Σύνδεση συνδρομητών

Ιστορίες λαογραφικού τρόμου

Τρίτη, 27 Μαϊος 2025 00:01
Τέρατα των ελληνικών μύθων, καλλικάντζαροι που προσπαθούν να κόψουν το δέντρο στο οποίο στηρίζεται η Γη. Εικονογράφηση από παλαιό αναγνωστικό του δημοτικού.
ΟΕΔΒ
Τέρατα των ελληνικών μύθων, καλλικάντζαροι που προσπαθούν να κόψουν το δέντρο στο οποίο στηρίζεται η Γη. Εικονογράφηση από παλαιό αναγνωστικό του δημοτικού.

Κωνσταντίνος Δομηνίκ, Κακό ανήλιο. Διηγήματα, Ίκαρος, Αθήνα, Αθήνα 2024, 74 σελ.

Ιστορίες φόβου, τρόμου και κατάπληξης που μοιάζει να ξεκινούν από τη λαϊκή παράδοση της Πιερίας. Ο τρόμος, παρ’ όλα αυτά, με ηλεκτρικά μικρόφωνα που ουρλιάζουν, με κινητά τηλέφωνα που αφηνιάζουν και με προτεσταντικούς ναούς που  απειλούνται από λείψανα ορθόδοξων αγίων έχει αφήσει πίσω του διά παντός, και παρά το πρόσχημα των μύθων και των θρύλων, την οιαδήποτε λαογραφική ατζέντα.

Από την πρώτη συλλογή διηγημάτων του, υπό τον τίτλο Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι (2021), ο Κωνσταντίνος Δομηνίκ (γεν. 1988) έσπευσε να ακολουθήσει την οδό της λογοτεχνίας του φανταστικού, με έμφαση στο σκέλος του τρόμου και με καταγωγικές  ρίζες στον Πόε και στον Λάβκραφτ (το λέω όχι ακριβώς συγκριτικά αλλά περισσότερο για να δώσω ένα γενικό σήμα συνεννόησης). Η γραμμή αυτή συνεχίζεται αδιατάρακτη και στην τωρινή, δεύτερη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα, που στερεώνει την καλή του εικόνα, ανοίγοντας περαιτέρω τις προοπτικές του για το μέλλον.  

Σαφώς επηρεασμένος από την πεζογραφία του Χριστόφορου Τσαπραΐλη και από το δικό του πρώτο βιβλίο, τις Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας (2017), ο Δομηνίκ θα συνδέσει ευθύς εξαρχής το φανταστικό και τον τρόμο με θρύλους και με λαϊκές διηγήσεις ή παραμύθια της Πιερίας ενώ ο Τσαπραΐλης θα ενισχύσει τα επόμενα βιβλία του με στοιχεία από μυστικιστικά κατάλοιπα της βαλκανικής παράδοσης. Και οι δύο θα παραπέμψουν στον κόσμο της μαγείας και του Κακού όταν τρέχουν να φωλιάσουν στην προφορική συλλογική μνήμη.

 

Folk Horror και Pank Folk Horror

Τρόμος για τον Δομηνίκ είναι  ο λαογραφικός τρόμος: folk horror – για τον Τσαπραΐλη, ισχύει το pank folk horror. Ο τρόμος του Δομηνίκ μπορεί να επιμεριστεί σε ποικίλες εκδοχές: να μεταμορφωθεί σε γάτα που εγκλωβισμένη σε έναν ναό θα ουρλιάξει μέσα από ένα μικρόφωνο, πολλαπλασιάζοντας ηλεκτρικά το ουρλιαχτό της, να ενσαρκωθεί σε νεκρούς που ταξιδεύουν αίφνης μεταξύ των ζωντανών, χωρίς να έχουν μεταλλαχθεί σε ζόμπι (αυτό μοιάζει ακόμα χειρότερο), να κρυφτεί σε δάχτυλα ορθόδοξων αγίων για να προκαλέσει το προτεσταντικό δόγμα, να μεταστοιχειωθεί σε σπίτι που ξεσηκώνεται οργίλο (μήπως και πανικόβλητο;) από τα θεμέλιά του ή να παραχωθεί σε συσκευές κινητών.

Να υπενθυμίσω εδώ την ανθολογία Ο άλιωτος και άλλες ιστορίες με βρικόλακες (2024), σε επιμέλεια, εισαγωγή και επίμετρο του Γιώργου Θάνου. Καλύπτοντας το διάστημα 1852-1939, ο Θάνος συγκεντρώνει στην ανθολογία του διηγήματα πεζογράφων που υπό τις επιταγές της νεότευκτης τότε λαογραφικής επιστήμης θα ήταν αδύνατο να αγνοήσουν τους βρικόλακες της ελληνικής υπαίθρου. Οι έλληνες βρικόλακες, ωστόσο, βλέπουν προς τα πίσω και όχι μπροστά, όπως ευφυώς συνάγει ο Θάνος. Αν στη Δυτική Ευρώπη τα βαμπίρ και τα φαντάσματα προσφέρουν ένα αντιορθολογικό καταφύγιο για τα δεινά της εκβιομηχάνισης και του καπιταλισμού, στην Ελλάδα οι βρικόλακες υψώνουν καθρέφτη καθυστέρησης και τείχος ορθολογικής παρακμής.

 

Ούτε νεοηθογραφία, ούτε μαγικός ρεαλισμός

Τα μικρόφωνα, τα κινητά τηλέφωνα και οι ανατριχιαστικές αναμείξεις ορθοδοξίας και προτεσταντισμού του Δομηνίκ επείγονται να εγκαταλείψουν, παρά το πρόσχημα των θρύλων και της λαϊκής παράδοσης της Πιερίας, οποιαδήποτε λαογραφική ατζέντα της ηθογραφίας. Και όχι μόνο γιατί βλέπουμε τον τρόμο να θάλλει και σε αστικούς χώρους (τότε θα σκεφτόμασταν την αστική ηθογραφία) μα επειδή καμία από τις τρομώδεις παραστάσεις του δεν συνιστά ηθογραφία ούτε νεοηθογραφία. Ο Δομηνίκ δεν διασώζει τα παραδοσιακά υλικά του, μα και δεν αναλαμβάνει να τα προσαρμόσει σε νέα ζητούμενα. Οι τρόμοι του είναι οι τρόμοι των ανθρώπων που ασπάζονται τις τοπικές προκαταλήψεις, αλλά ο ίδιος δεν καταγράφει την παράδοση των προκαταλήψεων. Οι λαογράφοι και οι παλιοί έλληνες διηγηματογράφοι κατέγραφαν κάτι ήδη νεκρό που με το τέλος του 19ου αιώνα ανέβηκε «συμβολικά στους ουρανούς και την αιωνιότητα», όπως προσφυώς το υπογραμμίζει ο Αλέξης Πολίτης στην Ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών (1984). Σήμερα απομένει μόνο η πατίνα του χρόνου, είτε του ζωντανού παραδοσιακού πολιτισμού είτε των καταγεγραμμένων εκδοχών του, πολύ μακριά πλέον από τις εκφράσει των μέσων του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Με συγγραφείς όπως ο Δομηνίκ, ο λαογραφικός τρόμος, που παίζει τώρα με ένα είδος βαλσαμωμένης λαογραφίας, θέλει να επενδύσει στον γενικευμένο υπαρξιακό πανικό του δικού μας αιώνα.

Ο Δομηνίκ φροντίζει να στεγάσει τις ντοπιολαλιές της Πιερίας σε λόγιο υφολογικό περιβάλλον, προσδίδοντας στις ισχυρές μεταφορές του μια νεοεξπρεσιονιστική διάσταση: βίαιες παραμορφώσεις αντικειμένων και σωμάτων με τα σκληρά χρώματα μιας δραματικής έξαρσης. Είναι ένας εξπρεσιονισμός που δεν περιορίζεται να προβάλει παραμορφωτικά την πραγματικότητα – επιζητεί να την επεκτείνει μέχρι την εξάρθρωση και τον αφανισμό, μέχρι την αναγωγή της σε μια παντελώς ανοίκεια και εντελώς αγνώριστη τάξη. Να γιατί στα διηγήματα του Δομηνίκ δεν υπάρχει ούτε ο μαγικός ρεαλισμός. Ο  μαγικός ρεαλισμός εκπροσωπεί μια εξημερωμένη υπέρβαση της πραγματικότητας, μια φαντασιακή μεταγωγή της σε δεύτερο και κατά πολύ ηπιότερο βαθμό από τη δραματική έξαρση και έκφραση του Δομηνίκ. Κι αν στην εκδοχή του «θαυμαστού», όπως το ορίζει ο Αλέχο Καρπεντιέ, η μαγική-ρεαλιστική υπέρβαση σκοπεύει να δείξει τη συνολική ασχήμια της νεολατινικής πραγματικότητας, δεν θα αναπτυχθεί και πάλι τόσο ώστε να τη μεταβάλει ριζικά και να τη μεταλλάξει. Και, πάντως, για να κλείσω, η γλώσσα και η ποιητική σκοτεινιά των διηγημάτων του Δομηνίκ μάς έλκουν, ακόμα και μας παγιδεύουν, ακριβώς επειδή  δεν υιοθετούν τις μετριοπαθείς παραδοχές και τη συγκατάβαση του μαγικού ρεαλισμού. 

 

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

Κριτικός λογοτεχνίας. Βιβλία του: Μίλτος Σαχτούρης: Η παράκαμψη του υπερρεαλισμού (1991), Οδόσημα (1999), Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία (επιμ. με την Ελισάβετ Κοτζιά, 1995), Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, 1974-2017 (2018), Αντώνης Φωστιέρης (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.