Σύνδεση συνδρομητών

Η εξάχνωση ενός αλαζονικού –όχι τόσο σοφού– είδους

Παρασκευή, 19 Ιανουαρίου 2024 21:22
O Γκουίντο Μορσέλι. Ολοκλήρωσε το Dissipatio H.G. το 1973, λίγο καιρό πριν ο ίδιος δώσει τέλος στη ζωή του.
Iδιωτικό αρχείο
O Γκουίντο Μορσέλι. Ολοκλήρωσε το Dissipatio H.G. το 1973, λίγο καιρό πριν ο ίδιος δώσει τέλος στη ζωή του.

Γκουίντο Μορσέλι, Dissipatio H.G., μετάφραση από τα ιταλικά και εργοβιογραφία: Μαρία Φραγκούλη, Loggia, Αθήνα 2023, 182 σελ.

Ένας άντρας τρομαγμένος από τον «άκρατο καταναλωτισμό, το δηλητηριασμένο ψωμί», κουρασμένος από τις ιδεολογίες, «το όπιο των λαών», τα δόγματα και τις κουτές και πένθιμες ιαχές πολέμου, από τη σκλαβιά των ανθρώπων, την οποία οι ίδιοι δημιούργησαν και που θα εξαφανιζόταν μόνο όταν εκείνοι εξαφανίζονταν, εγκαταλείπει τη ζωή στη μεγαλούπολη και τα ανθρώπινα δαιμόνια και βρίσκει πατρίδα σε μία απομονωμένη περιοχή των Άλπεων. Όταν όμως αποφασίσει να επιστρέψει, η ανθρωπότητα έχει εξαχνωθεί. Και τώρα, πώς ζεις μόνο σου σε έναν τόσο μεγάλο πλανήτη; [ΤΒJ]

 «Η κατάσταση οπωσδήποτε είναι παράξενη, σχεδόν ανεξήγητη. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι αληθινή; Μόνο οι οπτιμιστές έσφαλλαν ότι το αληθινό ήταν λογικό κι εγώ δεν υπήρξα ποτέ οπτιμιστής. Τώρα λοιπόν μεταστρέφομαι στον πιο ανούσιο ρεαλισμό. Το αληθινό, έχοντας υπέρ του τη διάρκεια και τη συνάφεια (συνάφεια με την έννοια της ομοιομορφίας και σταθερότητας), μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του την πολυτέλεια να είναι παράλογο και ανεξήγητο. Ακόμη κι εξωφρενικό, αν το βολεύει… Τα δοκιμασμένα, παλιά παραδείγματα δεν χρησιμεύουν πια, χρειάζεται κάτι άλλο» (σ. 64, 66).

Όσο ήταν εν ζωή ο Γκουίντο Μορσέλι (1912-1973) δημοσίευσε ελάχιστα κείμενά του. Μετά τον θάνατο αυτού του πολυσχιδούς συγγραφέα (εκτός από διηγήματα, έγραψε δοκίμια, άρθρα για ζητήματα επικαιρότητας, θεατρικά κ.λπ.), η αξία πολλών έργων του επανεκτιμήθηκε από εκείνη την εκδοτική βιομηχανία η οποία –όσο ο ίδιος ζούσε– «είχε αντισταθεί σε κάθε απόπειρα έκδοσης των έργων του» (σ. 167). Ένα από αυτά είναι το Dissipatio H[umani] G[eneris], Η εξάχνωση του Α(νθρώπινου) Ε(ίδους), το οποίο έγραψε λίγους μήνες πριν από την αυτοχειρία του και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1977. Δεδομένου ότι ο συγγραφέας θα προβεί στο διάβημά του χρησιμοποιώντας το αγαπημένο του περίστροφο, ένα Browning 7.65,  την «”κοπέλα” [του[, αυτή “με το μαύρο μάτι”» (σ. 27), αναπόφευκτοι είναι οι συνειρμοί για αυτοβιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο. (Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Φραγκούλη, η οποία –σημειωτέον– με το κατατοπιστικό εργοβιογραφικό σημείωμα, «Για τη ζωή και το έργο του Γκουίντο Μορσέλι», και τις σημειώσεις του Παραρτήματος βοηθά σε σημαντικό βαθμό τον αναγνώστη να κατανοήσει τόσο την προσωπικότητα του συγγραφέα όσο και το ίδιο το συγκεκριμένο κείμενο.)

 

Μόνος στον κόσμο

Ο ανώνυμος πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος –εν μέρει alter ego του Μορσέλι– είναι ένας άντρας o οποίος –τρομαγμένος από τον «άκρατο καταναλωτισμό, το δηλητηριασμένο ψωμί», κουρασμένος από τις ιδεολογίες, «το όπιο των λαών», τα δόγματα και τις κουτές και πένθιμες ιαχές πολέμου, από τη σκλαβιά των ανθρώπων, την οποία οι ίδιοι δημιούργησαν και που θα εξαφανιζόταν μόνο όταν εκείνοι εξαφανίζονταν (σ. 58)– εγκαταλείπει τη ζωή στη μεγαλούπολη και τα ανθρώπινα δαιμόνια και βρίσκει πατρίδα σε μία απομονωμένη περιοχή των Άλπεων. Είναι άνθρωπος νηφάλιος, είρων, υποχόνδριος και προπαντός ανθρωποφοβικός, άκαμπτος οπαδός του σολιψισμού. Δεν μισεί τον άνθρωπο, τον φοβάται, όπως φοβάται «τα ποντίκια και τα κουνούπια, για τη βλάβη και την ενόχληση που προκαλεί αδιάκοπα» (σ. 47). Τη νύχτα μεταξύ 1ης και 2ας Ιουνίου αποφασίζει να αυτοκτονήσει, «να φύγει χωρίς να αφήσει ίχνη», να εκμηδενιστεί μυστηριωδώς, πέφτοντας σε μία κλειστή λίμνη, τη λεγόμενη της Μοναξιάς, που βρίσκεται στη σπηλιά ενός βουνού. Ωστόσο την τελευταία στιγμή θα αλλάξει γνώμη, θα αποφασίσει να επιστρέψει στον κόσμο των ανθρώπων… για να διαπιστώσει όμως ότι εξαιτίας κάποιου ανεξήγητου Γεγονότος («της Εξόδου ή της Βόμβας Χ ή της Επιχείρησης εκκαθάρισης», σ. 48) το ανθρώπινο είδος έχει εξαφανιστεί, ή ακριβέστερα εξαερωθεί, σύμφωνα και με μία από τις σημασίες της λατινικής λέξης «dissipation» – αλλά μήπως τελικά πρόκειται για εξύψωση, ανάληψη στους ουρανούς; «Εγώ είμαι τώρα πια η Ανθρωπότητα, εγώ είμαι η Κοινωνία (Α και Κ κεφαλαία). Θα μπορούσα, χωρίς έμφαση, να μιλώ σε τρίτο πρόσωπο: “ο Άνθρωπος είπε αυτό, έκανε αυτό…” Πέρα από το ότι, με αρχή τη 2α Ιουνίου, το τρίτο πρόσωπο κι οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, πραγματικό ή γραμματικό, ταυτίζονται αναγκαστικά με το δικό μου. Δεν υπάρχει πια παρά το Εγώ, το Εγώ δεν είναι πια παρά το δικό μου. Είμαι εγώ» (σ. 35). Θα διαπιστώσει πως ό,τι επιθυμούσε, έναν κόσμο μόνο για τον εαυτό του, πραγματοποιήθηκε: «…κι εγώ έπαιζα το συνηθισμένο παιχνίδι μου, να βάζω σε παρένθεση την ύπαρξη των ομοίων μου, να φαντάζομαι πως είμαι ο μοναδικός σκεπτόμενος σε μια παντέρημη πλάση – έρημη από ανθρώπους, εννοείται… εγώ ονειρευόμουν μια πραγματικότητα μ’ εμένα και για μένα. Όπου οι άλλοι δεν έχουν θέση, γιατί δεν υπάρχουν… Στο τελικό στάδιο μιας μάλλον διεστραμμένης σκέψης, κατάφερνα να πειστώ πράγματι ότι ήμουν μόνος. Μόνος στον κόσμο. Στη φιλοσοφική αργκό αυτό λέγεται, αν δεν κάνω λάθος, σολιψισμός: το ατομικό εγώ κι η οπτική του για τα πράγματα, κανείς άλλος, τίποτε άλλο» (σ. 55). Ο αφηγητής έχει μετατραπεί πλέον σε ένα είδος μεταποκαλυπτικού Ροβινσώνα Κρούσου.

Ωστόσο όλα τα υπόλοιπα έμειναν ανέπαφα: «…δεν υπάρχει ίχνος σωμάτων στη Χρυσούπολη [πιθανότατα η Ζυρίχη]. Παραμένουν όσα, παρότι υλικά, δεν ήταν οργανικά. Η ελάχιστη βρομιά των δρόμων, τα χρησιμοποιημένα εισιτήρια του σινεμά, τα άδεια κουτιά τσιγάρων· παραμένουν οι επιγραφές νέον (είναι αναμμένες), οι πίδακες νερού των σιντριβανιών, τα αυτοκίνητα, σε σειρά κάτω από τα κτίρια, στις λεωφόρους του πάρκου. Η Πόλη του Χρυσού είναι ανέπαφη. Οι δραπέτες (ή οι δυνάμεις που τους ανάγκασαν να δραπετεύσουν) δεν πήραν τίποτα μαζί τους… Παραμένουν επίσης όσα είναι οργανικά κι έμβια, αλλά όχι ανθρώπινα. Οι γεωμετρικά φυτεμένες τουλίπες μπροστά από το Hôtel Esplanade, οι ακακίες που λυγίζουν από το βάρος των λουλουδιών. Το διάσημο γιασεμί ή ρυγχόσπερμα που κυλάει από την κεντρικότατη βίλα του βαρόνου Άαρον. Τα κοράκια στο αέτωμα του Εθνικού Θεάτρου, οι ορδές των γατιών στα σκαλοπάτια των τραπεζών Crédit Financier και Diskonto. Τα γατιά κυνηγιούνται στις βάσεις των μνημείων της κεντροευρωπαϊκής –μάλλον ηπειρωτικής– Οικονομίας. Κάνουν έρωτα, ουρλιάζουν διεστραμμένα. Δεν υπάρχουν μόνο τα γατιά. Μπροστά στις καγκελόπορτες της εκπληκτικής Τραπεζικής Ένωσης –την εποχή μου κάποιος έλεγε ότι ήταν από πολύτιμο μέταλλο– παρατήρησα λεκέδες από κουτσουλιές, νόμιζα ότι επρόκειτο για περιστέρια. Ήταν μια κότα. Ράμφιζε έναν σωρό από μουσκεμένα φύλλα και παραδέχομαι πως η εικόνα της είχε πάνω μου μια τραυματική επίδραση. Μια κότα. Λιγότερο θα με εντυπωσίαζε αν τα άλογα της Αποκάλυψης θα αναπηδούσαν σ’ εκείνη την άσφαλτο» (σ. 12-13). Η ίδια εικόνα παντού τριγύρω: σε δρόμους, γραφεία, κτίρια, καταστήματα και ξενοδοχεία, στο αεροδρόμιο και στη στρατιωτική βάση. «Ένας κόσμος αποκλειστικά σωματικός, που πιστεύει μόνο στο απτό, εξαϋλώνεται» (σ. 66-67).

Ακούμε, κυριολεκτικά, τον παθιασμένο μονόλογο –«τη συζήτηση με τον εαυτό [του]» (σ. 31)– ενός ανθρώπου, ή καλύτερα ενός «πρώην ανθρώπου», του μόνου pου υπάρχει, μες σε μία ερημιά που διακόπτεται μονάχα από τη φωνή κάποιου ζώου ή από το θόρυβο των μηχανών που συνεχίζουν να λειτουργούν κανονικά, σαν να μη συνέβη τίποτα. Η σιωπή, την οποία πριν αγαπούσε, τώρα του προκαλεί φόβο: «Παίρνω το πιο ανηφορικό [δρομάκι], το δικό μου: εκείνο που εδώ και τέσσερα χρόνια με οδηγεί στο προνόμιό μου, να ζω έξω και πάνω, να ζω μόνος. Τώρα όμως φοβάμαι» (σ. 17). Πολύ γρήγορα ο μονόλογος μετατρέπεται σε διάλογο με όλους τους νεκρούς, θαμμένες λεπτομέρειες της ζωής του έρχονται ξανά στην επιφάνεια, οι σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό του, καθώς αναζητά παντού κάποιον επιζώντα· περιπλανιέται σε τόπους που μίσησε και που αγάπησε, στα βουνά και στη Χρυσούπολη· μέσα του ξυπνούν το παρελθόν, αναμνήσεις, πικρίες, κακίες, μικρότητες της ζωής του ανθρώπινου είδους (σ. 99-101). Σκέψεις και συναισθήματα δεν εναλλάσσονται απλώς με ταχύτητα, αλλά και συγκρούονται μεταξύ τους, όπως και με εκείνα της προηγούμενης ζωής. Ο ανθρωποφοβικός αναζητά εναγωνίως την ανθρώπινη παρουσία: «Κανείς δεν εμφανίστηκε. Ήμουν κουρασμένος να εξερευνώ ξενοδοχεία, νοσοκομεία, οικοτροφεία και στρατόπεδα. Η έρευνά μου, αρκετά ελπιδοφόρα ως το Κλάους, τώρα κυριευόταν από αποθάρρυνση και έντονη δυσαρέσκεια. Συνέχισα, δίχως να κάνω άλλες στάσεις: κατά τις δώδεκα μπήκα στον αυτοκινητόδρομο, στη μία ήμουν κοντά στη Χρυσούπολη. Τον τόπο όπου είχα διαμείνει περισσότερο και είχα μισήσει πολύ, που είχα περιφρονήσει δυνατά. Τώρα, τον ξανάβλεπα με ανακούφιση. Μπορεί να μην έβρισκα τους δικούς μου, θα έβρισκα όμως ανθρώπους» (σ. 38-39).

 

Χρυσούπολη; Νεκρόπολη!

Η Χρυσούπολη. Μόνο λόγια γεμάτα σαρκασμό έχει για τούτο το σύμβολο του ανθρώπινου πολιτισμού και του υλικού πλούτου: η πόλη των τετρακοσίων χιλιάδων εμπόρων και των εξήντα τραπεζών με τα θησαυροφυλάκια γεμάτα χρυσά νομίσματα, με την υψηλότερη συγκέντρωση πλούτου στον κόσμο, με τις ρίζες της στο aeternum του κεφαλαίου, που δεν πιστεύει σε θαύματα ούτε στη θεία χάρη ή τιμωρία, στον ναό (χρηματιστήριο) της οποίας αποφασίζεται το χρηματοοικονομικό πεπρωμένο της Ευρώπης και της μισής Δύσης. Μόνο που τώρα πια «ο ναός δεν είναι φωτισμένος, δεν είναι ανοιχτός. Ξοφλημένος κι αυτός. Νεκρός, όπως και οι κίονες και τα αίθρια του Μπάαλμπεκ» (σ. 40)· «Ίσως μου αρκεί να ξέρω ότι η Χρυσούπολη έχει καταντήσει Νεκρόπολη. Είναι μια κατάλληλη τιμωρία, στα μάτια μου» (σ. 73). Εξάλλου ίδιο είναι και το πνεύμα που διατρέχει την ανέγερση του μνημείου-φόρου τιμής στη μνήμη «αυτών». Ένα μνημείο κατασκευασμένο από πολυτελή αυτοκίνητα κουπέ, τηλεοράσεις, μπουκάλια γνωστής μάρκας αναψυκτικών, κάμερες και φωτογραφικές μηχανές και μία πελώρια αφίσα-κάλεσμα για εξωτικές αμμουδιές: με ό,τι πιο καταναλωτικό μάς κατακλύζει (σ. 78).

Ο πρωταγωνιστής ζει μέρες και νύχτες έντασης, σύγχυσης, απώλειας και ερωτημάτων που συνοδεύονται από φόβο και από σκέψεις για ό,τι ο ίδιος θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει τώρα, καθώς βρίσκει απίστευτο εκείνο που συνέβη και τώρα είναι ο μόνος από το είδος του που επέζησε: οι προσπάθειές του να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με ανθρώπους σε άλλα μέρη της «Γήινης Σφαίρας» αποδεικνύονται άκαρπες: στην άλλη άκρη υπάρχει μόνο το ηχογραφημένο μήνυμα.

Ο Μορσέλι μάς περιγράφει με αξιοθαύμαστη λεπτότητα όλες τις αντιδράσεις του επιζώντα, σε σελίδες που διακρίνονται από ειρωνεία και σαρκασμό («Θυμήθηκα πως, όταν ήμουν μικρός, οι αγρότες σ’ εκείνα τα μέρη αποκαλούσαν τα σιδηροδρομικά βαγόνια “γκρίζες αγελάδες”. Τώρα “οι γκρίζες αγελάδες” βόσκουν ήρεμες, τα κιλοβάτ, όπως η ιπποδύναμη, επανέρχονται στη φύση. Ελευθέρας βοσκής», σ. 14), ενίοτε από ευφορία, από «σολιψιστική υπεροψία» ή από μία απέραντη αγωνία: «Εγώ υπάρχω ακόμα και μέσα μου εγκαινιάζεται η άβυσσος του φόβου. Ένας φόβος που συμπυκνώνεται ενώ διαστέλλεται και διαποτίζει τα πάντα. Μαύρη, παγερή ουσία στην οποία είμαι χωμένος, άθλια και γελοία, σαν μύγα στον πάγο. “Πού πάω;” ρωτάω, “Πού κρύβομαι;” και καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να προχωρήσω, ο φόβος είναι παντού ολόιδιος. Εγώ, που καλλιεργούσα το σπάνιο ελάττωμα του σολιψισμού κι είχα ως έμβλημα το “Απαγορεύεται η είσοδος” (στους άλλους), βρίσκω απαγορευμένη την έξοδο, σε απροσδιόριστο χρόνο» (σ. 121-122).

Δεδομένου ότι ο κόσμος έχει αφεθεί στα άψυχα αντικείμενα και στα μη ανθρώπινα, μία σειρά υπαρξιακών, φιλοσοφικών, θεολογικών, ψυχολογικών ερωτημάτων βασανίζουν τον «ήρωα» σχετικά με τη μοίρα των εξαφανισθέντων: Πού πήγαν; Γιατί έφυγαν; Η ανθρωπότητα «αγγελοποιήθηκε μαζικά»; Μήπως η «νεφελοποίησή» τους αποτελούσε ένα βραβείο και όχι μία τιμωρία; Μήπως πρόκειται για κάποια πρωτοφανή συλλογική, τουριστική μετανάστευση, δεδομένου ότι ο αιώνας μας είναι απεριόριστα ταγμένος στην εκπαιδευτική άσκηση του ταξιδιού; Ή μήπως έχουμε να κάνουμε με μία σιωπηλή αποκάλυψη; Αυτή η ξαφνική μεταρσίωση ολόκληρης της ανθρωπότητας τον ωθεί να στοχαστεί τη σημασία του καλού και του κακού, τη σκέψη φιλοσόφων και θεολόγων, την ιδέα της μεταθανάτιας επιβράβευσης. Τι είναι εκείνος που επιβιώνει, όταν όλοι οι άνθρωποι καταστρέφονται; Ένας εκλεκτός ή ένας αποκλεισμένος; Ο περιούσιος ή ο κολασμένος; Σε ποια κατηγορία ανήκει; «Επιβιώνω. Επομένως επιλέχθηκα ή αποκλείστηκα… Θα συμπεράνω ότι είμαι ο εκλεκτός, αν υποθέσω ότι τη νύχτα της 2ας Ιουνίου η ανθρωπότητα άξιζε να τελειώσει και η “dissipation” ήταν μια τιμωρία. Θα συμπεράνω ότι είμαι ο αποκλεισμένος, αν υποθέσω ότι ήταν ένα ένδοξο μυστήριο, ανάληψη στον Έμπυρο ουρανό, αγγελοποίηση του Είδους κ.λπ.» (σ. 96). Μήπως είναι ο νέος Δευκαλίωνας, εκείνος που –όχι όμως με πετραδάκια, αλλά με ηρεμιστικά– θα έχει την ευκαιρία να δημιουργήσει ένα άλλο ανθρώπινο είδος, πιο ωραίο, με έμφυτη κλίση στο fair play; «Αισθάνομαι το χρέος να ξανασπείρω (ναι, να ξανασπείρω) το είδος, εμβληματικά με τη μέθοδο του Δευκαλίωνα… σκοπεύω να δημιουργήσω μια ράτσα πιο ήρεμη, λιγότερο εριστική (από κείνη την αφανισμένη)… Αν γεννηθούν, θα είναι ωραίοι άνθρωποι, όπως οι πρωταθλητές του τένις, και με έμφυτη κλίση στο fair play, όπως εκείνοι» (σ. 94).

 

Το πεπρωμένο της ανθρωπότητας

Τι είναι όμως το Dissipatio H.G. από την άποψη του είδους, δεδομένης της απουσίας μιας ουσιαστικής πλοκής; Εδώ τα πράγματα είναι περισσότερο δύσκολα, καθώς πολλές φορές βρισκόμαστε μπροστά σε σπουδαία έργα (μυθιστορήματα, ποιήματα, πίνακες ζωγραφικής κλπ.) που είναι σχετικά ακατάτακτα, κινούνται πέρα από επιμέρους κατηγορίες. Υπό τη δική μου οπτική το Dissipatio H.G. δεν είναι ούτε διήγημα ούτε μυθιστόρημα ούτε νουβέλα, αλλά ένα γνήσιο φιλοσοφικό δοκίμιο για το πεπρωμένο του ανθρώπινου είδους, για τη θρησκεία και την πολιτική, για τους διανοούμενους, τον καπιταλισμό, τον πολιτισμό και φυσικά την ίδια τη φιλοσοφική σκέψη. Δεν είναι ένα εύπεπτο ανάγνωσμα, αλλά ένα βιβλίο απαιτητικό, με πολλαπλές διακειμενικές θεολογικές, κοινωνιολογικές, φιλοσοφικές, πολιτικές, ψυχαναλυτικές, λογοτεχνικές, ανθρωπολογικές αναφορές σε διάφορες γλώσσες.

Όσο και αν το Dissipatio H.G. έχει σκοτεινά σημεία, παρελκυστικές διαδρομές, παιχνίδια του νου και παγίδες, που μας ωθούν να σκάψουμε εντός μας –και ίσως για τον λόγο αυτόν ο ανυποψίαστος αναγνώστης τρομάξει και το θεωρήσει υπερβολικά εγκεφαλικό– ο πιο προετοιμασμένος από τις πρώτες κιόλας σελίδες παρασύρεται από την αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα. Υπάρχει κάτι το έντονα κινηματογραφικό στο έργο του Μορσέλι, όσο και αν δημιουργείται η εντύπωση πως του λείπει η εξωτερική πλοκή. Εδώ έχουμε να κάνουμε πρωτίστως με μία αναζήτηση βαθιά ψυχολογική και φιλοσοφική. Μπορεί και οι εικόνες στην εξωτερική πραγματικότητα να αλλάζουν διαρκώς, το ταξίδι όμως είναι πρωτίστως εσωτερικό: εξ ου και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι θεωρούσε τον Αντρέι Ταρκόφκσι τον πλέον κατάλληλο να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τον μεταποκαλυπτικό κόσμο του Dissipatio H.G. (σ. 174).

Σε ένα μεγάλο μέρος των παρουσιάσεων του βιβλίου απαντά ο χαρακτηρισμός «δυστοπικό έργο», που εμπεριέχει μία αμφισημία την οποία είναι αδύνατον να προσπεράσουμε άκριτα. Δυστοπικό για ποιους; Στο σημείο αυτό ο ανθρωποκεντρισμός των προσεγγίσεων είναι κάτι παραπάνω από εμφανής – εξάλλου μία ανάλογη προσέγγιση φροντίζει να στηλιτεύσει με οξύτητα ο συγγραφέας: «Το τέλος του κόσμου; Ένα από τα αστεία του ανθρωποκεντρισμού: να περιγράφει το τέλος του είδους σαν να εμπεριέχει τον θάνατο των ζώων και των φυτών, το ίδιος το τέλος της Γης. Την πτώση των ουρανών. Δεν υπάρχει εσχατολογία που να μη θεωρεί τη μονιμότητα του ανθρώπου ως ουσιώδη για τη μονιμότητα των πραγμάτων. Παραδεχόμαστε ότι τα πράγματα μπορούν να αρχίσουν πριν, αλλά όχι  ότι μπορούν να τελειώσουν μετά από μας… Ο κόσμος δεν υπήρξε ποτέ τόσο ζωντανός όσο σήμερα, που μια συγκεκριμένη ράτσα δίποδων σταμάτησε να συχνάζει σε αυτόν. Δεν υπήρξε ποτέ τόσο καθαρός, αστραφτερός, αλέγρος» (σ. 60-61). Είναι μόνο το ανθρώπινο είδος που εξατμίζεται: εκείνο που θεωρούσε ότι μπορούσε να κυριαρχήσει πάνω σε όλα και σε όλους, να επιβληθεί πάνω στον εξωτερικό κόσμο, σε ό,τι αποκαλούμε «φύση», η οποία τώρα διεκδικεί ό,τι της είχαμε στερήσει.

Το γεγονός ότι ο αφηγητής υποχρεώνει επανειλημμένως το ανθρώπινο είδος να καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου είναι ενδεικτικό και της φιλοσοφικής ματιάς που μας υποβάλλει: «Ω έθνη, θέλατε να παλέψετε ενάντια στη μόλυνση; Απλό: Αρκούσε να εξαλείψετε τη ράτσα που προκαλεί τη μόλυνση» (σ. 60)· «Εξάτμιση· γιατί; Ας δούμε: Θα μπορούσε να είναι μια αντίδραση της Φύσης, ή μιας υπερφύσης, προς την υλικότητα μέσα στην οποία “αυτοί” ζούσαν» (σ. 66)· «Σε τριάντα αιώνες οι άνθρωποι εξαπέλυσαν περίπου πέντε χιλιάδες πολέμους. Έκαναν το σφάλμα, αν όχι να αρχίσουν την Ιστορία να τη συνεχίσουν… Το χειρότερο ή πιο πρόσφατο λάθος τους ήταν το Ασχήμισμα του κόσμου» (σ. 73).

Προβάλλει κάτι το απελπισμένο, αλλά και το ήρεμο στις σελίδες του βιβλίου: δεν πρόκειται για πεσιμισμό, μα για γνήσιο ρεαλιστικό ορθολογισμό, όπως φανερώνει και η κατακλείδα του: «Από το παγκάκι μιας λεωφόρου στέκομαι και κοιτάω τη ζωή που προετοιμάζεται μπροστά μου γι’ αυτή την παράξενη αιωνιότητα. Η ατμόσφαιρα είναι διαυγής, με μια συμπαγή υγρασία. Ρυάκια όμβριου νερού συρρέουν στη λεωφόρο, απλώνοντας στην άσφαλτο, μέρα με τη μέρα, ένα λεπτό στρώμα κοπριάς. Σχεδόν σαν μεμβράνη, κι όμως κάτι πρασινίζει και μεγαλώνει, όχι το συνηθισμένο χορταράκι του Δήμου· είναι άγρια, μικρά φυτά. Η Αγορά των Αγορών θα μεταβληθεί σε εξοχή. Με νεραγκούλες, ανθισμένα ραδίκια» (σ. 164). Έτσι η ζωή θα συνεχιστεί ακόμη και δίχως την ανθρώπινη παρουσία κάτω από τον ουρανό, τη βροχή και τον ήλιο...

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.