Σύνδεση συνδρομητών

Μια φορά κι έναν καιρό, μια φάλαινα

Σάββατο, 27 Ιουλίου 2024 19:11
Τα σαγόνια της φάλαινας. Η εικόνα της σελίδας 510, από τον Augustus Burnham Shute, μιας από τις πρώιμες εκδόσεις του Μόμπι Ντικ (C. H. Simonds Co).
Augustus Burnham Shute
Τα σαγόνια της φάλαινας. Η εικόνα της σελίδας 510, από τον Augustus Burnham Shute, μιας από τις πρώιμες εκδόσεις του Μόμπι Ντικ (C. H. Simonds Co).

Herman Melville, Μόμπι-Ντικ ή η Φάλαινα, edition minor, μετάφραση από τα αγγλικά: Αθανάσιος Κ. Χριστοδούλου, Gutenberg, Αθήνα 1992, 910 σελ.

Herman Melville, Μόμπι-Ντικ ή η Φάλαινα, edition major, εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση από τα αγγλικά, σχόλια και σημειώσεις: Αθανάσιος Κ. Χριστοδούλου, Gutenberg, Αθήνα 1997, 740 σελ.

Το φαλαινοθηρικό Πίκουοντ, ένα πλοίο της παλιάς σχολής, μάλλον μικρό, με μια θωριά περασμένης εποχής, «στολισμένο βαριά σαν έπιπλο με νύχια στα πόδια», ξεκινά και αυτό από το Ναντάκετ και, έπειτα από 880 σελίδες (κατά την ελληνική μετάφραση), οι περισσότερες από τις οποίες θα μπορούσαν να αποτελούν ξεχωριστά δοκίμια, θα βυθιστεί από μια σπερμοφάλαινα. Μόνο που, εδώ, δεν θα διασωθεί παρά μόνον ο ναύτης Ισμαήλ, κι αυτός για να διηγηθεί την ιστορία, όπως ο Ιώβ: «Μόνον εγώ γλύτωσα για να σου τα πω». Η συναρπαστική ιστορία ενός από τα επιδραστικότερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, του Μόμπι Ντικ, και της εξίσου επιδραστικής και πολυσυζητημένης ελληνικής μετάφρασής του.

Διετέλεσα μέλος του πληρώματος του καραβιού μας «Πήκουοντ»

Ένας από τους 40 τόσους άνδρες του

Υπό τας διαταγάς του καπετάν Αχάμπ

Του ανθρωποδαίμονα που ενσάρκωνε στα μάτια μου

Της κατ’ αρχήν, της οπωσδήποτε

Της πάση θυσία εναντιώσεως το πνεύμα.

                           Ανδρέας Εμπειρίκος, “Η άσπρη φάλαινα”

 

Το Ναντάκετ, που στη γλώσσα των παλιών ιθαγενών κατοίκων του σημαίνει «μακρινός τόπος», είναι ένα μικρό νησί νοτιοανατολικά της Μασαχουσέτης: «Ένας απλός λοφίσκος, μια γωνίτσα από άμμο, μια σκέτη παραλία χωρίς φόντο» (σελ. 112). Οι Κουάκεροι πρώτοι έποικοι δεν πιστεύουν στις εκκλησιαστικές ιεραρχίες, αλλά στον λιτό βίο και στην αξία της αποταμίευσης. Κουάκερος είναι και ο αντιπλοίαρχος Στάρμπακ (που έδωσε το όνομά του στη γνωστή αλυσίδα καφέ) του φαλαινοθηρικού Πίκουοντ στο Μόμπι Ντικ. Αυτοί οι πρώτοι θαλασσινοί ερημίτες δεν είχαν άλλη πλουτοπαραγωγική πηγή από τη θάλασσα.

Στην αρχή έπιαναν καβούρια και αχιβάδες στην άμμο. Προχώρησαν πιο βαθιά στο νερό, πιάνοντας με δίχτυα σκουμπριά. Αποκτώντας περισσότερη πείρα ξεκίνησαν με βάρκες για να πιάσουν μπακαλιάρους. Στο τέλος, ρίχνοντας ένα στόλο με καράβια, έγιναν κύριοι της θάλασσας με μακροχρόνιους πλόες, όταν ανακάλυψαν τον πιο μεγάλο ζωντανό όγκο του πλανήτη, τις φάλαινες. Αυτά τα τεράστια θηλαστικά της θάλασσας μήκους  30 μέτρων και βάρους που συχνά ξεπερνά τους 50 τόνους, που αναπνέουν με πνεύμονες και ξεφυσούν στον αέρα με τους φυσητήρες τους. Ταυτόχρονα, έχοντας αφομοιώσει στα γονίδιά τους την προτεσταντική ηθική της επένδυσης, έφτιαξαν μια τοπική εκδοχή καπιταλισμού, με τους κατοίκους να επενδύουν τις οικονομίες τους σε μερίσματα φαλαινοθηρίας. «Ο κόσμος στο Ναντάκετ βάζει τα λεφτά του στα φαλαινοθηρικά, όπως βάζεις εσύ τα δικά σου σε επίσημα κρατικά ομόλογα που αποφέρουν έναν καλό τόκο» (σελ. 127).

Στα τέλη του 18ου αιώνα, το λίπος της φάλαινας που είχε ανακηρυχθεί «βασιλικό ψάρι» από την αγγλική Βουλή, αυτό «το γλυκό λάδι» σύμφωνα με τον Χέρμαν Μέλβιλ, ήταν περιζήτητο ως θερμαντικό και φωτιστικό μέσον. Είναι ιδανικό γιατί μυρίζει λιγότερο, βγάζει λιγότερη κάπνα και φωτίζει περισσότερο. Στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ, και κυρίως στο Ναντάκετ, η φαλαινοθηρία απέκτησε βιομηχανικά χαρακτηριστικά. Πάνω στο πλοίο λειτουργούσαν μικρά αλλά πραγματικά εργοστάσια, τα οποία τεμάχιζαν το ζώο, έβραζαν το λίπος και το λάδι αποθηκευόταν σε βαρέλια με τα οποία γέμιζαν τα αμπάρια. Επίσης αποσπούσαν τις περίφημες μπαλένες από τον ουρανίσκο των φαλαινών και την περιζήτητη άμπαρη για τα αρώματα από το κεφάλι τους. Τα ταξίδια, που συχνά κρατούσαν τρία χρόνια, έφταναν μέχρι και στους Πόλους, καθώς το αγαπημένο οικοσύστημα της θερμόαιμης φάλαινας τα καλοκαίρια  είναι τα ψυχρά νερά.

Το μέγεθος της ακμάζουσας αυτής τρόπο τινά, βιομηχανικής ναυτικής επιχείρησης την εποχή που γράφει το Μόμπι Ντικ περιγράφει ο ίδιος ο Χέρμαν Μέλβιλ:

Τα δύο τρίτα από τούτη την υδρόγειο είναι του Ναντακετιανού. Γιατί η θάλασσα είναι δικιά του, του ανήκει όπως οι αυτοκρατορίες στους αυτοκράτορες. (σελ. 177)

 Οι φαλαινοθήρες της Αμερικής με κέντρο το Ναντάκετ ξεπερνούσαν σε αριθμό τους φαλαινοθήρες του υπόλοιπου κόσμου. Αναφέρει ένα στόλο 700 σκαφών, με πλήρωμα 18.000 ανδρών, που τη στιγμή του απόπλου τους έχουν αξία 20 εκατομμύρια δολάρια αλλά επιστρέφουν κάθε χρόνο έχοντας στα αμπάρια τους εμπόρευμα με προϊόντα της φάλαινας, αξίας επτά εκατομμυρίων δολαρίων.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1819 ξεκίνησε από το λιμάνι του Ναντάκετ το φαλαινοθηρικό Έσεξ. Η έκρηξη της φαλαινοθηρίας –η Διεθνής Επιτροπή Φαλαινοθηρίας έχει υπολογίσει ότι το πρώτο μισό του 19ου αιώνα οι αμερικανοί φαλαινοθήρες σκότωσαν 200.000 φάλαινες– αλλάζει την πυκνότητα και τις συμπεριφορές του οικοσυστήματος. Αυτά τα γιγάντια θηλαστικά που κυριαρχούσαν χωρίς φυσικούς εχθρούς και έτσι, φυσιολογικά, δεν είχαν αναπτύξει  αμυντικούς μηχανισμούς, τα εύκολα θύματα, αρχίζουν να αποφεύγουν την ανθρώπινη παρουσία, χρειάζεται πια να τα κυνηγήσεις, ενώ ταυτόχρονα εκδηλώνουν επιθετικές διαθέσεις. Στις 20 Νοεμβρίου 1820, 1.500 μίλια από τις ακτές του Εκουαδόρ στη μέση του Ειρηνικού, μια φάλαινα θα επιτεθεί δυο φορές στο πλοίο και θα καταφέρει να το βυθίσει. Πάνω σε δύο βάρκες, είκοσι ναυαγοί θα περιπλανηθούν στη θάλασσα, καταφεύγοντας στην διά κλήρου ανθρωποφαγία, πριν τελικά, έπειτα από τρεις μήνες,  περισυλλεγούν σε άθλια κατάσταση οι έξι απ’ αυτούς.

Το 1821 κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη ένα βιβλίο με τον περίεργο τίτλο Αφήγηση του ναυαγίου του φαλαινοθηρικού Έσεξ από το Ναντάκετ που δέχτηκε επίθεση στον ειρηνικό Ωκεανό από μια μεγάλη σπερμοφάλαινα και τελικά καταστράφηκε. Συγγραφέας, ο υποπλοίαρχος του πλοίου, Όουεν Τσέις, που είχε διασωθεί.

Είναι η έναρξη ακόμα μιας σκυταλοδρομίας της αμερικανικής λογοτεχνίας, ίσως και η αφετηρία της. Από αυτή την πραγματική  ιστορία της επίθεσης της φάλαινας στο Έσεξ, δυο πραγματικά μεγάλοι συγγραφείς θα καταθέσουν δυο σημαντικά έργα τους. Με δυο διαφορετικές εστιάσεις αλλά με την ίδια τεχνική της πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Πρώτος ο Έντγκαρντ Άλαν Πόε, το 1838, με την Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ από το Ναντάκετ, στο οποίο ο ναύτης Πιμ επικεντρώνεται στη φρίκη της ανθρωποφαγίας[1].

Η Σφίγγα των Πάγων του Ιουλίου Βερν, που θα κυκλοφορήσει το 1897, θεωρείται λογοτεχνική συνέχεια του έργου του Πόε. Κάτι που ομολογεί ο ίδιος ο Βερν σε επιστολή του προς τον εκδότη του. «Πήρα ως αφετηρία ένα από τα πιο παράδοξα  ρομάντσα του Πόε. Τις Περιπέτειες του Γκόρντον Πιμ»[2].            

Θα ακολουθήσει το 1852 ο Χέρμαν Μέλβιλ με το Μόμπι Ντικ. Αφού έχει πειραματιστεί με τις, επιτυχημένες εκδοτικά, ζωντανές αφηγήσεις από την πραγματική ζωή του, που όμως θα αμφισβητηθούν για την αλήθεια τους, και αφού πειραματιστεί με τη μυθοπλαστική απεικόνιση της πραγματικότητας, είναι ώριμος για το magnum opus του.  Ο Μόμπι Ντικ που αρχίζει, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με την ιστορική λογοτεχνικά  φράση  «Λέγε με Ισμαήλ», περιγράφει και, ουσιαστικά, συμπληρώνει μυθοπλαστικά το πρώτο μέρος της ιστορίας του Έσεξ. Το φαλαινοθηρικό Πίκουοντ, ένα πλοίο της παλιάς σχολής, μάλλον μικρό, με μια θωριά περασμένης εποχής, «στολισμένο βαριά σαν έπιπλο με νύχια στα πόδια» (σελ. 121), ξεκινά και αυτό από το Ναντάκετ και, έπειτα από 880 σελίδες (κατά την ελληνική μετάφραση), οι περισσότερες από τις οποίες θα μπορούσαν να αποτελούν ξεχωριστά δοκίμια, θα βυθιστεί από μια σπερμοφάλαινα. Μόνο που, εδώ, δεν θα διασωθεί παρά μόνον ο ναύτης Ισμαήλ, κι αυτός για να διηγηθεί την ιστορία, όπως ο Ιώβ: «Μόνον εγώ γλύτωσα για να σου τα πω». Επομένως συνιστάται στον υπομονετικό αναγνώστη να ακολουθήσει αντίστροφη χρονολογικά πορεία ανάγνωσης.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.

 

Στη θάλασσα για περιπέτεια

Ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville) γεννήθηκε λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 1ης Αυγούστου 1819  στη Νέα Υόρκη, σε ένα σπίτι κοντά στο λιμάνι. Ήταν  το τρίτο παιδί του Άλαν Μέλβιλ, ενός εύπορου αστού. Και οι δύο γονείς του κατάγονταν από αριστοκρατικές οικογένειες που είχαν διακριθεί στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Η οικονομική κρίση του 1830 οδήγησε τον πατέρα του στη χρεοκοπία και, τον Ιανουάριο του 1832, στο θάνατο – «Θύμα της εξαρτημένης φύσης του και των διακυμάνσεων που παρουσίαζε το εμπόριο σε μια πόλη που αναπτυσσόταν γοργά».

Μόνη με οκτώ παιδιά η μητέρα του, έχοντας ήδη μετακομίσει στο Όλμπανι και, αργότερα, σε ένα χωριό, το Λάνσινγκμπουργκ, ζει πια χάρη στη βοήθεια των συγγενών της. Έτσι ο δωδεκάχρονος Μέλβιλ σταματάει το σχολείο και πιάνει δουλειά σε ένα  υποκατάστημα της Τράπεζας της Νέας Υόρκης: «άθροιζε ολημερίς στήλες από ανιαρούς αριθμούς»[3]. Το 1835 σταματάει τη δουλειά, συνεχίζει τις σπουδές του στην Ακαδημία του Όλμπανι και το 1837 διορίζεται δάσκαλος σε ένα μακρινό αγροτικό χωριό. Το 1838 παραιτείται και παρακολουθεί μαθήματα τοπογραφίας και μηχανικής. Τη χρονιά  που ο Πόε δημοσιεύει την αφήγηση του Πιμ, ο Μέλβιλ δημοσιεύει σε μια τοπική εφημερίδα, σε δύο συνέχειες, την πρώτη λογοτεχνική του κατάθεση, τα «Αποσπάσματα από ένα γραφείο”. Στη δεύτερη συνέχεια, ο αφηγητής ακολουθεί έναν αγγελιοφόρο σε μια έπαυλη όπου συναντά μια καλλονή, η οποία, όπως έντρομος ανακαλύπτει, είναι κωφάλαλη.

Περιμένοντας ένα διορισμό που δεν ήρθε ποτέ, ο εικοσάχρονος πια Μέλβιλ, τον Ιούνιο του 1839, μπαρκάρει στο εμπορικό Σέιντ Λόρενς  με προορισμό το Λίβερπουλ. Είναι η πρώτη του επαφή με τη δύσκολη θαλασσινή ζωή. Επιστρέφει τον Οκτώβριο και ξαναπιάνει δουλειά ως δάσκαλος στο μικρό χωριό Γκρίνμπους. Τον Νοέμβριο του 1839 δημοσιεύει στην ίδια τοπική εφημερίδα ένα νέο διήγημα, «Το πλοίο του θανάτου», για ένα στοιχειωμένο καράβι. Στο τέλος της χρονιάς το σχολείο έκλεισε και, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια να δουλέψει σε ένα άλλο στην Γκαλίνα του Ιλινόις όπου ζει ένας θείος τους (έκλεισε κι αυτό), αναγκάστηκε να επιστρέψει στη θάλασσα. Τα Χριστούγεννα του 1840 φτάνει όπως ο Ισμαήλ του Μόμπι Ντικ στο Νιού Μπέντφορντ και, στις 3 Ιανουαρίου, μπαρκάρει στο φαλαινοθηρικό Ακιούσνετ.

Όμως, στις 9 Ιουλίου 1842, μαζί με το φίλο του, Ρίτσαρντ Τομπάιας, θα εγκαταλείψουν το καράβι, δυο μέρες πριν αυτό σαλπάρει από το νησί Νούκα Χίβα κάπου στον Ειρηνικό. Θα πέσουν όμως στα χέρια των ιθαγενών Ταϊπί που είχαν φήμη κανιβάλων, πριν τελικά δραπετεύσουν και ναυτολογηθούν στο φαλαινοθηρικό Λούσι Αν, το οποίο αναζητούσε πλήρωμα. Οι συνθήκες ήταν ακόμα χειρότερες από αυτές στο Ακιούσνετ. Έτσι, όταν έφτασαν στην Ταϊτή, μαζί με το σιτιστή Τζον Τρόι αρνήθηκαν υπηρεσία και φυλακίστηκαν. Όταν  αποφυλακίστηκαν, άρχισαν να αλητεύουν στα γύρω νησιά μέχρι τον Νοέμβριο. Τότε ο Μέλβιλ ναυτολογήθηκε σε ένα νέο φαλαινοθηρικό του Ναντάκετ, το Τσάρλς και Χένρι, ως καμακιστής.

Στις 27 Απριλίου ξεμπάρκαρε στη Χονολουλού, όπως είχε συμφωνηθεί. Θα παρέμενε εκεί ώς τα μέσα Αυγούστου, κρατώντας τα βιβλία ενός εμπορικού. Αλλά για κακή του τύχη, ή πιθανόν χάρη σε μια συνωμοσία απ’ αυτές που χρησιμοποιεί η λογοτεχνία, στο λιμάνι αφίχθη το Ακιούσνετ. Για να αποφύγει τα μπλεξίματα, θα ναυτολογηθεί στη φρεγάτα United States του Πολεμικού Ναυτικού, προσθέτοντας ακόμα μια εμπειρία που, αργότερα, αποτύπωσε λογοτεχνικά στο White Jacket[4]. Στις 3 Οκτωβρίου 1843, η φρεγάτα έφτασε στη Βοστώνη και την επομένη θα έπαιρνε το απολυτήριό του από το Ναυτικό.

Έπειτα από τρία χρόνια και δέκα μήνες θαλασσινά ταξίδια και περιπέτειες, θα επιστρέψει στο μικρό χωριό Λάνσινγκμπουργκ, με το λογοτεχνικό του σύμπαν έτοιμο να αποτυπωθεί στο χαρτί. Εκεί λοιπόν στο Λάνσινγκμπουργκ, για να διασκεδάζει τη μητέρα του, τον μικρό του αδελφό Τόμας και τις αδελφές του, άρχισε να διηγείται με πολύ παραστατικό τρόπο τις περιπέτειές του. Η οικογένεια και οι φίλοι του που άκουγαν αυτές τις συναρπαστικές αφηγήσεις, ένα είδος προφορικής λογοτεχνίας, τον παρότρυναν να τις δημοσιεύσει.

Ίσως αυτό να είναι μια συμβολική υπενθύμιση ότι το μυθιστόρημα, αυτή η μεγάλη προσφορά του αστικού κόσμου, μπορεί να είναι η βιομηχανική εξέλιξη της μεγάλης παράδοσης  των προφορικών αφηγήσεων. Οι παραμυθάδες του χωριού ως πρόδρομοι των συγγραφέων. Γιατί πρωτίστως το μυθιστόρημα είναι αφήγηση. Ιστορίες που κυκλοφορούν καθημερινά δίπλα μας. Να υπενθυμίσουμε ότι ίσως το Έγκλημα και Τιμωρία να προέκυψε από τη φανατική συνήθεια του Ντοστογιέφσκι, να αποδελτιώνει καθημερινά το αστυνομικό δελτίο των εφημερίδων.

Είχε έρθει η ώρα, ο 25χρονος πια Χέρμαν, με τις οικονομίες που είχε μαζέψει στα ταξίδια του, να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη. Εκεί, τον Ιανουάριο του 1845, θα αρχίσει να γράφει τις αναμνήσεις του, έχοντας δίπλα του ένα πλούσιο βιβλιογραφικό υλικό – μια μικρή διακριτή λεπτομέρεια της μυθιστορηματικής συγγραφής από την προφορική αφήγηση. 

Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς, το χειρόγραφό του είχε ολοκληρωθεί. Ο αδελφός του, Γκάνσεβουρτ, που είχε διοριστεί γραμματέας στην πρεσβεία του Λονδίνου, πήρε μαζί του τα χειρόγραφα στο Λονδίνο. Ο  εκδότης Τζον Μάρι, που δεν πολυπίστευε τις ιστορίες, δέχτηκε παρ’ όλα αυτά  να τις εκδώσει σε δυο τόμους. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1846, θα κυκλοφορούσε στην Αγγλία το βιβλίο του με τον τίτλο, Αφήγηση μιας τετράμηνης διαμονής ανάμεσα στους ιθαγενείς μιας κοιλάδας των Νησιών Μαρκέισας ή μια γρήγορη ματιά  στη ζωή των Πολυνησίων. Την 1η Μαρτίου 1846 θα δημοσιευόταν η πρώτη ευνοϊκή κριτική στο Spectator και στις 17 του ίδιου μήνα θα κυκλοφορούσε και στην Αμερική, από τον εκδοτικό οίκο Wiley and Putman, με τίτλο Ταϊπί. Μια γρήγορη ματιά στη ζωή των Πολυνησίων[5], με πέντε άσεμνα κομμάτια για τη σεξουαλική ελευθεριότητα των ιθαγενών να έχουν παραλειφθεί. Ο κεντρικός ήρωας, ο Τόμο, είναι ο ίδιος και, όταν αργότερα ξεκινάει ένας θόρυβος  αμφισβήτησης των γεγονότων που περιγράφει, ένα γράμμα βάζει τα πράγματα στη θέση τους: «ο αληθινός και πραγματικός Τόμπι (ο φίλος του, Τόμο) είναι ζωντανός και λέγεται Ρίτσαρντ Τομπάιας».

Οι Γουόλτ Γουίτμαν και Ναθάνιελ Χόθορν μιλούν και γράφουν εγκωμιαστικά γι’ αυτόν. Ο δεύτερος γράφει στην εφημερίδα  Salem Advertiser: «Η αφήγηση ξετυλίγεται με μαστοριά και από λογοτεχνική άποψη ο τρόπος γραφής του έργου είναι αντάξιος της πρωτοτυπίας του θέματος». Η τιμή είναι μεγάλη, έτσι καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι το Μόμπι Ντικ είναι αφιερωμένο στο συγγραφέα του Άλικου γράμματος: «Σε ένδειξη του θαυμασμού μου για τη μεγαλοφυΐα του, αυτό το βιβλίο αφιερώνεται στον Ναθάνιελ Χόθορν».

Τον Μάιο του 1846 ο αδελφός του πέθανε και ο Χέρμαν θα φρόντιζε η σορός του να μεταφερθεί και να ταφεί στο Όλμπανι. Ο ίδιος επέστρεψε στο Λάνσινγκμπουργκ και ξεκίνησε να γράφει το δεύτερο βιβλίο του, το Ομού. Το Ομού, ακόμα μια θαλασσινή περιπέτεια, κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα στην Αγγλία και στην Αμερική με τίτλο Ομού. Ένα αφήγημα με περιπέτειες στις Νότιες Θάλασσες. Και πάλι, κεντρικός ήρωας ήταν ο Τόμο, και αξιοποιούνται οι εμπειρίες του Μέλβιλ στο φαλαινοθηρικό Λούσι Αν – Τζούλια στο μυθιστόρημα. Οι κριτικές ήταν ακόμα πιο ευνοϊκές. Ώς το τέλος του 1847 γράφτηκαν περισσότερες από 150 βιβλιοκρισίες και εκτεταμένες αναφορές. Αρνητική ήταν η στάση των θρησκευτικών κύκλων  και κυρίως των ιεραποστόλων.

Τον Αύγουστο του  1947, ο Χέρμαν Μέλβιλ παντρεύτηκε στη Βοστώνη την Ελίζαμπεθ, φίλη της αδελφής του και  μοναχοκόρη του δικαστή Λέμιουελ Σόου. Η εφημερίδα New York Tribune θα έγραφε ειρωνικά: «Ο κ. Χέρμαν Ταϊπί Ομού Μέλβιλ τέλεσε νόμιμο γάμο με μια νεαρή κυρία της Βοστώνης. Η ωραία και εγκαταλειμμένη Φεϊαγουέι θα παρηγορηθεί  κάνοντας αγωγή για αθέτηση υποσχέσεως». Με τα λεφτά της προίκας, αγόρασαν ένα μεγάλο σπίτι στην Τέταρτη Λεωφόρο, στο οποίο μετακόμισε και όλη η οικογένεια του Χέρμαν.

 

Η αποδοκιμασία των πειραματισμών

Καταξιωμένος και εκδοτικά ως συγγραφέας, ο Χέρμαν Μέλβιλ ξεκινάει το καινούργιο του μυθιστόρημα και, κατά περίεργο, ίσως και ανεξήγητο τρόπο, όπως σχεδόν όλες οι νοητικές διεργασίες, κατά τη διάρκεια της συγγραφής αλλάζει πορεία. Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία με τους εκδότες αλλά και τους φίλους του, έχει συλλάβει την έσχατη (ultimate), μία και μοναδική αλήθεια για την αληθινή φύση του ανθρώπου. Στο δρόμο προς την αποτύπωση αυτής της αλήθειας όχι μόνο αναζητά λογοτεχνικούς δρόμους αλλά ρίχνεται με τα μούτρα στο διάβασμα και αναζητεί στη δυτική λογοτεχνική παράδοση από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τις μέρες του ψήγματα αυτής της αλήθειας. Όπως επισημαίνει και η Μάρη Θεοδοσοπούλου,

Η ασφάλεια των Γραφών θα διαμελισθεί σε μια απειρία από επιμέρους αλήθειες. Μανιώδης αναγνώστης ταυτίζεται με τους σαιξπηρικούς ήρωες, ταλαντευόμενος ανάμεσα στον γερμανικό ιδεαλισμό και τον αγγλικό εμπειρισμό. Εν τούτοις διατηρεί κάποιες ρομαντικές εξάρσεις  και παραμένει  διστακτικός απέναντι στην ανεξιθρησκεία ή τον σαρκασμό ηθών και εθίμων.[6]

Αυτή η γνωσιολογία του Μέλβιλ θα αποτυπωθεί στην εισαγωγή του Μόμπι Ντικ. Της  ιστορικής λογοτεχνικά εναρκτήρια φράσης «Λέγε με Ισμαήλ» προηγείται μια εκτεταμένη παράθεση (17 σελίδες στην ελληνική μετάφραση) αποσπασμάτων από βιβλικά κείμενα αλλά και η ετυμολογία της λέξης φάλαινα σε διάφορες γλώσσες. «Ο Λεβιάθαν κάνει να λάμπει ένα μονοπάτι ξοπίσω του, θα νόμιζε κανείς τη θάλασσα άσπρη» (Ιώβ),  «Ολόιδιος με φάλαινα» (Άμλετ) μέχρι τοπικά τραγούδια του Ναντάκετ που έχουν αναφορές στις φάλαινες (σελ. 4-23).

Είναι έτοιμος, σύμφωνα με τον ίδιο, να εγκαταλείψει το προηγούμενο έργο του και να γράψει ένα πραγματικό μυθιστόρημα (a real romance). Στις 17 Μαρτίου 1849 θα κυκλοφορήσει πρώτα στην Αγγλία και ένα μήνα μετά στην Αμερική το Μάρντι, κι ένα ταξίδι εκεί[7].

Όπως είναι φυσικό για εκείνη την εποχή, το Μάρντι, ένα βιβλίο που αποκαλύπτει την τραγική φύση του ανθρώπινου μυαλού και διαβρώνει ύπουλα την ηθική αφήγηση του ανθρώπινου πολιτισμού, δεν έγινε αποδεκτό. Οι κριτικές ήταν αδυσώπητες τόσο απέναντι στο βιβλίο («μια σαλάτα από ετερόκλιτα και ασύνδετα πράγματα», «όχι μόνο κουραστικό, αδύνατον να διαβαστεί», «ένα βιβλίο που δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης στον κόσμο») αλλά και απέναντι στον ίδιο, που αποκλήθηκε «τρελός Ροβινσών Κρούσος». Η απογοήτευσή του ήταν μεγάλη. Ένα βιβλίο που γεννήθηκε με σκληρή διανοητική αλλά και σωματική καταπόνηση, καθώς σύμφωνα με τη σύζυγό του Ελίζαμπεθ έγραφε αδιάκοπα σε ένα κρύο δωμάτιο χωρίς ζέστη, τυλιγμένος στο πανωφόρι του, αντιμετώπισε με ελάχιστες εξαιρέσεις τη  χλεύη.

Αν και ο μεταφραστής και μελετητής του έργου του, Α. Κ .Χριστοδούλου, θεωρεί το Μάρντι ισότιμο του Μόμπι Ντικ, τη μήτρα που γέννησε την ασύλληπτη φάλαινα, ο ίδιος ο Μέλβιλ ήξερε πως ύστερα από την εκδοτική αποτυχία του Μάρντι, για να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις, έπρεπε να επιστρέψει σε βιβλία που θα έχουν εμπορική επιτυχία. Έτσι εγκατέλειψε τα διαβάσματα και άρχισε να γράφει με τον άλλο τρόπο, “the other way”, τον παλιό. Σε δέκα εβδομάδες τελείωσε το Ρέντμπερν που, ουσιαστικά, περιγράφει το πρώτο του ταξίδι στο Λίβερπουλ. «Ετοιμάζω τώρα κάτι εντελώς διαφορετικό, μια απλή διασκεδαστική αφήγηση που στηρίζεται σε προσωπικές εμπειρίες – ο γιος ενός τζέντλεμαν στο πρώτο θαλασσινό του ταξίδι», ανήγγελλε τη νέα δουλειά του.

Ταυτόχρονα, ενώ συζητά με τους εκδότες, ξεκινά να γράφει ένα δεύτερο βιβλίο, το White Jacket, που το ολοκληρώνει σε δυο μήνες. Σε λιγότερο από πέντε μήνες, μέσα στον καύσωνα της Νέας Υόρκης που τη θερίζει μια επιδημία χολέρας με χιλιάδες νεκρούς, είχε καταφέρει να γράψει δυο μεγάλες νουβέλες. Είναι δυο βιβλία που βγήκαν από την τσέπη του και όχι από την καρδιά του, αποκηρυγμένα από τον ίδιο ήδη από την εποχή της συγγραφής τους. Την 1η Μαΐου 1950 γράφει στον Ρίτσαρντ Χένρι Ντέινα ότι τα έγραψε για τα λεφτά: «για την προκαθορισμένη  αμοιβή που θα εισέπραττε για το καθένα απ’ αυτά, όπως εκείνος που πριονίζει ξύλα».

ahab

Rockwell Kent

O κουτσός καπετάν Αχαάβ σε μια εικονογράφηση του 1930 από τον Rockwell Kent (1882-1971).

 

Το έπος της φάλαινας

Αλλά πλέον, αποδεσμευμένος από τις συμβατικές ανάγκες της ζωής του, επιστρέφει στην υπαρξιακή του ανάγκη για ένα μεγάλο βιβλίο. Αναζητά ένα μεγάλο θέμα,  απαραίτητο για ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Ξεκινάει το γράψιμο τον Φεβρουάριο του 1850 και γράφει στο φίλο του, Ρίτσαρντ Χένρι Ντάνα:

Το λίπος της φάλαινας, ξέρεις, δεν είναι τίποτα άλλο παρά λίπος φάλαινας. Μπορείς βέβαια να βγάλεις λάδι απ’ αυτό. Η ποίηση τρέχει σαν ζουμί από ένα παγωμένο σφεντάμι. Και για να το «μαγειρέψει» κανείς χρειάζεται να ρίξει και λίγη φαντασία μέσα, η οποία, από τη φύση του πράγματος, πρέπει να είναι άκομψη όπως τα παιχνιδίσματα των ίδιων των φαλαινών. Παρ’ όλα αυτά, θα μιλήσω για την αλήθεια του πράγματος και το εννοώ.

Έπειτα από 18 μήνες, παραδίδει τα χειρόγραφα στους δυο εκδότες του, στον Richard Bentley στην Αγγλία και στους Harper & Brothers στην Αμερική. Στις 18  Οκτωβρίου 1851 κυκλοφορεί σε 500 αντίτυπα τριών τόμων στην Αγγλία  με τίτλο Η Φάλαινα και με αρκετές παρεμβάσεις  στα χειρόγραφα από τον εκδότη του. Λίγες βδομάδες μετά, στις 14 Νοεμβρίου 1851, το βιβλίο κυκλοφορεί στην Αμερική, σε 2.915 αντίτυπα, σε έναν τόμο χωρίς περικοπές, με τίτλο, Μόμπι Ντικ ή Η Φάλαινα.  

Ο ίδιος έχει ήδη οριοθετήσει ως μυθοπλαστικό ρεαλισμό τη σχεδόν αυτοβιογραφική διήγηση των φαλαινοθηρικών ημερών του. «Πρέπει να γράφουμε μόνο για πράγματα που ξέρουμε καλά» επισημαίνει περίπου πενήντα χρόνια αργότερα ο Τζακ Λόντον, επιβεβαιώνοντας την αφετηρία της μεγάλης αμερικανικής λογοτεχνικής σχολής[8], εξηγώντας αυτό που σήμερα οι κριτικοί ονομάζουν Αμερικανική Λογοτεχνική Αναγέννηση. Σε αυτή τη  μεγάλη σκυταλοδρομία της βιωματικής λογοτεχνίας για την εν πλω ζωή έχει προηγηθεί ο φίλος του, Ρίτσαρντ Χένρι Ντάνα, με το Δυο χρόνια στην πλώρη, για να ακολουθήσουν  αργότερα ο Τζακ Λόντον με το Θαλασσόλυκο και, στην Αγγλία, ο φανερά  επηρεασμένος από τον Μέλβιλ, Τζόζεφ Κόνραντ, με το σύνολο σχεδόν των έργων του. Ο Τυφώνας και η Καρδιά του σκότους φαίνονται σαν να ξεπηδούν μέσα από το έρεβος του Μόμπι Ντικ.

Ο Ισμαήλ δεν είναι παρά ο ίδιος ο συγγραφέας. Η φιλοσοφική χειρονομία του Κάτωνα που ρίχνεται στο σπαθί του βασανίζει τον ήρωά του, που δεν καταφέρνει παρά να πάρει ήσυχα  το πρώτο πλοίο για να γνωρίσει το υδάτινο μέρος του κόσμου – αλλά «με μια φιλοσοφική χειρονομία όλο μεγαλοπρέπεια, ο Κάτων ρίχνεται πάνω στο σπαθί του, εγώ παίρνω ήσυχα το πλοίο» (σελ. 25). Ο Ισμαήλ αποσύρεται στο ρόλο του αφηγητή και τη λύτρωση διεκδικεί ο ανάπηρος με ξύλινο πόδι καπετάνιος του Πικόντ, ο Αχαάβ, που έχει το όνομα του ειδωλολάτρη βασιλιά του Ισραήλ. «Και πολύ φαύλος. Όταν ο αχρείος αυτός βασιλιάς σκοτώθηκε, τα σκυλιά δεν ήταν που έγλειφαν το αίμα του;» (σελ. 138). Το όνομα του το έδωσε η τρελή χήρα μάνα του, η οποία πέθανε όταν αυτός ήταν δώδεκα μηνών. Κολασμένη ψυχή που ρίχνεται τρεις φορές πάνω στην άσπρη φάλαινα δολοφόνο του.  

Επίσης, ίσως για πρώτη φορά, η λογοτεχνικά ανώνυμη άγρια ζωή γίνεται  επώνυμη. Ταυτόχρονα, αναδύεται όπως ποτέ άλλοτε η σχεδόν εμμονική σχέση που αναπτύσσεται πολλές φορές –μακριά από τις διατροφικές συνιστώσες του κυνηγιού– μεταξύ του ανθρώπου και του θηρίου. Λέγεται ότι το όνομα το δανείστηκε ελαφρά παραφρασμένο, από μια ιστορία που άκουσε στα νησιά Μαρκέζε, για μια μεγάλη άσπρη φάλαινα, τη Μόχα-Ντικ. Η Μόχα είναι ένα νησάκι της Χιλής. Στο πλαίσιο της λογοτεχνικής σκυταλοδρομίας, το 1927, ο νεαρός τότε Φώκνερ που έχει στο γραφείο του μια προσωπογραφία του Καπετάν Αχαάβ, έχει δηλώσει: «Από τα βιβλία που έχουν γράψει άλλοι συγγραφείς, αυτό που θα ήθελα να είχα γράψει θα ήταν το Μόμπι Ντικ». Αυτή την επιρροή, ο Φώκνερ συμβολικά θα την αποτυπώσει σε μια νουβέλα του, την Αρκούδα, καθώς το μεγαλύτερο ζώο που μπορούν να φιλοξενήσουν τα δάση της περιοχής του Μισσισιπή είναι ακριβών η αρκούδα. Καταθέτει και αυτός τη δική του εμμονική σχέση του ανθρώπου με το θηρίο – το ετήσιο ραντεβού του Σαμ Φάδερς με την οργισμένη αθανασία της αρκούδας που είναι και αυτή, όπως και η μεγάλη φάλαινα, επώνυμη, ο γερο Μπεν. Μόνο που, εδώ, στην τελευταία λυσσώδη αναμέτρηση, θα πέσουν και οι δυο ταυτόχρονα  νεκροί[9].  

Ο Μέλβιλ επιστρατεύει έναν ψαρομάλλη καπετάνιο «που δεν φοβόταν Θεό, που κυνηγούσε βλαστημώντας μια φάλαινα  σαν του Ιώβ σε όλα τα μέρη του κόσμου επικεφαλής ενός πληρώματος που απαρτιζόταν κυρίως από μιγάδες αρνησίθρησκους, κατακάθια και κανίβαλους» (σελ. 294). Το  αποτέλεσμα όμως ήταν, τελικά, όχι ένα απλό μυθιστόρημα, έστω και μεγάλο, αλλά μια ολοκληρωμένη πραγματεία για τις φάλαινες και τα φαλαινοθηρικά. Το Μόμπι Ντικ είναι ένα χρονικό για το «έπος της φάλαινας».

170 χρόνια αργότερα, ο καθηγητής λογοτεχνίας και  ιστορίας της θαλάσσιας ζωής Richard King ξαναδιαβάζει τον Μόμπι Ντικ και βάζει στο μικροσκόπιο τις γνώσεις φυσιολογίας την εποχή που γράφεται, για να συμπεράνει τα εξής:

Ο Μέλβιλ υπέδειξε δυο μεγάλους παράγοντες της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής, τους οποίους ο Δαρβίνος ακόμα επεξεργαζόταν το 1851: την προσαρμοστικότητα και την τυχαιότητα. Ο φυσητήρας Μόμπι Ντικ χρησιμοποιεί τη δύναμη και την πονηριά του για να επιβιώσει και να περάσει το γενετικό του υλικό στην επόμενη γενιά,  ενώ ο Ισμαήλ μόνο από καθαρή τύχη και εκτός του δικού του ελέγχου επιβιώνει ενώ θαλασσοδέρνεται.[10]

Να υπενθυμίσουμε ότι ο Ισμαήλ σώζεται όταν δίπλα του εμφανίζεται το φέρετρο που είχε φτιάξει για τον εαυτό του ο Κουικουέγκ, ο καμακιστής ιθαγενής κανίβαλος φίλος του, ο οποίος είχε διάστικτο με τατουάζ το σώμα του, κάτι που έχει γίνει μόδα σήμερα. Ένα φέρετρο για εκείνον, σωσίβιο όμως γι’ αυτόν, καθώς μια ημέρα αργότερα εμφανίζεται ένα πλοίο με το βιβλικό όνομα Ραχήλ –η σύζυγος του Ιακώβ– που «έψαχνε για τα χαμένα παιδιά της και το μόνο που βρήκε ήταν ένα άλλο ορφανό» (σελ. 911 και τελευταία φράση του βιβλίου στο τέλος του επιλόγου).  

Τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης του βιβλίου θα απαιτούσαν, ίσως, ένα γιγαντιαίο δοκίμιο,  όπως αυτό μιας πεντάτομης έκδοσης (edito major), που είχε προαναγγείλει ο μεταφραστής και μελετητής του έργου του Μέλβιλ, Α. Κ. Χριστοδούλου. Η έκδοση ξεκίνησε από τον εκδοτικό οίκο Gutenberg, αλλά σταμάτησε μετά τον πρώτο τόμο.

Πάντως, ο Μόμπι Ντικ, εκτός από πολλά άλλα, ήταν ένα προδρομικό κείμενο της γραφλής για την οικολογία – πολύ πριν ο όρος αρχίσει να συζητιέται. Εκτός από τη μεταφορική αλλά πασιφανή σύγκρουση του ανθρώπου με τη μητέρα φύση που αντιπροσωπεύει η σύγκρουση του Αχαάβ με το μυθολογικό και βιβλικό πρόσωπο της φάλαινας, ο Μέλβιλ αναρωτιέται «εάν ο λεβιάθαν με τις χιλιάδες καμάκια και τις χιλιάδες λόγχες που του ρίχνουν σε όλες τις ακτές των ηπείρων θα μπορέσει να αντέξει για πολύ σε ένα τόσο μεγάλο κυνήγι και σε μια τόσο άσπλαχνη και συστηματική εξόντωση». Για να καταλήξει ξεσπώντας προφητικά:

Εάν συγκρίνουμε όλες εκείνες τις συγκεντρωμένες καμπούρες, τα κοπάδια των βουβαλιών, που πρόσφατα ακόμη –δεν έχουν περάσει σαράντα χρόνια από τότε– ήταν χιλιάδες και σκέπαζαν τα λιβάδια του Ιλινόις και του Μιζούρι, που έσειαν τις χαίτες τους με την ατσάλινη τρίχα και κοίταζαν βλοσυρά εκείνες τις πολυάνθρωπες και μεγάλες πόλεις που ήταν χτισμένες δίπλα, όπου τώρα ο ευγενικός μεσίτης σού πουλάει γη με ένα δολάριο την ίντσα, από μια τέτοια σύγκριση θα μπορούσε να αντλήσει κανείς ένα ακαταμάχητο επιχείρημα για να αποδείξει πως η φάλαινα δεν μπορεί πια να γλιτώσει από την εξαφάνιση και αυτό θα συμβεί μάλιστα γρήγορα. (σελ. 734) 

Όμως το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα, ορόσημο της παγκόσμιας λογοτεχνίας που ίσως και να προηγείται της εποχής του, καθώς γνωρίζει σχεδόν καθολική περιφρόνηση, οδηγεί τον Μέλβιλ σε συγγραφική απόσυρση. Ενδεικτικά, γράφει τον Μόμπι Ντικ  σε ηλικία 32 ετών και μέχρι το θάνατο του, το 1891, σε ηλικία 72 ετών, εμφανίζει ελάχιστα συγγραφικά δείγματα.  Το 1857 κάνει μια τελευταία προσπάθεια για ένα καθαρά αστικό μυθιστόρημα,  τον Μεγάλο απατεώνα[11], που ο Φίλιπ Ροθ περιγράφει ως την «τέχνη της εξαπάτησης» και  το 1866 αποσύρεται για να εργαστεί ως τελωνειακός επί 19 συναπτά έτη. Πλέον, η συγγραφική του κατάθεση, περιορίζεται μόνο σε κάποιες ξεχασμένες ποιητικές συλλογές και διηγήματα[12]. Πέντε χρόνια όμως πριν από το τέλος του, ζώντας σε μια μικρή φάρμα που έχει αγοράσει με τις οικονομίες του και έχοντας θρηνήσει τις απώλειες δυο γιών του, ξεκινάει μια νέα αφήγηση περισσότερο ως εσωτερική ανάγκη, με συνεχές ράβε-ξήλωνε και συνεχείς δοκιμιακές προσθέσεις, που παραμένει στο συρτάρι του για να  εκδοθεί τελικά μετά το θάνατό του. Είναι το, επίσης αριστουργηματικό, Μπίλυ Μπαντ, που μεταξύ άλλων θα απασχολήσει τη Χάννα Άρεντ, τον Έντουαρντ Σαΐντ και τον Ουίσταν Χιου Ώντεν. Ίσως μπορεί να προσληφθεί ως μια ναυτική εκδοχή της «κοινοτοπίας του κακού»[13]. Το 1891, ο Μέλβιλ πεθαίνει ξεχασμένος, με το Μόμπι Ντικ εξαφανισμένο από τα ράφια, καθώς κανείς δεν θέλει να το ξανατυπώσει. Όλα αυτά τα 40 χρόνια είχε πουλήσει μόλις 3.715 αντίτυπα. Αλλά το αιώνιο στοίχημα της λογοτεχνίας συνεχίζεται.

 

Η δεύτερη ζωή του

Περίπου τριάντα χρόνια μετά, το μεγάλο θέμα της φαλαινοθηρίας έχει εξαντληθεί και έχει πάψει να ρίχνει τη σκιά του. Αλλά  ξαφνικά, και με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, οι Αμερικανοί ανακαλύπτουν ξανά τα έργα του Χέρμαν Μέλβιλ. Είναι ο Τζόζεφ Κόνραντ, ένας πολωνικής καταγωγής συγγραφέας που γράφει στα αγγλικά και έχει περάσει 20 χρόνια της ζωής του στα καταστρώματα του εμπορικού ναυτικού, αυτός που πρώτος επαναφέρει το Μόμπι Ντικ και τον Μέλβιλ στο προσκήνιο. Θα ακολουθήσουν ο Φώκνερ που ζηλεύει αυτόν που το έγραψε και ο Ντ. Χ. Λώρενς που μιλάει για «ένα περίεργο όσο και υπέροχο βιβλίο». Την επιρροή του Μόμπι Ντικ στον Ματοβαμμένο μεσημβρινό του Κόρμακ Μακάρθι θα επισημάνει  αργότερα και ο Τζον Μπάνβιλ. Τότε τον ανακαλύπτουν ξανά οι εκδότες και, σήμερα, 175 χρόνια μετά, το Μόμπι Ντικ, με πολυάριθμες εκδόσεις σε όλον τον κόσμο, θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα έργα της παγκόσμιας πεζογραφίας και ένα μεγάλο βιβλίο, όπως το είχε ονειρευτεί ο ίδιος ο Μέλβιλ. Ταυτόχρονα εκατοντάδες διπλωματικές εργασίες, διδακτορικά και μελέτες αναλύουν κάθε λέξη. Αποκαλύπτονται πλέον τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης του βιβλίου..

Κι όμως, στην Ελλάδα το Μόμπι Ντικ ήταν γνωστό μόνο από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα,  αυτή τη μνημειώδη εικονογραφημένη προσφορά στη νεότητα σχεδόν όλης της παγκόσμιας κλασικής λογοτεχνίας – αλλά και από την κινηματογραφική εκδοχή της στην ομώνυμη ταινία του Τζον Χιούστον, με τον Γκρέγκορι Πεκ στο ρόλο του καπετάν Αχαάβ, μια επική κινηματογραφική κατάθεση για τις τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής (1957). Υπήρχαν και κάποιες συνοπτικές εκδόσεις, μετέωρες και αποσπασματικές μεταφράσεις, όπως οι περιληπτικές  καταθέσεις παιδικής λογοτεχνίας, από τις πρωτοπόρες στο είδος εκδόσεις του Αστέρος και της Ατλαντίδος.

Θα χρειαστεί όμως να φτάσουμε στα 1991, όταν με αφορμή τα 100 χρόνια από το θάνατο του Μέλβιλ, οι εκδόσεις Gutenberg αποφασίσουν να ξεκινήσουν ακριβώς με τον Μόμπι Ντικ, την σειρά  Orbis Literae κλασικών μυθιστορημάτων, σειρά  που επιμελήθηκε και σχεδίασε ο Δημήτρης Αρμάος. Το δύσκολο έργο της μετάφρασης για πρώτη φορά ολόκληρου του έργου, καθώς οι πολυάριθμοι αμερικανοί μελετητές του Μέλβιλ ερίζουν χωρίς να έχουν καταλήξει σε κάτι οριστικό –ίσως η εκδίκηση του συγγραφέα στον σχολαστικισμό των κριτικών που τον περιφρόνησαν εν ζωή– αναλαμβάνει ένας δικηγόρος από τον Βόλο, ο Αθανάσιος Χριστοδούλου, που έχει αφιερώσει  τη ζωή του στη μελέτη και στη μετάφραση του έργου του συγγραφέα. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι μερικά χρόνια αργότερα η Διεθνής Εταιρεία Μέλβιλ, με έδρα στην Αμερική, αποφάσισε να κάνει το συνέδριό της για πρώτη φορά εκτός Αμερικής, στον Βόλο. Μια μεταφραστική περιπέτεια δέκα ετών, που ξεκίνησε με μια πρώτη απόπειρα  στον  πρώτο τόμο ο οποίος κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ζώδιο το 1983. Μάλιστα, αυτή η μετάφραση θα γινόταν αφορμή για έναν έντονο διαξιφισμό με τον Γιάννη Σταθάτο μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Χάρτης (τχ. 9-11) – έναν από τους ονομαστούς λογοτεχνικούς καβγάδες του συγγραφικού μικρόκοσμου. Ο μεταφραστής, πάντως, μιλάει για «εφιαλτικό κείμενο με ακαταμάχητη σαγήνη» και παραθέτει κάποια μεταφραστικά διλήμματα που αντιμετώπισε στο περιοδικό Αντί[14]. Ένα από τα διλήμματα αυτά θα μεταφέρουμε παρακάτω:

Ka-la, Kooloohowled Queequeg as if smacking his lips over a mouthful of Grenadier's Steak". Αν και ο Κουικουέγκ  μασουλάει το φιλέτο ενός ψαριού “macrurus” ή “rattail” παραπλήσιου του μπακαλιάρου με την κοινή ονομασία grenadier, ο Μέλβιλ χρησιμοποιεί τη λέξη Grenadier (Γρεναδιέρος ) με κεφαλαίο μάλιστα, παραπέμποντας χωρίς αμφισβήτηση στον γάλλο στρατιώτη, αρνούμενος την διευκρινιστική  έκφραση  grenadier fish, παραπέμποντας έτσι ωμά στον υπολανθάνοντα κανιβαλισμό του Κουικουέγκ. Ομολογεί ο Χριστοδούλου ότι άφησε να χαθεί το κανιβαλικό πνεύμα του κειμένου, εκτεθειμένος σε πιθανές επιθέσεις παραποίησης, υποκύπτοντας στις απαιτήσεις κατανόησης του αναγνώστη, γράφοντας τελικά για «μια μπουκιά από Μακρουρίσιο φιλέτο»  (σελ. 454).

Πάντως, σε πιθανή ανατύπωση του έργου, θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να προστεθεί και ένα ερμηνευτικό γλωσσάρι για τους πολυάριθμους ναυτικούς όρους και λέξεις. Ενδεικτικά αναφέρω μερικές: μπαζαργάτης, πίπολα, δεσπέντζα, γιγγλυμός, ωταρία, μεντζάνα, ραβέντι. Φοβερή ορολογία, αλλά χρειάζεται να βγάζει νόημα και ο αναγνώστης από τη: φράση «Η ξύλινη σβίγγα της κοχλιαστής παρκέτας».

       

Ένα ξεχασμένο σημειωματάριο

Αν και η φαλαινοθηρία αποτελεί παρελθόν, και μόνο η Νορβηγία και η Ιαπωνία αντιδρούν σήμερα στις διεθνείς απαγορεύσεις, η λογοτεχνική σκυταλοδρομία για τη δύσκολη εν πλω ζωή και τη φαλαινοθηρια φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί, απροσδόκητα, στο τέλος του προηγούμενου αιώνα, θα εμφανιζόταν μάλλον ο τελευταίος δρομέας αυτής της λογοτεχνικής περιπέτειας.

Το 1960 βρέθηκε στη σοφίτα ενός σπιτιού στη  Νέα Υόρκη ένα σημειωματάριο που, 20 χρόνια αργότερα, έφτασε στα χέρια του Eduard Stackpole, ειδικού ερευνητή της φαλαινοθηρίας του Ναντάκετ, ο οποίος πιστοποίησε ότι ανήκε στον δεκατετράχρονο καμαρότο του Έσεξ, Τόμας Νίκερσον. Το σημειωματάριο τελικά εκδόθηκε το 1984 από το Nantucket Historical Association.

Όπως το σημειωματάριο του υποπλοιάρχου του Έσεξ, Όουεν Τσέις, έγινε πυρήνας αφήγησης στα χέρια δυο μεγάλων συγγραφέων της εποχής, του Πόε και του Μέλβιλ, έτσι και το σημειωματάριο του μικρού καμαρότου ήταν η αφορμή για μια τελευταία συγγραφική κατάθεση. Μια non fiction novel περιγραφή, με πλήθος τεκμηριωμένων πραγματολογικών στοιχείων, από την ταυτόχρονη αξιοποίηση και των αφηγήσεων του υποπλοίαρχου Τσέις, για το ναυάγιο του Έσεξ και την περιπλάνηση των διασωθέντων ναυαγών. Συμπεριλαμβάνεται η ανθρωποφαγία.

Ο Ναθάνιελ Φίλμπρικ, διευθυντής ενός  Ινστιτούτου Θαλάσσιων Μελετών και ερευνητής στο Nantucket Historical Association αλλά και γιος του μελετητή της αμερικανικής θαλάσσιας πεζογραφίας Τόμας Φίλμπρικ, ίσως ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος. Το 2000 κυκλοφόρησε το βιβλίο του, Στην καρδιά της θάλασσας, και την ίδια χρονιά κέρδισε το Μπούκερ[15]. To  βιβλίο μάλιστα μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη από τον Ρον Χάουαρντ το 2015. Για τις ανάγκες της μυθοπλασίας, ο ηλικιωμένος πια καμαρότος αφηγείται τις περιπέτειές του στον ίδιο τον Χέρμαν Μέλβιλ, κάτι που δεν θα μπορούσε να γίνει. Οι 80 περίπου σελίδες με τις σημειώσεις του Νίκερσον είχαν παραδοθεί για να εκδοθούν σε έναν συγγραφέα της εποχής, τον Λέον Λιούις, ο οποίος μάλλον αδιαφόρησε. Έτσι οι σημειώσεις παρέμειναν κλεισμένες έναν αιώνα στην κασέλα ενός γείτονα στον οποίον τις είχε παραδώσει.

Ο Μέλβιλ επιστρέφει σπίτι του και, στο φως ενός κεριού, ξεκινάει να γράφει πάνω σε ένα λευκό χαρτί. «Λέγε με Ισμαήλ».           

 

[1] Edgar Allan Poe, Η Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ από το Ναντάκετ, μετάφραση: Πολύκαρπος Πολυκάρπου, Gutenberg, Αθήνα 2016.

[2] Jules Verne, Η Σφίγγα των Πάγων, μετάφραση: Χάρης Μίκογλου, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1997.

[3] Οι πληροφορίες για τη ζωή του Χέρμαν Μέλβιλ περιλαμβάνονται στο Μόμπι Ντικ, edition major, που επιμελήθηκε ο Α. Κ. Χριστοδούλου, Gutenberg, Αθήνα 1997.

[4] Herman Melville, Γουάιτ Τζάκετ. Ο Ασπροφόρης ή ο κόσμος σε ένα πολεμικό πλοίο, μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη, Gutenberg, Αθήνα 2004.

[5] Χέρμαν Μέλβιλ, Περιπέτειες στη Χώρα των Κανιβάλων, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1990.

[6] Μάρη Θεοδοσοπούλου, «Η περιπέτεια της γραφής», περιοδικό Αντί, τχ. 481, 13/12/1991.

[7] Herman Melville, «Με το πόδι στον πασαδόρο-Μάρντι κι ένα ταξίδι εκεί» (πρώτο κεφάλαιο), μετάφραση: Κωστής Χριστοδούλου, επιμέλεια: Αθανάσιος Χριστοδούλου, Παρασκήνιο, Αθήνα 2022. 

[8] Jack London, Ιστορίες του μποξ, μετάφραση: Ανδρέας Αποστολίδης, Άγρα, Αθήνα 2006.

[9] Ουίλλιαμ Φώκνερ, Η αρκούδα, μετάφραση: Βασίλης Καλλιπολίτης, Εξάντας, Αθήνα 1980.

[10] Richard J. King, Ahab’s Rolling Sea, a Natural History of “Moby-Dick”, University of Chicago Press, 2019.

[11] Herman Melville, Ο Απατεώνας, μετάφραση: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Πατάκη, Αθήνα 2021.

[12] Ενδεικτικά αναφέρουμε στα ελληνικά: Μπενίτο Σερένο, μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου, Άγρα, Αθήνα 2006, Το Καμπαναριό, μετάφραση: Τατιάνα Μιχαήλ, Σελένα, Αθήνα 2014 και Μαγικά Νησιά, μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής, Ποικίλη Στοά, Αθήνα 2016.

[13] Χέρμαν Μέλβιλ, Μπίλλυ Μπαντ, Ναύτης. Μια εσωτερική αφήγηση, μετάφραση: Κώστας Σπαθαράκης, Αντίποδες, Αθήνα 2021.

[14] Α. Κ. Χριστοδούλου, «Ο μάκρουρος και το δρολάπι», περιοδικό Αντί, τχ. 481, 1991.

[15] Nathaniel Philbrick, Στην καρδιά της θάλασσας, μετάφραση: Κέλλυ Χονδροδήμα, Ωκεανίδα, Αθήνα 2016.

Δημήτρης Κωστόπουλος

Συγγραφέας. Βιβλία του: Τα Δίπροκα (1991), Βαλκάνια: Η Οικογεωγραφία της Οργής (1993), Ο Νταβέλης στο Σικάγο: Το γουέστερν της ανάπτυξης (2007), η συλλογή διηγημάτων Ο Φονέας και ο φονιάς (2015) και το μυθιστόρημα Η κιμωλία (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.