Σύνδεση συνδρομητών

Το Κιβώτιο του Δημήτρη Ραυτόπουλου

Σάββατο, 28 Ιουνίου 2025 08:17
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος το 2008. Ανέκδοτη φωτογραφία
Βίκυ Γεωργοπούλου
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος το 2008. Ανέκδοτη φωτογραφία

Άρης Αλεξάνδρου, Το Κιβώτιο. Μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 2012 (22η έκδοση), 360 σελ.

Δημήτρης Ραυτόπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Σοκόλη, Αθήνα 2004, 424 σελ.

Στις 14 Απριλίου 2025, πέθανε ο κριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος, στέλεχος της ιστορικής αριστερής Επιθεώρησης Τέχνης και μια από τις πιο διεισδυτικές φωνές της ελληνικής λογοτεχνικής κριτικής, συνεργάτης τα τελευταία χρόνια του Books’ Journal. Η πορεία του ήταν μια πορεία συνειδητότητας, γνώσης και αναθεώρησης ιδεολογικών επιλογών που γέννησαν φονικούς ολοκληρωτισμούς. Η πόρεία του ήταν παράλληλη με την πορεία του Άρη Αλεξάνδρου, συγγραφέα του Κιβωτίου – και στα γράμματα και στην Αριστερά. [TBJ]

Στις 24 Νοεμβρίου 1922, στο Πέτρογκραντ, γεννήθηκε ο Αριστοτέλης Βασιλειάδης, γιος του ποντιακής καταγωγής Βασίλη Βασιλειάδη και της βαλτικής καταγωγής Ρωσίδας, Πολίνας Βίλγκελμσον. Το 1928, η οικογένεια Βασιλειάδη εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη και από το 1930 έζησε στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στον Νέο Κόσμο. Μαζί τους μεγάλωσε και ο μικρός Αριστοτέλης, που αργότερα τον γνωρίσαμε ως τον ποιητή και συγγραφέα Άρη Αλεξάνδρου.

Ένα και μισό χρόνο αργότερα από τη γέννηση του Αριστοτέλη Βασιλειάδη, στις 28 Μαΐου 1924, γεννήθηκε στον Πειραιά ο Δημήτρης Ραυτόπουλος.

Ο Αριστοτέλης Βασιλειάδης θα τελείωνε τη Βαρβάκειο το 1940, θα αποτύγχανε στις εξετάσεις για το Πολυτεχνείο και τελικά θα γραφόταν στην Ανωτάτη Εμπορική (κατόπιν ΑΣΟΕΕ, σήμερα Οικονομικό Πανεπιστήμιο). Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, πάλι, τελείωσε το Γυμνάσιο στον Πειραιά πριν εισαχθεί στο Χημικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής. Οι σχεδόν συνομήλικοι, χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της γενιάς της Κατοχής, θα συνυπάρξουν για πρώτη φορά στις γραμμές της ΟΚΝΕ (Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας, η oργάνωση νεολαίας του ΣΕΚΕ και του ΚΚΕ ώς το 1943).

Ο Βασιλειάδης κάποια στιγμή θα αποχωρούσε, διαφωνώντας με τη διαγραφή τριών φίλων του (Χρήστος Θεοδωρόπουλος, Γιώργος Λιανόπουλος, Στάθης Μεγαλοοικονόμου). Αντίθετα, ο Ραυτόποθυλος θα ξεκινούσε τις γραπτές του καταθέσεις και θα απολάμβανε την κομματική καταξίωση του μέσα από τα κομματικά έντυπα Νέα Γενιά της ΕΠΟΝ και Ελεύθερη Ελλάδα του ΕΑΜ.

 Στιγμιότυπο οθόνης 2025 06 28 8.32.15 πμ

Αλέκος Παπαδάτος / The Books' Journal 

Ο Άρης Αλεξάνδρου.

 

Ο Βασιλειάδης διέκοψε τις σπουδές του και, εκμεταλλευόμενος τη βαθιά γνώση της ρωσικής που ήταν η μητρική του γλώσσα, άρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής, κυρίως των μεγάλων ρώσων κλασικών, κυρίως του Ντοστογιέφσκι (για τις εκδόσεις Γκοβόστη). Τότε αναγκάστηκε να αλλάξει το όνομά του, από Βασιλειάδης σε Αλεξάνδρου, επειδή έπρεπε να ξεχωρίζει από άλλον γνωστό μεταφραστή που επίσης ονομαζόταν Βασιλειάδης. Νονός του ψευδωνύμου του ήταν ο Γιάννης Ρίτσος.  

 

Πορεία προς το «Κιβώτιο»

Τα μετεμφυλιακά χρόνια, και ο Αλεξάνδρου και ο Ραυτόπουλος είχαν επίσης κοινή διαδρομή – στις εξορίες: Λήμνος, Μακρόνησος, Άη Στράτης. Εκεί μάλιστα γνωρίστηκαν και προσωπικά – αν και δεν αντιμετώπιζαν με τον ίδιο τρόπο τη στρατοπεδική ζωή. Ιδεολογικά και σωματικά ισοπεδωμένος, ο Αλεξάνδρου υπέγραψε δήλωση στη Μακρόνησο (την οποία θα αναιρούσε αργότερα, όταν μεταφέρθηκε στον Άη Στράτη). Στο μεταξύ, αιρετικό μαύρο πρόβατο, «Προδότης για τη Σπάρτη και για τους είλωτες Σπαρτιάτης», αντιδρούσε στα σεμινάρια του ζντανοφικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού των εξορίστων της Μακρονήσου, αντίθετα με τον Μίμη (τότε) Ραυτόπουλο που πρωτοστατούσε στις λογοτεχνικές αναζητήσεις και ομαδοποιήσεις της εξορίας. Όπως αργότερα εξομολογήθηκε ο Ραυτόπουλος, εκεί, στη Μακρόνησο, θα ξεκινούσε η ιδέα ενός εντύπου, της Επιθεώρησης Τέχνης – μια ιδέα που υλοποιήθηκε αργότερα, το 1954, μετά την επιστροφή των εκτοπισμένων το 1952.

Μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της Επιθεώρησης Τέχνης, πια, ο Ραυτόπουλος δειλά δειλά αρχίζει κι αυτός να αμφισβητεί τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, τον οποίο όμως, τουλάχιστον ώς το 1955, έχει υπερασπιστεί. Είναι ενδεικτικό, μάλιστα, ότι υπέγραψε μια αφοριστική κριτική για την Ιστορία μιας Σταυροφορίας του Ρόδη Ρούφου και για την Τειχομαχία του Θ. Δ. Φραγκόπουλου, επί της ουσίας μια ιδεολογική κριτική, στην οποία κατέληγε ως εξής:

και τα δυο [κείμενα] αποτελούν την επιβεβαίωση της βασικής αλήθειας του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ότι είναι αδύνατο μια όχι αληθινή ιδέα να γεννήσει ένα αληθινό έργο τέχνης, όποια και αν είναι τα προσόντα του καλλιτέχνη.[1]  

Σύντομα ωστόσο θα αντιμετώπιζε κι ο ίδιος την κομματική ιδεολογική καθαρότητα, την οποία ο ίδιος δεν είχε διαφυλάξει. Το 1959, μάλιστα, πέρασε από κομματική δίκη, όταν θεωρήθηκε υπεύθυνος για τη δημοσίευση στην Επιθεώρηση Τέχνης του διηγήματος ενός σοβιετικού συγγραφέα που είχε πέσει σε δυσμένεια. Μάλιστα απομακρύνθηκε προσωρινά, αλλά επιβίωσε. Αλλά αργότερα δεν απέφυγε την κατά μέτωπο σύγκρουση με την ορθόδοξη κομματική ηγεσία.

Η κυκλοφορία της Τριλογίας Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα, αντιμετωπίστηκε από το κόμμα αμέσως εχθρικά, και για τη θεματολογία του, και για την επίκρισή του σε κομματικές πρακτικές και επειδή ο Τσίρκας ονόμασε τον «ξύλινο» και απόλυτο κομματικό ινστρούχτορα Ανθρωπάκι. Οι κριτικοί, και όχι μόνον οι αριστεροί, σιώπησαν, ώσπου δημοσιεύτηκε επιστολή του ψευδώνυμου Μιχάλη Παπαλέξη (πιθανόν το Ανθρωπάκι του μυθιστορήματος) προς τους «πνευματικούς ανθρώπους» (15 Ιουνίου 1961) για τη Λέσχη, το πρώτο βιβλίο της Τριλογίας[2]. Ένα μήνα αργότερα, τον Ιούλιο του 1961, ο Τσίρκας τιμωρήθηκε με την εσχάτη κομματική ποινή: τη διαγραφή του από το κόμμα.

Το βιβλίο ήταν και επισήμως αντικείμενο της οργής του κόμματος, και σε αυτό συνηγόρησε και η ισοπεδωτική απόρριψή του, το 1964, από τον «πατριάρχη» της αριστερής κριτικής, Μάρκο Αυγέρη. Και τότε, με μια θετική κριτική του που δημοσιεύτηκε σχεδόν δυο χρόνια μετά, το υπερασπίστηκε ο Δημήτρης Ραυτόπουλος[3].

Είχε αρχίσει η περίοδος της χειραφέτησης. Την ίδια χρονιά, επίσης από την Επιθεώρηση Τέχνης, ο Ραυτόπουλος χαρακτήρισε βαρβαρότητα την «Πολιτιστική Επανάσταση» του Μάο (την οποία στη Γαλλία υμνούσε ο Σαρτρ, πουλώντας μάλιστα συμβολικά και την κομματική εφημερίδα Humanité στο δρόμο). Την ίδια χρονιά, έπειτα από τη λογοκρισία ενός άρθρου του για τον Σαρτρ στην Αυγή, από τη συντακτική επιτροπή της εφημερίδας, ο Ραυτόπουλος διέκοψε τη συνεργασία του.   

Το ίδιο πάνω-κάτω διάστημα, ο Αλεξάνδρου ζούσε μια παράλληλη ιδεολογική περιπέτεια. Στη δίκη του, που έγινε το 1953, δήλωσε κομμουνιστής και οδηγήθηκε ξανά στις φυλακές «ως ανυπότακτος». Στις λίγες μέρες ελευθερίας, όταν επέστρεψε από την εξορία μέχρι τη νέα καταδίκη του, είχε προλάβει να εκδώσει με δικά του έξοδα την αιμάσσουσα  συλλογή Άγονος Γραμμή, με ποιήματα γραμμένα στα νησιά της εξορίας. Αποφυλακίστηκε το 1958, με τα «μέτρα επιείκειας» του  Ν. 3031/1957, που προέβλεπε αναστολή υπό όρους του υπολοίπου της ποινής έπειτα από ευνοϊκή έκθεση. Το 1959 παντρεύτηκε την ποιήτρια Καίτη Δρόσου, παλιό σύνδεσμό του με τον παράνομο μηχανισμό του κόμματος. Αμέσως μετά την αποφυλάκιση του, λες και ήθελε να προλάβει, εξέδωσε μόνος του μια ακόμα ποιητική συλλογή (Ευθύτης Οδών), με την ειρωνική αφιέρωση “a la maniere de Jdanov”. Όπως θα εκμυστηρευόταν αργότερα ο Αλεξάνδρου στον Ραυτόπουλο, θεωρούσε τα ποιήματά του «οδόσημα μιας πορείας που οδηγούσε στο Κιβώτιο», το σημαντικό μυθιστόρημά του που είναι εμπνευσμένο από τα προτάγματα και τις στρατιωτικές-επιχειρησιακές μεθόδους του λεγόμενου Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στον εμφύλιο. Ήταν η αρχή μιας ιδεολογικής αλλά κυρίως αισθητικής προσέγγισης των δύο ανδρών που, αργότερα, στο Παρίσι, θα εξελισσόταν σε προσωπική φιλία. Γιατί, τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967, άλλαξαν όλα – και η Ελλάδα δεν ήταν τόπος για διωγμένους με το στίγμα του κομμουνιστή.

 

Η εμπειρία του Παρισιού

Τον Ιούνιο του 1967, ο 45άρης Άρης Αλεξάνδρου μαζί με την Καίτη Δρόσου φτάνουν στη Γαλλία με ένα παλιό Ντεσεβό, σχεδόν χωρίς αποσκευές. Εκεί ζει και σπουδάζει ζωγραφική ο γιος  από τον πρώτο γάμο της Δρόσου με τον ηθοποιό Φάνη Καμπάνη,  Άγγελος, που θα τους βοηθήσει στα πρώτα τους βήματα. Θα εγκατασταθούν σε ένα φτηνό ξενοδοχείο με κοινή τουαλέτα. Αυτός πλένει τις βιτρίνες του Hermès και ξεφορτώνει φορτηγά, πριν βρει τελικά δουλειά ως αναγνώστης ρωσικών χειρογράφων στου Albin Michel. Αυτή δουλεύει σε εργοστάσιο[4].

Με τη βοήθεια του Γιώργου Ελευθερουδάκη, ιδιοκτήτη του γνωστού βιβλιοπωλείου, που του βγάζει θεωρημένο διαβατήριο και τον φυγαδεύει μέσω του αεροδρομίου στο Ελληνικό, έφτασε στο Παρίσι και ο Δημήτρης Ραυτόπουλος. «Δεν άντεχα την ιδέα ακόμα μιας εξορίας», θα εκμυστηρευτεί  σε μια απολογιστική συνέντευξη, αργότερα, στην ΕΡΤ, ωστόσο η εξορία, αυτή τη φορά, τον βοήθησε να ξεκαθαρίσει οριστικά με τον παλιό εαυτό του. Στο Παρίσι ο Ραυτόπουλος βρίσκει δουλειά ως συντάκτης στο Λεξικό Ονομάτων Petit Robert  και συμμετέχει στο αφιέρωμα του περιοδικού Les Temps Modernes, ανθολογώντας κείμενα εκδιωχθέντων ελλήνων συγγραφέων από τη χούντα. Ταυτόχρονα, παρακολουθεί μαθήματα στην École Pratique des Hautes Études και συνδέεται με στενή προσωπική φιλία που εξελίσσεται σε σχεδόν καθημερινή συνάφεια με τον Άρη Αλεξάνδρου, ο οποίος παραμένει ασυμβίβαστος, σχεδόν αποκηρύσσοντας το κομμουνιστικό του παρελθόν. Αρνείται μάλιστα πεισματικά να δουλέψει στο περιοδικό του Λουί Αραγκόν, λέγοντας:

Εδώ και καιρό έχουν χαλάσει οι σχέσεις μου με το ελληνικό ΚΚ και θα πάω να συνεργαστώ με το γαλλικό; Αν συμφωνούσα, αν τους πίστευα δεν θα εγκατέλειπα την Ελλάδα, θα έμενα να με συλλάβουν και να με ξαναστείλουν στη Γιούρα υπερασπιζόμενος την ιδέα.[5]

 

Το «Κιβώτιο» δυο πρώην αριστερών

Φεύγοντας βιαστικά σχεδόν κυνηγημένος από την Ελλάδα, ο Άρης Αλεξάνδρου αφήνει πίσω του τα  χειρόγραφα ενός μυθιστορήματος που έχει ξεκινήσει. Στο Παρίσι, μετά τους πρώτους δύσκολους μήνες, ξαναπιάνει τον μίτο της γραφής στα χειρόγραφα που του στέλνουν τμηματικά από την Ελλάδα οι φίλοι του. Από το 1968 ξεκινάει να γράφει, σβήνει και ξαναγράφει, πριν τελικά ολοκληρώσει το 1972 ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα της ελληνικής λογοτεχνίας, Το Κιβώτιο: Λίγο πριν από το τέλος του εμφυλίου, μια ομάδα 40 ανταρτών αναλαμβάνει με εντολή του Γενικού Αρχηγείου να μεταφέρει ένα κιβώτιο περνώντας μέσα από εχθρικό έδαφος στην  ανταρτοκρατούμενη πόλη Κ (Καστοριά;). Θα ξεκινήσουν 35, καθώς πέντε θα εκτελεστούν πριν από την αναχώρηση ως φραξιονιστές. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής που ξεκινάει στις 14 Ιουλίου (επέτειος της Γαλλικής Επανάστασης), η ομάδα αποδεκατίζεται και ο μοναδικός επιζών παραδίδει τελικά το κιβώτιο. Όταν όμως διαπιστώνεται ότι το κιβώτιο είναι άδειο, φυλακίζεται ως σαμποτέρ. Στη φυλακή, αρχίζει να συντάσσει αναφορές προς τον ανακριτή. Η πρώτη αναφορά συντάσσεται στις 27 Σεπτεμβρίου, σχεδόν ένα μήνα μετά το τέλος του εμφυλίου, αλλά και ημερομηνία ίδρυσης του ΕΑΜ. Αυτές οι γραπτές αναφορές προς τον άγνωστο ανακριτή αποτελούν και το υλικό του μυθιστορήματος. 

Μετά την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος αναζητείται εκδότης. Δύσκολο εγχείρημα στο ασφυκτικό πλαίσιο λογοκρισίας της στρατοκρατούμενης Ελλάδας. Η χαλάρωση των μέτρων από τον Παπαδόπουλο, το 1973, οδηγεί σε μια καταρχήν συμφωνία με τις εκδόσεις Κείμενα του Φίλιππου Βλάχου, αλλά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, που οδηγούν στη νέα πραγματικότητα και στην αυταρχική έξαρση υπό την ηγεσία του δικτάτορα Ιωαννίδη, επιβάλει από τον εκδότη μια δεύτερη σκέψη και την υπαναχώρησή του. Ίσως να έπαιξε ρόλο και ο ενοχικός δισταγμός του αριστερού. Τελικά, Το Κιβώτιο εκδόθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την πτώση της χούντας από τις εκδόσεις Κέδρος της Νανάς Καλλιανέση, το 1974. Αφιερωμένο στην Καίτη Δρόσου, με τη μακέτα του εξωφύλλου σχεδιασμένη από το γιο της, Άγγελο Καμπάνη.

Το Κιβώτιο μοιάζει με ανορθογραφία στο κλίμα και στην αισθητική της εποχής. Η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς είναι πλήρης, αν και τα συντηρητικά ανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας δεν θα της επιτρέψουν να εκφραστεί και εκλογικά. Η μεταπολίτευση ξεκινάει με τις γεμάτες σφυροδρέπανα χάρτινες ταπετσαρίες στους τοίχους και με τα αντάρτικα τραγούδια ως βασική έκφραση διασκέδασης. Τι τύχη μπορεί να έχει ένα μυθιστόρημα που αμφισβητεί τα ιερά και τα όσια της αριστερής ορθοδοξίας; Όμως έχουν προηγηθεί η Άνοιξη της Πράγας, η διάσπαση του ΚΚΕ και η δημιουργία ενός αντιδογματικού αριστερού ρεύματος στην Ευρώπη που ευαγγελίζεται έναν ειρηνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό. Εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος είναι το ΚΚΕ εσωτερικού, το οποίο, αν και θα χάσει πανηγυρικά την πρωτοκαθεδρία από το ΚΚΕ, με τη ρετσινιά του αναθεωρητισμού, έχει ένα σοβαρό ιδεολογικό αποτύπωμα στην κοινωνία. Έτσι, ως πρόχειρη πρόσληψη αντιδογματικής λογοτεχνίας, το Κιβώτιο όχι μόνον επιβιώνει αλλά  καταξιώνεται και εκδοτικά με διαδοχικές ανατυπώσεις. Μάλιστα, το 1978, σε δύο συνέχειες (10 και 12 Σεπτεμβρίου), η Αυγή δημοσιεύει το διάλογο για τον Αλεξάνδρου, που διεξήγαγαν με πρωτοβουλία της σύνταξης της εφημερίδας ο  συμμαθητής του στο γυμνάσιο Ανδρέας Φραγκιάς, ο καθηγητής Δημήτρης Μαρωνίτης και ο κριτικός της λογοτεχνίας Αλέξανδρος Αργυρίου. Η εντυπωσιακή διαδρομή του βιβλίου θα συνεχιστεί με πάνω από 40 εκδόσεις έως σήμερα. Το Κιβώτιο αποτελεί σημείο αναφοράς και για πολλούς σταθμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το 1978, έτος θανάτου του Αλεξάνδρου, το μυθιστόρημα μεταφράζεται στα γαλλικά από την Collete Lust και, το 1996, κυκλοφορεί η μετάφρασή του στα αγγλικά από τον  Robert Crist.

Από την πρώτη στιγμή, δίπλα στον Αλεξάνδρου βρισκόταν ο φίλος του Δημήτρης Ραυτόπουλος, που επέστρεψε στην Ελλάδα, ενώ ο Αλεξάνδρου παρέμεινε στο Παρίσι. Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Ηριδανός, του οποίου ο Ραυτόπουλος είχε αναλάβει τη διεύθυνση, του πήρε συνέντευξη. Μάλιστα, στην ερώτηση: «Σε ποιο κόμμα ανήκεις;», ο Αλεξάνδρου δίνει μια ιστορική απάντηση:

Ανήκω στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών. Σαν ανύπαρκτο που είναι δεν χορηγεί ούτε κομματικές ούτε λογοτεχνικές ταυτότητες.[6]

Για τον  Ραυτόπουλο, το Κιβώτιο δεν είναι απλώς το καλό βιβλίο ενός φίλου του. Είναι το βιβλίο που τον συγκλονίζει:

Εκεί μέσα είναι η γενιά μου κι εγώ ως μονάδα της, όχι μόνο οι ιδέες και η περιπέτεια της πίστης, αυτή η «αργοναυτική εκστρατεία του ιδανικού», αλλά και η εμπειρία της πτώσης. Πρωτομάθαμε τον κόσμο μέσα στη σύγκρουση (Κατοχή, Εμφύλιος), εμπλακήκαμε ψυχή τε και σώματι. Νομίζω ότι χρωστάμε μια απολογία καθαρή, μια κάθαρση.[7]

Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι, ανάμεσα στις πολυποίκιλες λογοτεχνικές αναλύσεις από επαγγελματίες της ανάγνωσης που συνεχίζονται έως σήμερα για το Κιβώτιο, όπως π.χ. «αφήγηση μιας αποστολής αυτοκτονίας», «διπλός ιστορικός στοχασμός», «απομυθοποίηση της μαχόμενης κομμουνιστικής οργάνωσης», ξεχωρίζει η δική του ανθρωπολογική προσέγγιση. Χωρίς όμως να αρνείται το ιστορικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος, μάλιστα χωροχρονικά προσδιορισμένο. Αλλά, κατά τον Ραυτόπουλο, αν «το έργο είναι μέσα στην ιστορία, αυτή δεν είναι μέσα στο έργο, είναι στο έξω του, σε ένα πλήθος γεγονότων και κειμένων που συνθέτουν την ιστορία και την ανθρώπινη μοίρα»[8].

Ο Άρης Αλεξάνδρου άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 56 ετών, στις 2 Ιουλίου 1978, έπειτα από διαδοχικά εγκεφαλικά επεισόδια, σε μια στενή σοφίτα στο Παρίσι, όπου λέγεται ότι δεν χωρούσε να περάσει ο απινιδωτής για την ανάνηψη. Αλλά ο θάνατος δεν θα μπορούσε να διακόψει τη στενή σχέση με τον φίλο του, Δημήτρη Ραυτόπουλο, ο οποίος, έπειτα από επίμονη βασανιστική αναψηλάφηση της ζωής και του έργου του Αλεξάνδρου, θα καταθέσει το σημαντικότερο για πολλούς βιβλίο του, με ένα ιδιαίτερο πολυσέλιδο κεφάλαιο, μια εκτενή μελέτη για το Κιβώτιο (σελ. 285-335). Το βιβλίο έχει τίτλο: Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, και γι’ αυτό ο Δημήτρης Ραυτόπουλος θα τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου και Κριτικής. Και σε αυτό αποτιμά ως εξής τον Άρη Αλεξάνδρου:

Ο ποιητής γεννήθηκε  έζησε και πέθανε εξόριστος  αλλά δεν υπήρξε φυγάς. Δεν απέφυγε την ευθύνη της στράτευσης ούτε της ελευθερίας.[9]

Το Κιβώτιο είναι πια ένα λογοτεχνικό τοτέμ, το πιο μυστήριο κιβώτιο μετά την Κιβωτό της  Διαθήκης και, κάποια στιγμή, ήταν εύλογο ότι θα μεταφερόταν και στο θέατρο. Το 2016. στο Studio Μαυρομιχαλη, ο Φώτης Μακρής διασκεύασε θεατρικά Το Κιβώτιο ως δικό του μονόλογο επί σκηνής. Το έργο είχε τεράστια επιτυχία και συνέχισε να παίζεται επί εννέα συναπτά  έτη. Σε μερικές παραστάσεις ακολουθούσε προγραμματισμένη συζήτηση με καλεσμένους (κάποιοι σχετικοί και μερικοί άσχετοι, εκπρόσωποι εντύπων). Ίσως η σημαντικότερη προσωπικότητα που προσκλήθηκε ήταν ο Δημήτρης Ραυτόπουλος. Έτσι στις 16 Νοεμβρίου 2016, εποχή της Πρώτη Φορά Αριστεράς, μετά την παράσταση, ο ενενηντάχρονος τότε Δημήτρης Ραυτόπουλος συνόψισε, από όσο θυμάμαι, τις προσλήψεις του έργου. Τις ορθόδοξες κομματικές περί ψευδολογίας αλλά και τις ευφάνταστες περί συγκεκριμένου περιεχομένου[10], επιμένοντας ο ίδιος στην ανθρωπολογική προσέγγιση του έργου και την κενότητα της πίστης. Λιτός, αδύνατος όπως πάντα, σχεδόν βιβλική μορφή, πάνω στην ισχνά φωτισμένη σκηνή, στο τέλος ξέσπασε:

Και αυτό το Κιβώτιο μερικοί εξακολουθούν να το κουβαλάνε ακόμα μέχρι σήμερα χωρίς να  έχουν καταλάβει ότι δεν είναι καν Κιβώτιο. Είναι ένας σκουπιδοντενεκές που όζει.

Καθόμουν ανάμεσα στο κοινό και διέκρινα την αμηχανία στα πρόσωπα μερικών από τους παλιούς συντρόφους της ανανέωσης – πάντως,  ο Χρήστος Ρουμελιωτάκης ήταν ενθουσιασμένος. Αλλά ο Ραυτόπουλος, όταν στο τέλος της βραδιάς χαιρετηθήκαμε, είχε αμφιβολίες: «Μήπως βρε παιδί μου το παράκανα και στενοχώρησα ανθρώπους που υπέφεραν;»

Έτσι ευγενής και ωραίος, σαν ευπατρίδης της κριτικής σκέψης, αποχώρησε κρατώντας  ένα κιβώτιο γεμάτο με την ιστορική εμπειρία ενός αιώνα, χωρίς να προλάβουμε να πάρουμε μια συνέντευξη που διαρκώς ανέβαλλε. Δημήτρη Ραυτόπουλε, τιμή μου που σε γνώρισα.

 

Ο Άρης Αλεξάνδρου από τον Αλέκο Παπαδάτο.

Αλέκος Παπαδάτος

 

[1] Μ. Ραυτόπουλος, «Δυο μυθιστορήματα με την ίδια θέση», Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 8, Αύγουστος 1955.

[2] «Εν μεγάλη ελληνική αποικία. Η υποδοχή της “Λέσχης” από την επίσημη αριστερά», αφιέρωμα περιοδικού Η Λέξη, τχ. 136, 1996.

[3] Μάρκος Αυγέρης, «Μερικά προβλήματα ιδεολογίας και τέχνης. Παρατηρήσεις στο έργο του Στρατή Τσίρκα», περ. Ελληνική Αριστερά, Φεβρουάριος 1964 και Δ. Ραυτόπουλος, «Πολιτικό και ανθρωπολογικό μυθιστόρημα “Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες”», Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 133-134 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1966).

[4] Κατερίνα Καμπάνη, Ο παππούς μου ο Άρης Αλεξάνδρου, Ύψιλον, 2006. Όπως δηλώνει η συγγραφέας, το βιβλίο προέκυψε από τις συζητήσεις  με τη γιαγιά της, η οποία προσέφερε και το πλούσιο φωτογραφικό υλικό.

[5] Κατερίνα Καμπάνη, ό.π.

[6] Ηριδανός, τχ. 1, Αύγουστος 1975.

[7] Συνέντευξη του Δημήτρη Ραυτόπουλου στον Μισέλ Φάις, στο περιοδικό Διαβάζω, τχ. 374, Μάιος 1997.

[8] Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Άρης Αλεξάνδρου: Η σιωπή του Κιβωτίου», Τhe Athens Review of Books, τχ. 12, Νοέμβριος 2010.

[9] Δημήτρης Ραυτόπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Σοκόλη, 2004.

[10] Κυκλοφορεί πάντα ως αιχμηρό ανέκδοτο ότι το Κιβώτιο δεν ήταν άδειο αλλά περιείχε μια γούνα που έστελνε δώρο ο Νίκος Ζαχαριάδης στη Ρούλα Κουκούλου.

Δημήτρης Κωστόπουλος

Συγγραφέας. Βιβλία του: Τα Δίπροκα (1991), Βαλκάνια: Η Οικογεωγραφία της Οργής (1993), Ο Νταβέλης στο Σικάγο: Το γουέστερν της ανάπτυξης (2007), η συλλογή διηγημάτων Ο Φονέας και ο φονιάς (2015) και το μυθιστόρημα Η κιμωλία (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.