Ι.
To 1928 o ιταλός νομικός και αντιφασίστας Τσέζαρε Γκορέτι (1886-1952) δημοσίευσε στη Rivista di filosofia ένα δοκίμιό του με τον τίτλο «Το ζώο ως υποκείμενο δικαίου»,[1] κείμενο σχεδόν προδρομικό, αφού εισήγαγε θεματικές οι οποίες, τις δεκαετίες που ακολούθησαν, έμελλε να απασχολήσουν εντονότατα ένα πλέγμα επιστημών, από τη φιλοσοφία μέχρι τη βιολογία και τη βιοηθική. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι, παρ’ όλους τους περιορισμούς και τα όρια που αναπόφευκτα χαρακτηρίζουν ένα εγχείρημα στα μέχρι τη στιγμή εκείνη αχαρτογράφητα νερά της σχέσης μεταξύ ζώου και δικαίου, το δοκίμιο του Γκορέτι φιλοδοξούσε να απαλλάξει τις νομοθεσίες και τις κανονιστικές θεωρίες από τις ηθικές και τις συναισθηματικές επιδράσεις, από στοιχεία που είχαν να κάνουν περισσότερο με «ζητήματα της καρδιάς» παρά με μια ορθολογική επιχειρηματολογία, ώστε να δοθεί ένας ολοκληρωμένος ορισμός των δικαιωμάτων των ζώων που να εδράζεται στη συστηματική χρήση λογικών εννοιών και ερμηνειών, αναγνωρίζοντας έτσι και τη δικαιική υποκειμενικότητα στα ζώα. O Γκορέτι, εκκινώντας από την κριτική της καρτεσιανής μηχανιστικής αντίληψης, η οποία είχε μετατρέψει τα ζώα σε αντικείμενα και απλά αυτόματα δίχως συναισθήματα και νοημοσύνη,[2] θα δείξει πως κάθε ζώο έχει τη δική του ειδική δικαιική αξία: η υποκειμενικότητά του έγκειται στο ίδιο το γεγονός ότι αποτελεί εμπειρικό υποκείμενο σκοπών και εκδηλώνεται τη στιγμή κατά την οποία αναπτύσσει μια σχέση με τον άνθρωπο, συμμετέχοντας στην ανθρώπινη ζωή, αποκτώντας χάρη σ’ αυτή τη συμμετοχή ορισμένα δικαιώματα: το δικαίωμα μιας αξιοπρεπούς μεταχείρισης, το δικαίωμα να μη θεωρείται πράγμα και απλό μέσο, το δικαίωμα να μην υποφέρει και να μην υφίσταται κακοποιήσεις. Ωστόσο ο όρος «δικαιώματα των ζώων» είχε εμφανιστεί λίγες δεκαετίες νωρίτερα στο έργο του άγγλου κοινωνικού συγγραφέα και ακτιβιστή Χένρι Σολτ (1851-1939), Animals’ Rights (1892), για τον οποίον η χειραφέτηση και η απελευθέρωση του ανθρώπου πηγαίνουν χέρι χέρι με την απελευθέρωση των ζώων: αποτελούν δυο μορφές πάλης αχώριστες η μία από την άλλη.
Αν μνημονεύουμε εδώ το έργο των Γκορέτι και Σολτ είναι γιατί σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι το ζήτημα των δικαιωμάτων των ζώων ενέσκηψε σαν κεραυνός εν αιθρία με τα ομολογουμένως σημαντικά κείμενα των Πίτερ Σίνγκερ (Animal Liberation. A New Ethics for our Treatment of Animals, 1975)[3] και Τομ Ρίγκαν (The Case for Animal Rights, 1983). Μπορεί στις ημέρες μας να έχει λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις και μια ευρύτερη αποδοχή ως αντικείμενο συζήτησης, εκτός και εντός του ακαδημαϊκού χώρου, αλλά ήδη κατά το παρελθόν το ζήτημα αυτό είχε απασχολήσει πολλά προοδευτικά πνεύματα, από την αρχαιότητα (με τον Πλούταρχο και τον Πορφύριο να έχουν περίοπτη θέση) έως και ολόκληρο τον 20ό αιώνα,[4] πολύ συχνά σε συνδυασμό με την πρόταση για μια χορτοφαγική διατροφή. Φαίνεται όμως πως για αρκετούς αιώνες και με πλάγιο τρόπο τα ζώα θεωρούνταν υποκείμενα με δική τους αυτόνομη προσωπικότητα, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε να σύρονται σε δίκες με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας, του τραυματισμού ανθρώπων ή της φθοράς ανθρώπινης περιουσίας. Έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας πλήθος εγγράφων που αποδεικνύουν πως κατά τον Μεσαίωνα, αλλά και μεταγενέστερα, πολλά ζώα καταδικάζονταν σε θάνατο και απαγχονίζονταν, επειδή είχαν κριθεί ένοχα για φόνους παιδιών ή για άλλα αδικήματα.[5] Αναγνωριζόταν έτσι στα ζώα μια προθετικότητα την οποία σήμερα, με διάφορα επινοήματα, τους τη στερούμε. Έστω με αυτόν τον λοξό τρόπο οι άνθρωποι απέδιδαν στα ζώα περισσότερη προσωπικότητα από την πλειονότητα των ομοειδών τους τον 21ο αιώνα, δεδομένου ότι ακόμη αποτελεί αντικείμενο συζήτησης και αντιπαράθεσης αν τα ζώα κατέχουν νοημοσύνη και συναισθήματα!
ΙΙ.
Η αναφορά σε λιγότερο ή περισσότερο τολμηρά εγχειρήματα αναγνώρισης δικαιωμάτων και προσωπικότητας των ζώων του παρελθόντος κάθε άλλο παρά θέλει να μειώσει την αξία ενός σπουδαίου έργου όπως το Ζωόπολις, των Σου Ντόναλντσον και Γουίλ Κίμλικα (ερευνήτρια και καθηγητής αντίστοιχα του τμήματος Φιλοσοφίας του Queen’s University του Οντάριο). Περισσότερο αποσκοπεί να υπογραμμίσει ότι, αν και φιλόσοφοι, στοχαστές και ακτιβιστές καταπιάνονται με αυτό το πρόβλημα εδώ και αιώνες, παλεύοντας είτε για την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους είτε για την πλήρη απελευθέρωσή τους, η κατάσταση των ζώων ουσιαστικά δεν έχει βελτιωθεί. Και το γεγονός ότι μέχρι σήμερα έχουν γίνει τόσο λίγα αναδεικνύει ακόμη περισσότερο την τόλμη του εγχειρήματος των Ντόναλντσον και Κίμλικα, γιατί πρόκειται για ένα σύνθετο και πολύπλευρο ζήτημα το οποίο, μολονότι οι δύο συγγραφείς το «πιάνουν» κυρίως από τη σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας, άπτεται πολλών –όχι μόνο επιστημονικών– πεδίων, συνδέεται και έρχεται σε σύγκρουση με οικονομικά συμφέροντα[6] και με παγιωμένες θρησκευτικές παραδόσεις, εν τέλει με την ίδια την καθημερινότητά μας.[7]
Οφείλουμε τον όρο «Ζωόπολις» στην Τζένιφερ Γουόλτς,[8] η οποία θέλησε με μια «διαειδική αστική θεωρία» (transspecies urban theory) να μας δώσει μια εικόνα για το πώς μπορούμε να εργαστούμε προς μεγαλύτερη συνύπαρξη με τα διάφορα είδη μη ανθρώπινων πλασμάτων (nonhumans) που ζουν σε πόλεις, δεδομένου ότι αυτά έχουν προσαρμοστεί στην αστική ζωή και είναι μέρος της πραγματικότητάς της· επομένως οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη το ευρύ φάσμα των πλασμάτων που κατοικούν σε αυτές, αμφισβητώντας και την παραδοσιακή αντίθεση (ανθρώπινος) πολιτισμός/(άγρια) φύση. Οι Ντόναλντσον και Κίμλικα υιοθετούν τον όρο (σ. 479, σημ. 46), δίνοντάς του μια νέα διάσταση και φροντίζοντας να εξετάσουν το διαειδικό στοιχείο της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας υπό το πρίσμα της πολιτικής φιλοσοφίας. Το Ζωόπολις δεν είναι ούτε και φιλοδοξεί να είναι εύκολο ανάγνωσμα· ούτε αποτελεί συνηθισμένο ζωοφιλικό βιβλίο που προσεγγίζει το ζήτημα των ζώων από διατροφική σκοπιά. Δεν αποσκοπεί να χτυπήσει στο θυμικό μας, αλλά στη λογική μας. Είναι ένα πολύπλευρο «στρατευμένο» έργο που θέλει να μας κάνει να σκεφτούμε, να προβληματιστούμε, ενδεχομένως να διαφωνήσουμε μαζί του, αλλά κυρίως αυτό: να μας δώσει να καταλάβουμε ότι οι υπάρξεις που ζουν δίπλα μας δεν είναι ούτε παιχνίδια ούτε τρόπος να γεμίζουμε τα δικά μας κενά. Οι Ντόναλντσον και Κίμλικα κατορθώνουν να μας αποδείξουν πόσο αθεμελίωτη είναι η –διαδεδομένη στη φιλοσοφική παράδοση και στην πολιτική πράξη– άποψη σύμφωνα με την οποία τα μη ανθρώπινα ζώα δεν θα πρέπει να θεωρούνται πολιτικά υποκείμενα, στο βαθμό που είναι ανίκανα να μιλήσουν. Και είναι αθεμελίωτη γιατί βασίζεται (α) σε μια πεπλανημένη αντίληψη του πολιτικού πράττειν και (β) στην εξίσου εσφαλμένη αντίληψη που έχουμε για τη γλώσσα, αφού τα ζώα είναι σε θέση να επικοινωνούν τόσο μεταξύ τους όσο και με τους ανθρώπους. Αναπτύσσουν έτσι μια πρόταση περί δικαιωμάτων των ζώων που τα θεωρεί ενεργά πολιτικά υποκείμενα και ρίχνει το γάντι στον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα ζώα και τις σχέσεις που δημιουργούμε με αυτά. Το Ζωόπολις συνιστά αναμφίβολα ένα φιλόδοξο εγχείρημα θεμελίωσης μιας νέας θεωρίας για τα δικαιώματα, η οποία όχι μόνο δεν θα προσπερνά, αλλά θα αναδεικνύει την καθημερινή παρουσία των ζώων στις ανθρώπινες κοινότητες, αποσκοπώντας στην εννοιολόγηση και στη διεύρυνση των διάφορων τρόπων προσέγγισης και πλαισίωσης, από κανονιστική σκοπιά, των ποικίλων μορφών συμβίωσης ανθρώπινου και ζωικού στοιχείου.
Πρέπει εξαρχής να αποσαφηνιστούν δύο σημεία βάσει των οποίων οι συγγραφείς επιχειρούν από τη μια να απορρίψουν τις άλλες προτάσεις επίλυσης του ζητήματος των ζώων –είτε ως ανέφικτες και μη ρεαλιστικές είτε ως ανεπαρκείς– και από την άλλη να οικοδομήσουν τη δική τους. Οι δύο κατευθύνσεις συγκλίνουν στην πολιτική φιλοσοφία η οποία, υπό τη δική τους οπτική, είναι η πλέον κατάλληλη να μας παράσχει τα εννοιολογικά εργαλεία-κλειδιά που θα χρειαστούμε, ώστε να μεταφράσουμε τις ηθικές ενοράσεις σε ένα θεσμικό πλαίσιο. Το πρώτο σημείο θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: Τα ζώα είναι εδώ και οφείλουμε να μάθουμε να ζούμε μαζί τους, όπως μαθαίνουμε να συμβιώνουμε με άλλους ανθρώπους ή με άλλα έθνη· αφήνοντας πίσω μας την καταχρηστική μεταχείρισή τους που για αιώνες επιφυλάσσαμε σε βάρος τους και επιχειρώντας ένα νέο ξεκίνημα. Το δεύτερο έχει να κάνει με την αδήριτη ανάγκη τα αρνητικά δικαιώματα των ζώων, στα οποία προβλέπουν οι περισσότερες υφιστάμενες θεωρίες («να μη βασανίζονται ή να μη θανατώνονται ή να μη φυλακίζονται δίχως δίκαιη δίκη», σ. 20), να διευρυνθούν και να συνδυαστούν με μια σειρά από θετικά δικαιώματα που εξαρτώνται από τη φύση της σχέσης ανθρώπων-ζώων (σ. 28). H θεμελιώδης θέση των συγγραφέων είναι ότι όλα τα όντα έχουν απαραβίαστα δικαιώματα δυνάμει της συναίσθησης ή εαυτότητάς τους, αφού έχουν «υποκειμενική εμπειρία του κόσμου» (σ. 58). Η ενσώματη εαυτότητα πολύ εύστοχα αποφεύγει να συνδέσει τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα με τον Ορθό Λόγο, καθώς κάτι τέτοιο θα ήγειρε σοβαρούς κινδύνους αποκλεισμού από την κοινότητα όχι μόνο των ζώων, αλλά και ανθρώπινων όντων, όπως τα παιδιά ή τα άτομα με νοητική υστέρηση. Έτσι προκρίνεται η ορατότητα στον δημόσιο χώρο ως καθοριστική εμπειρική βάση για τη διυποκειμενική αναγνώριση, από την οποία απορρέουν όχι μόνο ηθικά καθήκοντα αλλά και νομικώς διαρρυθμισμένες ευθύνες.
Η απόδοση θεμελιωδών και απαραβίαστων δικαιωμάτων στηρίζεται σε μια επιχειρηματολογία ανάλογη εκείνης των υπερασπιστών των δικαιωμάτων για όλα τα ανθρώπινα όντα, ανεξαρτήτως νοημοσύνης, γλωσσικών ή σωματικών χαρισμάτων, αρτιμέλειας, συναισθηματικότητας, προσωπικότητας, αφαιρετικής γνωστικής ικανότητας κ.λπ.: για όλα τα πλάσματα που υπάγονται στις λεγόμενες «οριακές περιπτώσεις».
Αυτό είναι ξεκάθαρο στην ανθρώπινη περίπτωση. Όταν έχουμε να κάνουμε με συναισθηματικά ανθρώπινα όντα, δεν αποδίδουμε βαθμούς θεμελιωδών δικαιωμάτων ή απαραβίαστου σύμφωνα με τις διαφορές ως προς την ηθική περιπλοκότητα, νοημοσύνη ή συναισθηματική ή ηθική γκάμα. Απλοϊκοί ή τετραπέρατοι, εγωιστές ή άγιοι, νωχελικοί ή αεικίνητοι – όπως και να είμαστε, όλοι δικαιούμαστε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, επειδή όλοι είμαστε ευάλωτοι εαυτοί. […] Το ηθικό στάτους δεν στηρίζεται σε κρίσεις περί ηθικής περιπλοκότητας, αλλά απλώς στην αναγνώριση της εαυτότητας. (σ. 57)
Στα ζώα όπως και στους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες τα θεμελιώδη και απαραβίαστα δικαιώματα πρέπει να είναι εγγυημένα, γιατί «έχουν υποκειμενική εμπειρία του κόσμου», εαυτότητα, αδιάφορα από τον βαθμό που μοιάζουν στον άνθρωπο. Ακόμα και αν με τα σημερινά επιστημονικά όργανα και στοιχεία οι νόες κάποιων ζώων (μαλάκια, έντομα) φαίνονται απροσπέλαστοι και να χωρίζονται με αγεφύρωτο χάσμα από τους δικούς μας, τίποτε δεν αποκλείει στο μέλλον να μπορούμε να τους γνωρίσουμε (σ. 59).
Η αναγνώριση των ζώων ως προσώπων ή εαυτών με απαραβίαστα δικαιώματα «σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε πως δεν αποτελούν μέσο για τους δικούς μας σκοπούς» (σ. 74): απορρίπτεται τόσο η ωφελιμιστική θέση («μπορούμε να θυσιάσουμε τα πλέον θεμελιώδη συμφέροντα ενός ατόμου προς χάριν του μεγαλύτερου αγαθού των άλλων», σ. 40) όπως και η εξίσου βολική για τον άνθρωπο διπρόσωπη εργαλειακή ηθική που θέλει να ακολουθούμε τον «ωφελιμισμό για τα ζώα, τον καντιανισμό για τους ανθρώπους» (σ. 42). Τα ζώα δεν έχουν τοποθετηθεί στη γη για να μας υπηρετούν, να μας τρέφουν ή να μας παρέχουν ανέσεις. Έχουν τη δική τους υποκειμενική ύπαρξη και ως εκ τούτου τα δικά τους ίσα και απαραβίαστα δικαιώματα στη ζωή και την ελευθερία, που απαγορεύουν να τα σκοτώνουμε, να τα περιορίζουμε, να τα κάνουμε ιδιοκτησία μας και να τα υποδουλώνουμε (σ. 74).
ΙΙΙ.
Οι Ντόναλντσον και Κίμλικα σε μεγάλο βαθμό επιχειρούν να εφαρμόσουν στα ζώα και στις σχέσεις μας με αυτά θεωρίες, κατηγοριοποιήσεις και έννοιες που αντλούν από την ιδεολογική σκευή του δημοκρατικού φιλελευθερισμού, όπως η ιδιότητα του «πολίτη», του «οικονομικού μετανάστη», του «πρόσφυγα» ή του «μέτοικου» κ.ά. Όπως μάλιστα θα αναγνωρίσουν, η φιλελεύθερη ηθική-πολιτική οπτική τους αντανακλά την ηθική μιας τηλεοπτικής σειράς της οποίας είναι φανατικοί οπαδοί, «του Σταρ Τρεκ και της ηθικής που πρεσβεύει για την επαφή, τη συνύπαρξη και τη συνεργασία ανάμεσα στα είδη. […] Το Εντερπράιζ συναπαντά πολλά είδη ανίκανα να παραγάγουν έναν Σαίξπηρ (ή έναν Σποκ ή έναν Ντέιτα), την ανθρώπινη γλώσσα ή τον ανθρώπινο ηθικό αναστοχασμό· εντούτοις όλα προσεγγίζονται με την ίδια ηθική του σεβασμού απέναντι στη δική τους μοναδική προσαρμοστική νοημοσύνη και συνείδηση» (σσ. 421-422).
Στο πλαίσιο αυτό, η εξέλιξη της θεωρίας περί ιδιότητας του πολίτη παρέχει ένα χρήσιμο υπόδειγμα για τη διευρυμένη θεωρία για τα δικαιώματα των ζώων, αρκεί να μην έχουμε μια στενή αντίληψη της πρακτικής που διέπει την ιδιότητα του πολίτη, ακόμη και σε σχέση με τους ανθρώπους, ούτε μια υπερβολικά στενή αντίληψη των δυνατοτήτων που έχουν τα ζώα: αν δούμε πώς λειτουργεί η ιδιότητα του πολίτη σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης ποικιλομορφίας, θα μπορέσουμε να καταλάβουμε πώς και τα ζώα μπορούν να λειτουργήσουν στο πλαίσιο πρακτικών που συνυφαίνονται με αυτή την ιδιότητα (σ. 34). Παρότι έχουν απόλυτη συναίσθηση ότι δεν αρκεί η «διαφοροποιημένη ιδιότητα του πολίτη», δηλαδή η απλή μεταφορά και προσαρμογή αυτών των κατηγοριών και αυτών των εννοιών από τα ανθρώπινα στα ζωικά συμφραζόμενα, για τη διευθέτηση των προβλημάτων, καθώς υφίστανται ποιοτικές διαφορές, υποστηρίζουν πως οι ιδέες αυτές είναι γνήσια διαφωτιστικές (σ. 33).
Οι Ντόναλντσον και Κίμλικα, θεωρώντας απλουστευτική και παραπλανητική την παραδοσιακή διάκριση των ζώων σε άγρια και εξημερωμένα, τα κατατάσσουν σε τρεις κατηγορίες: εξημερωμένα, άγρια και οριακής ταξινόμησης.
α) Στα εξημερωμένα (Κεφάλαια 4-5) αναγνωρίζεται η ιδιότητα του πολίτη, όντας πλήρη μέλη των μεικτών σύγχρονων κοινωνιών. Πρόκειται για ζώα (ο σκύλος, η γάτα, η αγελάδα κ.ά.) τα οποία οι άνθρωποι εξημέρωσαν με βίαιο τρόπο κατά τα παρελθόν για τους δικούς τους σκοπούς. Η εξημέρωση αυτών των ζώων έχει μεταβάλει με μη αναστρέψιμο τρόπο τα χαρακτηριστικά τους (για παράδειγμα, έχουν μειωμένη επιθετικότητα, επιθυμία να μαθαίνουν και διάθεση για συνεργασία) και έτσι έχει καταστεί αδύνατη η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση. Τα εξημερωμένα ζώα παρίστανται ως ισότιμα μέλη και συνεργάτες σε ένα ανοιχτό και σε διαρκή εξέλιξη συλλογικό κοινωνικό εγχείρημα, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διαειδικό, αφού δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί σε προκαθορισμένες ερμηνευτικές κατασκευές και υπερβαίνει τα όρια του είδους. Στο πλαίσιο αυτό μεταξύ ανθρώπων και ζώων αναπόφευκτα αναπτύσσονται ποικιλόμορφες σχέσεις συμβίωσης και διάδρασης, αφού «τα εξημερωμένα ζώα είναι συμπολίτες μας στην κοινότητα» (σ. 166) και θα μπορούσαν να παρομοιαστούν «με την περίπτωση των πρώην δούλων, των αποσπασμένων εργατών ή των ξένων μεταναστών τους οποίους αρχικά φέραμε σε μια κοινότητα ως κατώτερη κάστα, αλλά οι οποίοι ορθώς απαίτησαν την ένταξή τους στο “εμείς” της πολιτικής κοινότητας» (σ. 167).
Οι συγγραφείς θεωρούν τα εξημερωμένα ζώα ενεργά υποκείμενα σε θέση να αλληλεπιδράσουν με τους ανθρώπους και επομένως να συνδημιουργήσουν μαζί τους τον κόσμο, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με μία «υποβοηθούμενη» συμμετοχή στη διαβουλευτική διαδικασία, σύμφωνα με το υπόδειγμα του καταπιστεύματος που εισηγούνται, ακολουθώντας τα πορίσματα των Λέσλι Πίκερινγκ Φράνσις και Ανίτα Σίλβερς στο πεδίο των ανθρώπων με σοβαρή νοητική υστέρηση ή άλλη αναπηρία (σ. 173-178), που ενδεχομένως να μην μπορούν οι ίδιοι να ψηφίσουν και να εκφράσουν με λόγια όσα θέλουν, αλλά πρέπει να εκπροσωπούνται στην κοινότητα. Πρόκειται για μια μορφή εξαρτημένης ικανότητας δράσης βασισμένης στην εμπιστοσύνη, μέσω αντιπροσώπευσης των συμφερόντων τους διά ανθρώπων-πληρεξουσίων (σ. 175-176 και 252-254). Είναι προφανές ότι οι ανάγκες των ζώων-πολιτών πρέπει να λαμβάνονται πάντα υπόψη στους χωροταξικούς και πολεοδομικούς σχεδιασμούς των πόλεων και σε κάθε έκφανση του δημοσίου βίου (υγεία, πολιτική προστασία, σύστημα απονομής δικαιοσύνης κ.λπ.).
β) Τα άγρια (Κεφάλαιο 6) επιθυμούν να ζήσουν σύμφωνα με τις συνήθειές τους σε περιοχές και βιότοπους που έχουν επιλέξει για να διαμένουν και να αναπτύσσουν την εαυτότητά τους, σχηματίζοντας δικές τους κυρίαρχες κοινότητες. Αυτά, μολονότι δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ως συμπολίτες των ανθρώπων, δικαιούνται προστασία απέναντι στην αποικιοποίηση του βιότοπού τους, στην εισβολή, σε ό,τι απειλεί τον αυτοκαθορισμό τους. Αν στην περίπτωση της απόδοσης της ιδιότητας του πολίτη στα εξημερωμένα ζώα ο παραλληλισμός αντλείται από τα άτομα με ειδικές ανάγκες ή άλλες ανάλογες κατηγορίες, εδώ η έννοια της «κυριαρχίας» αντλείται από το διεθνές δίκαιο και το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση. Εντούτοις πρέπει να είμαστε προσεκτικοί γιατί, «όταν αναφερόμαστε στην αναγνώριση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των άγριων ζώων στους βιότοπους, δεν εννοούμε τη δημιουργία πάρκων όπου οι άνθρωποι διατηρούν κυρίαρχη αυθεντία και ασκούν επιστασία πάνω στα ζώα και τη φύση. Εννοούμε σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων οντοτήτων που βασίζονται σε παρόμοιες αξιώσεις αυθεντίας. Αυτό σημαίνει ότι, αν και όταν εμείς οι άνθρωποι επισκεπτόμαστε την επικράτειά τους, δεν το κάνουμε έχοντας ρόλο επιστατών ή διαχωριστών, αλλά το κάνουμε ως επισκέπτες σε ξένες χώρες» (σ. 280).
Η ανθρωπογενής παρέμβαση στο φυσικό περιβάλλον των άγριων ζώων συνιστά ένα είδος αποικιοκρατικής επέμβασης σε εκτάσεις όπου αυτά διαθέτουν δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Επομένως απαιτείται η ρύθμιση των σχέσεων των κυρίαρχων κοινοτήτων άγριων ζώων με τις κυρίαρχες ανθρώπινες κοινότητες μέσα από τη θεσμοθέτηση ενός διεθνούς δικαίου, μέσα από τις γενικά παραδεδεγμένες νόρμες δικαιοσύνης και τη συνδιαμόρφωση δίκαιων και αμοιβαία επωφελών τρόπων διάδρασης. Επιπροσθέτως είναι απαραίτητο να συνδράμουμε στη διαφύλαξη των οικοσυστημάτων τους, υπό την προϋπόθεση ότι ο αυτοκαθορισμός αποτελεί την απαραίτητη συνθήκη για την ευδοκίμηση του ιδιαίτερου τρόπου ζωής των άγριων ζώων. Με άλλα λόγια, σε καμία περίπτωση δεν νομιμοποιούμαστε να καταστρέψουμε ένα δάσος σαν να είμαι ακατοίκητο ή να αποσπάσουμε τα ζώα από το ενδιαίτημά τους, για να τα καταδικάσουμε στη σκλαβιά. Η κυριαρχία συνεπάγεται τον σεβασμό των κανόνων που χαρακτηρίζουν μία ιδιαίτερη κοινότητα.
γ) Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην τρίτη ομάδα, καθώς πρόκειται για μία από τις πλέον καινοτόμες θέσεις των συγγραφέων, οι οποίοι, με την εισαγωγή αυτής της κατηγορίας, προτίθενται να γκρεμίσουν τη διχοτομία μεταξύ άγριων ζώων και εξημερωμένων (με δύο λόγια, μεταξύ φύσης και πολιτισμού) και να δείξουν ότι τα μεταξύ τους όρια κάθε άλλο παρά αμετάβλητα είναι· μολονότι ενδεχομένως να φαίνεται παράδοξο να δημιουργείται μία τόσο σύνθετη κατηγορία, προκειμένου να ενταχθούν σε αυτήν ζώα ετερόκλητα μεταξύ τους. Τα ζώα οριακής ταξινόμησης (Κεφάλαιο 7) είναι όσα θα μπορούσαν να συλληφθούν εννοιολογικά με την έννοια του μετοίκου (denizenship), είναι «συγκάτοικοι στις ανθρώπινες δραστηριότητες, αλλά όχι συμπολίτες. Ανήκουν εδώ ανάμεσά μας, αλλά δεν είναι κάποιοι από εμάς» (σ. 351): πρόκειται για ζώα (ο σκίουρος, το κοράκι, η αλεπού, το περιστέρι, τα αποδημητικά) που ζουν κοντά σε κατοικημένες περιοχές ή εντός αυτών, σε αναζήτηση τροφής, λόγω των σχετικών ευκαιριών που προσφέρει η ανθρώπινη κοινωνία ή επειδή απουσιάζουν οι μεγάλοι θηρευτές. Αυτά τα ζώα τείνουν να αποφεύγουν τον άνθρωπο, επιλέγουν να ζήσουν ελεύθερα και ας κινδυνεύουν, αναπτύσσουν έτσι «μορφές εξάρτησης και τρωτότητας που τα διακρίνουν τόσο από τα κατοικίδια όσο και από τα γνήσια άγρια ζώα» (σ. 356). Παρότι είναι σε θέση να προσαρμόζονται και υπάρχουν πολλά άγρια είδη που ζουν μαζί μας εντός των πόλεων, ακόμη και μέσα στα σπίτια μας, αυτά τα ζώα συνήθως περνούν απαρατήρητα ή τα καταδιώκουμε μέχρι να τα εξολοθρεύσουμε: «Ως εκ τούτου δεν βλέπουμε τα ζώα οριακής ταξινόμησης, τουλάχιστον όταν σκεφτόμαστε και συζητάμε για το πώς να σχεδιάσουμε και να κυβερνήσουμε τις κοινωνίες μας» (σ. 345).
Όπως με τις δύο προηγούμενες κατηγορίες, έτσι και με τα ζώα οριακής ταξινόμησης οι συγγραφείς βλέπουν μία αναλογία με εκείνες τις ανθρώπινες ομάδες οι οποίες για διάφορους λόγους (πολιτισμικούς ή θρησκευτικούς) κατοικούν σε μία οριακή ζώνη σε σχέση με την περιβάλλουσα κοινωνία και εναντιώνονται στην «ενσωμάτωσή τους στις πρακτικές της νεωτερικής ιδιότητας του πολίτη», όπως συμβαίνει με «ορισμένες κατηγορίες προσφύγων, εποχικών οικονομικών μεταναστών, παράνομων μεταναστών και απομονωτιστικών κοινοτήτων, όπως οι Άμις». Αν και συχνά «ορισμένες από αυτές τις ανθρώπινες ομάδες μετοίκων στιγματίζονται ως ξένα σώματα και καταπατητές που δεν έχουν θέση στην κοινότητα» και γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, κάποιες «κοινωνίες έχουν αναπτύξει υποδείγματα περί ιδιότητας του μετοίκου που καλύτερα αντανακλούν και διευκολύνουν τις χαρακτηριστικές προσδοκίες τέτοιων ομάδων (σ. 352)· ακολουθώντας τις περιπτώσεις αυτές, οι συγγραφείς επιχειρούν να στοιχειοθετήσουν τη δική τους πρόταση για μία ιδιότητα του μετοίκου που να είναι κατάλληλη για τα ζώα οριακής ταξινόμησης.
Γι’ αυτή την κατηγορία ζώων, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος να καταστούν απολύτως αόρατα και να απονομιμοποιηθεί η παρουσία τους στον δημόσιο χώρο, είναι αναγκαία η αναγνώριση μιας διακριτής σχέσης ανάμεσα σε ανθρώπους και ζώα οριακής ταξινόμησης, η οποία θα έχει χαλαρότερη μορφή (σε σύγκριση με τα εξημερωμένα ζώα) από τη σκοπιά των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, καθώς το συνεργατικό πνεύμα δεν είναι τόσο έντονο και υφίσταται πιο περιορισμένη οικειότητα και μικρότερη δυνατότητα διάδρασης. Η πρόταση αυτή αναγνωρίζει το ιδιαίτερο στάτους των άγριων ζώων που ζουν σε πόλεις και εκφράζει τις θετικές ευθύνες που απορρέουν από έναν τέτοιο δεσμό. Η υιοθέτηση μιας θεωρητικής προοπτικής ικανής να προωθήσει δημόσιες πολιτικές και να επεξεργαστεί στρατηγικές που να αναγνωρίζουν το δικαίωμα αυτών των ζώων να συνυπάρχουν στα αστικά κέντρα έχει βαθιές συνέπειες για τους ανθρώπους και απαιτεί να στοχαστούμε κριτικά τις ριζωμένες συμπεριφορές μας, ώστε να γίνει εφικτή μια θετική μεταβολή. Κατά συνέπεια, χρειάζεται να επιστρατεύσουμε διάφορες στρατηγικές ένταξης με βάση και την εσωτερική ποικιλομορφία που χαρακτηρίζει την εν λόγω κατηγορία.
ΙV.
Δεν χωρεί αμφιβολία πως ο τρόπος με τον οποίον οι Ντόναλντσον και Κίμλικα προσεγγίζουν το ζήτημα των ζώων δεν φανερώνει μόνο τη βαθιά αγάπη τους γι’ αυτά, αλλά και την ειλικρινή έγνοια τους να προτείνουν λύσεις σε ένα πολύπλευρο και πολύπλοκο πρόβλημα, για το οποίο είναι αλήθεια ότι ενδεχομένως να μην είμαστε ακόμη τόσο κοντά στην επίλυσή του. Και αν αφιερώνονται πολλές σελίδες στην παρουσίαση και των θέσεων με τις οποίες οι συγγραφείς διαφωνούν (ωφελιμιστές, θεωρητικοί της οικολογίας και θιασώτες της ολικής απελευθέρωσης των ζώων, υποστηρικτές της θεωρίας του κατωφλιού, η αρχή της νόρμας του είδους της Νούσμπαουμ κ.ά.) είναι ακριβώς γιατί έχουν επίγνωση της δυσκολίας του εγχειρήματος, το οποίο ξεδιπλώνουν με την επιθυμία να παραμείνουν ρεαλιστές και να αναδείξουν το μονοπάτι που κατά την άποψή τους πρέπει να ακολουθήσουμε. Ξεχωριστή μνεία οφείλουμε να κάνουμε στο γεγονός ότι υποστηρίζουν δικαιώματα για όλα τα ζώα και όχι μόνο για κάποια μεγάλα πρωτεύοντα ή όσα παρουσιάζουν γνωστικές ομοιότητες με τον άνθρωπο.
Η πολιτική θεωρία των δικαιωμάτων των ζώων που εισηγούνται οι Ντόναλντσον και Κίμλικα είναι σημαντική, γιατί μας επιτρέπει να κοιτάξουμε τα ζώα από μια διαφορετική και ομολογουμένως καινοτόμο οπτική, ως πολιτικά υποκείμενα, προσφέροντας ένα νέο εννοιολογικό παράδειγμα, για να εξερευνήσουμε τόσο τα ζητήματα που αφορούν τα ζώα όσο και τις σχέσεις που αναπτύσσουν με τους ανθρώπους. Από την άλλη, μένει να διαπιστώσουμε αν η πρότασή τους είναι πάντα απολύτως πειστική και ολοκληρωμένη ή αν παραμένει παγιδευμένη στα όρια της ίδιας της οπτικής που υιοθετεί. Για παράδειγμα, η άποψή τους ότι δεν πρέπει να προβαίνουμε σε ακραίες δηλώσεις (όπως η καταδίκη κάθε σχέσης με τα ζώα, η εξάλειψη των εξημερωμένων ζώων κ.λπ.), ώστε να μην απομακρύνονται «πολλοί δυνητικοί υποστηρικτές» και να μη γίνονται στόχος όσων εναντιώνονται στη θεωρία για τα δικαιώματα των ζώων (κυνηγοί και οργανώσεις εκτροφέων) (σ. 132), ότι χρειαζόμαστε ένα «μήνυμα που πιθανόν να κινητοποιήσει τους λάτρεις των ζώων να αγωνιστούν για τη δίκαιη μεταχείριση των ζώων» (σ. 417) και ότι στοχεύουν σε μια διευρυμένη ερμηνεία της θεωρίας των δικαιωμάτων για τα ζώα που να «δημιουργεί μεγαλύτερη δημόσια υποστήριξη» (σ. 28) μοιάζει με μία οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική πρόταση η οποία φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει κάποια ζητήματα, αφήνοντας άθικτες τις υλικές και συμβολικές δομές του συστήματος πάνω στις οποίες εδώ και χιλιετίες στηρίζεται η εκμετάλλευση των ζώων, δίχως να αμφισβητεί την εγκυρότητα των παραδοσιακών εννοιολογικών κατηγοριών. Ωστόσο, όταν βρισκόμαστε μπροστά στις τεράστιων διαστάσεων γενοκτονίες ζώων, πόσο συνετό είναι να επιλέγουμε τέτοιες μετριοπαθείς στάσεις; Φαίνεται πως και οι ίδιοι δεν είναι διατεθειμένοι να ξεφύγουν από τα (στενά) όρια ενός φιλελεύθερου-δημοκρατικού και ακαδημαϊκού προβληματισμού. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι δεν υιοθετούν –προφανώς ακολουθώντας τη μετριοπαθή λογική αναζήτησης συμμαχιών– την κατηγορηματική απόρριψη της σαρκοφαγίας αποδυναμώνει σε μεγάλο βαθμό το πρόγραμμα της απόδοσης της ιδιότητας του πολίτη: μπορούν να συνυπάρξουν ζώα-πολίτες και σφαγεία;
Δεν θα παραβλέψουμε ότι το Ζωόπολις επιθυμεί να εξερευνήσει νέα μονοπάτια και συνεπώς είναι αναπόφευκτο να μην έχουμε παντού και πάντα απαντήσεις, επομένως κάποια από τα προβλήματα εντοπίζονται ήδη στον πυρήνα της πρότασης που προωθείται. Οι πρώτες ενστάσεις απέναντι στο έργο των Ντόναλντσον και Κίμλικα είναι εσωτερικής φύσεως, αφορούν δηλαδή δύσκολες πτυχές του ίδιου του εγχειρήματος και συχνά δείχνουν να τις αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι. Όπως ομολογούν, δεν γνωρίζουν μαγικές φόρμουλες όσον αφορά τον τρόπο εκπροσώπησης των «άγριων ζώων», δεδομένου του ρηξικέλευθου χαρακτήρα της πρότασής τους (σ. 341-343), ούτε διαθέτουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένες θεωρίες για τους ακριβοδίκαιους όρους της ιδιότητας του μέτοικου (σ. 353), ενώ και όσον αφορά την εφαρμογή του υποδείγματος της ιδιότητας του πολίτη στα εξημερωμένα ζώα έχουν αμφιβολίες, γιατί ο πυρήνας του υποδείγματος της ιδιότητας του πολίτη δεν αποτελείται από έναν στατικό κατάλογο δικαιωμάτων ή ευθυνών και η θεώρηση των εξημερωμένων ζώων ως συμπολιτών δεν παρέχει μια μαγική φόρμουλα που επιλύει πλήρως όλα τα ηθικά διλήμματά μας (σ. 255).
Αναγνωρίζουν πως ακόμη και για τα εξημερωμένα ζώα δεν είναι πάντα εύκολη η απόδοση της ιδιότητας του πολίτη: σε κάποια συνεργατικά ζώα, όπως οι σκύλοι, αυτό είναι εύκολο να επιτευχθεί, σε άλλες περιπτώσεις (όπως οι χοίροι και οι αγελάδες) είναι μοιραίο να οδηγηθούμε, αν όχι στην πλήρη εξαφάνιση αυτών των ζώων, τουλάχιστον στον περιορισμό τους (σ. 229-230). Παρομοίως, σε άλλα εξημερωμένα ζώα (π.χ. τα άλογα) δύσκολα θα μπορούσε να εφαρμοστεί η «ιδιότητα του πολίτη» α) γιατί είναι πιθανό ότι, αν τους «δινόταν μεγαλύτερος έλεγχος πάνω στη ζωή τους, θα επέλεγαν να εγκαταλείψουν πλήρως τη μεικτή κοινωνία ανθρώπων-ζώων» (σ. 201) και β) όσον αφορά ειδικότερα τα άλογα, πρέπει να δαμαστούν και να υποβληθούν σε εκτεταμένη και καταναγκαστική εκπαίδευση, κάτι που αποτελεί παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων (σ. 455, σημ. 41). Ακόμη και στην περίπτωση της γάτας και άλλων σαρκοφάγων ζώων, λόγω της διατροφής και των αρπακτικών δραστηριοτήτων τους σε βάρος μικρότερων ζώων (όπως τα πουλιά), η επιβολή περιορισμών «υπονομεύει τη δυνατότητα να ευδοκιμήσουν ως μέλη μιας μεικτής κοινωνίας» (σ. 251). Υπάρχουν επίσης κατηγορίες ζώων (π.χ. ψάρια και πουλιά) για τις οποίες είναι αδύνατον να εξασφαλίσουμε συνθήκες επαρκούς κινητικότητας και, επομένως, «το υπόδειγμα της ιδιότητας του πολίτη ενδέχεται να μη λειτουργεί και μπορεί μάλιστα να πρέπει να στραφούμε προς την προσέγγιση της κατάργησης/εξάλειψης» (σ. 215).
Ο τρόπος με τον οποίον οι συγγραφείς προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της εκμετάλλευσης των εξημερωμένων ζώων και της εμπορευματοποίησης των προϊόντων τους με την «προστασία μέσω καταπιστευματιών οι οποίοι διαπραγματεύονται, μάχονται γι’ αυτά [τα ζώα] ή τα υπερασπίζονται για λογαριασμό τους» (σ. 227) είναι αμφίβολο κατά πόσο θα μπορέσει να σταθεί σε περιόδους όξυνσης και έντονης αντιπαράθεσης και η πρόταση της αντιπροσώπευσης της ζώων, τόσο λόγω της καινοτομίας της όσο και επειδή κατά το παρελθόν λαμβάνονταν υπόψη μόνο τα αρνητικά δικαιώματα των ζώων, πρέπει ακόμη να αποσαφηνιστεί περαιτέρω και μέσα από ένα «νέο σχήμα αντιπροσώπευσης» (σ. 254).
Μολονότι οι συγγραφείς θέλουν να αποδώσουν την ιδιότητα του πολίτη στα ζώα, από την άλλη ορισμένες από τις «χρήσεις» των εξημερωμένων ζώων που προτείνουν (σ. 221-234) δεν φανερώνουν παρά πατερναλιστική εργαλειοποίηση και εκμετάλλευση των ζώων και, ως εκ τούτου, είναι συζητήσιμες και αμφίβολης πειστικότητας, τόσο γιατί γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ πατερναλισμού και κυριάρχησης, αν και δεν λείπουν οι αγαθές προθέσεις, όσο και γιατί, επειδή για τους ανθρώπους «διακυβεύονται πολλά σε σχέση με τη χρήση των ζώων, είναι πανταχού παρών ο κίνδυνος ότι θα υιοθετήσουν μια εικόνα για τις ανάγκες και τις προτιμήσεις των ζώων κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους» (σ. 222). Εξάλλου η απόδοση της ιδιότητας του πολίτη στα ζώα μπορεί να ακούγεται γοητευτική, αλλά ας μη λησμονούμε πως ούτε «η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη» απάλλαξε την ανθρωπότητα από γενοκτονίες, μαζικές σφαγές, όλεθρο, «κατηγορίες πολιτών δεύτερης κατηγορίας».
Όπως επισημάνθηκε, στη θεωρία των Ντόναλντσον και Κίμλικα το βάρος πέφτει στην επέκταση των σημερινών ανθρώπινων φιλελεύθερων εννοιών και θεσμών, ώστε να περιλάβουν και τα υπόλοιπα ζώα: και εδώ είναι οι άνθρωποι που αποφασίζουν με ποιον τρόπο και μέσω ποιων θεσμών θα εκπροσωπούνται τα ζώα. Επομένως, εκκινούν από τη στενά ανθρώπινη και ανθρωποκεντρική αντίληψη της πολιτικής όπου η ποικιλομορφία των ζώων και των διαδράσεων που αναπτύσσονται γίνονται αντιληπτές και ταξινομούνται βάσει φιλελεύθερων κριτηρίων. Οι άνθρωποι κρατούν πάντα για τον εαυτό τους τον κεντρικό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων των σχετικών με τους όρους και τις συνθήκες τόσο του λόγου όσο και της δράσης που συνδέονται με τις συναντήσεις τους με τα ζώα: οι άνθρωποι ταξινομούν τα ζώα ως προς την ιδιότητα του πολίτη, πάντα αυτοί αποφασίζουν ποια είναι τα δικαιώματα και ποιες οι υποχρεώσεις που αντιστοιχούν στην κάθε κατηγορία. Αν και αναγνωρίζονται οι διαφορές μεταξύ των ζώων, αυτά παραμένουν βουβά ως προς τον προσδιορισμό της πολιτικής κατάστασης και του πλαισίου της επικοινωνίας. Αναμφίβολα, οι υπάρχοντες θεσμοί και οι σημερινές έννοιες μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για να γίνουν τα πρώτα απαραίτητα βήματα και να προσφέρουν ένα σημείο εκκίνησης, αλλά για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις ποικιλόμορφες και πολυπρόσωπες απαιτήσεις των ζώων είναι απαραίτητο να σκεφτούμε νέες μορφές εκπροσώπησης και νέους θεσμούς, στο κέντρο των οποίων δεν πρέπει να βρίσκεται ο άνθρωπος· νέες μορφές διάδρασης όπου τα ζώα θα μπορούν να συνεργαστούν ενεργητικά στον προσδιορισμό της μορφής και του περιεχομένου αυτών των διαδράσεων.
Η περίπτωση της δεύτερης κατηγορίας ζώων, «των άγριων και της κυριαρχίας των κοινοτήτων τους», παρουσιάζει ενδιαφέρον κυρίως επειδή συγκεντρώνει και τα δύο είδη ενστάσεων που θα μπορούσε να διατυπώσει κάποιος για την πρόταση των Ντόναλντσον και Κίμλικα. Για παράδειγμα, αναγνωρίζουν και οι ίδιοι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρητικά όλα είναι ξεκάθαρα, αλλά στην πράξη όχι και τόσο (σ. 307 επ.). Δεδομένου ότι το ζήτημα της αυτόνομης κυριαρχίας είναι δισεπίλυτο ακόμη και στην περίπτωση των ανθρώπων, είναι αφελές να πιστεύουμε ότι οι αγαθές και ηθικές προθέσεις αρκούν για τη διευθέτηση κυριαρχίας κοινοτήτων ανθρώπων-ζώων εκεί όπου υπάρχει επάλληλη κυριαρχία και τα σύνορα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα ή απλώς είναι αδύνατον να χαραχτούν σύνορα (π.χ. στην περίπτωση πουλιών και ψαριών): «Πού θα έπρεπε να χαράξουμε τα σύνορα των κυρίαρχων κοινοτήτων ανθρώπων και ζώων; Αυτό αποτελεί σοβαρή πρόκληση για μια πολιτική θεωρία δικαιωμάτων των ζώων, εν μέρει επειδή αποτελεί σοβαρή και ανεπίλυτη πρόκληση για την πολιτική θεωρία που αναφέρεται σε ανθρώπους […] το ζήτημα των εδαφικών δικαιωμάτων είναι “σοκαριστικά σκοτεινό σημείο” στη σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία και μάλιστα η “πλέον επικίνδυνη” παράλειψή της» (σ. 314 και γενικότερα σ. 314-316). Από τα πλέον προβληματικά σημεία της έννοιας της κυριαρχίας που προτείνουν είναι πως, ενώ αναγνωρίζουν ότι στην ανθρώπινη ιστορία συχνά αυτή καταπατήθηκε με διάφορες προφάσεις προκειμένου οι ισχυροί να επιβάλουν τους όρους τους στους αδυνάτους ή να επιβληθούν σε αυτόχθονες λαούς, θεωρούν ότι στην περίπτωση των άγριων ζώων είναι επαρκής όρος η διακήρυξη «κάποιων θεμελιωδών αρχών που είναι ευρέως αποδεκτές» (σ. 296-297).
Η δεύτερη κατηγορία ενστάσεων και διαφωνιών απέναντι στην πρόταση του Ζωόπολις θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εξωτερικής φύσεως, αλλά μόνο γιατί είναι οι ίδιοι οι συγγραφείς που επιλέγουν να κινηθούν αποκλειστικά και περιοριστικά στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας, αφήνοντας έξω από το πεδίο τους –ή επιλέγοντας να τις πραγματευτούν μόνο έμμεσα– μια σειρά (οικονομικών, φιλοσοφικών κ.ά.) πλευρών του ζητήματος το οποίο εντούτοις είναι από μόνο του πολυσύνθετο και πολυσχιδές. Οι συγγραφείς φαίνεται να υποτιμούν τα οικονομικά, πολιτικά, πολιτισμικά κ.ά. –δεδομένου ότι δεν τα αναλύουν όσο ενδεχομένως θα όφειλαν– εμπόδια που εγείρονται για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των ζώων και έχει κανείς την υποψία ότι «αρκεί η καλή διάθεση» και όλα τα διευθετηθούν.
Η φιλελεύθερη δημοκρατική οπτική υπό την οποία οι συγγραφείς επέλεξαν να πραγματευτούν το ζήτημα των δικαιωμάτων των ζώων –και μάλιστα αποκλειστικά στο πεδίο της πολιτική φιλοσοφίας– αποδυναμώνει ταυτόχρονα και τη δική τους ματιά, καθώς δεν αντιλαμβάνονται το βάθος και το εύρος της δουλειάς που απαιτείται, η οποία, προκειμένου να έχει σταθερά θεμέλια, να είναι αποτελεσματική και με διάρκεια, πρέπει να είναι πολύπλευρη. Απαιτείται ένα είδος επανάστασης ανάλογης της δαρβινικής και της κοπερνίκειας· και όχι μόνο ως προς την αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τα ζώα. Για παράδειγμα, το κρέας σήμερα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι πολλών παραδόσεων, θρησκευτικών εορτών, κοινωνικών εκδηλώσεων, διαβατήριων τελετών οι οποίες πρέπει να ανατραπούν άρδην: αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει διατηρώντας ακλόνητη την εικόνα που έχουμε σήμερα για τον άνθρωπο. Αν στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να αρθούν πολιτισμικά, θρησκευτικά, κοινωνικά εμπόδια, από την άλλη και τα οικονομικά συμφέροντα που διακυβεύονται από μια τέτοια αλλαγή είναι πολύ μεγάλα για να υποχωρήσουν εύκολα εκείνα που υπερασπίζονται την παρούσα κατάσταση. Δυστυχώς, οι Ντόναλντσον και Κίμλικα σε μεγάλη κατηγορία ζητημάτων αφιερώνουν ελάχιστο χώρο ή τα αντιμετωπίζουν διστακτικά, ενώ ίσως να έπρεπε να εμβαθύνουν περισσότερο. Η διαπίστωση ότι «οποιαδήποτε θεωρία ζητά από τους ανθρώπους να γίνουν ηθικώς άγιοι είναι καταδικασμένη να παραμείνει πολιτικά αναποτελεσματική και θα ήταν αφελές να προσδοκούμε κάτι διαφορετικό» (σελ. 414) υπονομεύει και το ίδιο το δικό τους εγχείρημα.
Όπως συμβαίνει σχεδόν με κάθε μεταρρυθμιστική πρόταση που θέλει να διευθετήσει, να απαλύνει και να οργανώσει μία δυσάρεστη κατάσταση, αλλά όχι να την καταργήσει, έτσι και εδώ δεν είναι δεδομένο ότι με την απόδοση της ιδιότητας του πολίτη στα εξημερωμένα ζώα θα αρθούν τα οικονομικά, πολιτισμικά, κοινωνικά εμπόδια που ορθώνονται σε αυτή την πορεία. Ούτε πρόκειται ποτέ να οικοδομηθούν σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης ή να ληφθούν σοβαρά υπόψη τα ζώα, οι ανάγκες και οι πράξεις τους όσο ο ανθρωποκεντρισμός τοποθετεί τον άνθρωπο στην κορυφή μιας ιεραρχικής κλίμακας η οποία στην πραγματικότητα δεν υφίσταται· τουναντίον, θα επιβάλει μία δική του οπτική στην προσέγγιση των άλλων εμψύχων όσο το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου οι συζητήσεις και οι συναντήσεις λαμβάνουν χώρα παραμένει αμετάβλητο. Είναι δυνατόν να υπάρξει και να οικοδομηθεί ειλικρινής και ισότιμος διάλογος σε έναν κόσμο όπου τα ζώα εξακολουθούν να καταναλώνονται από τους ανθρώπους, όπου τα ζώα χρησιμοποιούνται σε ιατρικά πειράματα, με δυο λόγια σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τα ζώα σε εκτεταμένη κλίμακα; Μολονότι θα ήταν άδικο να μην αναγνωριστεί ότι ώς ένα βαθμό στην πρόταση των δύο συγγραφέων η κριτική στον ανθρωποκεντρισμό υπονοείται (τι είναι άραγε η ανύψωση των υπόλοιπων πλασμάτων σε ένα επίπεδο που έως σήμερα ήταν μονοπώλιο των ανθρώπων;), αυτή είναι πάντοτε έμμεση και ποτέ κατηγορηματική και ρητή. Εντούτοις ο κρυπτοανθρωποκεντρισμός που παρεισφρέει σε πολλές θεωρίες για τα δικαιώματα των ζώων μάλλον αποικιοποιεί τον κόσμο τους παρά τον απελευθερώνει.
Βεβαίως η ανοιχτή και περιληπτική πολιτική θεωρία για τα δικαιώματα των ζώων των Ντόναλντσον και Κίμλικα μόνο ως θετικό βήμα θα μπορούσε να θεωρηθεί. Ωστόσο εγείρει ερωτήματα για την απλή επέκταση στα ζώα των φιλελεύθερων-δημοκρατικών εννοιών και θεσμών που είναι τυπικά του ανθρώπου. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κατηγοριών και εννοιών όπως, π.χ., ηθικώς παθητικά υποκείμενα και ηθικοί δρώντες, αμοιβαιότητα, εαυτότητα κ.ο.κ, γεννήθηκε και γεννιέται στο πλαίσιο έντονα ανθρωποκεντρικών λόγων και πολύ δύσκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπέρ των ζώων, ει μη μόνο προβαίνοντας σε μια ανθρωπομορφική προσέγγιση η οποία καταλύει την όποια ειδοποιό διαφορά του σώματος του άλλου. Μια έννοια όπως εκείνη του «δικαιώματος» είναι αναμφίβολα σε θέση να μας προσφέρει ένα σημείο εκκίνησης για να σκεφτούμε τα ζώα ως ενεργά υποκείμενα εντός ενός δημοκρατικού πλαισίου, αλλά αναπόφευκτα το νόημα αυτής και ανάλογων άλλων εννοιών πρέπει να αλλάξει όταν, σε συνεργασία με τα ζώα, και η πολιτική σκηνή θα μεταβληθεί με την εμφάνιση νέων πρωταγωνιστών. Κατά συνέπεια, αν θέλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη τα ζώα ως πολιτικά υποκείμενα, χρειάζεται να είμαστε πρόθυμοι όχι μόνο να αποδείξουμε ότι μελετούμε τη συμπεριφορά τους και επεκτείνουμε τις έννοιες και τους θεσμούς που ήδη διαθέτουμε, ώστε να τα συμπεριλάβουμε, αλλά και να ξανασκεφτούμε το περιεχόμενο και τη μορφή αυτών των εννοιών και αυτών των κατηγοριών, ώστε, όπου χρειαστεί, να επινοήσουμε νέες, σε συνεργασία μαζί τους. Είναι σαφές ότι ένας διαειδικός κόσμος, ένας κόσμος όπου όλα τα είδη θα συμβιώνουν ισότιμα, δεν μπορεί να οικοδομηθεί με υλικά του παρελθόντος, αλλά με υλικά τα οποία θα επινοήσουμε εκ νέου ή θα χρειαστεί να επινοούμε συνεχώς, όντας ένας κόσμος σε συνεχές γίγνεσθαι. Οι Ντόναλντσον και Κίμλικα φαίνεται να ξεχνούν ότι πολλά από τα εργαλεία που προτείνουν είχαν χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν, προκειμένου να υποτάξουμε τα άλλα (ανθρώπινα και μη) όντα, υπέρ κάποιας υποτιθέμενης ανθρώπινης εξαιρετικότητας, χαράσσοντας διαχωριστικές γραμμές: μεταξύ ανθρώπων και ζώων, αλλά και εντός του ανθρώπινου είδους. Επομένως το μέλλον δεν μπορεί να κτιστεί πάνω σε ελαττωματικά υλικά, ακόμη και με καινούργιο περιτύλιγμα. Εξάλλου η ίδια η πραγματικότητα του Ζωόπολις υπαινίσσεται μια συνεργατική κοινωνία η οποία τοποθετείται πέραν εκείνης που μας κληροδότησαν ο ανθρωπισμός και ο έως σήμερα φιλοσοφικός στοχασμός, από τη στιγμή που ο άνθρωπος παύει να είναι το μόνο «φύσει πολιτικό ζώο».
Η πλέον χτυπητή απουσία από το έργο των Ντόναλντσον και Κίμλικα αφορά το ρεύμα σκέψης που συνδέει τα δικαιώματα των ζώων με την απελευθέρωση των ανθρώπων, που θεωρεί δηλαδή ότι το ζήτημα των δικαιωμάτων των ζώων δεν μπορεί να ιδωθεί ξέχωρα από την ανατροπή του ισχύοντος οικονομικού-πολιτικού συστήματος εντός του οποίου εντάσσεται, ώστε να αναδυθεί μια κοινωνία των πραγματικών δικαιωμάτων. Για το ρεύμα αυτό μια ανάλογη κοινωνία δεν μπορεί να υλοποιηθεί με κάποιο «χάρτη των δικαιωμάτων», γιατί συνεπάγεται εκ θεμελίων μετασχηματισμό των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών σχέσεων. Από μια άποψη, η απουσία αυτή είναι κατανοητή υπό την οπτική (φιλελεύθερη-δημοκρατική) που υιοθετούν: πράγματι δεν κάνουν λόγο για απελευθέρωση των ζώων, αλλά για δικαιώματα ζώων, και όταν αναφέρονται στο έργο του Χρίμπαλ (σ. 191, 227), στέκονται στην αντίσταση των ζώων, προσπερνώντας το γεγονός ότι ο Χρίμπαλ στα κείμενά του κάνει λόγο για την ύπαρξη ενός ζωοπρολεταριάτου, αναφέρεται στα ζώα ως «τμήμα της εργατικής τάξης».[9] Στη βιβλιογραφία, για παράδειγμα, δεν μνημονεύεται καν το Animal Rights/Human Rights[10] του Ντέιβιντ Νίμπερτ, το οποίο προηγείται σχεδόν κατά μία δεκαετία του Zoopolis (2011) και επομένως είναι δύσκολο να εικάσουμε ότι αγνοούσαν την ύπαρξή του. Εξάλλου εντός του πολύμορφου κινήματος για τα δικαιώματα και την απελευθέρωση των ζώων, εκείνοι που συσχετίζουν τη διεκδίκηση αυτών των δικαιωμάτων με τη χειραφέτηση του ανθρώπου συνιστούν ένα κάθε άλλο παρά αμελητέο τμήμα. Το ζήτημα των ζώων συνδέεται άρρηκτα με συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα, με έναν συγκεκριμένο τρόπο οικονομικής ανάπτυξης και με συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής οι συνέπειες των οποίων είναι εμφανείς στην οικολογική κρίση. Με άλλα λόγια, ο περιορισμός της συζήτησης στο επίπεδο της πολιτικής δεν βοηθά, ώστε να έχουμε σφαιρική-συνολική εικόνα. Η όποια αναφορά σε οικονομικά συμφέροντα γίνεται μόνο λίγες σελίδες πριν από το κλείσιμο του βιβλίου και δεν είναι παρά έμμεση και επιδερμική.
V.
Θα αδικούσαμε το Ζωόπολις αν επιμέναμε αποκλειστικά στην ανάδειξη των κριτικών και «προβληματικών» σημείων του. Αν οι συγγραφείς δεν προτείνουν πάντα κάποια λύση, αφήνοντας πολλά ερωτήματα αναπάντητα, είναι γιατί έχουν απόλυτη συνείδηση της συνθετότητας των ζητημάτων. Έτσι αρκούνται να μας δώσουν κάποιες ενδείξεις για το πώς οφείλουμε να κινηθούμε στο μέλλον· είναι σημαντικό όμως και μόνο ότι θέτουν τα ερωτήματα. Άλλωστε το Ζωόπολις θέλει να είναι ένα κείμενο ανοιχτό, σε συνεχή διαδικασία, όπως και η κοινωνία αποτελεί μια πραγματικότητα δυναμική και όχι κάτι στατικό· ένα σχέδιο σε συνεχή εξέλιξη. Συνεπώς, κάποιους όρους πρέπει διαρκώς να τους επεξεργαζόμαστε εκ νέου και να τους αναδιατυπώνουμε. Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε εκ των προτέρων πώς θα εξελιχτούν οι σχέσεις μας με τα ζώα σε έναν κόσμο πιο ασφαλή γι’ αυτά. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με ένα έργο πολιτικής φιλοσοφίας το οποίο μας προτρέπει να δούμε υπό μία άλλη οπτική όχι μόνο τα ζώα, αλλά και τους ανθρώπους, όπως επίσης και τις ποικιλόμορφες σχέσεις διάδρασης και αλληλεξάρτησης μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με ορισμένες ή ακόμη και με όλες τις απόψεις των δύο συγγραφέων, αλλά δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που με σοβαρότητα, ορθολογικά επιχειρήματα και απτά παραδείγματα, με ειλικρίνεια και ρεαλισμό επιθυμεί να προτείνει λύσεις, ακόμη και όταν κάποια ζητήματα δεν αναπτύσσονται, όπως ενδεχομένως θα έπρεπε και ίσως ο αναγνώστης να περίμενε. Το Ζωόπολις συνιστά ένα κείμενο με το οποίο οφείλουμε να «αναμετρηθούμε» στους προβληματισμούς και στην επιχειρηματολογία μας, καθώς προσφέρει συνεχή ερεθίσματα για γόνιμη σκέψη και μας προ(σ)καλεί να δούμε υπό μια άλλη (προ)οπτική το ζήτημα των ζώων.
[1] Cesare Goretti, «L'animale come soggetto di diritto», Rivista di filosofia, τόμ. 19 (4), 1928, σ. 348-368.
[2] René Descartes, Λόγος περί της μεθόδου, εισ.-μτφ.-σημ. Χριστόφορος Χρηστίδης, Παπαζήση, Αθήνα 1976, § 53-54, σ. 51-54.
[3]Peter Singer, Η απελευθέρωση των ζώων, μτφ. Σταύρος Καραγεωργάκης, Αντιγόνη, Θεσσαλονίκη 2010.
[4] Ο Ρίτσαρντ Ράιντερ θα επινοήσει τον όρο «ειδισμός» (speciesism) το 1970, ενώ την επόμενη χρονιά θα δημοσιευτεί το συλλογικό Animals, Men and Morals: An Inquiry into the Maltreatment of Non-humans, σε επιμέλεια των Ρόσαλιντ Γκόντλοβιτς, Στάνλεϊ Γκόντλοβιτς και Τζον Χάρις.
[5] Carlo D’Addosio, Bestie delinquenti, Luigi Pierro editore, Νάπολι 1892.
[6] Βλ. Άπτον Σίνκλερ, Η ζούγκλα, μτφ. Νίκος Βλάχος, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2008.
[7] Βλ. Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, Τρώγοντας ζώα, μτφ. Στέλλα Κάσδαγλη, Κέδρος, Αθήνα 2020.
[8] Jennifer Wolch, «Zoöpolis», Capitalism Nature Socialism, 7 (2), 1996, σ. 21-47.
[9] Για μια ανάλογη προσέγγιση των ζώων ως «τμήματος της εργατικής τάξης», βλ. τα δύο εξαιρετικά δοκίμια του Jason C. Hribal, «Animals Are Part of the Working Class: a Challenge to Labor History», Labor History, 44 (4), 2003, σ. 435-453 και «Animal, Agency, and Class: Writing the History of Animals from Below», Human Ecology Review, 14 (1), 2007, σ. 101-112.
[10] David Nibert, Animal Rights/Human Rights: Entaglements of Oppression and Liberation, Rowman & Littlefield, Λάνχαμ (Μέριλαντ) 2002.