐν εὐθηνίᾳ οἴνου ἐσπατάλων αὐτὴ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς. τοῦτο ὑπῆρχεν αὐτῇ καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῆς, καὶ χεῖρα πτωχοῦ καὶ πένητος οὐκ ἀντελαμβάνοντο. καὶ ἐμεγαλαύχουν καὶ ἐποίησαν ἀνομήματα ἐνώπιον ἐμοῦ, καὶ ἐξῇρα αὐτὰς καθὼς εἶδον». Οι κάτοικοι των  Σοδόμων υπήρξαν βάναυσα φίλαυτοι, φιλάργυροι και αφιλόξενοι. Η παροχή φιλοξενίας, η εν γένει αξιοπρεπής μεταχείριση του ξένου, όπως και η ταπείνωση, αποτελούν θεμελιώδεις βιβλικές αξίες, με πρώτιστη από αυτές την αγαπητική συνδρομή του φτωχού και του πένητα, την περίθαλψη της χήρας και του ορφανού για την οποία γίνεται λόγος εδώ, όπως και σε άλλα κείμενα της Προφητικής Γραμματείας και βέβαια στα Ευαγγέλια, από τον ίδιο τον Χριστό. Οι αξίες αυτές καταπατήθηκαν χυδαία από τους Σοδομίτες, οι οποίοι συν τοις άλλοις «ἐμεγαλαύχουν» όπως διαβάζουμε στο ανωτέρω χωρίο. Πότε άραγε ετέθησαν μετ’ επιτάσεως όλες αυτές οι αξίες ως απαράκαμπτα προαπαιτούμενα για τη συμμετοχή στο Κυριακό Σώμα από τον ιδρυματικό χριστιανισμό, κατά τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό που στοχοποιούνται από την Εκκλησία οι ομοφυλόφιλοι (οι οποίοι, σημειωτέον, δεν κατονομάζονται καν στο ανωτέρω βιβλικό απόσπασμα); Πέραν αυτού, όμως, είναι δυνατόν να συμπεραίνουμε, μυωπικά οχυρωμένοι πίσω από ιερά κείμενα, ότι η αγοραία σεξουαλικότητα ένιων βιβλικών χαρακτήρων βρίσκει εφαρμογή και δη ανυπερθέτως στο σύνολο των ομόφυλων σχέσεων; Αντιλαμβάνεται ο επιστολογράφος το βαθμό του κρετινικού αναγωγισμού που συνιστά μια τέτοια αυθαίρετη προβολή; Ο ίδιος, πέρα κι έξω από τους θρησκευτικούς του προϊδεασμούς, είναι σε θέση να αρνηθεί μετά λόγου γνώσεως ότι και οι ομοφυλόφιλοι μπορούν να είναι εξίσου μονογαμικοί, ειλικρινείς και αυτοθυσιαστικοί στον έρωτά τους όπως και οι ετεροφυλόφιλοι ή και, αντίστροφα, ότι η ετεροφυλοφιλική σεξουαλικότητα είναι συχνά βάναυση και ασύδοτη;

 

ΙΙ.

Α propos περί προϊδεασμών: φοβάμαι ότι η περιχαράκωσή του κ. Δάκα γύρω από τετριμμένα κλισέ και στερεοτυπικές προκατανοήσεις που έχουν προ πολλού απαντηθεί με επάρκεια και που σήμερα πια μόνο ζημιά κάνουν επιβεβαιώνει τη χειρότερη μομφή που είθισται να εκτοξεύεται εις βάρος του θεολογικού λόγου ή μάλλον της δημοφιλούς του καρικατούρας∙ μιας καρικατούρας η οποία δυστυχώς αναπαράγεται αυτούσια από τον κ. Δάκα στην επιστολή του, χωρίς την παραμικρή υποψία ότι η αναμετάδοσή της συμβάλλει στην απαξίωση της πίστης και της θεολογικής μαρτυρίας της σε μια κοινωνία ήδη βαθύτατα σκεπτικιστική και προ πολλού υποψιασμένη απέναντι σε κλειστά κοσμοείδωλα που επιμένουν να αναπαράγουν άδικες (εμμονικά ανεξέταστες) κοινωνικές ιεραρχήσεις και αποκλεισμούς – και μάλιστα με τη βούλα της Αποκάλυψης. Σε πείσμα ίσως των προθέσεων του αγαπητού κ. Συναδέλφου, η θεολογία σκιαγραφείται έμμεσα στο αντιρρητικό του κείμενο ως ένα απλουστευτικά παγιωμένο αφήγημα αρκούμενο στο αυτάρεσκο αναμάσημα των «εντολών του Θεού» και μόνο, εν είδει ενός προκρούστειου πρακτικού λόγου με αξιώσεις ακύρωσης της φιλάνθρωπης ερμηνείας του «Σαββάτου» από τον Χριστό. Αν το εκλάβουμε τοις μετρητοίς ως τέτοιο, το χριστιανικό αφήγημα λειτουργεί έκδηλα ως πηγή αποπνικτικής ετερονομίας, ακριβέστερα ως αιτία καθήλωσης ατόμων και κοινωνιών στην απολιθωμένη στατικότητα και την παρελθοντολαγνεία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους πιστούς αλλά και για κάθε πολιτεία που ακολουθεί κατά γράμμα και θεολογικά ανερμήνευτα τις θείες βουλές: μαρασμό της κριτικής σκέψης, απουσία καινοτομίας, συλλογική υποταγή στο ανώφελο «γράμμα» του νόμου με συνακόλουθο παρεπόμενο την εκτίναξη της κοινωνικής υποκρισίας και των υπόγειων συμπεριφορών (πράγμα ιδιαίτερα σύνηθες στα περιβάλλοντα με διογκωμένο κοινωνικό υπερ-εγώ) και άλλα παρόμοια. Η προοπτική μιας τέτοιας τοξικής κακοφόρμησης της πίστης δεν δείχνει να ανησυχεί τον κ. Δάκα, δοθείσης της εύκολης καταφυγής του στη γνωστή «ρετσέτα» ότι ο λόγος του Θεού, αρέσει-δεν αρέσει, δεν σχετικοποιείται, γι’ αυτό και θα συνιστούσε το λιγότερο απρέπεια να προσαρμόζουμε τις ευαγγελικές αρχές στις ατομικές μας προτιμήσεις και στα εφήμερα γούστα της κάθε εποχής, προκειμένου να καταστούμε αρεστοί ως χριστιανοί ή για να εξυπηρετήσουμε δικές μας ηδονοθηρικές επιθυμίες. Παρεμπιπτόντως, στο κείμενό μου (αν και προφανώς η ρητή επισήμανση διέλαθε της προσοχής του κ. Δάκα) δεν προάγω καθόλου τον σχετικισμό, δογματικό ή ηθικό: αναφέρω ξεκάθαρα ότι η χριστιανική πίστη ούτε σχετικιστική είναι ούτε ανήθικη και ότι το ζητούμενο δεν είναι καθόλου να δικαιώσουμε την ασυδοσία ή την ανευθυνότητα στο όνομα ενός «Laissez-faire» χριστιανισμού. Τούτου λεχθέντος, ωστόσο, το ζήτημα δεν σταματά εκεί, όπως θα ήθελαν οι επαναπαυμένοι στα εύκολα σχήματα θρησκευόμενοι. Τουναντίον από αυτό ακριβώς το σημείο, από την καθολική πυρηνική αλήθεια της, εκκινεί η χριστιανική πνευματικότητα, για να προσωποποιήσει όμως και να εξατομικεύσει κατόπιν την πίστη σύμφωνα με την ανθρώπινη ποικιλομορφία και τις διαφορετικές ανάγκες και περιστάσεις του βίου εκάστου εξ ημών. Η εξατομίκευση της πίστης είναι κατεξοχήν έργο του Αγίου Πνεύματος, που «σαρκώνει», δηλαδή προσαρμόζει το καθολικό κήρυγμα του Χριστού στην απερίσταλτη ετερότητα των προσώπων, όπως αρμόζει σε μια πίστη η οποία απευθύνεται σε πνευματικά ενήλικα υποκείμενα, με ενσυναίσθηση, ωριμότητα και οξυμένη ευαισθησία προς κάθε άδικη –και αφανή, προπάντων!– μεταχείριση των ελαχίστων μελών της κοινωνίας. Πόσο εύκολα λησμονήθηκε ότι ο Χριστός των Ευαγγελίων αποκατέστησε στο ακέραιο την κουρελιασμένη λόγω κοινωνικών αλλά και θρησκευτικών (!) ακόμη διατάξεων αξιοπρέπεια των ένσαρκων εικόνων Του! Εκείνων που βίωναν μάλιστα τη χειρότερη δυνατή μορφή απαξίωσης την οποία δύναται να υποστεί άνθρωπος, την εκ προοιμίου και ασυζητητί περιφρόνησή του από τους ιερατικούς διαχειριστές των θρησκευτικών σημασιών. Η εξατομίκευση της πίστης δεν ισοδυναμεί με το σχετικισμό της πίστης, όπως αφρόνως και από διανοητική ραθυμία νομίζουν οι θιασώτες του ηθικού τυφλοσούρτη. Η εξατομίκευση, ίδιον κατεξοχήν του χριστιανισμού σε σχέση με τις άλλες δυο μονοθεϊστικές πίστεις, εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι τίποτε δεν είναι πιο απάνθρωπο από τη βεβιασμένη εξομοίωση εγγενώς διαφορετικών ανθρώπων, στον δε ρεαλισμό της η εξατομίκευση αποτρέπει τη διολίσθηση της πίστης σε ένα άσαρκο ιδεολόγημα που αδυνατεί να σχετιστεί με πραγματικούς ανθρώπους. Η εκκλησιαστική κοινότητα δεν αποτελεί μια κοινωνία χυλό και η στρατωνισμένη ομοιομορφία δεν είναι το ζητούμενο της χριστιανικής πνευματικότητας. Δεν πρωτοτυπώ επισημαίνοντάς τα όλα αυτά – είναι θεμελιώδεις προκείμενες της υποτιθέμενης «άνοιξης» της νεολληνικής θεολογίας από το 1960 κι έπειτα, πλην όμως, όπως εκ των υστέρων φάνηκε, τα ανοίγματα της πολλά υποσχόμενης «θεολογίας με ανθρώπινο πρόσωπο» που γνωρίσαμε ως «νεορθοδοξία» γράφτηκαν τελείως ανέξοδα και ως προπέτασμα καπνού μάλλον χωρίς κάποια γνήσια έγνοια εφαρμογής τους στην εκκωφαντικά σύνθετη και γέμουσα εκκρεμών αδιεξόδων κοινωνική μας πραγματικότητα. Στην πορεία, πολλοί επιφανείς εκπρόσωποι της «νεορθοδοξίας» αποδείχθηκαν θλιβερά ανακόλουθοι με τις ιδρυτικές τους μεγαλοστομίες.

Εξίσου ανακόλουθοι όμως με τις αρχές του Ευαγγελίου φανερώνονται και οι προασπιστές της βλοσυρά δικανικής ανάγνωσης της Ορθοδοξίας, την οποία εκλαμβάνουν αυστηρά και μόνο ως απολογητική της πτωτικής κατ’ ουσίαν καθεστηκυίας τάξης. Σε τι συνίσταται η δική τους ανακολουθία; Στη σιωπηρή αν όχι και εκούσια συνθηκολόγησή τους με τη μετατροπή του εκκλησιαστικού λόγου σε φερέφωνο των υπουργείων εθνικής τάξης και άμυνας και στη συμπόρευσή τους με τους καπηλευτές του Ευαγγελίου (με τον εσμό των πατριδοκάπηλων χριστεμπόρων που θέτουν το Ευαγγέλιο στην υπηρεσία κρατικών, εθνικιστικών και κομματικών συμφερόντων με συστηματική πλειοδοσία στον θρησκευτικό λαϊκισμό). Οι παραδοσιοκρατικοί θεολογικοί κύκλοι (που νομίζουν ότι αναγιγνώσκουν ορθά την Παράδοση με την παιδαριώδη τους πρωτόλεια ματιά) ουδέποτε δείχνουν να ενοχλούνται από τη χυδαία και ασύδοτη ιδιοποίηση της Ορθοδοξίας από τους προαναφερθέντες καπήλους της, διαμαρτύρονται όμως έντονα και απορρίπτουν ως ύποπτη οιαδήποτε προσπάθεια ανάδειξης του φιλάνθρωπου προσώπου και βεληνεκούς της Ορθοδοξίας: μιας πίστης με ανεκμετάλλευτη δυναμική, η οποία δύναται να συνεισφέρει τολμηρές απαντήσεις σε συγκαιρινά και ανήκουστα στο παρελθόν προβλήματα που ταλαιπωρούν τον άνθρωπο – όχι επηρεασμένη από «μόδες» αλλά από περιουσίας της κι έπειτα από έναν ειλικρινή αφουγκρασμό των παραθεωρημένων αναστεναγμών των κατατρεγμένων. Μόνο όταν πάψει ο ιδρυματικός χριστιανισμός να αρκείται στην προσχηματισμένη εικόνα που υψώνει εις βάρος των «απέναντι» και αποζητήσει με ειλικρίνεια τον ίδιο τον απέναντι θα είναι επιτέλους σε θέση να αποκτήσει μια νέα ώθηση, έπειτα από αιώνες θεσμικής ξηρασίας και αποτελμάτωσης, για να μπορέσει να κάνει έτσι εκ νέου η πίστη μας την έκπληξη, σε έναν –κακά τα ψέματα– ανήκεστα (;) μετα-χριστιανικό κόσμο. Μόλις που χρειάζεται να επισημάνουμε την αναγκαιότητα, την τόσο επείγουσα μάλιστα, να καταστεί πάλι το Ευαγγέλιο πρόξενος και πηγή «αναστάτωσης του κόσμου» (Πράξ. 17:6), παράγων δυναμικής ανανέωσης της ιστορίας και προάγγελος της ανοικτότητας και της απροσδιοριστίας του μέλλοντος, κόντρα σε ό,τι αρκέστηκε να είναι πλειοψηφικά μέχρι σήμερα, αφότου εμωράνθη ως άλας: μια φωνή συμμόρφωσης με τις αγοραφοβικές, πατριδοκάπηλες και αυταρχικές νοοτροπίες και παρατάξεις που κατά παράδοση «ταμπουρώνονται» πίσω από τη χριστιανική πίστη. Kαι δεν υπάρχει ίσως καταλληλότερος τρόπος σαγήνευσης του κόσμου (ενός κόσμου φοβισμένου, επιφυλακτικού πια απέναντι στην ιδεολογία αλλά κι ευεπίφορου στον λαϊκισμό και την προκατασκευασμένη γνώμη) από την ανάδειξη των χειραφετητικών δυνάμεων της χριστιανικής πίστης και δη της Ορθόδοξης, όταν ο μαξιμαλισμός της Δογματικής ερμηνεύεται επιτέλους ως ευρυχωρία σκέψης και πνεύματος.

Επειδή όμως περί θεολογίας ο παρών λόγος, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, η θεολογική μαρτυρία, όπως δείχνει να την αντιλαμβάνεται ο κ. Δάκας (υπό την έννοια μιας στεγνής κι ανερμήνευτης αναπαραγωγής θείων εντολών), ορθώνεται ως δομικά μισόλογη, τουτέστιν ως απρόσφορη για ειλικρινή και έντιμο στην αμοιβαιότητά του διάλογο. Αυτό, διότι η διαλογική προθυμία φέρει προϋποθέσεις ριζικά αλλότριες της κατήχησης: σε αντίθεση με τον κηρυγματικό λόγο, κάθε ειλικρινής απόπειρα διαλόγου είναι ανοικτή στο ενδεχόμενο αναστοχαστικής αναθεώρησης των συμβαλλομένων μερών έπειτα από ανταλλαγή έλλογων και τεκμηριωμένων επιχειρημάτων, διαφορετικά δεν πρόκειται για διάλογο παρά για αυτάρεσκο μονόλογο, κατάλληλο μόνο για υπεροπτικό κήρυγμα από τον άμβωνα. Οποτεδήποτε η χριστιανική μαρτυρία τίθεται με όρους εγγενούς μη διαψευσιμότητας, ως δηλαδή εκ προοιμίου και ανυπέρβλητα θωρακισμένη έναντι οιασδήποτε αντιρρητικής ένστασης, μοιραία αποβαίνει μισόλογη, θεμελιωδώς αντίδικη του ουμανισμού. Αυτό διότι εννοούμενη ως μια φύσει αλάνθαστη εντολοδότρια, η θεολογική παρέμβαση τερματίζει εξαρχής με υπερβατικά διατάγματα κάθε συζήτηση, κάθε αναζήτηση και κάθε εμβάθυνση στα περίπλοκα της ύπαρξης, απονομιμοποιώντας ιδίως τα ερωτήματα εκείνα που απορρίπτονται ως ενοχλητικά από όσους ποθούν μια στρογγυλεμένη και λυτρωμένη από αντιφάσεις πίστη -- μια κατ’ ουσίαν ιδεολογικοποιημένη πίστη. Διόλου περίεργο λοιπόν που, υπό αυτή τη μορφή, ο θεολογικός λόγος ελέγχεται ως ένα ανεύθυνο και ανυπόλογο κηρυγματικό αφήγημα (ανυπόλογο στον κόσμο και την ιστορία), αφού διεκδικεί για τον εαυτό του, αλά «Ισλάμ», το δικαίωμα να κρίνει χωρίς να κρίνεται και να δογματίζει όχι μόνο ως προς τα αμιγώς θεολογικά άρθρα πίστεως (που εμπίπτουν στη χριστολογία και την τριαδολογία και τα οποία δεν είναι διαπραγματεύσιμα, καθώς έχουν αιτιολογηθεί καταλεπτώς) αλλά ακόμη και σε αναφορά με τα ανθρωπολογικά και κοσμολογικά ζητήματα, που αν μη τι άλλο είναι εμπειρικά ελέγξιμα και, ακόμα, εν πολλοίς ανεξερεύνητα. Αν πάρουμε τοις μετρητοίς την αφετηριακή προκείμενη που διέπει την απάντηση του κ. Δάκα, η θεολογία είναι πάντα στο απυρόβλητο και από το βάθρο αυτής της –ανεπίγνωστα αυτοχειριακής, για την ίδια!– «υπεροχής», προβαίνει σε αυστηρές κρίσεις περί παντός του επιστητού και πάντοτε εκ του ασφαλούς, με το κύρος μιας ανόθευτης υποτίθεται από ανθρώπινη προοπτική, αποκάλυψης. Υπ’ αυτή τη μορφή, όμως, ο πολυτελής «θρόνος» στον οποίο τοποθετείται η θεολογία από τους ζηλωτές θεράποντές της ξεβάφει εύκολα και φανερώνεται ως αναπηρική καρέκλα, αστόχαστα οδεύουσα εκτός της παράδοσης του «λόγον διδόναι» και με μοιραία απόληξη την απορρόφηση της χριστιανικής μαρτυρίας από το σημιτικό πνεύμα. Το τίμημα ενός τέτοιου φανταχτερού και αλάνθαστου θώκου είναι πολύ βαρύ για την ποιότητα και την αξιοπιστία της χριστιανικής μαρτυρίας, η οποία χάνει έτσι τη δυνατότητα να αναπτύξει γόνιμους προβληματισμούς, προφητικά ανοικτούς στην ανανεωτική αύρα του Παρακλήτου και τις καινοφανείς προκλήσεις του μέλλοντος. Την εποχή της ακμής της, η Εκκλησία, πιστή στον εσχατολογικό - μελλοντολογικό της προσανατολισμό, κοιτούσε προς τα εμπρός, όχι προς τα πίσω. Αλήθεια, τι απέγιναν οι εμπνευσμένες υπομνήσεις του μακαριστού π. Φλωρόφσκυ, ότι «τα Μεγαλεία του Θεού δεν περιορίζονται στο παρελθόν», ότι «η θεολογία είναι πάντοτε στην πορεία του σχηματισμού» και, ακόμη περισσότερο, ότι «τα έσχατα της Αποκαλύψεως δεν έχουν ακόμη συντελεσθή»;[1] Ακολουθώντας πιστά τη θεολογική παρακαταθήκη του π. Φλωρόφσκυ, ο π. Αλέξανδρος Μεν, ο σπουδαίος ρώσος ιερέας και λόγιος που δολοφονήθηκε το 1990, είχε πει ότι «ο Χριστιανισμός δεν είναι μόνο στραμμένος προς το εσχατολογικό μέλλον, αλλά η ιστορία του μόλις τώρα αρχίζει.  Ό,τι έχει ήδη συμβεί, αυτό που σήμερα ονομάζουμε ιστορία του Χριστιανισμού, δεν είναι παρά τα πρώτα, αδέξια και συχνά αποτυχημένα βήματα για να γίνει ο Χριστιανισμός πραγματικότητα».[2] Η προφητική ρήση του π. Μεν συνηχεί με την εξίσου θαυμάσια και ατυχέστατα λησμονημένη ρήση του αείμνηστου καθηγητή Σάββα Αγουρίδη, ότι «ο Θεός της Βίβλου δημιουργεί νέες ευκαιρίες και δυνατότητες μέσα στην ιστορία για το άτομο και την ανθρώπινη κοινότητα».[3]

Ο Χριστιανισμός και δη στην Ορθόδοξη, μαξιμαλιστική του δογματική δεν θεωρεί πλήρη, στατική και συντελεσμένη την αλήθεια για την κτίση και τον άνθρωπο, επειδή ακριβώς προϋποθέτει ότι η αλήθεια στην πληρότητά της δεν έγκειται στο παρελθόν αλλά στα Έσχατα: εκεί όπου, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, μας αναμένουν σοκαριστικές εκπλήξεις και ανατροπές όσον αφορά τις παραδεδομένες και ανεξέταστα διαιωνιζόμενες κοινωνικές και σωτηριολογικές μας ιεραρχήσεις, κατά το «ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι» (Μτ. 20, 16). Η εσχατολογική αυτή εγρήγορση έναντι των οριστικών απαντήσεων είναι ό,τι ακριβώς διασώζει την Ορθοδοξία από την ιδεολογικοποίησή της σε ένα είδος «θρησκευτικού ΚΚΕ», είναι ανασχετική του πειρασμικού εκφυλισμού της σε ιδεολογική μπροσούρα μικροαστικών προδιαγραφών. Αν έχει κάτι να μας διδάξει η εσχατολογική επιφύλαξη, είναι ότι οι πιστοί που έχουν εκπαιδευτεί να απορρίπτουν οπαδικά τις ανεπιθύμητες ομάδες ανθρώπων, τα ανυπότακτα σε κατεστημένες κατηγοριοποιήσεις μεταιχμιακά υποκείμενα, θα βρεθούν, όπως και οι ιδεολογικοί τους πρόγονοι, οι Φαρισαίοι, ενώπιον μιας οδυνηρής έκπληξης, ακατανόητης για τους δικανικούς τους προϊδεασμούς, όταν ο Χριστός θα αγκαλιάσει στην αυλαία της ιστορίας τα κοινωνικά «περιτρίμματα» ως δικά Του τέκνα, ακριβέστερα ως πολύτιμα και αναντικατάστατα δημιουργήματά Του. Τούτου δοθέντος, η τραγωδία είναι ότι οι ανά τους αιώνες ευσεβοφανείς Φαρισαίοι θα είναι υποχρεωμένοι να συνυπάρξουν καθ’ όλη την αιωνιότητα με εκείνες ακριβώς τις εικόνες Θεού που είχαν εκπαιδευτεί να απορρίπτουν ως μιάσματα, για να βιώνουν εφεξής ως αβάστακτη κόλαση τη συνύπαρξη μαζί τους.

Ο αυτάρεσκος μηρυκασμός του γράμματος των βιβλικών και των πατερικών χωρίων θα πρέπει να απορρίπτεται από ενήλικους πιστούς και προπάντων από τους καταρτισμένους θεολόγους ως βάναυσα προσβλητικός όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά πρωτίστως για την ίδια την πίστη. Στην πραγματικότητα (και εν προκειμένω διακυβεύονται η ίδια η φύση και η αξία του θεολογείν), η θεολογία είναι διαρκής και αμείωτη διερώτηση για τον Θεό και τον άνθρωπο, καταφατική μα και απορητική συνάμα∙ αναδεικνύει την αλήθεια για τον Θεό, φωτίζοντας όμως έντιμα τα ανθρώπινα. Δεν ανάγεται εξ ολοκλήρου ούτε σε ιστορικές αφηγήσεις (1), όπως στον Ιουδαϊσμό, ούτε και σε κάποια «γυμνή» αποκάλυψη άμοιρη ανθρώπινης επεξεργασίας και προοπτικής (2), όπως στο Ισλάμ, γι’αυτό και λειτουργεί αμφίδρομα: δεν διδάσκει μονάχα τα περί Θεού στον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα διδάσκεται και η ίδια, τόσο από τις θετικές και κοινωνικές επιστήμες, όσο και από την ανθρώπινη οδύνη και τον αναστεναγμό, πράγματα τα οποία υποχρεούται να ενσωματώνει στοχαστικά και διαλογικά στα πιστεύω της. Ο Χριστιανισμός είναι εκείνη ακριβώς η πίστη η οποία δεν μηρυκάζει αλλά σκέφτεται τα πιστεύω της και δεν επαναπαύεται στα παραδεδομένα. Εμβαθύνει σ’ αυτά, εξάγει πολύτιμες για τον άνθρωπο υπαρξιακές συνεπαγωγές με χειραφετητικό αντίκρισμα που δικαιώνουν τον Χριστό και όχι τους ευσεβοφανείς και δήθεν θεοφοβούμενους αλλά μισάνθρωπους Φαρισαίους, όλων των εποχών. Και θα ήταν ασύγγνωστη παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι έχουμε προ πολλού φτάσει στο σημείο να βρίσκουμε κυρίαρχη στον Ορθόδοξο χώρο τη σκληρόκαρδη νοοτροπία που αντιμετώπισε έκπληκτος και καυτηρίασε ο ίδιος ο Χριστός κατά την επίγεια αντιπαράθεσή Του με τους τότε Φαρισαίους, οι οποίοι έχουν έναν μοναδικό τρόπο να αναπαράγονται ανά τους αιώνες, ακόμη και ως λαϊκοί.

Δεν μας χρωστάει τίποτε ο κόσμος, είμαστε μια φωνή που δεν κρίνει μόνο εκ του ασφαλούς τους πάντες και τα πάντα, όπως παλιά, αλλά που κρίνεται κιόλας. Αυτό δεν είναι κατάρα για τους χριστιανούς. Ευτυχώς, να λέμε.

 

[1] Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, Αθήνα, Άρτος Ζωής, 1989, σ. 52-53.

[2] Στο Michael Plekon, Living Icons: Persons of Faith in the Eastern Church (Notre Dame, IN: University of Notre Dame Press, 2002), σ. 234.

[3] Σάββας Αγουρίδης, Ερμηνευτική των Ιερών Κειμένων: Προβλήματα--Μέθοδοι Εργασίας στην Ερμηνεία των Γραφών (β΄ έκδοση βελτιωμένη, Αθήνα, Άρτος Ζωής, 2000), σ. 378.

Χαράλαμπος Βέντης

Αναπληρωτής καθηγητής στον τομέα θρησκειολογίας, φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βιβλία του: The Reductive Veil: Post-Kantian Non-Representationalism Versus Apophatic Realism (2005), Εσχατολογία και ετερότητα (2019), Φιλελεύθερη δημοκρατία και χριστιανική πίστη (2021).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.