Σύνδεση συνδρομητών

Προς μια οικουμενική διαειδική δικαιοσύνη

Παρασκευή, 03 Νοεμβρίου 2023 00:35
Πρώτο στάδιο της ωμότητας. Χαρακτικό του William Hogarth που δείχνει παιδιά να βασανίζουν ζώα, 1751.   
Google Art Project
Πρώτο στάδιο της ωμότητας. Χαρακτικό του William Hogarth που δείχνει παιδιά να βασανίζουν ζώα, 1751.  

Martha C. Nussbaum, Δικαιοσύνη για τα ζώα. Η συλλογική μας ευθύνη, μετάφραση από τα αγγλικά: Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος, Νεφέλη Κατσαφούρου, επιστημονική επιμέλεια: Αζαρίας Καραμανλίδης, Αλέξανδρος Μάμαλης, Κάτοπτρο, Αθήνα 2023, 434 σελ.

Ο άνθρωπος, κύριος και κάτοχος της φύσης (σύμφωνα με τη διατύπωση του Μίλαν Κούντερα), διαπράττει ένα τεράστιας κλίμακας ηθικό έγκλημα εις βάρος των άλλων ζώων. Το ζωικό βασίλειο καταδυναστεύεται από την ανθρωπότητα. Η Μάρθα Νούσμπαουμ, επ’ αυτού, επιχειρεί μια ιδιαίτερη προσέγγιση των δικαιωμάτων, της ηθικής και του δικαίου των ζώων και προτείνει στους ανθρώπους να μην παραμείνουν εκμεταλλευτές ή χρήστες τους. [ΤΒJ]

Όσοι καταγίνονται συστηματικά με την υπόθεση των μη ανθρώπινων ζωών και των υποχρεώσεών μας απέναντί τους έχουν πλέον πλήρη επίγνωση ότι πρόκειται για ζήτημα πολύπλευρο και ακανθώδες, το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με αφορισμούς, με υπεραπλουστεύσεις, με τσιτάτα, καθώς απαιτεί σοβαρό, νηφάλιο, απροκατάληπτο διάλογο, πολλές προσεγγίσεις, πολλά βλέμματα, πολλά ερμηνευτικά εργαλεία. Από την άποψη αυτή δεν μπορούμε παρά να χαιρετίσουμε την ελληνική μετάφραση του έργου της Μάρθα Νούσμπαουμ, Δικαιοσύνη για τα ζώα. Η συλλογική μας ευθύνη, όπου η νομικός και φιλόσοφος καταβάλλει ειλικρινή προσπάθεια προσέγγισης του προβλήματος, απορρίπτοντας την παραδοσιακή και σε μεγάλο βαθμό γερά εδραιωμένη ιεραρχική φυσική κλίμακα και το αυστηρό ανθρωποκεντρικό βλέμμα με το οποίο –εμείς, τα ανθρώπινα πλάσματα– κοιτάζουμε και ερμηνεύουμε τον κόσμο: επιβάλλοντας ταυτόχρονα αυτό το βλέμμα σε βάρος των μη ανθρώπινων. Έτσι, έχοντας τη συνδρομή πολυάριθμων επιστημονικών ερευνών και πορισμάτων, μας προσκαλεί να προσεγγίσουμε τα ζώα όχι με τα σχήματα του ισχυρού ορθολογισμού, αλλά με έναν λόγο πιο ευέλικτο και λιγότερο αφηρημένο, με έναν ταπεινό ορθολογισμό: «Η ανάπτυξη σχέσεων με πτηνά ή με άλλα ζώα, όταν εισδύουμε στον χώρο τους, είναι εκπληκτικά εύκολη, αν προσεγγίσουμε την εμπειρία με ευαισθησία και ταπεινότητα» (σ. 316). Εξού και αποδεικνύεται εύστοχη η μεταφορά του τουρισμού στην οποία καταφεύγει, όταν πρόκειται να οικοδομήσουμε μια αληθινή και γνήσια επαφή με έναν άλλο κόσμο/πολιτισμό, την οποία αντλεί από την εμπειρία της Μπάρμπαρα Σματς με τους μπαμπουίνους: «Η αναλογία του τουρισμού μάς είναι και πάλι χρήσιμη: Το να μάθει κανείς να μιλά άπταιστα μια ξένη γλώσσα [εν προκειμένω τη γλώσσα ενός ζώου] γίνεται πολύ πιο εύκολο, αν βυθιστεί πλήρως σε αυτή, χωρίς ευκαιρίες να καταφεύγει στη μητρική γλώσσα του» (σ. 315).

 

Ατομικότητες

Στη Δικαιοσύνη για τα ζώα, η Νούσμπαουμ πραγματεύεται ένα πλήθος –φιλοσοφικών, πολιτικών, επιστημονικών, κοινωνικών, αλλά και καθημερινότητας– προβλημάτων καθοριστικής σημασίας για τη συζήτηση που, σε διεθνές επίπεδο και πολύπλευρα, διεξάγεται σήμερα σχετικά με την κακοποίηση και τη θανάτωση των ζώων, την κρεατοφαγία, τον καταργητισμό κ.λπ. Υπογραμμίζει πόσο σημαντικό είναι να αναγνωρίσουμε τις αδικίες που διαπράττουμε σε βάρος των μη ανθρώπινων υπάρξεων και την ανάγκη να αποδοθεί δικαιοσύνη· διερευνά φιλοσοφικές θεωρίες που αντιμετώπισαν το πρόβλημα των ζώων από διαφορετικές οπτικές (μεταξύ άλλων των Τζέρεμι Μπένθαμ, Πίτερ Σίνγκερ, Τζον Στιούαρτ Μιλ, Κριστίν Κόρσγκαρντ) αναδεικνύοντας τα, κατά τη γνώμη της, αδύνατα σημεία τους· διατυπώνει την αντίθεσή της προς τη συμβολαιοκρατία, δεδομένου ότι αντιμετωπίζει τα ζώα ως ηθικά υποκείμενα και όχι απλώς ως αντικείμενα συμπόνιας· εξετάζει το ερώτημα του θανάτου στην περίπτωση των ζώων· υπερασπίζεται με σθένος –εμπλουτίζοντας την καντιανή σκέψη– την άποψη ότι τα ζώα δεν αποτελούν μέσα για την ικανοποίηση ανθρώπινων σκοπών, αλλά πλάσματα με εγγενή αξία και δικούς τους σκοπούς· επεξεργάζεται μία περισσότερο εξισωτική κανονιστική ηθική, μέσα από την επέκταση της φιλελεύθερης αντίληψης της πολιτικής σκέψης και πρακτικής στον κόσμο των μη ανθρώπινων πλασμάτων, σε μία προοπτική η οποία ουσιαστικά συγγενεύει με τον κοσμοπολιτισμό, ή ορθότερα τον διευρύνει· δεν διστάζει να επιδιώξει τη σύνθεση καντιανών και αριστοτελικών στοιχείων προκειμένου να απαντήσει στα νέα ερωτήματα που θέτει μετ’ επιτάσεως ένα καινοφανές πρόβλημα όπως εκείνο των ζώων· αμφισβητεί τη ρομαντική εικόνα της «άγριας φύσης» σε έναν κόσμο που πλέον κυριαρχείται εξ ολοκλήρου από τον άνθρωπο· περιγράφει ιστορίες –ενίοτε τρυφερής– φιλίας μεταξύ ανθρώπινων και μη ανθρώπινων όντων· αντιμάχεται τους λόγους που διάφορες ομάδες επικαλούνται, προκειμένου να διαφυλάξουν μία πολιτισμική κληρονομιά που βασίζεται σε βάναυσες πρακτικές· θέτει το δίκαιο απέναντι σε μία πολυειδική πραγματικότητα, τονίζοντας τις υποχρεώσεις που αυτή επιβάλλει ως προς τη δημιουργία εκείνων των νομικών μηχανισμών και δομών που θα διασφαλίσουν τα σχετικά δικαιώματα, καθώς τα ζώα αποτελούν υποκείμενα δικαιοσύνης και πρέπει να αποκτήσουν, τουλάχιστον τα συναισθανόμενα, «νομική υπόσταση» – δίχως εντούτοις να προσπερνά τις δυσκολίες που ένα ανάλογο εγχείρημα ενέχει, όντας υποχρεωμένη να αναγνωρίσει ότι «στις ΗΠΑ [όπου το ισχύον δίκαιο περιλαμβάνει πολλούς και πολλά υποσχόμενους νόμους σε διάφορα επίπεδα για την προστασία των δικαιωμάτων των ζώων] η νομοθετική διαδικασία μαστίζεται από αδιέξοδα, κομματικοποίηση και παρασκηνιακές πιέσεις υπέρ διαφόρων οικονομικών συμφερόντων, εκ των οποίων ένα από τα ισχυρότερα είναι η βιομηχανία του κρέατος. Στον κόσμο που ζούμε, στους τομείς που δεν υπάρχουν πραγματικοί περιορισμοί στον ρόλο του πολιτικού χρήματος, είναι δύσκολο να σημειωθεί οποιαδήποτε πρόοδος έναντι τέτοιων καλά οχυρωμένων συμφερόντων» (σ. 331).

Η Νούσμπαουμ επεκτείνει στα μη ανθρώπινα πλάσματα την «προσέγγιση των ικανοτήτων» –μία θεωρία στην οποία η ίδια έχει αφιερώσει πλήθος έργων και αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της σκέψης της– σύμφωνα με την οποία όχι μόνο στην ανθρώπινη αλλά και σε κάθε άλλη μορφή ζωής πρέπει να αναγνωρίσουμε εγγενή αξία, αξιοπρέπεια, βαθιές ανάγκες, ικανότητες και μορφές ζωής, τις οποίες, όσο και αν ενδεχομένως είναι εντελώς ξένες προς τις δικές μας, οφείλουμε να διευκολύνουμε, ώστε να αναπτυχθούν. Κατά την άποψή της, οι ικανότητες συμβίωσης που πρέπει να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε στα ζώα δεν είναι διαφορετικές από εκείνες των ανθρώπων: ζωή και υγεία, σωματική ακεραιότητα, κινητικότητα και δημόσιος χώρος, σεξουαλικότητα και αναπαραγωγή, εκπαίδευση και εξάσκηση, εργασία, ερεθίσματα, διασκέδαση και παιχνίδι, αισθήσεις, φαντασία και σκέψεις, κοινωνική σύνδεση και πρακτικός λόγος, έλεγχος του υλικού και κοινωνικού περιβάλλοντος (σ. 253-264). Πρόκειται για επιλογή απολύτως θεμελιωμένη, στο βαθμό που «η θεωρία των ικανοτήτων καλύπτει ουσιαστικά το κοινό έδαφος της ευάλωτης, αγωνιζόμενης ζωικότητας που χαρακτηρίζει κάθε είδος» (σ. 138). Εντούτοις, ομολογεί πως είναι πρόθυμη να επεκτείνει τις κατηγορίες του καταλόγου, αν προταθεί κάποια νέα με τρόπο πειστικό.

Για τη Νούσμπαουμ δεν υπάρχει ούτε το αφηρημένο ουσιαστικό Ζώo ούτε το νεφελώδες είδος – το τελευταίο δεν υφίσταται ει μη μόνον ως το πλαίσιο εντός του οποίου οι ικανότητες πρέπει να αναπτυχθούν και μας βοηθά να κρίνουμε αν ένα πλάσμα έχει τις κατάλληλες ευκαιρίες να ανθίσει. Ο άνθρωπος οφείλει να σέβεται τα ζώα, αλλά δεν υπάρχουν ηθικές υποχρεώσεις απέναντι στο είδος. Όπως ακριβώς στην περίπτωση του ανθρώπου, έχουμε υποχρεώσεις απέναντι στο συγκεκριμένο άτομο, στο ζωντανό υποκείμενο, αλλά όχι απέναντι στο ανθρώπινο είδος: υπάρχουν τα άτομα, το καθένα με τη δική του προσωπικότητα, και επομένως πρωτεύουσα σημασία δεν έχει η διάσωση εκείνου ή του άλλου είδους, αλλά ενός εκάστου ζώου ως ξεχωριστής διακριτής ύπαρξης. Λόγω του οικουμενικού χαρακτήρα της θεωρίας των ικανοτήτων αυτή ισχύει για κάθε άτομο, ανεξάρτητα από το είδος στο οποίο ανήκει.

Η θεωρία των ικανοτήτων συνδέεται με τρία ηθικά συναισθήματα: το θαυμασμό, τη συμπόνια/συμπάθεια και την παραγωγική μελλοντοστραφή οργή (θυμός μετάβασης). Ο θαυμασμός ελκύει την προσοχή μας και μας ωθεί να υπερβούμε τον εαυτό μας, εμπνέοντας περιέργεια για έναν πολύπλοκο ξένο κόσμο, καθώς βασίζεται στην αναγνώριση της μεγάλης ποικιλίας των μορφών ζωής, μιας ποικιλομορφίας περισσότερο «οριζόντιας» παρά «κατακόρυφης», αφού δεν καθιερώνει καμία κλίμακα ή ιεραρχία, αν και αναγνωρίζει ορισμένα γενικά κοινά χαρακτηριστικά. Ο θαυμασμός συνδέεται με την πρωταρχική χαρά μας για τη ζωή καθαυτή, απέχει παρασάγγας από τον ναρκισσισμό ή την υπερηφάνεια, βρίσκεται εγγύτερα στο παιχνίδι και μας πληροφορεί για τη σημασία και την αξία όσων βλέπουμε και ακούμε.

Δεδομένου ότι ο θαυμασμός δεν παύει να είναι βαθιά εναρμονισμένος με την ηθική, μας οδηγεί στο δεύτερο στοιχείο, στη συμπόνια/συμπάθεια, όταν διαπιστώνουμε ότι οι ικανότητες του ζώου αναστέλλονται, ότι ο αγώνας του για ζωή ματαιώνεται. Τώρα το βλέμμα μας δεν εστιάζεται τόσο στον πόνο του μη ανθρώπινου πλάσματος όσο στη δίψα του για ζωή, αφυπνίζοντας την ηθική μέριμνα, την ηθική κρίση ότι είναι άδικο να παρεμποδίζεται η ευημερία ενός πλάσματος από τη βλαπτική δράση ενός άλλου. Με άλλα λόγια, η συμπόνια επικεντρώνεται στην ανάγκη κάθε ζώου να βρίσκεται σε συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να ζήσει, να μετακινηθεί, να αντιληφθεί το περιβάλλον του και να ενεργήσει με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο: όταν οι συνθήκες αυτές αποκλείονται, όπως συμβαίνει στον ανθρωποκεντρικό κόσμο μας, η συμπόνια είναι εύλογη. Ο θυμός μετάβασης μας προετοιμάζει για παραγωγική δράση, που θα κατευθύνει προς μια μελλοντική διόρθωση της κατάστασης, αν ο αποκλεισμός που υφίσταται το ζώο είναι άδικος. Όπως σημειώνει με έμφαση η Νούσμπαουμ, «όταν βλέπουμε άδικη παρεμπόδιση, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να κλαψουρίσουμε και να σταυρώσουμε τα χέρια. Είναι η στιγμή να πούμε “Φτάνει πια!”» (σ. 49).

 slaughtered

United States Library of Congress's Prints and Photographs division 

Θανάτωση αγελάδας στο σφαγείο. Φωτογραφία της Marjory Collins, 1945.

 

Σαν εμάς;

Η θεωρία των ικανοτήτων δεν κατατάσσει τα ζώα ανάλογα με την ομοιότητά τους προς τον άνθρωπο ούτε απαιτεί ειδικά προνόμια για όσα ζώα θεωρούνται ότι είναι «σαν εμάς», όπως συμβαίνει με κάποιες άλλες δημοφιλείς θεωρητικές προσεγγίσεις. Διατυπώνει μάλιστα το επιχείρημα ότι η ανθρώπινη μορφή ζωής δεν έχει καμία σημασία, όταν σκεφτόμαστε τι χρειάζεται και τι αξίζει κάθε ζώο. Εκείνο που έχει σημασία είναι οι δικές τους μορφές ζωής: «η αξία της ζωής των ζώων πρέπει να πηγάζει από την καθαυτό ζωή τους. Η αξία εμφανίζεται στον κόσμο σε πολλές ποικιλίες, και κάθε διαφορετικό είδος της έχει σημασία ακριβώς λόγω του είδους της, όχι λόγω της ομοιότητάς με εμάς» (σ. 102). Υπό την οπτική αυτή, χρειάζεται να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας, να διδαχθούμε απ’ αυτά και όχι να φανταζόμαστε ότι τα ζώα είναι κάτι σαν κατώτεροι άνθρωποι που επιζητούν μία διαβίωση λίγο-πολύ σαν τη δική μας: κάθε συναισθανόμενο πλάσμα (ικανό να διαθέτει υποκειμενική οπτική για τον κόσμο και να αισθάνεται πόνο και ευχαρίστηση) πρέπει να έχει την ευκαιρία να ευημερήσει σε μια μορφή ζωής χαρακτηριστική του είδους του: εκείνο που προέχει δεν είναι τόσο και μόνο αν ένα ζώο υποφέρει ή όχι, αλλά κυρίως αν ευημερεί σε περιβάλλον που του ταιριάζει: τα ζώα χρειάζονται κοινωνική αλληλεπίδραση, συχνά με μεγάλες ομάδες άλλων ζώων του είδους τους· χρειάζονται επάρκεια χώρου για να μετακινούνται, καθώς και παιχνίδι και ερεθίσματα. Εξάλλου, κανείς άνθρωπος δεν θα επέλεγε την ανώδυνη ζωή, αν αυτή σήμαινε παραίτηση από κάθε έννοια αγάπης, φιλίας, δραστηριότητας και όλα τα πράγματα για τα οποία έχουμε λόγους να νοιαζόμαστε (σ. 28).

Στο σημείο αυτό, διακρίνουμε μια από τις σημαντικότερες αρετές της θεωρίας των ικανοτήτων: ξεκινώντας από την αρχή ότι τα ζώα δεν είναι «δοχεία ευχαρίστησης και πόνου» (σ. 145), μας προσφέρει τη γόνιμη δυνατότητα να ξεφύγουμε από το στενό και περιοριστικό δίπολο «πόνος/ευχαρίστηση» και από την πορνογραφία του πόνου, με την οποία κατακλυζόμαστε καθημερινά (όλο και πιο σκληρές εικόνες κακοποίησης ζώων, παράνομα βίντεο από σφαγεία, συνθήματα που απευθύνονται στο θυμικό, αλλά ελάχιστα στη λογική), μια πορνογραφία η οποία μπορεί να οδηγήσει αρχικά στον εθισμό και στη συνέχεια στην αδιαφορία – κάτι που απέχει πολύ από τις προθέσεις όσων ακτιβιστών τρέφουν αυθεντικό νοιάξιμο για τα ζώα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία συνηγορία υπέρ της ενικότητας και της αυταξίας του ζώου η οποία εδράζεται περισσότερο στο λόγο και λιγότερο στο συναίσθημα, δίχως ωστόσο να το απορρίπτει, δίχως να αναιρεί τον πόνο που βιώνουν τα μη ανθρώπινα ως αρνητική παράμετρο της ύπαρξής τους: εντούτοις τα ζώα δεν πρέπει να τα αγαπάμε μόνο γιατί υποφέρουν, αλλά κυρίως γιατί επιθυμούν να ζήσουν τη ζωή τους και εμείς τα εμποδίζουμε, περιορίζουμε ή εξαλείφουμε κάθε σχετική δυνατότητα· κι όμως, το καθένα από αυτά έχει τόση αξία όση ο καθένας από εμάς. Εξάλλου, η αποκλειστική εστίαση στον πόνο όχι μόνο μας δίνει μία περιοριστική έως ψευδή εικόνα των άλλων πλασμάτων ως ξεχωριστών ατομικοτήτων, αλλά ενισχύει την εξίσου πλασματική –ισχυρά πατερναλιστική– εικόνα που ο άνθρωπος –εδώ ο φιλόζωος– έχει φροντίσει να πλάσει για τον εαυτό του, ως προστάτη των αδυνάτων και «των δίχως φωνή». Στην προοπτική αυτή η Νούσμπαουμ υπενθυμίζει πως υπάρχουν και πολυάριθμες περιπτώσεις όπου τα ζώα υφίστανται δεινά, περιορισμούς και αδικίες, δίχως να κακοποιούνται άμεσα ή να δολοφονούνται. Για παράδειγμα, η κατασκευή ενός μεγάλου αυτοκινητόδρομου μέσα από ένα δάσος μπορεί να μην εξοντώνει τα ζώα ή τα πουλιά που κατοικούν σε αυτό, αλλά καταστρέφει το ενδιαίτημά τους και τα υποχρεώνει να υποστούν περιορισμούς, διαλύει τις κοινωνίες τους, τα εξαναγκάζει να μεταβάλλουν εντελώς τη ζωή τους. Τα προγράμματα ηχητικού εντοπισμού του πολεμικού ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών διατάρασσαν σε τέτοιο σημείο τις ικανότητες και τη ζωή των φαλαινών ώστε το ομοσπονδιακό εφετείο των ΗΠΑ δεν μπορούσε παρά να παραδεχτεί ότι παραβίαζαν τη νομοθεσία, σε μία ιστορικής σημασίας απόφαση (σ. 152-153), ενώ κάτι ανάλογο παρατηρείται σε βάρος των ίδιων κητοειδών από τις διαταραχές του θαλάσσιου ηχητικού περιβάλλοντος λόγω των ποικίλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων (σ. 354-355). Ας μην παραβλέπουμε επίσης τις επιπτώσεις της εκτεταμένης φωτορύπανσης.

Δεν θα μείωνε ούτε κατ’ ελάχιστο την αξία του έργου της Νούσμπαουμ η παρατήρηση ότι θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με πολλά από τα συμπεράσματα στα οποία οδηγείται ο διαφωτισμένος μετριοπαθής πατερναλισμός της, δεδομένου ότι η ίδια επιδιώκει περισσότερο μια τακτοποίηση της σημερινής κατάστασης (την οποία δημιούργησαν αιώνες ανθρώπινης αυθαιρεσίας) παρά κάποια ριζοσπαστική μεταβολή της. Τα αδύναμα σημεία της προσέγγισης που επιχειρεί δεν καθίστανται ορατά μόνο στις αποστάσεις που επιμελώς φροντίζει να κρατά από αντιλήψεις όπως ο καταργητισμός και η βίγκαν διατροφή («Ο καταργητισμός δεν είναι καλός για τα ζώα αυτά [σκύλους, γάτες, άλογα], τα οποία μπορούν να ευημερήσουν μόνο σε συνεργασία με τον άνθρωπο. Ούτε η αυστηρά χορτοφαγική ιδέα της μη χρήσης συνιστά έγκυρο οδηγό ηθικής συμπεριφοράς», σ. 267), από τις πρακτικές περιβαλλοντικών ακτιβιστών, όπως εκείνες της Sea Shepherd (σ. 360) και από «ακραίες» απόψεις, όπως εκείνες του δικαστή William Douglas, o οποίος ήδη το 1972 οραματιζόταν μία νέα εποχή, «“όταν θα υπάρξει διασφάλιση ότι κάθε μορφή ζωής που αντιπροσωπεύεται [στο περιβάλλον] θα παρίσταται ενώπιον των δικαστηρίων – ο δρυοκολάπτης, το κογιότ, η αρκούδα, το λέμινγκ, η πέστροφα”. Αν με τη φράση “κάθε μορφή ζωής” εννοείται επέκταση της νομικής υπόστασης και πέραν των συναισθανόμενων ζώων, διαφωνώ προσωπικά, με όλο τον σεβασμό» (σ. 343).

Σε ορισμένα σημεία είναι ακόμη πιο ορατός ο κίνδυνος ακύρωσης των μεταρρυθμιστικών απόψεών της. Παρότι η ίδια πολύ σωστά μέμφεται την απαράδεκτη πραγματικότητα των παραδοσιακών ζωολογικών κήπων, στους οποίους τα ζώα ζούσαν σε κάθε άλλο παρά, για τα ίδια και τις ανάγκες τους, «διευκολυντικό περιβάλλον», ωστόσο εγκρίνει την υπό όρους ύπαρξη των ζωολογικών κήπων για επιστημονική έρευνα. Ο προβληματικός χαρακτήρας της θέσης της Νούσμπαουμ γίνεται καταφανής και στο ζήτημα της χρήσης των δελφινιών από τη μεριά των ανθρώπων για λόγους ψυχαγωγίας, αφού τα δελφίνια «μπορούν να ευδοκιμήσουν υπό συνθήκες αιχμαλωσίας» (σ. 292). Όπως ίχνη ανθρωπομορφισμού διακρίνουμε στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την εκπαίδευση κάποιων ζώων (σκύλων, αλόγων κ.λπ.), προκειμένου να συμμετέχουν σε εργασιακές ή άλλες ανθρώπινες πρακτικές (σ. 263).

 

Αντιφάσεις

Επιπροσθέτως, η θεωρία για τη δικαιοσύνη της Νούσμπαουμ θέτει όρια όσον αφορά τα ζώα στα οποία αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί: αφορά τα συναισθανόμενα. Αναγνωρίζει όμως πως δεν είναι πάντα εύκολο να ορίσουμε με ακρίβεια ποια πλάσματα μπορούμε να εισαγάγουμε σε αυτήν τη σφαίρα. Για παράδειγμα, μολονότι μας προσκαλεί «να έχουμε πάντα τα μάτια μας και τον νου μας ανοικτά, να χαράσσουμε τη γραμμή αυτή [τη διαχωριστική γραμμή όσον αφορά τη δικαιοσύνη] με ταπεινότητα και διστακτικότητα, γνωρίζοντας ότι οι γνώσεις μας είναι εξαιρετικά ελλιπείς» (σ. 179), ότι «δεν είναι η πρώτη φορά που κάνουμε λάθος για τη συναίσθηση [...]. Καλύτερα να είμαστε υπέρ το δέον προσεκτικοί, καθώς προσπαθούμε να διευρύνουμε τις γνώσεις μας» (σ. 185), η ίδια με σχετική ευκολία εξοβελίζει πέραν αυτής της γραμμής τους ελασματοβράγχιους ιχθείς (καρχαρίες και σαλάχια), επειδή «δεν υπάρχουν [σσ. σήμερα δεν υπάρχουν, ίσως επειδή εμείς δεν κατέχουμε τα κατάλληλα εργαλεία, επειδή δεν ξέρουμε πώς να τα προσεγγίσουμε κ.λπ.] αποδεικτικά στοιχεία ότι τα ελασματοβράγχια έχουν ανατομικά χαρακτηριστικά επαρκή για αλγαισθησία –διακρίνονται από “γενική έλλειψη αλγοϋποδοχέων”–, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να συμπεράνουμε ότι δεν είναι συναισθανόμενα όντα» (σ. 180). (Να υπενθυμίσουμε πως παρεμφερείς κρίσεις διατυπώνονταν μέχρι πριν ορισμένες δεκαετίες για πολλά από τα ζώα που η Νούσμπαουμ εντάσσει στη θεωρία της δίχως τον παραμικρό δισταγμό.) Από τα έντομα σε κάπως καλύτερη θέση είναι οι μέλισσες, αλλά πάντως όχι και σε πολύ καλύτερη, αφού «υπάρχουν λόγοι να είμαστε διστακτικοί [απέναντι στο ενδεχόμενο οι μέλισσες να διαθέτουν υποκειμενική αισθητήρια επίγνωση]» (σ. 186).

Αλλά το πλέον προβληματικό σημείο εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο υπερασπίζεται κάποιες πρακτικές της κτηνοτροφίας και κυρίως την κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης και ψαριών μέσα και από την προσωπική της μαρτυρία (σ. 209), όπου η συγγραφέας προβάλλει το επιχείρημα ότι, επειδή η ίδια θέλει να γυμνάζεται και δεν μπορεί να λαμβάνει φυτικές πρωτεΐνες, πρέπει να τρώει μεγάλες ποσότητες ψαριών: αρκεί βέβαια να δολοφονούνται ανώδυνα! Ο ανώδυνος θάνατος φαίνεται να δικαιολογεί ένα σωρό δολοφονίες: «Προς το παρόν φαίνεται πιθανό ένας ανώδυνος θάνατος να μη βλάπτει τα ψάρια με τον τρόπο που βλάπτει άλλα ζώα διαφορετικών τύπων νοητικής ζωής και σχεδίων. Τα ψάρια αλιεύονται συνήθως μετά την ενηλικίωσή τους και, αν μέχρι τη στιγμή του θανάτου τους κολυμπούν χαρούμενα και πεθαίνουν πραγματικά ανώδυνα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο θάνατος δεν συνιστά βλάβη για τα ψάρια»· και τους αστακούς μπορούμε να τους καταβροχθίζουμε, αν τους θανατώνουμε ανώδυνα (σ. 207), για να καταλήξει στο μάλλον οξύμωρο συμπέρασμα πως «πρέπει να είμαστε ανοικτοί σε κάθε νέα γνώση σχετικά με το ζήτημα αυτό» (σ. 210). Μόνο που με παρόμοια επιχειρηματολογία υπάρχει ο κίνδυνος πολυάριθμων αυθαιρεσιών, βάζοντας από το παράθυρο ό,τι είχαμε διώξει από την πόρτα, δεδομένου ότι αφήνει ανοιχτά πολλά παράθυρα για την καταπάτηση των δικαιωμάτων των ζώων.

Με δύο λόγια συχνά δημιουργείται η εντύπωση ότι η Νούσμπαουμ φοβάται τις προεκτάσεις της προσέγγισής της, με συνέπεια αντί να έχουμε στα χέρια μας ένα από τα πλέον ριζοσπαστικά κείμενα των τελευταίων ετών, αναφορικά με το ζήτημα των μη ανθρώπινων, το εγχείρημα να μένει ημιτελές. Σε κάθε περίπτωση το ενδιαφέρον της εν προκειμένω είναι αυθεντικό και ειλικρινές. Άλλωστε είναι προφανές πως, όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο με φιλοσοφική βαρύτητα και πολιτικό βάθος, ο σκοπός μας δεν πρέπει να είναι τόσο να συμφωνήσουμε σε όλα τα σημεία με τις απόψεις που διατυπώνονται. Επομένως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η Νούσμπαουμ με τούτο το πολύτιμο κείμενο ανεβάζει πολύ τον πήχη της συζήτησης για τα ζώα και τη δικαιοσύνη που τους οφείλουμε, και δεν είναι λίγο.

Σημείωση: Το βιβλίο της Νούσμπαουμ συνομιλεί, άλλοτε συμφωνώντας και άλλοτε διαφωνώντας, άλλοτε σε μικρότερο και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό, φιλοσοφικά με την Christine Korsgaard και πολιτικά με τους Sue Donaldson και Will Kymlicka, προς τούτο και συστήνονται σε όποιον ενδιαφέρεται να εμβαθύνει στο ζήτημα των ζώων δύο σημαντικές εκδόσεις: Christine M. Korsgaard, Οικεία πλάσματα. Η καντιανή ηθική και οι υποχρεώσεις μας προς τα ζώα, μτφ. Κώστας Αλεξίου, Κυαναυγή, Αθήνα 2021 και Sue Donaldson & Will Kymlicka, Ζωόπολις. Μία πολιτική θεωρία για τα δικαιώματα των ζώων, μτφ. Γρηγόρης Μολύβας, Πόλις, Αθήνα 2021.

 

 

 

 

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.