Αισθάνομαι αμήχανος, παρά τη συνάφειά μου με σχετικές εργασίες, προκειμένου να μιλήσω με λίγα λόγια για ένα δίτομο έργο 1.210 σελίδων, που αποτελεί καρπό πολύχρονης και κοπιώδους έρευνας. Οφείλω, πάντως, να ομολογήσω πως κατά το παρελθόν και κατά διαστήματα είχα παρακολουθήσει την προσπάθεια της Αριστέας Παπαλεξάνδρου στις διάφορες φάσεις δημιουργίας του έργου της.
Η Αριστέα Παπαλεξάνδρου πήρε μια πολύ δύσκολη απόφαση: να μας καταστήσει γνωστή, τεκμηριωμένη και αξιολογημένη την κριτική γύρω από την ποίηση των Ελληνίδων, κατά το διάστημα 1974-2000. Δεν πρόκειται να σχολιάσω πώς κατέληξε σ’ αυτά τα χρονικά όρια της εργασίας τηςꞏ νομίζω πως είναι εύγλωττα από μόνα τους. Η πρώτη χρονολογία είναι επαρκώς αναγνωρίσιμη απ’ όλους μας, μια και αποτελεί στην ουσία τη γέννηση της ταλαιπωρημένης σύγχρονης δημοκρατίας μας. Η δεύτερη χρονολογία μπορεί να συνιστά μια τομή, ένα ορόσημο αλλαγής αιώνα, αλλά στην πραγματικότητα πιστεύω πως υποκρύπτει την επιθυμία της μελετήτριας να μείνει έξω από την έρευνα το ποιητικό έργο της ίδιας, καταξιωμένο και μεταφρασμένο στο εξωτερικό. Αν δεν κάνω λάθος, διαβλέπω πως είχε το θάρρος να αποφύγει το σκόπελο της αυτοπροβολής –φαινόμενο που δεν είναι πολύ συχνό στα καθ’ ημάς.
Στα περίπου δεκαπέντε χρόνια που κράτησε η συγκομιδή του πρωτογενούς υλικού του βιβλίου, η Παπαλεξάνδρου αποδελτίωσε τα κριτικά κείμενα τής υπό κρίση περιόδου λογοτεχνικών περιοδικών κυρίως και εφημερίδων κατ’ επιλογή, που αφορούσαν παρατηρήσεις και κάθε είδους σχόλια για συγκεκριμένες συλλογές ελληνίδων ποιητριών, οι οποίες εκδόθηκαν το διάστημα 1974-2000. Παράλληλα, επεξέτεινε την έρευνά της σε ορισμένα συλλογικά έργα: σε διαθέσιμες Ιστορίες Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σε ποιητικές ανθολογίες (ελληνικές και ξένες), σε μονογραφίες για ποιήτριες, σε τόμους κριτικών μελετών, σε περιοδικά και σε μεμονωμένα αφιερώματα. Πρόκειται για τεράστιο και πρωτοφανή όγκο κειμένων που παρέμεναν ανεκμετάλλευτα επί χρόνια. Ο διαρκώς αυξανόμενος σχολιασμός του έργου των σύγχρονων ελληνίδων ποιητριών καταφαίνεται και από τα αριθμητικά στοιχεία που παραθέτει η Παπαλεξάνδρου. Για την περίοδο 1974-1980 αριθμεί περί τα 320 σχετικά κριτικά σημειώματα. Η δεκαετία του 1980 προσθέτει 670, ενώ η περίοδος 1990-2000 έχει αποφέρει περί τα 900. Μιλάμε, δηλαδή, για περίπου 2.000 κείμενα. Να προσθέσω εδώ πως έχουν αποδελτιωθεί τουλάχιστον πενήντα λογοτεχνικά περιοδικά, σχεδόν όλα της υπό εξέταση περιόδου.
Μια εξονυχιστική καταγραφή
Εκτός από μεμονωμένα δημοσιεύματα και συναφή μελετήματα, οι μοναδικές ανάλογες, αλλά πολύ περιορισμένης έκτασης, εργασίες που έχω υπόψη μου είναι το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη, Ελληνίδες Ποιήτριες, 1857-1940, που εκδόθηκε το 1951, και το βιβλίο της Ειρήνης Ριζάκη, Οι «γράφουσες» Ελληνίδες, Σημειώσεις για τη γυναικεία λογιοσύνη του 19ου αιώνα, έκδοση του 2007. Θεωρώ ότι πολύ σωστά η Παπαλεξάνδρου αφιερώνει τα πρώτα κεφάλαια της εργασίας της στην κριτική πρόσληψη των ποιητριών από τις πρώτες τους δειλές εμφανίσεις κατά τον 19ο αιώνα, καθώς και στη μεταπολεμική κριτική της περιόδου 1940-1973, προκειμένου να αντιληφθούμε πώς ξεκίνησε και πώς εξελίχτηκε η πρόσληψη της γυναικείας ποίησης. Αυτές οι αφετηρίες, με όλες τις έμφυλες διακρίσεις που υποκρύπτουν, έχουν αποτελέσει αντικείμενο μελέτης από τους ασχολούμενους με τον προπερασμένο αιώνα, με αιχμή του δόρατος την πολύ γνωστή πλέον Εφημερίδα των Κυριών της Καλλιρρόης Παρρέν. Από την άλλη πλευρά, η δεκαετία του 1930, αφενός με την εμφάνιση της νεωτερικής ποίησης, αφετέρου με την τομή του πολέμου του 1940, δημιούργησαν ένα εντελώς νέο τοπίο στο θέμα που μας ενδιαφέρει, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται του λοιπού καινοφανή κριτήρια και νέες θεωρίες πρόσληψης της ποιητικής παραγωγής.
Αν εξαιρέσουμε την αρχή του πρώτου τόμου, όπου περιγράφεται περιληπτικώς το τι προηγήθηκε, οι υπόλοιπες σελίδες του τόμου, όπως και ολόκληρος ο δεύτερος, ακολουθούν ενιαία γραμμή. Εξετάζονται όλες οι πηγές απ’ όπου άντλησε η Παπαλεξάνδρου το υλικό της, χωρίς η ίδια να αρκείται σε απλή παράθεση της γνώμης που διατυπώνουν οι κατά καιρούς κριτικοίꞏ σχολιάζει με το δικό της κριτικό πνεύμα και κρίνει με τις δικές της απόψεις τα όσα παραθέτει. Όπως σημειώνει, έχει αποφύγει να χρησιμοποιήσει τους όρους «κανόνας» και «παραφιλολογία», ιδίως όταν πρόκειται για τον δεύτερο όρο οσάκις η αναζήτηση πληροφοριών αντλείται από δευτερεύοντα περιοδικά ή αν πρόκειται για όχι πολύ γνωστές σήμερα ποιήτριες που δεν αξιώθηκαν ευρύτερη αναγνώριση. Όσον αφορά τις υπάρχουσες Ιστορίες Λογοτεχνίας, πολύ σωστά επισημαίνει την πολύ περιορισμένη θέση που κατέχουν οι ποιήτριες, σε σύγκριση με τους άρρενες ποιητές, μια και οι ιστορικοί αποφεύγουν να αξιολογήσουν νεότερες ποιήτριες (αλλά και ποιητές), το έργο των οποίων βρίσκεται εν εξελίξει και δεν έχει ακόμη παγιωθεί η συμβολή τους στη λογοτεχνία μας. Αξίζει να σημειώσω πως η μοναδική ποιήτρια που μνημονεύεται σε όλες τις Ιστορίες Λογοτεχνίας είναι η Μαρία Πολυδούρη, κατά κανόνα σε συνάρτηση με τον Κώστα Γ. Καρυωτάκη, ενώ από τις ποιήτριες του Μεσοπολέμου αναφέρονται η Ζωή Καρέλλη, η Μελισσάνθη, η Μέλπω Αξιώτη και η Ρίτα Μπούμη-Παπά. Από τις μεταπολεμικές, μοναδική παρουσία είναι εκείνη της Ελένης Βακαλό.
Αποτιμήσεις και επανεκτιμήσεις
Μπροστά σ’ ένα τόσο ογκώδες έργο, ίσως φανώ μεμψίμοιρος αν διατυπώσω δύο παρατηρήσεις που δεν αφαιρούν στο ελάχιστο από την αξία της εργασίας και δεν υποβαθμίζουν το κύρος της.
Η πρώτη έχει να κάνει με τον τίτλο του βιβλίου ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, αδικεί το περιεχόμενό του και αποπνέει, ας μου επιτραπεί η έκφραση, γυναικείο ρομαντισμό. Στο verso της σελίδας τίτλου αναγράφεται πως ο παρών τίτλος προέρχεται και αποτελεί ελαφρά παράφραση της σατιρικής συλλογής Έδρεψε τα όστρακα των θριάμβων που εξέδωσε το 1940 η μάλλον ξεχασμένη σήμερα Σοφία Κενταύρου-Οικονομίδου, υπό το ψευδώνυμο Ταυρία Σοφένκου. Νομίζω πως ένας τίτλος όπως «Ελληνίδες ποιήτριες 1974-2000», έστω και εμμέσως δάνειος από την ανάλογη εργασία της Αθηνάς Ταρσούλη, θα δήλωνε με σαφήνεια και λιτότητα τι περιμένει να συναντήσει ο αναγνώστης στις σελίδες του βιβλίου.
Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με το συχνά όχι πολύ αξιόπιστο ευρετήριο προσώπων. Χωρίς να έχω επιμείνει διεξοδικά, διαπίστωσα αρκετές παραλείψεις όπως και αρκετές εσφαλμένες παραπομπές. Πιστεύω πως σε έργα όπως το παρόν, η ακρίβεια και η πληρότητα των ευρετηρίων έχει την ίδια αξία με εκείνην που έχει το κείμενο το οποίο προηγείται. Αποτελεί για τον αναγνώστη τον μίτο της Αριάδνης, προκειμένου να περιπλανηθεί με ασφάλεια στις σελίδες.
Τα αναλυτικά, πολυσέλιδα και κατά δεκαετίες συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η Παπαλεξάνδρου, δίνουν πλέον ένα σχήμα και μια σταθερή βάση επανεκτίμησης της ποίησης των Ελληνίδων κατά το διάστημα 1974-2000. Μπορεί ασαφώς, και κυρίως διαισθητικώς, να είχαμε ο καθένας μας ορισμένες απόψεις για τη σύγχρονη γυναικεία ποίηση, αλλά τώρα με ασφάλεια μπορούμε να πραγματευτούμε και να μελετήσουμε το θέμα. Πιστεύω πως το παρόν δίτομο έργο είναι μόνον η αρχή για μια επιστημονικότερη, θα έλεγα, προσέγγιση της σύγχρονης γυναικείας ποίησης στη χώρα μας. Όπως παρατηρεί η Παπαλεξάνδρου, «από τις πρώτες αχνές νύξεις στις εμφανίσεις τους, στα τέλη του 19ου αιώνα, ώς τις επιδοκιμασίες αλλά και τις επικρίσεις που διατυπώνονται για το έργο τους […] δεν χωρεί αμφιβολία πως έχουν διανυθεί χιλιόμετρα δειλών ή και διεκδικητικών βημάτων, τόσο από τις γυναίκες που ασχολούνται με την ποίηση όσο και από την κριτική που τις είδε σοβαρά ως υπολογίσιμες φωνές της νεοελληνικής λογοτεχνίας».
Η Παπαλεξάνδρου άνοιξε έναν δρόμο που μακάρι να συνεχίσουν οι νεότεροι για τις συνεχώς αυξανόμενες ποιήτριές μας του 21ου αιώνα.