H Μαρία Mαμαλίγκα έχει πλούσιο βιογραφικό. Γεννημένη στη Ρόδο, σπούδασε χημεία, διδακτική της χημείας, αλλά και κινηματογράφο, αντικείμενο που διδάσκει σήμερα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Η Μαρία Μαμαλίγκα λοιπόν, που στο παρελθόν μάς έχει δώσει ωραία παιδικά βιβλία, μας δίνει σήμερα μια καλογραμμένη νουβέλα.
Μέσα απ’ τις σελίδες του βιβλίου της ζωντανεύει η ιδιαίτερη πατρίδα της σε μια περίοδο που εκτείνεται από το χειμώνα του 1943 ώς το φθινόπωρο του 1947. Πρόκειται για την περίοδο που περιλαμβάνει το πέρασμα της Ρόδου από την ιταλική διοίκηση στη γερμανική κατοχή (Οκτώβριος 1943). Επίσης, για την περίοδο κατά την οποία η εβραϊκή κοινότητα της Ρόδου, που αριθμούσε γύρω στα 1.800 άτομα, οδηγήθηκε στη σχεδόν πλήρη καταστροφή (Ιούλιος 1944). Περιλαμβάνει, επίσης, την ένταξη του νησιού στο ελληνικό κράτος (Μάιος 1947) έπειτα από 35 χρόνια ιταλικής διοίκησης. Η Μαμαλίγκα αναπλάθει με δεξιοτεχνία την εποχή, τις ρήξεις και τις συνέχειες. Όπως εξάλλου σημειώνει στο κλείσιμο του βιβλίου, μακρόχρονη έρευνα προηγήθηκε της συγγραφής. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να της πιστωθεί. Η ιστορική πληροφορία είναι και «χωνεμένη» και ακριβής. Κι αυτό χωρίς να μειώνεται η αισθητική απόλαυση που προσφέρει το κείμενο.
Ένας ανεπιθύμητος έρωτας
Η ιστορία έχει ως εξής. Ένας νεαρός τούρκος διπλωμάτης φτάνει στη Ρόδο τον Ιανουάριο του 1943, ακολουθώντας τον πρόξενο και τη γυναίκα του. Θα εγκατασταθεί στη νέα πόλη της Ρόδου, όπου ζούσαν οι Έλληνες και οι Ιταλοί. Μαζί του γνωρίζουμε την πόλη και το πολύβουο λιμάνι της με τους Τούρκους και τους Εβραίους χαμάληδες, αλλά και τους Γερμανούς στρατιώτες που ήδη κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Η ματιά της συγγραφέως μεταφέρεται εντός του κάστρου, όπου ζούσαν οι Τούρκοι και οι Εβραίοι. Μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου της γνωρίζουμε την κεντρική ηρωίδα, τη νεαρή Εβραιοπούλα Εστρέλα Τουριέλ, αλλά και τα πρόσωπα με τα οποία συνδέεται και τα οποία άλλοτε είναι κοντά της, στη Ρόδο, και άλλοτε μακριά, στην Αφρική ή την Αυστραλία, που προπολεμικά υποδέχτηκαν Εβραίους Ροδίτες (Ροντεσλίς) μετανάστες. Το ιταλικό σχολείο έχει κλείσει τις πόρτες του για τους Εβραίους. Η ηρωίδα βρίσκει καταφύγιο στα βιβλία, εξάλλου είναι κόρη τυπογράφου και εγγονή ραβίνου, ανήκει όμως στη γενιά που διαβάζει γαλλική λογοτεχνία από το πρωτότυπο κι όχι πια θρησκευτικά βιβλία. Καταφύγιο βρίσκει και στα μαθήματα ιταλικών, που παραδίδουν οι Ιταλοί οι οποίοι «δεν είναι σαν τον Ντούτσε». Από αυτούς ακούνε πως «ο πόλεμος θα τελειώσει» και «ο αντισημιτισμός θα περάσει». Εξάλλου, τι νόημα θα είχε η προετοιμασία για το πανεπιστήμιο;
Η Μαμαλίγκα αποδίδει με λιτά εκφραστικά μέσα, δίχως να εκβιάζει το συναίσθημα του αναγνώστη, την αβεβαιότητα στην οποία ζούσαν οι Εβραίοι αρκετό καιρό πριν από την εκτόπισή τους. Την ίδια στιγμή ζωντανεύει την πόλη της Ρόδου της εποχής, όπως μόνο μια ντόπια συγγραφέας που έχει εντρυφήσει στην ιστορία του τόπου θα μπορούσε να κάνει. Έτσι, λ.χ., μαθαίνουμε πως οι Ιταλοί μοντερνιστές άλλαξαν το τοπίο της Ρόδου, χτίζοντας «ασυνήθιστα κτίρια», αφού γκρέμισαν αρκετούς μιναρέδες, και πως έκαναν πάρκα τα παλιά νεκροταφεία των Εβραίων και των μουσουλμάνων.
Η ηρωίδα του βιβλίου γρήγορα συνδέεται με τον Τούρκο διπλωμάτη που κατέφθασε στο νησί, ο οποίος εργάζεται ως μορφωτικός ακόλουθος. Συμφωνούν να της κάνει μαθήματα γαλλικών. Στο μεταξύ, η Ιταλία έχει συνθηκολογήσει (Σεπτέμβριος 1943) και το νησί έχουν καταλάβει οι Γερμανοί. Η κοπέλα και ο νεαρός διπλωμάτης ερωτεύονται.
Στο φόντο σκιαγραφείται το δίκτυο διαφυγής που λειτουργεί (επί πληρωμή) στο τουρκικό προξενείο, ενώ ο κλοιός γύρω από τους Ροντεσλίς στενεύει. Η κοπέλα, που στο νέο της περιβάλλον συστήνεται ως Ντέφνε Ανσάλ, αρραβωνιστικά του Τούρκου διπλωμάτη, αρνείται να διαφύγει στην Τουρκία. Για τους γονείς ωστόσο ο δεσμός με τον Τούρκο κάθε άλλο παρά ανακουφιστικά λειτουργεί, αφού δεν συνιστά διέξοδο αλλά πηγή ντροπής. Η κόρη τους είναι μια γυναίκα ντε πόκο βαλόρ, χαμηλής ηθικής στάθμης, που κανείς δεν θα τη θέλει πια στην Τζουντερία, την εβραϊκή γειτονιά.
Μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου της κοπέλας ζούμε τον νεανικό αυτόν έρωτα που συνιστά ταυτόχρονα πορεία προς την ενηλικίωση και αποστασιοποίηση από το κλειστό εβραϊκό περιβάλλον. Στο φόντο η Κατοχή και ο επικείμενος αφανισμός της εβραϊκής κοινότητας ,που έρχονται να ανατρέψουν τις αργές διαδικασίες της προσωπικής και της κοινωνικής αλλαγής. Την ίδια στιγμή, οι περιγραφές της πόλης τονίζουν απ’ τη μια το μακραίωνο παρελθόν της και τους διαδοχικούς κατακτητές, από την άλλη τα ρήγματα μέσα στα οποία κινούνται οι πρωταγωνιστές:
Με κρατούσε απ’ το χέρι κι απόψε. Για να μπούμε στο κάστρο από την Πουέρτα ντε λα Σιβντάντ, διασχίσαμε το πάρκο όπου ήταν παλιά το τούρκικο νεκροταφείο. Στους θάμνους διακρίναμε κάποια αδύναμα λαμπυρίσματα που χάνονταν μέσα στο σκοτάδι. Πυγολαμπίδες... Ή μήπως ήταν οι επιθυμίες μας τον καιρό του πολέμου; Περιφέρονταν τη νύχτα πάνω από τάφους, όπως κι εμείς.
Το σχοινί πάνω στο οποίο βαδίζουν οι ήρωες τεντώνει ολοένα και περισσότερο. Η Ντέφνε ωστόσο νιώθει ευγνωμοσύνη για ό,τι ζει, γεγονός που επιτείνει την τραγικότητα των στιγμών. Η Μαρία Μαμαλίγκα περιγράφει με επιδεξιότητα έναν εβραϊκό κόσμο σε κίνηση λίγο πριν χαθεί, έναν κόσμο συντηρητικό, που ωστόσο κοιτάζει προς τα έξω.
Δεν είναι μόνο η Ντέφνε που αφήνει την Τζουδερία για να βρει τον Τούρκο της. Ο τυπογράφος πατέρας της διαβάζει Αριστοτέλη, εξ ου και χαρακτηρίζεται από τους αρτηριοσκληρωτικούς γέρους γείτονες μιτγιαβανίμ[1]. Θέλει μάλιστα να μεταφράσει τη Λογική στα λαντίνο ως γνήσιος εκπρόσωπος των Εβραίων τυπογράφων της εποχής του, που θέλουν να κάνουν προσιτές στο εβραϊκό, λαντινόφωνο κοινό την κλασική γραμματεία και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. (Σε μια άλλη εβραιούπολη, σαφώς πολυπληθέστερη, την προπολεμική Θεσσαλονίκη, ο τυπογράφος προπάππος μου, Μπαρούχ Μπεζές, επίσης απόγονος ραβίνων, θα μεταφράσει στα λαντίνο και θα εκδώσει, μεταξύ άλλων, τον Βέρθερο του Γκαίτε. Οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι...)
Άνοιξη του 1944. Ο θάνατος πλησιάζει, νεκρικές πομπές κατακλύζουν την Τζουντερία. Η Ντέφνε έχει χάσει δύο από τα πλέον προσφιλή της πρόσωπα, τον τυπογράφο πατέρα και τον αγαπημένο της. Όπως γράφει στο ημερολόγιό της, η οικογένειά της προσπαθεί να την κρατήσει «αλυσοδεμένη» στην παιδική ηλικία. «Δεν τολμώ να ομολογήσω την εγκυμοσύνη μου σε κανέναν. Ούτε καν στον ίδιο μου τον εαυτό», γράφει.
Αυτή που σώθηκε
Την ίδια εποχή, ο Τούρκος πρόξενος οργανώνει τη διαφυγή της, το πέρασμά της στις ακτές της Τουρκίας. Η Ντέφνε θα βρει καταφύγιο στο Μαρμαρίς (στη Μαρμαρίδα). Αναπολεί τη χαμένη εβραϊκή Ρόδο, ακόμα και τους αναχρονισμούς που τότε τη θύμωναν, όπως το θάψιμο των βιβλίων από τον ραβίνο παππού[2]. Και βέβαια αναπολεί τις στιγμές ευτυχίας με τον αγαπημένο της.
Το καλοκαίρι έχει φτάσει και μαζί με αυτό οι φήμες για τον εκτοπισμό των Εβραίων της Ρόδου. Ενοχές βασανίζουν την Ντέφνε, που δεν ακολούθησε τους δικούς της. Το μωρό της ήταν ο λόγος που δεν βρισκόταν στη Ρόδο, μαζί τους. Κι ενώ εκείνη παραμένει στο Μαρμαρίς, οι δικοί της φτάνουν στο Μπιρκενάου.
Η Μαρία Μαμαλίγκα διεισδύει στον ζοφερό κόσμο του στρατοπέδου αποφεύγοντας τις στερεοτυπίες. Οι ψαλμοί του Δαβίδ στηρίζουν τις περιγραφές που αποδίδουν περισσότερο σκέψεις, συνειρμούς, συναισθήματα και λιγότερο τα ίδια τα γεγονότα, τις λεπτομέρειες της εξόντωσης – εξάλλου αυτές λίγο-πολύ είναι γνωστές.
Η συγγραφέας θα αποδώσει και την εξέγερση των Ζοντερκομάντο[3] τον Οκτώβριο του 1944 στα κρεματόρια του Μπιρκενάου με μεγάλη συμμετοχή Ελλήνων Εβραίων. Και πάλι οι περιγραφές της ξεφεύγουν από τις στερεοτυπικές περιγραφές που τονίζουν την ελληνική συμμετοχή στοχεύοντας στην τόνωση ενός εθνικιστικού συναισθήματος. Ένα γράμμα γραμμένο μες στο κρεματόριο από ένα από τα αδέλφια της, που έμελλε να χαθεί, πληροφορεί την ηρωίδα για την επικείμενη –αποτυχημένη– εξέγερση. Στο σημείο αυτό η Μαμαλίγκα δανείζεται στοιχεία από την εμπειρία του Σαλονικιού Ζοντερκομάντο Μαρσέλ Νατζαρή, ο οποίος έγραψε για όσα έζησε ως εργάτης στα κρεματόρια σε ένα γράμμα που έθαψε στις στάχτες του Μπιρκενάου. Η συγγραφέας παντρεύει έξοχα λογοτεχνία, μαρτυρία, ιστορία.
Η Ντέφνε θα προχωρήσει τη ζωή της, παρά τις τεράστιες απώλειες και την ενοχή την οποία φέρει, αυτής που επέζησε. Θα μετοικήσει στην Πόλη, όπου θα υποχρεωθεί σε χειρωνακτική δουλειά και θα μυηθεί στην αριστερή ιδεολογία. Η συγγραφέας την τοποθετεί δίπλα σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον διάσημο Γερμανό καθηγητή φιλολογίας Έριχ Άουερμπαχ. Από εκείνον θα διδαχθεί πολλά και θα λάβει ενθάρρυνση ώστε να σπουδάσει. Η Ντέφνε είναι πλέον μια ξεριζωμένη:
Όπου κι αν πάω, κάπου αλλού θα βρίσκεται η πατρίδα μου. Μοιάζει με ανάγκη που τη φτιάχνω μόνη μου. Την κουβαλώ στην πλάτη όπως το σαλιγκάρι το καβούκι του. Καθώς αλλάζω εγώ, αλλάζει κι η πατρίδα μου μαζί.
Η ηρωίδα τελικά, έπειτα από πολλές μετακινήσεις, θα επανενωθεί με τη θεία της, μοναδική επιζήσασα από όλη την οικογένειά της, στο Ισραήλ. Στο κλείσιμό της, η νουβέλα τη βρίσκει λέκτορα ιβηρο-ρομανικών γλωσσών στο Γέιλ.
Η Μαρία Μαμαλίγκα ακολουθεί τα ίχνη των ηρωίδων και των ηρώων της στην πατρίδα τους, στην εξορία, στις χώρες μετανάστευσης, στο Μπιρκενάου. Με μια λιτή όσο και ποιητική γλώσσα η συγγραφέας καταφέρνει να μας προσφέρει μια νουβέλα πρωτότυπη όσο και πιστή στην ιστορία. Εγχείρημα από τη φύση του δύσκολο.
[1] «Ελληνίζων», λέξη με αρνητική χροιά, προερχόμενη από την ελληνιστική εποχή. Στα μάτια των Εβραίων της Παλαιστίνης υποδήλωνε τα έκλυτα ελληνικά πάθη.
[2] Τσίκουλο: έθιμο των Ροντεσλίς κατά το οποίο ο ραβίνος ανέθετε σε μια ομάδα αγοριών να παραλάβει από τη συναγωγή τα πιο φθαρμένα ιερά βιβλία και να τα θάψει στο νεκροταφείο.
[3] Ζοντερκομάντο: λέξη ναζιστική που σημαίνει ειδική μονάδα. Τα Ζοντερκομάντος (γερμανικά: Sonderkommandos) ήταν ειδικές μονάδες εργασίας που αποτελούνταν από κρατούμενους των ναζιστικών στρατοπέδων θανάτου, συνήθως Εβραίους και είχαν καθήκον τη διαχείριση των πτωμάτων των συμπατριωτών τους, που θανατώνονταν. Περίπου κάθε τρεις μήνες, σύμφωνα με την πολιτική των SS, σχεδόν όλα τα μέλη των Ζοντερκομάντος θανατώνονταν με αέρια και έπρεπε να αντικατασταθούν με άλλα άτομα από νέες αφίξεις για να διασφαλιστεί το απόρρητο.