Ο Γιάννης Μαρής (ψευδώνυμο του Γιάννη Τσιριμώκου, 1916-1979), «ο πατέρας του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος», σύμφωνα με την ελληνική Wikipedia, δημοσίευε τα μυθιστορήματά του από τη δεκαετία του 1950 κι έπειτα σε συνέχειες σε αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά. Δημοσιογράφος ο ίδιος (αρχισυντάκτης στη σοσιαλιστική Μάχη, πέρασε αργότερα από τον Προοδευτικό Φιλελεύθερο που υποστήριζε το κεντρώο κόμμα ΕΠΕΚ του Νικόλαου Πλαστήρα και την επίσης κεντρώα και δημοφιλή Αθηναϊκή, για να καταλήξει στα έντυπα του συγκροτήματος Μπότση, τις δεξιές εφημερίδες Ακρόπολις και Απογευματινή και το περιοδικό Πρώτο), εμπνεύστηκε πολλές από τις υποθέσεις του από την επικαιρότητα της εποχής. Ο Μαρής, που είχε σπουδάσει νομικά στη Θεσσαλονίκη, πολιτικοποιήθηκε στο χώρο της Αριστεράς –μαζί με τον εξάδελφό του Ηλία Τσιριμώκο και τον Αλέξανδρο Σβώλο ίδρυσαν το σοσιαλιστικό κόμμα Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ)–, ενώ στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ.
Στο κείμενό μου επικεντρώνομαι σε τρία από τα μυθιστορήματά του (Τα χέρια της Αφροδίτης, Μια γυναίκα από το παρελθόν και Επιχείρησις: Εκδίκησις), όπου κάνουν την εμφάνισή τους εβραίες ηρωίδες και εβραίοι ήρωες, πρώην ναζί εγκληματίες, έλληνες δημοσιογράφοι και αστυνομικοί, δωσίλογοι και η αναδυόμενη δυναμική μορφή της εποχής, ισραηλινοί πράκτορες.
Τα χέρια της Αφροδίτης
Βρισκόμαστε στο 1963, χρονιά που γράφεται και το βιβλίο.[2] Η νεαρή Θεσσαλονικιά Αλίκη Παπάζογλου και ο αδελφός της είναι ορφανοί από μικρά παιδιά. Η Παπάζογλου ταξιδεύει στην Αθήνα για να επισκεφθεί τον αδελφό της. Όμως εκείνος δεν μένει στη διεύθυνση που είχε δώσει και η σπιτονοικοκυρά, η Μαρία Γλυνού, λέει πως ούτε το όνομά του είχε ακουστά. Αρωγός στην προσπάθειά της να εντοπίσει τον αδελφό της ο δημοσιογράφος Μακρής (όνομα και ιδιότητα που παραπέμπουν στον Μαρή).
Ένας άνδρας παρακολουθεί την Παπάζογλου. Γρήγορα αποκαλύπτεται πως πρόκειται για δωσίλογο – οι δωσίλογοι στον Μαρή, μακριά από το να αποτελούν θέμα ταμπού, εκπροσωπούν σταθερά το έγκλημα και τον υπόκοσμο. Τώρα δουλεύει για έναν αργεντινό υπήκοο, ονόματι Γκονζάλες, που παρακολουθεί την Παπάζογλου. Σύντομα ο Μακρής ανακαλύπτει στο πρόσωπο του Γκονζάλες έναν πρώην Ες Ες, τον Καλντενμπρύγκεν (όνομα που θυμίζει τον ναζί Καλτενμπρούνερ)[3]. Ζητά τη συνδρομή του αστυνόμου Μπέκα. Ο Μπέκας του λέει πως, εκτός από τους εβραίους, κανείς δεν ενδιαφέρεται για τους ναζί – άποψη που διαπερνά και το Επιχείρησις: Εκδίκησις και το Μια γυναίκα από το παρελθόν και θα μπορούσαμε ενδεχομένως να αποδώσουμε στο συγγραφέα, που με τη σειρά του πιθανόν απηχούσε μια διαδεδομένη άποψη της εποχής. Εξάλλου, πρόσφατες είναι οι πολύκροτες υποθέσεις Μέρτεν και Άιχμαν – θυμίζω πως ο πρώτος, παρά την καταδίκη του από ελληνικό δικαστήριο το 1959, εκδόθηκε λίγους μήνες αργότερα στη Γερμανία, όπου τελικά δεν τιμωρήθηκε,[4] και ο δεύτερος απήχθη το 1960 από τις μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ στην Αργεντινή όπου κρυβόταν και μεταφέρθηκε στο Ισραήλ όπου και δικάστηκε.
Στη συνέχεια, ο Μπέκας ανακαλύπτει ότι η δήθεν σπιτονοικοκυρά του Παπάζογλου είχε σχέση με τον Γκονζάλες-Καλντενμπρύγκεν. Η δράση προχωράει και η Γλυνού θα βρεθεί νεκρή. Ένας δωσίλογος εμπλέκεται στη δολοφονία της. Ο Μπέκας θα οδηγηθεί στα Τέμπη ακολουθώντας τον Λατίνο-Γερμανό και τον δωσίλογο. Μαθαίνει πως ο ναζί ήρθε στην Ελλάδα επειδή κάτι έψαχνε. Φοβόταν όμως τους εβραίους και ιδιαίτερα τους Ισραηλινούς. «Όταν έπιασαν τον Άιχμαν, κατάλαβε πως πλησίαζε η δική του σειρά».[5]
Η Παπάζογλου, που εξακολουθεί να ψάχνει τον αδελφό της, έρχεται και πάλι στο προσκήνιο. Θα αποκαλύψει σε Μπέκα και Μακρή πως είναι εβραία από την πλευρά της μητέρας της. Η οικογένειά της είχε χαθεί στα κρεματόρια. Σε ένα γράμμα του, ο αδελφός της ανέφερε πως ο θείος τους, ο μόνος που είχε γλιτώσει, είχε μεταναστεύσει στο Ισραήλ και είχε μια θέση στον στρατό, έχει έρθει στην Αθήνα. Ο Μπέκας καταλαβαίνει πως ο θείος ανήκε στην ομάδα που είχε αναλάβει την απαγωγή του ναζί. Είχε μάλιστα χρησιμοποιήσει τον Παπάζογλου. Λίγο αργότερα έρχεται η είδηση από το Ισραήλ πως ο Καλντενμπρύγκερ είχε συλληφθεί και πως θα περνούσε από δίκη εκεί. «Οι Εβραίοι είχαν κάνει τη δουλειά τους καλά, πολύ καλύτερα από την περίπτωση του Άιχμαν. [...] Το επίσημο (εννοεί: ελληνικό) κράτος αγνοούσε την απαγωγή», διαβάζουμε.[6] Ο Μαρής εμπνέεται από την υπόθεση Άιχμαν η οποία, όπως έχει δείξει η Χάρη Δελλοπούλου, απασχόλησε ιδιαίτερα και τον ελληνικό Τύπο.[7] Μάλιστα φροντίζει να αποφύγει τις «επιπλοκές» της, που είχαν αποτέλεσμα να διαταραχθούν οι σχέσεις Αργεντινής και Ισραήλ.
Ένα νέο πρόσωπο εμφανίζεται, είναι ο ισραηλινός μυστικός πράκτορας Γιοέλ. Θα αποκαλύψει στον Μπέκα πως ο Καλντενμπρύγκερ και η παρέα του ταξίδεψαν στην Ελλάδα για να βρουν ένα θησαυρό. Επρόκειτο για ένα μέρος από τις εβραϊκές περιουσίες που συγκέντρωσαν οι ναζί στη διάρκεια της Κατοχής. Ο Γιοέλ επισημαίνει στον Μπέκα πως είναι προς όφελος της Ελλάδας όσο και του Ισραήλ να εντοπίσουν το κλεμμένο χρυσάφι. Οι περιουσίες, του λέει, ανήκουν σε έλληνες πολίτες. Το Ισραήλ ενδιαφέρεται γιατί πρόκειται για εβραίους, πολλοί από τους οποίους μένουν στο Ισραήλ, εξηγεί.
Ο Μαρής αξιοποιεί εδώ ένα μύθο που εξακολουθεί να ερεθίζει τη λαϊκή φαντασία και να απασχολεί τα μέσα ενημέρωσης έως σήμερα. Ο μύθος θέλει τον Μέρτεν, διοικητή Μακεδονίας την περίοδο 1943-1944, να έχει κρύψει κάπου στην Ελλάδα ένα «θησαυρό», αφού καταλήστεψε τους εβραίους της Θεσσαλονίκης. Όταν γράφει ο Μαρής, το 1963, ο απόηχος της δίκης Μέρτεν, που είχε λάβει χώρα στην Αθήνα τέσσερα χρόνια πριν, είναι ακόμη νωπός. Νωπές είναι ακόμη οι μνήμες από την έκβαση της υπόθεσης.
Στο μυθιστόρημα Τα χέρια της Αφροδίτης, δυναμικοί ισραηλινοί μυστικοί πράκτορες αφενός διεκδικούν τις λεηλατημένες περιουσίες για λογαριασμό των ελλήνων εβραίων, αφετέρου παίρνουν το νόμο στα χέρια τους, παρακάμπτοντας τις –μάλλον αδιάφορες– ελληνικές αρχές, ώστε να τιμωρήσουν τους ναζί. Την ίδια στιγμή, μέσα από την επαφή τους με τους Ισραηλινούς, ή τη μετανάστευσή τους στο Ισραήλ, οι εβραίοι μετατρέπονται από απόλυτα θύματα των ναζί σε διώκτες τους, που, προκειμένου να τους αφαιρέσουν τη ζωή, δεν διστάζουν να θυσιάσουν τη δική τους. Τα όρια μεταξύ εβραίων και Ισραηλινών συγχέονται στο έργο του Μαρή. Ο συγγραφέας αναφέρεται στον Ισραηλινό Γιοέλ ως «ο Εβραίος», χωρίς ωστόσο να του αποδίδει αρνητικά χαρακτηριστικά. Κάθε άλλο. Τον περιγράφει σαν έναν δυνατό άνθρωπο, που πίσω από το χαμόγελό του έκρυβε μια ατσαλένια θέληση.[8] Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή ο συγγραφέας πλάθει ένα αντεστραμμένο στερεότυπο του παθητικού εβραίου.
Στη συνέχεια παρακολουθούμε τους ανθρώπους που γνώριζαν ένα μέρος του μυστικού του κρυμμένου θησαυρού να προσπαθούν να ενώσουν τα κομμάτια του παζλ για να τον εντοπίσουν. Ο Μπέκας και ο Ισραηλινός Γιοέλ τους παρακολουθούν. Ο Μαρής εξηγεί πως τον μεν Γιοέλ ενδιέφεραν, για λογαριασμό των ομοθρήσκων του, οι εβραϊκές περιουσίες, τον δε Μπέκα οι άνθρωποι που είχαν χαθεί σε αυτή την υπόθεση, η σπιτονοικοκυρά Γλυνού και ο νεαρός εβραίος Παπάζογλου. Είναι σαφές πως η ισραηλινή πλευρά και η ελληνική συναντιούνται, χωρίς ωστόσο να συμπίπτουν.
Η υπόθεση φτάνει στη λύση της. Αποκαλύπτεται ότι τον Παπάζογλου και τη Γλυνού τους σκότωσαν οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση του θησαυρού. Έναν άνθρωπο της αστυνομίας ο οποίος σκοτώθηκε έξω από τη βίλα του Καλντεμπρύγκερ τον σκότωσαν κατά λάθος Ισραηλινοί που παρακολουθούσαν το σπίτι. Ο Μπέκας αισθάνεται πως οφείλει να τους αναζητήσει για το φόνο που έκαναν. Όμως ο Γιοέλ του λέει πως δεν θα τους ξαναδεί ποτέ, όπως εξάλλου και τον ίδιο. «Είναι άνθρωποι που έχασαν όλη την οικογένειά τους στα στρατόπεδα και που οι ίδιοι τράβηξαν αφάνταστα μαρτύρια», λέει.[9] Κάπως δηλαδή η Σοά έρχεται να δικαιολογήσει το φόνο. Επιπλέον, το γεγονός πως τα ίχνη αυτών των ανθρώπων θα σβήσουν σύντομα εξηγεί την ανοχή της ελληνικής αστυνομίας απέναντί τους. Μπέκας και Γιοέλ δίνουν τα χέρια, σχεδόν αμίλητοι, παρότι –διαβάζουμε– «θα είχαν κι οι δυο πολλά να πουν». Εξάλλου, όπως γράφει ο Μαρής, «ανήκαν και οι δύο στο είδος των ανθρώπων που δεν μιλούν για αισθήματα».[10] «Καλό ταξίδι», εύχεται ο Μπέκας στον Ισραηλινό. Έτσι, χωρίς εμβάθυνση στους χαρακτήρες, και ιδίως χωρίς αναφορά σε συναισθήματα, ο Μαρής γράφει το τέλος αυτής της σύντομης «ελληνο-εβραϊκής» – «ελληνο-ισραηλινής» συνάντησης.
Μια γυναίκα από το παρελθόν
Το Μια γυναίκα από το παρελθόν είναι επίσης γραμμένο το 1963. Ο Γιώργος Χατζησταυρής, ζωγράφος, είναι ο κεντρικός ήρωας. Ξαφνικά εμφανίζεται η κατοχική του αγάπη, Μάρα Κατακουζηνού. Είναι παντρεμένη με έναν Αργεντινό, ονόματι Μοράλες. Κάποια στιγμή, η Μάρα τηλεφωνεί στον Χατζησταυρή και του ζητά να τη συναντήσει σε ένα σπίτι στην Εκάλη. Όταν φτάνει εκεί, ο ζωγράφος βρίσκει νεκρό έναν Λατινοαμερικανό που ανήκε στη συντροφιά της Μάρας. Σύντομα την υπόθεση αναλαμβάνει ο αστυνόμος Μπέκας. Δεν θα του πάρει πολύ καιρό να καταλάβει πως, πίσω από το προσωπείο του αργεντινού συζύγου της Μάρας, κρυβόταν ένας ναζί αξιωματικός. Ο ίδιος και η παρέα του προσπαθούν να αγοράσουν ένα ελληνικό νησί και να εγκατασταθούν σε αυτό. Ο Μπέκας βρίσκεται στα ίχνη τους.
Κατά την πορεία της έρευνάς του, ο Μπέκας συναντά διάφορα πρόσωπα, έναν δωσίλογο, μια αργεντίνα εβραία χορεύτρια καμπαρέ, από την οποία θα πληροφορηθεί πως η Μάρα Κατακουζηνού είναι επίσης εβραία, έναν εβραίο έμπορο από τον Βόλο ονόματι Μωρίς Σακκή, που επέζησε από τα στρατόπεδα μόνος αυτός απ’ όλη του την οικογένεια, έναν Γαλλοεβραίο ονόματι Λαφόν. Ο Μπέκας θα αντιληφθεί πως η παρουσία στην υπόθεση τόσων εβραίων δεν είναι τυχαία. Θα αντιληφθεί ακόμη πως, όπως γράφει ο Μαρής, κάτω από τα μάτια τους γινόταν ένας πόλεμος. Οι αντίπαλοι δεν ήταν μόνο δύο, οι ναζί και οι ελληνικές αρχές. Υπήρχε κι ένας τρίτος πόλος, πολύ ισχυρός, με τα λόγια του Μαρή, «εκείνοι που μισούν χωρίς οίκτο. Οι Εβραίοι».[11] Οι «Εβραίοι» εδώ είναι εβραίοι από διαφορετικές χώρες, Ελλάδα, Αργεντινή, Γαλλία. Όλοι τους συνεργάζονται με τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες. Πρόκειται για ανθρώπους που τους συνδέει και «τους καίει», όπως γράφει ο Μαρής, «ένα αβυσσαλέο μίσος».[12] Ο συγγραφέας στέκεται ιδιαίτερα στην περίπτωση του Σακκή – κάτι που γενικά δεν συνηθίζει. Ο Σακκής, επιζών του Άουσβιτς, ζούσε, γράφει ο συγγραφέας, «τρέφοντας και τρεφόμενος από το μίσος του». Οπωσδήποτε θα έφερνε ξανά και ξανά τις οδυνηρές αναμνήσεις στο νου του, σκέφτεται ο Μπέκας, «με μια αρρωστημένη οδυνηρή ηδονή, όπως παίζει κανείς τη γλώσσα του στο πονεμένο δόντι του».[13] Έχουν ενδιαφέρον τα λόγια του Μαρή. Φαίνεται πως ο συγγραφέας επιχειρεί να κατανοήσει τον ιδιαίτερο τρόπο που λειτουργεί ο ψυχισμός του. Αποδίδει στον ήρωα-θύμα μια νοσηρή επιθυμία να κρατά το τραύμα ανοικτό. Του αποδίδει, θα λέγαμε με όρους ψυχολογίας, ένα βαθμό μαζοχισμού.
Ο Μπέκας σκέφτεται πως οι περισσότεροι Εβραίοι που βρέθηκαν στη θέση του Σακκή μπόρεσαν «να ξεχάσουν, να ξαναζήσουν». Υπάρχουν όμως και οι λίγοι που, όπως ο βολιώτης εβραίος, με τα λόγια του Μαρή, «δεν ξαναμπήκαν στη ζωή, αυτοί που σταμάτησαν εκεί».[14] Τι ήταν άραγε ικανοί να κάνουν οδηγημένοι από το μίσος τους; αναρωτιέται ο Μπέκας. Γρήγορα καταλαβαίνει πως «οι Εβραίοι», επιζώντες των στρατοπέδων και συγγενείς τους, όπως η Μάρα, και οι ισραηλινοί πράκτορες δεν διστάζουν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους επί ελληνικού εδάφους. Ποια θα είναι η στάση του Μπέκα, που σαφώς εκπροσωπεί το κράτος; Ο ίδιος αναρωτιέται «ποιος θα ερχόταν πρώτος. Ο νόμος ή το μίσος;».[15] Τελικά, το «μίσος» θα αποδειχθεί ισχυρότερο. Οι εβραίοι-Ισραηλινοί δολοφονούν τους ναζί που επιχειρούν να βρουν καταφύγιο στην Ελλάδα, ενώ σώζουν και τη ζωή του Μπέκα. Ο αστυνομικός θα σταθεί πλάι τους περισσότερο σαν συνεργάτης, παρά ως εκπρόσωπος του νόμου. Ο ήρωας, παρότι δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ για την πολιτική, και οι έννοιες «φασισμός», «αντιφασισμός» δεν του έλεγαν τίποτε, όπως μας πληροφορεί ο Μαρής, είναι γεμάτος κατανόηση για τους εβραίους και δη τους επιζώντες των στρατοπέδων· με τα λόγια του συγγραφέα, αυτά τα «απίθανα πλαάσματα […] είχαν ξεπεράσει κάθε ανθρώπινο όριο».[16] Ο Μαρής φαίνεται πως συνειδητά αποσυνδέει τον Μπέκα από τα πολιτικά συμφραζόμενα του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος. Ο ήρωας που πλάθει –πιθανόν κλείνοντας το μάτι στο ευρύ, δεξιό αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας στην οποία γράφει (Ακρόπολις)– δεν προσεγγίζει τους εβραίους επειδή είναι ή ήταν αριστερός. Τους προσεγγίζει χάρη σε ένα ενδιαφέρον μάλλον ανθρωπιστικό. Άραγε η επιλογή αυτή του συγγραφέα αντικατοπτρίζει σε κάποιο βαθμό μια προσωπική ιδεολογική διαδρομή – που αποτυπώνεται στη μετάβαση από τη σοσιαλιστική Μάχη στον Τύπο του συγκροτήματος Μπότση; Ή αποτελεί καθαρά μια «εμπορική» επιλογή που καθιστά το μυθιστόρημα καταλληλότερο για το εν λόγω αναγνωστικό κοινό.
Τελικά, είναι οι εβραίοι εκδικητές που αποκαθιστούν την τάξη. Εξάλλου, όπως λέει στον Μπέκα ο Γαλλοεβραίος Λαφόν για τους ναζί, «[α]υτά τα τέρατα ανέτρεψαν όλους τους κανόνες του παιχνιδιού από τότε που υπάρχουν οργανωμένες κοινωνίες».[17] Το βιβλίο κλείνει με τους εβραίους και χριστιανούς ήρωες που διασταυρώνονται να τραβούν το δρόμο τους. Ο ζωγράφος Χατζησταυρής θα βρει τελικά τον έρωτα στο πρόσωπο μιας παλιάς και πιστής φίλης. Η Μάρα φαίνεται πως ακολουθεί τον Λαφόν, πιθανόν στο Ισραήλ. Οι ισραηλινοί πράκτορες εμφανίζονται έτοιμοι να διακόψουν τη δράση τους. «Τώρα θα ξαναγίνουμε άνθρωποι. Μισήσαμε τόσο πολύ, ώστε έχουμε ανάγκη να αγαπήσουμε»,[18] λέει ο Λαφόν στον Μπέκα στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.
Επιχείρησις: Εκδίκησις
Το Επιχείρησις: Εκδίκησις, γραμμένο το 1964, έναν χρόνο μετά τα δύο άλλα μυθιστορήματα, παρουσιάζει αρκετά κοινά σημεία με αυτά. Φαίνεται λοιπόν πως ο Μαρής αντλεί τις υποθέσεις αυτών των μυθιστορημάτων από έναν κοινό πυρήνα. Και σε αυτό το μυθιστόρημα ισραηλινοί μυστικοί πράκτορες καταφθάνουν στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη. Προκάλυμμά τους, το διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου, όπου προβαλλόταν και μια ισραηλινή ταινία. Σκοπός τους και εδώ να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με ναζί που έχουν καταφθάσει στην Ελλάδα, αλλά και τους ντόπιους συνεργάτες τους.
Η πλοκή, με λίγα λόγια, έχει ως εξής: Ο αφηγητής, Γεώργιος Μακρής, ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη, την πόλη όπου σπούδασε (και σπούδασε και ο ίδιος ο συγγραφέας), για δουλειές. Θα επισκεφθεί μια πλούσια καλλονή, την Ελένη Λαμπρινού, έπειτα από παραγγελία της ξαδέλφης του. Η Λαμπρινού, που τον κοιτούσε με φόβο και μίσος, όπως γράφει ο συγγραφέας, του ζήτησε να πάνε κάπου μαζί. Καταλήγουν σε ένα σπιτάκι της παλιάς πόλης. Η πόρτα είναι ανοιχτή και μέσα βρίσκεται το πτώμα ενός άνδρα. Η Λαμπρινού λέει πως εκείνη τον σκότωσε. Ο Μακρής την αφήνει σπίτι της και επιστρέφει στο σπιτάκι. Το πτώμα όμως έχει εξαφανιστεί. Την επομένη επισκέπτεται την οικία Λαμπρινού, του ανοίγει όμως μια άλλη Λαμπρινού –επίσης καλλονή–, η οποία δηλώνει άγνοια.
Ο Μακρής διερευνά την υπόθεση. Μαθαίνει πως η πραγματική Ελένη Λαμπρινού είναι εβραία. Ο σύζυγός της, ο ευκατάστατος και ευυπόληπτος Λαμπρινός, είναι δωσίλογος και πιθανόν υπεύθυνος για το χαμό των εβραίων της πόλης, καθώς και την καταλήστευση των περιουσιών τους. Με άλλα λόγια, ο Μαρής δεν διστάζει να αποδώσει σε έναν έλληνα εγκλήματα ο οποίος την εποχή που γράφει είτε αποδίδονταν αποκλειστικά σε ναζί (όπως στην περίπτωση του Μέρτεν) είτε, όταν αποδίδονταν και σε ντόπιους συνεργάτες τους, αυτοί «έπεφταν στα μαλακά».[19] Από αυτή την άποψη, ο Μαρής είναι τολμηρός και πρωτοπόρος.
Ο αφηγητής Μακρής από την Ελένη θα μάθει πως η άλλη ωραία Ελένη, την οποία έχει ερωτευθεί, είναι αδελφή της. Εδώ ο Μαρής δεν πρωτοτυπεί ακριβώς. Η όμορφη και μοιραία (για τους χριστιανούς) εβραία αποτελεί τύπο του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος.[20] Το πραγματικό της όνομα είναι Ίλντα Χαζάν. Είχε βασανιστεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και στόχος της ζωής της είναι πλέον η εξολόθρευση των ναζί που διέφυγαν μετά τον πόλεμο. Το στοιχείο της εκδίκησης ως κίνητρο της μυστικής δράσης ελλήνων εβραίων που συμπράττουν με δυναμικούς, σκληρούς, αδίστακτους όσο και αόρατους Ισραηλινούς υπάρχει και στα τρία βιβλία που μας απασχολούν. Οι έλληνες εβραίοι παρουσιάζονται τυφλωμένοι από το μίσος τους για τους ναζί, ενώ σε δύο περιπτώσεις, όπως είδαμε, ο συγγραφέας θέλει την ένταση μεταξύ των εβραίων και των διωκτών τους να κορυφώνεται μέσω της ερωτικής –πλην συμβατικής– σχέσης, καθώς οι εβραίες ηρωίδες παντρεύονται εν αγνοία τους ακριβώς τους διώκτες των ομοθρήσκων τους. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο εύρημα του Μαρή, που όμως, αξίζει να σημειώσουμε, δεν οδηγεί σε καμία περίπτωση σε θυματοποίηση των ηρωίδων.
Η πλοκή του Επιχείρησις: Εκδίκησις εξελίσσεται ως εξής. Ο ισραηλινός πράκτορας παρακολουθεί τον αφηγητή Μακρή, καθώς αυτός μπλέκεται στα πόδια τους. Λίγο πριν δολοφονηθεί από θεσσαλονικιούς δωσίλογους, ο Ισραηλινός συναντά, από κοινού με τη Χαζάν, τον Μακρή για να του ζητήσουν να πάψει να ασχολείται με την υπόθεσή τους. Στη διάρκεια αυτής της σύντομης συνάντησης, ο Μακρής έχει την ευκαιρία να διαπιστώσει πως ο άντρας που έχει απέναντί του, παρότι εβραίος, δεν έμοιαζε καθόλου με Ισραηλίτη, όπως τουλάχιστον τους θυμόταν από τα φοιτητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη – και πολύ πιθανά τους θυμόταν και ο ίδιος ο συγγραφέας από τα δικά του φοιτητικά χρόνια. Ο άντρας αυτός ήταν, με τα λόγια του Μαρή, «ψυχρός, δυνατός, με πρόσωπο θα έλεγες σκαλισμένο σε ξύλο. Θα τον περνούσες περισσότερο για Βόρειο».[21] Ο Μαρής δίνει μια στερεοτυπική εικόνα του ισραηλινού –πιθανόν Βορειοευρωπαίου στην καταγωγή– πράκτορα που έρχεται σε αντιδιαστολή με την εικόνα του θεσσαλονικιού –μεσογειακού και ίσως πιο συναισθηματικού– εβραίου. Μέσα από μια σειρά εξωφρενικών περιστατικών, η περιπέτεια οδηγείται στο τέλος της. Η πανέμορφη εβραία ανταποδίδει τον έρωτα του ήρωα, όμως αυτό δεν αρκεί για να την εμποδίσει να δοθεί ολοκληρωτικά στην υπόθεση που έχει αναλάβει. Έπειτα από ένα ερωτικό διήμερο, η Χαζάν εγκαταλείπει τον Μακρή, για να βρεθεί στο κότερο όπου έχουν βρει καταφύγιο ναζί. Η κοπέλα, που από ελληνίδα εβραία-θύμα έχει γίνει ισραηλινή πράκτορας, θα ανατινάξει το κότερο και θα χαθεί μαζί με τους ναζί.
Η εικόνα των Εβραίων που αναδύεται από τα μυθιστορήματα είναι μάλλον συμπαθής, αν και απλοϊκή, και οπωσδήποτε μακριά από αντισημιτικά στερεότυπα – η ξεχωριστή ομορφιά των δύο εβραίων ηρωίδων παραπέμπει μεν σε στερεότυπο, δεν συνδυάζεται ωστόσο με κανένα αρνητικό χαρακτηριστικό. Πλάι στους, με τα λόγια του Μαρή, «αδυσώπητους, σκληρούς, αποφασισμένους για όλα Ισραηλινούς», οι πράξεις των οποίων, ακόμη κι όταν παραβιάζουν το νόμο, γίνονται ανεκτές, στέκονται οι έλληνες εβραίοι. Πρόκειται για ανθρώπους «απελπισμένους και συγχρόνως αποφασιστικούς».[22] Ιδίως οι επιζώντες των στρατοπέδων, όπως ο Σακκής και η Χαζάν, έχουν, γράφει ο Μαρής, μια «κατεστραμμένη ψυχή, μια ψυχή γεμάτη μίσος».[23] Το μίσος αυτό, απέναντι στο οποίο οι κεντρικοί ήρωες στέκονται με συμπάθεια, ο συγγραφέας θέλει να κατευθύνεται αποκλειστικά προς τους ναζί εγκληματίες. Κατευθύνεται επίσης και προς τους ίδιους τους εβραίους ήρωες, καθώς είναι αποφασισμένοι, προκειμένου να εκδικηθούν, να δώσουν τη ζωή τους. Έτσι, στο Επιχείρησις: Εκδίκησις ο ήρωας μένει στο τέλος μόνος. «Δεν μπόρεσε να τη σταματήσει ούτε η ίδια η αγάπη της για μένα», σκέφτεται. «Από ποιο βάθος της παλιάς ράτσας της βγήκε αυτή η δύναμη;»,[24] αναρωτιέται. Και με αυτά τα λόγια κλείνει το βιβλίο.
Εβραίοι, εβραίες και χριστιανοί συναντιούνται λοιπόν στο έργο του Μαρή, συχνά ερωτεύονται –πάντοτε άντρες χριστιανοί με εβραίες, ποτέ εβραίοι με χριστιανές, υπακούοντας σε έναν ακόμη κοινό τόπο, που όμως αντανακλά και μια πραγματικότητα της εποχής[25]–, αλλά τελικά οι δρόμοι τους χωρίζουν. Πρόκειται, θα λέγαμε, για δύο κόσμους παράλληλους που δεν μπορούν να συγχωνευθούν. Στα έργα που είδαμε, τα άλλοτε θύματα μετατρέπονται σε εκδικητές – άραγε πρόκειται για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος; Όπως και να ’χει, οι εβραίοι και οι εβραίες του Μαρή ανταποκρίνονται στη στερεοτυπική εικόνα που έχει ανάγκη το αστυνομικό μυθιστόρημα της εποχής, εικόνα που ανανεώνεται χάρη στην τότε επικαιρότητα. Προς τιμήν του Μαρή, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπουν σε αντισημιτικά στερεότυπα, όπως άλλα έργα της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής.
[1] Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή ομιλίας στο συνέδριο προς τιμήν του καθηγητή Δημήτρη Κυρτάτα «Χριστιανοί και Εβραίοι: Συναντήσεις από την ύστερη αρχαιότητα στη σύγχρονη Ελλάδα», τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, 18-19 Ιουνίου 2022. Ευχαριστώ τους διοργανωτές για την πρόσκληση, καθώς και τη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, τον Βίκτωρα Καμχή και τον Θρασύβουλο Παπαστρατή για τα σχόλιά τους.
[2] Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Απογευματινή, με τίτλο Στην ξένη πόλη, 1963.
[3] Ernst Kaltenbrunner. Αυστριακός ναζί, αρχηγός των SS στη χώρα του. Δικάστηκε στη δίκη της Νυρεμβέργης (1945-1946) και καταδικάστηκε σε θάνατο.
[4] Βλ. σχετικά Σούζαν-Σοφία Σπηλιώτη, «“Μια υπόθεση της πολιτικής και όχι της δικαιοσύνης”. Η δίκη του Μέρτεν (1957-1959) και οι ελληνο-γερμανικές σχέσεις», στο Ρ. Μπενβενίστε (επιμ.), Οι Εβραίοι της Ελλάδας στην Κατοχή, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 29-41.
[5] Γιάννης Μαρής, Τα χέρια της Αφροδίτης, πρόλογος: Ανδρέας Αποστολίδης, Άγρα, Αθήνα 2013, σ. 134.
[6] Ό.π., σ. 150.
[7] Χαρίκλεια Δελλοπούλου, «Η δίκη του Άιχμαν και αναφορές της σε ημερήσιο και περιοδικό Τύπο στην Ελλάδα το διάστημα από τη σύλληψη ως την εκτέλεσή του (1960-1962)», αδημοσίευτη μεταπτυχιακή σεμιναριακή εργασία, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2011-2012.
[8] Μαρής, ό.π., σ. 166.
[9] Ό.π., σ. 280.
[10] Ό.π., σ. 281.
[11] Γιάννης Μαρής, Μια γυναίκα από το παρελθόν, Το Βήμα, Αθήνα 2008, σ. 178. Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Ακρόπολις, 1963.
[12] Ό.π., σ. 216.
[13] Ό.π., σ. 163.
[14] Ό.π., σ. 163.
[15] ο﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽νηθργεοιεΌ.π., σ. 272.
[16] Ό.π., σ. 234.
[17] Ό.π., σ. 327.
[18] Ό.π., σ. 328.
[19] Δημήτρης Κουσουρής, Δίκες δοσιλόγων 1944-1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη, Πόλις, Αθήνα 2014, σ. 543-551.
[20] Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Ο άλλος εν διωγμώ. Η εικόνα του Εβραίου στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Ζητήματα ιστορίας και μυθοπλασίας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2020, σ. 377.
[21] Γιάννης Μαρής, Επιχείρησις: Εκδίκησις, Μ. Πεχλιβανίδης & ΣΙΑ, χ.χ., Αθήνα, σ. 88. Πρβλ. σ. 143. Πρώτη δημοσίευση με τίτλο «Ένα πρόσωπο τη νύχτα» στο περιοδικό Πρώτο, 1964.
[22] Ό.π., σ. 166.
[23] Ό.π., σ. 173. Μια γυναίκα από το παρελθόν, ό.π., σ. 161.
[24] Ό.π., σ. 221.
[25] Τουλάχιστον όπως αυτή αποτυπώθηκε μεταπολεμικά στους μεικτούς γάμους. Βλ. Μαρία Καβάλα, «Η μεταπολεμική ανασυγκρότηση της εβραϊκής κοινότητας Θεσσαλονίκης. Οι γάμοι και η συνοχή της κοινότητας (1945-1955) στο Γ. Αντωνίου – Ε. Χεκίμογλου (επιμ.), Οι Εβραίοι της Ελλάδας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2022, σ. 219.