O Δημήτρης Ελευθεράκης (1978-2020), που τόσο αιφνίδια και πρόωρα έφυγε από τη ζωή, πρόλαβε να μας αφήσει ένα σημαντικό και πολυσχιδές έργο που αναγνωρίστηκε, βραβεύτηκε και μεταφράστηκε. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή στον τομέα της Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο με θέμα την ποιητική του Παπατσώνη και τη σχέση της με εκείνη των Χαίλντερλιν, Κλωντέλ και Έλιοτ. Δημοσίευσε ποίηση (η συλλογή του Εγκώμια [Πατάκη 2013] τιμήθηκε με το βραβείο του Αναγνώστη) και τη νουβέλα Η δύσκολη τέχνη (Αντίποδες 2015, μετάφραση στα γερμανικά 2017), καθώς και από κοινού με τους ποιητές Δημήτρη Αγγελή και Σταμάτη Πολενάκη το βιβλίο Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι. Μια συζήτηση για την ποίηση (Ερατώ 2010). Επιμελήθηκε επίσης εκδόσεις των ποιημάτων των Κ. Γ. Καρυωτάκη και Κ. Π. Καβάφη (Ερατώ 2010 και 2011), ενώ άφησε και σημαντικό μεταφραστικό έργο.
Η μελέτη που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια αποτελεί μετάφραση από τα γερμανικά της δεύτερης διδακτορικής του διατριβής στο Πανεπιστήμιο του Ρουρ στο Μπόχουμ. Οι συνάδελφοι και φίλοι του φρόντισαν για την έκδοση αυτή που δυστυχώς δεν είδε ο ίδιος. Θέμα του βιβλίου, οι κειμενικές εξιστορήσεις του Ολοκαυτώματος στη δημόσια εγχώρια σφαίρα από την απελευθέρωση ώς τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ακολουθώντας τη διεθνή βιβλιογραφία των τελευταίων δύο δεκαετιών, η μελέτη του Ελευθεράκη έφερε στα καθ’ ημάς μια συζήτηση που «έξω» έχει ανοίξει προ πολλού.[1] Πρόκειται για τη συζήτηση γύρω από τη σιωπή των πρώτων δεκαετιών μετά τη Σοά. Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, στην οποία οφείλουμε ορισμένες από τις πρώτες εκδόσεις μαρτυριών επιζώντων στα ελληνικά, καθώς και μελέτες που αποτελούν μεν σημεία αναφοράς, δεν είχαν ωστόσο μέχρι σήμερα βρει συνεχιστές,[2] πρώτη είχε επισημάνει πως η άποψη περί γενικευμένης σιωπής δεν ευσταθεί. Έγραφε η Αμπατζοπούλου ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1990: «Έχει επικρατήσει η εντύπωση ότι οι επιζώντες άργησαν να μιλήσουν. Αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αλλά μόνο έν μέρει. Πράγματι οι περισσότεροι δεν ήθελαν να μιλήσουν, όμως το ζήτημα είναι εάν και οι άλλοι ήθελαν να τους ακούσουν. Οι πρώτες μαρτυρίες γράφτηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωση, και μεταξύ αυτών του Πρίμο Λέβι, καθώς και των Ελλήνων Εβραίων Αλμπέρτου Μενασέ, Μάρκου Ναχόν, Μαρσέλ Νατζαρή, αλλά δεν βρήκαν “ευήκοον ους»».[3] Είναι αλήθεια πως o Λέβι έγραψε το Αν αυτό είναι ο άνθρωπος άμα τη επιστροφή του και το δημοσίευσε το 1947, ο Νατζαρή έγραψε πρώτη φορά ων έγκλειστος στο στρατόπεδο του Μπίρκεναου (1944) κι έπειτα πάλι στη διάρκεια του Εμφυλίου (1947), ενώ οι Μενασέ και Ναχόν έγραψαν σε στρατόπεδα προσφύγων (DP camps) πριν επιστρέψουν στην Ελλάδα (1945). Θα πρόσθετα επίσης τα χρονικά-μαρτυρίες των Θεσσαλονικιών Μικαέλ Μόλχο - Ιωσήφ Νεχαμά (In Memoriam) και Ισαάκ Ματαράσσο (Κι όμως όλοι τους δεν πέθαναν...), που εκδόθηκαν την περίοδο 1948-1949. Τα κείμενα αυτά συνθέτουν ένα πρώτο corpus μαρτυριών που συχνά συνομιλούν μεταξύ τους και είχαν μια, έστω περιορισμένη, απήχηση στην εποχή τους σε αντίθεση με ό,τι πιστεύαμε μέχρι πρόσφατα.[4]
Ο Τύπος για τη Σοά
Ο Ελευθεράκης αμφισβήτησε αυτή την παγιωμένη αντίληψη στηριζόμενος σε μια ενδελεχή έρευνα κυρίως στον Τύπο της εποχής. Άνοιξαν έτσι μια σειρά από θέματα εν πολλοίς ανεξερεύνητα έως σήμερα. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Το πρώτο εξετάζει δημοσιεύματα στον Τύπο που αναπαρήγαν αφηγήσεις επιζώντων των στρατοπέδων. Εξετάζει επίσης το αποτύπωμα που άφησαν στον Τύπο οι δίκες της Νυρεμβέργης (1945-1946), καθώς και των Μαξ Μέρτεν (Αθήνα 1959) και Άντολφ Άιχμαν (Ιερουσαλήμ 1961). Το δεύτερο κεφάλαιο εξετάζει πώς αποτυπώθηκε στις αναμνήσεις των αγωνιστών της Αντίστασης η διάσωση αλλά και ο χαμός των Εβραίων, καθώς και τα ζητήματα του αντισημιτισμού και του αντισιωνισμού στους κόλπους της ελληνικής Αριστεράς, και το τρίτο την κατασκευή του μύθου της διάσωσης των Εβραίων από την Εκκλησία και το πώς οι εβραϊκές κοινότητες διαχειρίστηκαν το ζήτημα αυτό κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ο Ελευθεράκης επέλεξε δηλαδή να μελετήσει πώς η Αντίσταση, αλλά και ευρύτερα η κομμουνιστική Αριστερά, καθώς και η Εκκλησία διαχειρίστηκαν το Ολοκαύτωμα ως συλλογικά υποκείμενα. Κι αυτό γιατί ακριβώς αυτές οι δυνάμεις ρίζωσαν στην ελληνική κουλτούρα μνήμης ως εκείνες που επέδειξαν ενεργή και πλατιά αλληλεγγύη στους διωκόμενους Εβραίους.
Πώς λοιπόν είδε ο ελληνικός Τύπος τους πρώτους άνδρες και γυναίκες που επέστρεψαν; Και πώς πληροφορήθηκαν οι Εβραίοι που είχαν μείνει πίσω την τύχη των ομοθρήσκων τους; Ο Ελευθεράκης έδειξε πως η πληροφόρηση υπήρξε αποσπασματική και συγκεχυμένη και πως, ακόμη και για τους Εβραίους ηγέτες, το γεγονός, η γενοκτονία, δεν ήταν αμέσως πλήρως αντιληπτό. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι πως ο συγγραφέας εστίασε τόσο στον τρόπο που αποτυπώθηκε (ή δεν αποτυπώθηκε) στον Τύπο ή σε κρατικά έγγραφα ο χαμός των Εβραίων όσο και στο πώς το ίδιο γεγονός ενσωματώθηκε στο λόγο των Εβραίων ως ενεργών υποκειμένων. Η έρευνα του Ελευθεράκη στον αθηναϊκό Τύπο της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου αποκάλυψε αφενός πως ήδη στα μέσα του 1945 το αναγνωστικό κοινό είχε εξοικειωθεί με τη λέξη «Άουσβιτς», αφετέρου πως οι εξιστορήσεις της μαζικής δολοφονίας άλλοτε αγνοούσαν την εβραϊκότητα των θυμάτων και άλλοτε κατέφευγαν σε χριστιανικές και λογοτεχνικές μεταφορές με κυριότερη αυτή της κόλασης. Οι δύο αυτές τάσεις δεν παρατηρούνται μόνο στον ελληνικό Τύπο, θα συμπλήρωνα.[5] Μια συγκριτική μελέτη λοιπόν της ελληνικής περίπτωσης με εκείνες άλλων ευρωπαϊκών χωρών ενδεχομένως θα ήταν γόνιμη. Πιθανολογώ, λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα της έρευνας του Ελευθεράκη, αλλά και της δικής μου έρευνας, που συνομιλεί με εκείνη του Ελευθεράκη –και είναι μεγάλη η θλίψη για την απώλεια αυτού του συνομιλητή– πως οι τάσεις που εκδήλωσε ο ελληνικός Τύπος αντανακλούν αντίστοιχες του ευρωπαϊκού. Ενδεχομένως ο ελληνικός Τύπος να μη διέθετε ακόμη δική του, προσωπική φωνή, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για σιωπή. Ο συγγραφέας έδειξε ακόμη πως εφημερίδες, όπως λ.χ. Τα Νέα, ενίοτε απομάκρυναν τους αναγνώστες από τα γεγονότα ανάγοντάς τα σε «παραδοξότητες» του πολέμου που ανήκαν στην αφηρημένη σφαίρα του αδιανόητου. Ο Ελευθεράκης εξέτασε ακόμη τις ανταποκρίσεις από τις δίκες στις οποίες κρίθηκαν εγκλήματα σε βάρος Εβραίων. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι πως ο ελληνικός Τύπος δεν κατόρθωσε να δώσει μια συνεκτική εικόνα των εγκλημάτων αυτών. Ξεχωρίζει τέλος εδώ ο Ριζοσπάστης ως η εφημερίδα που, καθώς δεν αναγνώρισε τη φυλετική διάσταση των εγκλημάτων που κρίθηκαν στη δίκη της Νυρεμβέργης (ο Β΄ Παγκόσμιος αποτέλεσε αποκλειστικά σύγκρουση ιμπεριαλιστικών δυνάμεων), δεν έκανε καμία αναφορά στη Σοά.
Στο ίδιο κεφάλαιο ο συγγραφέας εξέτασε ακόμη τα πρώτα βιβλία που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα και τα οποία είτε είχαν ως θέμα την καταστροφή των Εβραίων είτε περιλάμβαναν αναφορές σε αυτή. Δίπλα σε εκείνα των Εβραίων Μόλχο - Νεχαμά και Ματαράσσο που αναφέρθηκαν παραπάνω, ο Ελευθεράκης τοποθέτησε τρία βιβλία που οφείλουμε σε μη Εβραίους και τα οποία δεν είχαν μέχρι σήμερα απασχολήσει τη σχετική με το θέμα ιστοριογραφία. Το πρώτο δημοσιεύτηκε μόλις το 1945. Πρόκειται για μια έκθεση για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη βουλγαρική ζώνη κατοχής και είναι γραμμένη από καθηγητές των Πανεπιστημίων Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Τίτλος της, Η μαύρη βίβλος των βουλγαρικών εγκλημάτων εις την ανατολικήν Μακεδονίαν και δυτικήν Θράκην 1941-1944. Στην έκδοση αυτή περιλαμβάνεται η μαρτυρία του Χαΐμ Κάλβο από τη Νέα Ορεστιάδα.[6] Πρόκειται πράγματι, αν όχι για την πρώτη, για μία από τις πρώτες μαρτυρίες για το χαμό των Εβραίων της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης που δημοσιεύεται.[7] Η δεύτερη έκδοση που εντόπισε ο Ελευθεράκης είναι η Ιστορία της Κατοχής του Δημητρίου Γατόπουλου (χ.χ.). Όπως σημείωσε ο συγγραφέας, ο Γατόπουλος, στις μόλις δύο σελίδες που αφιέρωσε στην τύχη των Εβραίων από τις συνολικά οκτακόσιες του βιβλίου, ουσιαστικά εξάλειψε τα όρια μεταξύ μνήμης και λήθης, δημοσιοποίησης και αποσιώπησης. Σκοπός του, καταπώς φαίνεται, η απόσειση τυχόν ευθυνών των μη Εβραίων συμπολιτών. Η τρίτη έκδοση που σχολίασε ο Ελευθεράκης είναι αυτή του Δημητρίου Μαγκριώτη, Θυσίαι της Ελλάδος και εγκλήματα Κατοχής κατά τα έτη 1941-1944, που κυκλοφόρησε το 1949. Το βιβλίο, παρότι αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στους Έλληνες Εβραίους και παρότι αναπαρήγαγε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ματαράσσο –κάτι που επιβεβαιώνει την έστω μικρή απήχηση του βιβλίου–, επιχείρησε και αυτό, με τη σειρά του, να απαλλάξει τους μη Εβραίους από τυχόν ενοχές: «ο Ελληνικός πληθυσμός [...] σεβόμενος τας παραδόσεις του και ακολουθών την εντολήν του Χριστού [...] εξεδήλωσε πολλαπλώς αισθήματα φιλανθρωπίας και χριστιανικής αγάπης προς τους καταδιωκόμενους Ισραηλίτας» (σ. 158). Δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει την τεράστια απόσταση που χωρίζει την οπτική των Εβραίων από εκείνη των μη Εβραίων τουλάχιστον σε αυτή την πρώιμη μεταπολεμική εποχή. Οι δεύτεροι φαίνεται να εστιάζουν λιγότερο στο τι συνέβη στους Εβραίους και περισσότερο στην (εξωραϊσμένη) στάση των μη Εβραίων απέναντί τους.
Ο Ελευθεράκης, στο ίδιο κεφάλαιο, ανανέωσε τη συζήτηση γύρω από τις μεταπολεμικές δίκες, κυρίως τις δίκες των Μέρτεν και Άιχμαν.[8] Περιδιαβάζοντας τον Τύπο της εποχής, έδειξε πως το δημόσιο ενδιαφέρον υπήρξε αναμφίβολα ζωηρό. Γεγονός που, όπως έγραψε, «αντικρούει τη διατυπωμένη από πολλούς ιστορικούς άποψη περί “αποσιώπησης”» (σ. 115). Εδώ θα πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση: είναι άλλο πράγμα η σιωπή των επιζώντων και της δημοσιογραφίας και άλλο η σιωπή της ιστοριογραφίας. Η δεύτερη δεν προϋποθέτει την πρώτη. Η έρευνα δείχνει πως οι Έλληνες δημοσιογράφοι, αν και δεν απέφυγαν στερεοτυπικές εικόνες ή μια έμφαση στη σαδιστική συμπεριφορά των θυτών και τη δυστυχία των θυμάτων, αγγίζοντας αυτό που έχει εύστοχα ονομαστεί «πορνογραφία του Ολοκαυτώματος»[9], έθεσαν παρ’ όλα αυτά το ζήτημα της δολοφονίας των Εβραίων της Ευρώπης ως ένα μέρος της πρόσφατης, νωπής ακόμα ιστορίας. Πεποίθησή μου είναι πως η έρευνα στον Τύπο της μετα-Σοά εποχής και η ανάλυση του δημοσιογραφικού λόγου έχουν ακόμη να δώσουν καρπούς.
Σοά και ορθοδοξίες
Το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου εστιάζει στο πώς αντιμετώπισε η ελληνική κομμουνιστική κουλτούρα μνήμης το Ολοκαύτωμα, ένα θέμα που δεν είχε ώς τώρα απασχολήσει την έρευνα.[10] Ο Ελευθεράκης έθεσε δύο βασικά ερωτήματα: Αφενός, πώς ένα γεγονός που εκτυλίχθηκε ανεξάρτητα από την πολιτική μοίρα του κομμουνιστικού κινήματος ενσωματώθηκε στην ατομική και συλλογική μνήμη των Ελλήνων κομμουνιστών; Αφετέρου, κατά πόσο τα κομμουνιστικά αφηγήματα επηρέασαν την πρόσληψη του διωγμού των Εβραίων;
Ο συγγραφέας αρχικά καταπιάστηκε με το πώς είδε η Αντίσταση τα μέτρα σε βάρος των Εβραίων και τις εκτοπίσεις. Ενδιαφέρον έχει πώς σχολίασε τις προκηρύξεις των αντιστασιακών οργανώσεων που έχουν εντοπιστεί έως σήμερα (Αθήνα, Ιανουάριος και Απρίλιος 1943, Χαλκίδα, Σεπτέμβριος 1943). Εκείνο που διαπιστώνει κανείς είναι πως οι εκκλήσεις προς τον ελληνικό λαό να συνδράμουν τους διωκόμενους Εβραίους βασίζονταν κυρίως στην «υπενθύμιση» πως οι Εβραίοι αποτελούσαν μέρος ακριβώς του ελληνικού λαού. Με άλλα λόγια, σαν να μην επρόκειτο για κάτι δεδομένο. Από την πλευρά του, ο συγγραφέας παρατήρησε πως, παρότι η κομμουνιστική Αντίσταση αυτοπροσδιορίστηκε ως υπέρμαχη όλων των απειλούμενων κοινωνικών ομάδων στο πλαίσιο του αντιφασιστικού αγώνα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για οργανωμένη αντίδραση στον διωγμό των Εβραίων. Παρατήρησε ακόμη πως τα εγκλήματα σε βάρος των Ελλήνων Εβραίων σπανίως αναγνωρίστηκαν ως αποτυχία της Αντίστασης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιδιάβαση του Ελευθεράκη σε κείμενα που γράφτηκαν από παλιούς αντάρτες και στα οποία γινόταν αναφορά στη διάσωση των Εβραίων από το ΕΑΜ. Η έμφαση εδώ δόθηκε αφενός στην αντίληψη της αντιστασιακής οργάνωσης πως οι Εβραίοι αποτελούσαν θύματα του φασισμού, επομένως όφειλαν γι’ αυτό το λόγο (και μόνο) να τους συνδράμουν· αφετέρου στη συμβολή της αντιστασιακής οργάνωσης στην «απαγωγή» του ραβίνου της Αθήνας Ηλία Μπαρζιλάι, που θεωρείται πως έδωσε το σύνθημα σε κρυπτόμενους Εβραίους στην Αθήνα να αναζητήσουν καταφύγιο στην ύπαιθρο κι έτσι να γλιτώσουν την εκτόπιση.΄Ο Ελευθεράκης αναλύοντας τα κείμενα αυτά κατέληξε πως τα περισσότερα απ’ αυτά υπερέβαλαν ως προς το ρόλο της κομμουνιστικής Αντίστασης στη διάσωση των Εβραίων, ενώ ενίοτε εξήραν τη στάση του ελληνικού λαού ως συμπάσχοντος στο σύνολό του και έμπρακτα αλληλέγγυου. Η εικόνα του Εβραίου που προβάλλει είναι αυτή του παθητικού θύματος που οδηγήθηκε ως πρόβατο στη σφαγή, αρνούμενου «την προσφορά του ΕΑΜ», όπως γράφει ο Θανάσης Χατζής, τότε γενικός γραμματέας του ΕΑΜ, στο έργο του Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε (1983). Ενώ η ιδέα ενός ένοπλου, αντιστασιακού Εβραίου για κάποιους, όπως ο Χρήστος Καινούργιος (Δάφνες και δάκρυα: Ιστορίες από την Εθνική Αντίσταση στη Βορειοδυτική Ελλάδα, 1941-1945, 1981), ήταν αδιανόητη. Κατά τον Καινούργιο, δεν υπήρξε ένοπλη εβραϊκή αντίσταση στην Ευρώπη, με εξαίρεση βέβαια την ένταξη στον σοβιετικό στρατό δεκάδων χιλιάδων Εβραίων. Τέλος, ο ρόλος του ραβίνου Μπαρζιλάι και συνακόλουθα του ΕΑΜ υπερτονίστηκε, ενώ την ίδια στιγμή ο χαμός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης αποδόθηκε αποκλειστικά στον αρχιραβίνο Κόρετς, με άλλα λόγια στους ίδιους τους Εβραίους. Ο συγγραφέας επισήμανε πως η κομμουνιστική μνημονική κουλτούρα συνιστούσε ένα εσωστρεφές σύστημα που ήταν σχεδόν αδύνατο να ενσωματώσει άλλες κατηγορίες θυμάτων. Οι ταξικές προκαταλήψεις εμπόδιζαν τους κομμουνιστές να δουν τους Εβραίους ως «αθώα θύματα», αφού για εκείνους ταυτίζονταν αποκλειστικά με την αστική τάξη (παραβλέποντας έτσι την ύπαρξη προπολεμικά μιας πολυπληθούς εβραϊκής εργατικής τάξης), κι έτσι να τους εντάξουν στον μνημονικό τους λόγο.
Ο συγγραφέας τέλος, στο ίδιο κεφάλαιο, εξέτασε την πρόσληψη της αμερικανικής σειράς Ολοκαύτωμα (στην οποία οφείλουμε την καθιέρωση του όρου διεθνώς), που στην Ελλάδα προβλήθηκε τον Απρίλιο του 1979, από τον ελληνικό Τύπο. Έδειξε πως τα δημοσιεύματα επανέφεραν στη δημόσια συζήτηση την καταστροφή των Εβραίων της Ευρώπης, ενώ, λ.χ., στο Βήμα υπήρξε χώρος και για ζητήματα όπως η άρνηση του Ολοκαυτώματος. Ξεχώρισε για μία ακόμα φορά ο Ριζοσπάστης, που αρνήθηκε τη μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος και αναρωτήθηκε («τι συνέβη με τους αναρίθμητους Σοβιετικούς αιχμαλώτους που μοιράστηκαν την ίδια τύχη με τους Εβραίους»), ενώ ταυτόχρονα υποβάθμισε τη σημασία του αφού εξάλλου «η σειρά δεν αγγίζει τη σημερινή συμπεριφορά των Εβραίων και τη γενοκτονία που εφαρμόζουν αυτοί στους Άραβες» (18/4/1979). Ο Ελευθεράκης έδειξε πως οι Εβραίοι θεωρούνταν μεν σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις πραγματικοί ή δυνάμει συναγωνιστές, ωστόσο ως τέτοιοι λογίζονταν μόνο όσοι πληρούσαν αυστηρά ταξικά και ιδεολογικά κριτήρια. Στην πράξη, αν και όχι πλήρως λησμονημένοι, οι Εβραίοι «απωθήθηκαν στο περιθώριο της κομμουνιστικής μνήμης χωρίς να αφήσουν ορατά ίχνη στο κομμουνιστικό μαρτυρολόγιο» (σ. 161).
Το βιβλίο κλείνει με το κεφάλαιο που ο συγγραφέας αφιέρωσε στη θέση που το Ολοκαύτωμα κατέλαβε στη μνημονική κουλτούρα της ορθόδοξης Εκκλησίας. Και εδώ ο Ελευθεράκης ήρθε αντιμέτωπος με έναν μύθο, διαφορετικό από εκείνον της μαζικής διάσωσης των Εβραίων από το ΕΑΜ, αυτόν της –εξίσου μαζικής– διάσωσης των Ελλήνων Εβραίων από την Εκκλησία. Το κύριο ερώτημα που τον απασχόλησε είναι πώς κατέστη δυνατό η Εκκλησία να παρουσιάζεται ως σωτήρας των Εβραίων όταν οι επιχειρήσεις διάσωσης από μέρους της κατάφεραν να γλιτώσουν ελάχιστους διωκόμενους Εβραίους. Δίπλα στην αντίληψη αυτή διαμορφώθηκε η αντίληψη πως σύμπας ο ελληνικός λαός συνέδραμε τους Εβραίους. Ο συγγραφέας εντόπισε την καταγωγή αυτών των εσφαλμένων αντιλήψεων σε πρωτοβουλίες που ανέλαβε ο ίδιος ο Δαμασκηνός και εκκλησιαστικοί κύκλοι αμέσως μετά την απελευθέρωση, καθώς και στη βιογραφία-«αγιογραφία» του που κυκλοφόρησε ο Ηλίας Βενέζης το 1952. Το βιβλίο από τη μία υπερέβαλε την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών του Δαμασκηνού όσον αφορά τη διάσωση των Εβραίων, ενώ από την άλλη απάλλαξε από ενοχές την «ελληνική συνείδηση» όπως γράφει ο ίδιος ο Βενέζης (σ. 269). Την προσπάθεια του Βενέζη συμπλήρωσε εκείνη του ιστορικού Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, που με μια σειρά άρθρων στη διάρκεια της χούντας (1966) στο Βήμα, τα οποία κυκλοφόρησαν σε μορφή βιβλίου το 1969 (Οι διωγμοί των Εβραίων εν Ελλάδι, 1941-1944), ενίσχυσε την ήδη εδραιωμένη φήμη του Δαμασκηνού. Εξάλλου, η στάση του αρχιεπισκόπου και οι σχέσεις του με τις κατοχικές δυνάμεις ήταν σύμφωνες «προς τας παραδόσεις της Ελληνικής Εκκλησίας κατά τας μεγάλας ώρας του Έθνους» (σ. 48). Ο Ελευθεράκης σημείωσε ακόμη πως κατ’ αντιστοιχία με το μύθο του Δαμασκηνού δημιουργήθηκε εκείνος του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γενναδίου μετά το θάνατό του το 1951. Σημείωσε τέλος πως οι φορτισμένες αυτές πεποιθήσεις, που ωστόσο στερούνται ιστορικής τεκμηρίωσης, καθόρισαν στο εξής τις επίσημες σχέσεις των εβραϊκών κοινοτήτων με το ελληνικό κράτος. Έτσι, λ.χ., οι εκπρόσωποι του ελληνικού εβραϊσμού, προκειμένου να αιτηθούν τα αυτονόητα, όπως την ονομασία ενός δρόμου της Θεσσαλονίκης στη μνήμη των 57.000 δολοφονημένων Εβραίων της πόλης, κατέφυγαν στο επιχείρημα της αναγνώρισης εκ μέρους τους της «θαρραλέας προσπάθειας των αοιδήμων Ιεραρχών Δαμασκηνού και Γενναδίου» (Χρονικά, τχ. 7, Μάρτιος 1978, σ. 2).
Ο Ελευθεράκης με τη σημαντική μελέτη του ήρθε αντιμέτωπος με ορισμένους από τους πιο ανθεκτικούς μύθους που διαμόρφωσαν την εγχώρια μνήμη του Ολοκαυτώματος. Πρόκειται για το μύθο της σιωπής των Εβραίων επιζώντων αλλά και του Τύπου, που για δεκαετίες λειτούργησε ως άλλοθι για τη σιωπή της ιστοριογραφίας, για το μύθο της συλλογικής διάσωσης των Εβραίων από την εαμική Αντίσταση, και για το μύθο της επίσης συλλογικής διάσωσης των Εβραίων χάρη στις προσπάθειες της Εκκλησίας. Οι δύο τελευταίοι λειτούργησαν απενοχοποιητικά για την κομμουνιστική Αριστερά και την Εκκλησία αντίστοιχα δικαιολογώντας έτσι την αποτυχία τους να συνδράμουν οργανωμένα τους Εβραίους, ενώ στην περίπτωση της Εκκλησίας η εικόνα της ως αγωνίστριας της Αντίστασης απομάκρυνε τυχόν υπόνοιες δωσιλογισμού. Αναμφίβολα, η δουλειά που μας κληροδότησε ο Ελευθεράκης ανοίγει δρόμους στη μελλοντική έρευνα.
[1] Βλ, εντελώς ενδεικτικά, David Cesarini και Eric Sundquist (επιμ.) After the Holocaust. Challenging the Myth of Silence, Routledge, Λονδίνο & Νέα Υόρκη 2012 και François Azouvi, Le mythe du grand silence, Auschwitz, les Français, la mémoire, Gallimard folio, Παρίσι 2012, β΄ έκδ. 2015.
[2] Ξεχωρίζει η μελέτη της Ο άλλος εν διωγμώ. Η εικόνα του Εβραίου στη λογοτεχνία. Ζητήματα ιστορίας και μυθοπλασίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1998, που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε αναθεωρημένη και επαυξημένη περιλαμβάνοντας αναφορές και στον κινηματογράφο (Πατάκη 2020).
[3] Επίμετρο στο Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο και Αλμπέρτος Ναρ, Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα, Ετς Αχαΐμ - Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1998 (β΄ έκδ.: Ευρασία 2015), σ. 420-421.
[4] Περισσότερα για αυτά τα πρώιμα κείμενα και την εκδοτική τους πορεία, βλ. Ελένη Μπεζέ, «Νέα ζωή». Έλληνες Εβραίοι μετά τη Σοά. Ιστορία, μνήμη, ταυτότητα, Άγρα, Αθήνα 2024 (υπό έκδοση).
[5] Robert Jan van Pelt, «Paradise/Ades, Purgatory, Hell/Gehenna. A Political Typology of the Camps», στο Jonathan C. Friedman (επιμ.), The Routledge History of the Holocaust, Routledge, Λονδίνο & Νέα Υόρκη, 2011, σ. 191-202.
[6] Στην έκδοση περιλαμβάνεται επίσης η έκθεση που συνέταξε ένας από τους ελάχιστους Καβαλιώτες Εβραίους που επέζησαν, ο Μωύς Πέσσαχ, τον Απρίλιο του 1945. Περισσότερα για τον Πέσσαχ και τους Καβαλιώτες Εβραίους, βλ. στο πρόσφατο βιβλίο της Ρίκας Μπενβενίστε, Ναυαγοί. Ιστορίες οικογενειακές και άλλες μέσα στην Ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου, Πόλις, Αθήνα 2023.
[7] Η δεύτερη θα είναι εκείνη του γιατρού Μάρκου Ναχόν από το Διδυμότειχο, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Εβραϊκή Εστία (19/8/1949 - 28/4/1950). Η μαρτυρία δημοσιεύτηκε σε βιβλίο το 1991 με τη φροντίδα της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου. H δυσεύρετη, κοινοτική αυτή έκδοση αξίζει να έχει μια δεύτερη ευκαιρία.
[8] Σούζαν-Σοφία Σπηλιώτη, «“Μια υπόθεση της πολιτικής και όχι της δικαιοσύνης”. Η δίκη του Μέρτεν (1957-1959) και οι ελληνο-γερμανικές σχέσεις» στο Ρ. Μπενβενίστε (επιμ.), Οι Εβραίοι της Ελλάδας στην Κατοχή, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 29-41· Χαρίκλεια Δελλοπούλου, «Η δίκη του Άιχμαν και αναφορές της σε ημερήσιο και περιοδικό Τύπο στην Ελλάδα το διάστημα από τη σύλληψη ώς την εκτέλεσή του (1960-1962)», αδημοσίευτη μεταπτυχιακή σεμιναριακή εργασία, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2011-2012.
[9] Rebecca Witman, Beyond Justice: The Auschwitz Trial, Χάρβαρντ 2005, σ. 176.
[10] Οι μελέτες των Steven Bowman (Η αντίσταση των Εβραίων στην κατοχική Ελλάδα, μτφρ. Ι. Μπενμαγιόρ, Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος, Αθήνα 2012) και Ιάσονα Χανδρινού (Συναγωνιστές. Το ΕΑΜ και οι Εβραίοι της Ελλάδας, Ψηφίδες, Αθήνα 2020) δεν καταπιάνονται με αυτό το ζήτημα.