Η διαίρεση των επιστημών σε δυο μεγάλες κατηγορίες είναι σήμερα τόσο αποδεκτή όσο περίπου η διαίρεση των θρησκειών σε μονοθεϊστικές και πολυθεϊστικές. Υπάρχει μόνο θέμα ορολογίας. Θετικές ή φυσικές επιστήμες για τη μια κατηγορία; Θεωρητικές, κοινωνικές ή ανθρωπιστικές για την άλλη;[1] Πέρα από τα ονόματα υπάρχει η ουσία. Ο Γιώργος Ευαγγελόπουλος μας χάρισε πρόσφατα ένα ιδιαίτερα εμπεριστατωμένο δοκίμιο που έχει ως βάση αυτή τη διαίρεση[2]. Κατά τον Ευαγγελόπουλο, οι θετικές και οι θεωρητικές επιστήμες αντανακλούν έναν διαφορετικό τρόπο πρόσληψης και ερμηνείας του κόσμου, οι διαφορές τους εκτείνονται πέρα από τα εργαλεία και τα πρωτόκολλα έρευνας που χρησιμοποιούν, αντιπροσωπεύουν διαφορετικές «κουλτούρες». Οφείλω αυτό το σημείωμα σε σκέψεις στις οποίες με οδήγησε η ανάγνωση αυτού του δοκιμίου (και θα χρησιμοποιήσω τους όρους θετικές και θεωρητικές επιστήμες παρά τις οποιεσδήποτε αντιρρήσεις μου).
Πόσο βαθιά μπορούμε να πάμε σχετικά με «το γιατί, το πώς και το πότε» αυτής της διαίρεσης; Πώς αυτό «το γιατί, το πώς και το πότε» επηρέασαν την εξέλιξη αυτών των δυο μορφών γνώσης, πώς μπορούν να επηρεάσουν τη μελλοντική εξέλιξή τους και την πιθανότητα της περαιτέρω διαφοροποίησης ή της σύγκλισής τους; Έχει η εμπεριστατωμένη παρουσίαση του θέματος από τον Ευαγγελόπουλο αφήσει περιθώρια γι’ αυτές τις ερωτήσεις; Η απάντησή μου είναι ναι. Όμως είμαι έξω από τις κοινωνικές επιστήμες, δεν τις γνωρίζω και, πολύ περισσότερο, δεν γνωρίζω την ιστορία τους. Επομένως, θα έπρεπε να κλείσω αυτό το σημείωμα μου σ’ αυτό το σημείο. Θα το έκανα αν η περιοχή της επιστήμης για την οποία έχω κάποια γνώση, η εξελικτική βιολογία, δεν με είχε εθίσει στο να βλέπω καθετί το ανθρώπινο από εξελικτική σκοπιά – και αυτό επειδή καθετί το ανθρώπινο είναι τελικά μέρος της ιστορίας του ανθρώπου, η οποία είναι μέρος της ιστορίας της ζωής. Εδώ οφείλω μια εξήγηση. Η εξελικτική βιολογία δεν είναι παρά ένα μέρος μιας θεώρησης του κόσμου που μπορούμε να την ονομάσουμε Εξελικτική (κατά το Θερμοδυναμική). Σε πρώτη φάση το μυαλό μας πάει στην εξέλιξη των ειδών γιατί, εκεί, η Εξελικτική βρήκε την πρώτη και πληρέστερη εφαρμογή της. Αλλά σήμερα μιλούμε για την εξέλιξη των γλωσσών, των θρησκειών, των κοινωνιών, ακόμα και των ιδεολογιών (και, φυσικά, των άστρων και των γαλαξιών).
Αγεφύρωτη ρήξη;
Μένει υπό συζήτηση το αν υπάρχουν πράγματι κοινά μοτίβα πίσω από αυτές τις καταρχήν τόσο διαφορετικές ιστορικές διαδρομές και το πόσο χρήσιμο ή παρακινδυνευμένο θα ήταν να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα μοτίβα καθώς περνάμε από τη μια περιοχή στην άλλη. Μήπως –πρέπει να διερωτηθούμε– μιλάμε για γενικεύσεις τόσο πλατιές και αυτονόητες που καταντούν άχρηστες επειδή ισχύουν εξ ορισμού, όπως οι ταυτότητες στα μαθηματικά; Αν, αντίθετα, υπάρχει κάποια χρησιμότητα, ποιο είναι το όριο πριν από το οποίο τα κοινά μοτίβα είναι χρήσιμα και πέρα από το οποίο άχρηστα ή και παραπλανητικά; Προφανώς η απάντηση εξαρτάται από το πόσο συναφείς είναι οι περιοχές της Εξελικτικής στις οποίες αναφερόμαστε, αλλά και εδώ θα συναντήσουμε διχογνωμία. Πολλοί θα συμφωνήσουν ότι δεν υπάρχει πολύς κοινός χώρος μεταξύ της εξέλιξης των ειδών και της εξέλιξης των γαλαξιών, αλλά τα πράγματα αλλάζουν αν αντικαταστήσουμε τους γαλαξίες με τις διαλέκτους[3]. Θα δεχθώ τις διαφωνίες, αλλά θα επιμείνω στο ότι η εξελικτική θεώρηση του θέματος με το οποίο ξεκινήσαμε, η διαίρεση της επιστημονικής γνώσης σε θετική και θεωρητική, μπορεί να μας οδηγήσει σε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα.
Διδαχθήκαμε ότι δεν ήταν πάντα έτσι. Οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι μίλησαν τόσο για τη φύση όσο και για τον άνθρωπο, όχι μόνο ως σάρκα και οστά αλλά και ως συναίσθημα και σκέψη, έκαναν τόσο θετική όσο και θεωρητική επιστήμη. Το ίδιο ίσχυσε και για τους πρώτους αιώνες μετά την Αναγέννηση[4]. Ήταν το βάρος της λογαριθμικής συσσώρευσης της γνώσης που κατέστησε αδύνατο (βιολογικά, θα υποθέσουμε) για το ίδιο άτομο να κατέχει εξίσου καλά τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, τη φυσική και τη βιολογία. Κάπως έτσι άρχισε η διακλάδωση του δένδρου της επιστήμης που σήμερα έχει τόσες απολήξεις όσες και ο πλάτανος στην πλατεία του χωριού μου. Υπάρχει μεγάλη δόση αλήθειας σ’ αυτό το σενάριο. Αλλά και ένας κίνδυνος παρερμηνείας. Δυσκολεύομαι να δεχθώ ότι τα δυο κουτιά που άνοιξα από τα χρόνια του γυμνασίου για να ρίξω τον Αρχιμήδη, τον Ευκλείδη, τον Ιπποκράτη στο ένα και τον Πρωταγόρα, τον Πλάτωνα, τον Ζήνωνα στο άλλο, αλλά και τους πολύ μεταγενέστερους, τον Νεύτωνα στο πρώτο και τον Καντ στο δεύτερο, αποτελούν μια παιδική πλάνη (να μην ξεχάσω και το τρίτο κουτί με τον Όμηρο, τη Σαπφώ, τον Σοφοκλή και τον Πραξιτέλη και τον μεταγενέστερο τους, τον Μιχαήλ Άγγελο – αλλά θα το προσπεράσω σ’ αυτό το σημείωμα).
Κρατώ τα δυο κουτιά ανοιχτά γιατί μου λένε κάτι, γιατί θεωρώ ότι η διαίρεση πάνω στην οποία στηρίζονται δεν είναι ασύστατη. Αντίθετα, έχει μέσα της κάτι το πραγματικό, κάτι σαν γάντζο για να κρεμάσουμε τα σχοινιά των θετικών και των θεωρητικών επιστημών (να πιαστούμε από κάπου, βρε αδερφέ). Η διαίρεση υπάρχει γιατί υπάρχουν άνθρωποι που «εμφορούνται» με την τάση και την ικανότητα να σκέπτονται με τον τρόπο που σήμερα λέμε ότι είναι ο τρόπος σκέψης των θετικών επιστημών και γιατί υπάρχουν άνθρωποι που «εμφορούνται» με την τάση και την ικανότητα να σκέπτονται με τον τρόπο που σήμερα λέμε ότι είναι ο τρόπος σκέψης των θεωρητικών επιστημών. Αν κάνουμε αυτή την παραδοχή –και πρόκειται για ένα μεγάλο ΑΝ– τότε μας δίνεται η δυνατότητα να δούμε τις δυο όψεις του νομίσματος από μια άλλη σκοπιά.
Το «αν» είναι μεγάλο για πολλούς λόγους. Πρώτα γιατί οι «μεγάλοι» της θετικής όψης δεν είναι καθόλου παρακατιανοί με τα κριτήρια της θεωρητικής όψης –και αντίστροφα–, μάλιστα για κάποιους, π.χ. Καρτέσιος, μας είναι δύσκολο να τους βάλουμε στη μια ή στην άλλη πλευρά. Αλλά δεν έχουμε τέτοια δυσκολία με τους περισσότερους, ιδιαίτερα τους πιο σύγχρονους. Όση σοφία και αν εκπέμπουν τα αποφθέγματα του Αϊνστάιν, δύσκολα θα τον βάζαμε στην πλευρά των θεωρητικών επιστήμων και την ίδια δυσκολία, αντίστροφης φοράς, θα είχαμε με τον Τζον Ρωλς. Ένας άλλος λόγος είναι το κατά πόσο η μεγαλοσύνη των μεν και των δε εκπορεύεται από τα γονίδιά τους και κατά πόσο από άλλους παράγοντες. Όμως αυτό το θέμα, όσο σημαντικό και αν είναι, δεν μας αφορά στο σημείο αυτό – εδώ προέχει το αν θα δεχθούμε ή όχι την ύπαρξη των μεν και των δε. Αυτά για τα αρνητικά σημεία της θεώρησης περί της ύπαρξης των μεν και των δε. Στη συνέχεια θα αναφερθώ στα θετικά, σπεύδω όμως να επισημάνω ένα απ’ αυτά. Μια τέτοια θεώρηση δημιουργεί σχεδόν πάντοτε μια ποσοτική συνέχεια πάνω από μια ποιοτική ασυνέχεια. Βάζοντας τους μεν και τους δε στα δυο άκρα ενός συνεχούς φάσματος δημιουργείται χώρος και για εμάς τους κοινούς και μέτριους. Και τούτο γιατί τα γενεσιουργά αίτια της διαίρεσης σπάνια έρχονται σε δυο εκδόσεις, την μεν ή την δε, υπόκεινται σε γενετικό και περιβαλλοντικό πολυμορφισμό.
Αυτός ο πολυμορφισμός απασχόλησε και εμένα – το αντίθετο θα ήταν περίεργο[5]. Είναι η δουλειά της επιστήμης να χτίζει γέφυρες καθ’ οδόν προς ένα καθολικό μοντέλο για τον κόσμο, συμβατό με τις ιδιότητες της βιολογικής μας υπόστασης. Είναι δουλειά του εξελικτικού βιολόγου να επιχειρεί να στήσει γέφυρες μέσα στον κόσμο της ζωής, από την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να εξαιρεθεί. Βάζοντας δίπλα-δίπλα τη Φυσική με τη Βιολογία, αυτό που τελικά θεώρησα ως την κύρια διαφορά δεν ήταν αυτά που χαρακτηρίζουν την πρώτη ως «σκληρή» επιστήμη και τη δεύτερη ως «μαλακή», ήταν το χωροχρονικό εύρος του αντικειμένου τους: τα 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια και όλο το Σύμπαν της Φυσικής. έναντι των 4 δισεκατομμυρίων χρόνων της Βιολογίας πάνω σε έναν πλανήτη, μια απειροελάχιστη κουκίδα στο αχανές Σύμπαν. Άφησε αγεφύρωτο αυτό το χάσμα μεταξύ Φυσικής και Βιολογίας η ανθρώπινη νόηση; Όχι. Κάπου στη μέση επινόησε τη Χημεία. Το χωροχρονικό εύρος της Χημείας είναι πιο μικρό από αυτό της Φυσικής (δεν υπήρχαν μόρια στις πρώτες δεκάδες ή εκατοντάδες εκατομμυρίων χρόνων μετά τη Μεγάλη Έκρηξη) και πολύ μεγαλύτερο από αυτό της Βιολογίας.
Το χωροχρονικό εύρος των επιστημών
Να, λοιπόν, ένα φυσικό (= αντικειμενικό) μέτρο για τον χαρακτηρισμό των επιστημών: το χωροχρονικό εύρος του αντικειμένου τους. Το εύρος της Φυσικής περιλαμβάνει το εύρος της Χημείας, το οποίο περιλαμβάνει το εύρος της Βιολογίας. Να και ένας τρόπος οικοδόμησης ενός δένδρου για τις επιστήμες. Η βάση του είναι το κομμάτι της γνώσης με το μεγαλύτερο δυνατό εύρος, ακολουθούν οι κλάδοι και τα παρακλάδια. Οι νόμοι που ισχύουν για ένα παρακλάδι δεν μπορούν να παραβιάζουν τους νόμους του κλαδιού πάνω στο οποίο στηρίζεται – οι νόμοι της Βιολογίας δεν μπορούν να παραβιάζουν τους νόμους της Χημείας και αυτοί της Χημείας τους νόμους της Φυσικής. Αλλά οι νόμοι της Χημείας και της Φυσικής δεν αρκούν για τη Βιολογία. Αν η Βιολογία θέλει να σταθεί στα πόδια της πρέπει να ανακαλύψει τους δικούς της νόμους. Αυτοί οι νόμοι δεν την ανεξαρτητοποιούν από τη Χημεία και τη Φυσική, είναι όμως απαραίτητοι για να της δώσουν υπόσταση – είναι το μικρό κλαδάκι που την ενώνει με το δένδρο των επιστημών.
Αυτό που θεωρώ ιδιαίτερα χρήσιμο είναι ότι αυτή η κατάταξη της επιστημονικής γνώσης οδηγεί σε μια ομαλή μετάβαση, όχι μόνο από μια επιμέρους επιστήμη σε μια άλλη, αλλά δημιουργεί και μια κανονικότητα και μια συνέχεια για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Ιδού μερικές από αυτές τις κανονικότητες. Καθώς ανεβαίνουμε από τον κορμό προς τα λεπτότερα κλαδιά: μειώνεται η ικανότητα και η ακρίβεια της πρόβλεψης και αυτό επειδή μικραίνει ο αριθμός των μονάδων αναφοράς (υπάρχουν πολύ λιγότερα ελάφια σε ένα δάσος απ’ ό,τι μόρια αέρα σε ένα ελαστικό αυτοκινήτου, άρα μπορούμε να μετρήσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια την επίδραση του αέρα πάνω στο ελαστικό σε σύγκριση με την επίδραση των ελαφιών πάνω στο οικοσύστημα του δάσους)· μειώνεται η επαναληψιμότητα του φαινομένου που θέλουμε να ερμηνεύσουμε (υπάρχουν περισσότερα ελαστικά από ό,τι οικοσυστήματα)· αυξάνεται ο αριθμός των παραγόντων που επηρεάζουν το αποτέλεσμα· μεγαλώνει ο ρόλος της ιστορικότητας και της τυχαιότητας· αυξάνεται η συχνότητα των αναδυομένων ιδιοτήτων και μακραίνει το νήμα που ενώνει τις απώτερες (ή πρωτογενείς) από τις εγγύτερες ερμηνείες· μειώνεται η δύναμη του αναγωγισμού και αυξάνεται η ανάγκη της ολιστικής θεώρησης[6]· αυξάνεται ο κίνδυνος της τελεολογικής ερμηνείας· μειώνεται η λιτότητα και η κομψότητα των ποσοτικών εκφράσεων – άλλη η ομορφιά των εξισώσεων του ηλεκτρομαγνητισμού και άλλη της μακρο-οικονομίας.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το πόνημα του Ευαγγελόπουλου; Ο Ευαγγελόπουλος βλέπει τις θετικές και τις θεωρητικές επιστήμες ως δυο διαφορετικές κουλτούρες της ανθρώπινης διανόησης (πιο σωστά, χρησιμοποιεί την κοινή αντίληψη περί διαφορετικότητας ως εφαλτήριο). Η κουλτούρα έχει μια συλλογική έννοια, τη μοιράζεται ένα σύνολο ατόμων. Ο δεσμός που ενώνει τα άτομα στην ομάδα είναι χαρακτηριστικό της ομάδας, προσδιορίζεται και αναδύεται μετά τη σύσταση της ομάδας. Η προσέγγιση που παρουσίασα στις παραγράφους που προηγήθηκαν κατεβάζει αυτό το χαρακτηριστικό από το επίπεδο της ομάδας στο επίπεδο του ατόμου. Είναι το άτομο που έχει την κλίση προς τον θετικό ή τον θεωρητικό τρόπο σκέψης, η ειδοποιός διαφορά προϋπάρχει της ομάδας, η ομάδα (μπορούμε τώρα να την πούμε κουλτούρα) είναι δευτερογενής οντότητα. Δεν παύει όμως να είναι μια οντότητα που υπόκειται στους νόμους της Εξελικτικής, ειδικότερα αυτούς που αναφέρονται στην κοινωνική εξέλιξη, και να αποκτά με το χρόνο χαρακτηριστικά που δεν είναι πια χαρακτηριστικά ατόμου αλλά χαρακτηριστικά ομάδας. Δεν υπάρχει εδώ τίποτε το καινοφανές. Οι οργανισμοί έχουν χαρακτηριστικά που δεν βρίσκουμε στα κύτταρα και οι προτάσεις έχουν χαρακτηριστικά που δεν βρίσκουμε στις λέξεις (πρόκειται για τις αναδυόμενες ιδιότητες που ανέφερα στο δένδρο των επιστημών), όμως ο οργανισμός και η πρόταση δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν αν τα κύτταρα και οι λέξεις δεν είχαν τα χαρακτηριστικά που κάνουν το κύτταρο κύτταρο και τη λέξη λέξη.
Ποια είναι, λοιπόν, τα χαρακτηριστικά που ανάγουν τη θετική και τη θεωρητική σκέψη σε κουλτούρες; Αυτή είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα ερώτηση που μπορούμε να θέσουμε σ’ αυτή τη συζήτηση. Από την παράγραφο που προηγήθηκε θα πρέπει να είναι χαρακτηριστικά ομάδας και όχι ατόμων, χαρακτηριστικά που εξαφανίζονται όταν αποσυνθέσουμε την ομάδα σε άτομα, όπως εξαφανίζονται οι ιδιότητες του οργανισμού όταν τον διαλύσουμε σε κύτταρα. Ο επίμονος και διεισδυτικός αναγνώστης του δοκιμίου του Ευαγγελόπουλου θα ανακαλύψει ίσως κάποιες απαντήσεις από μόνος του. Ένας άλλος δρόμος είναι να προστρέξουμε στο δέντρο της επιστημονικής γνώσης. Οι κανονικότητες που αναδύονται καθώς προχωρούμε από τον κορμό στις μεγάλες διακλαδώσεις και από κει στα πιο λεπτά κλαδιά βοηθούν να δούμε πώς αλλάζει η μεθοδολογία, πώς εισέρχονται στο πρωτόκολλο της επιστημονικής αναζήτησης νέες έννοιες (όπως για παράδειγμα, η έννοια των αναδυομένων ιδιοτήτων, των εγγύτερων έναντι των απώτερων ερμηνειών, της μετάβασης από την ποιοτική στην ποσοτική έκφραση), κοντολογίς να εκτιμήσουμε, σε μεγάλο βαθμό, τα πώς και τα γιατί των διαφόρων επιστημών. Η αναρρίχηση στο δένδρο της επιστημονικής γνώσης είναι ένα μάθημα επιστημολογίας, αλλά η επιστημολογία είναι η ίδια ένα προϊόν της εξέλιξης της επιστήμης, δεν προκαθορίζει αν μια γνώση θα ενταχθεί στις φυσικές ή στις ανθρωπιστικές επιστήμες, αυτός ο ρόλος είναι δευτερογενής.
Η ιστορία της εξέλιξής μας, όσο πίσω στο χρόνο θελήσουμε να πιάσουμε το νήμα, ήταν μια διαδικασία στην οποία η γνώση δεν ήταν αυτοσκοπός, ήταν μέσο επιβίωσης. Όσο πιο πλατιά και ποικίλη ήταν η γνώση τόσο καλύτερα εξυπηρετούσε την επιβίωση της ομάδας. Έτσι εξηγείται γιατί ο θετικός και ο θεωρητικός τρόπος σκέψης δεν έδρασαν σαν αντίπαλες καταστάσεις, η μια δεν οδήγησε την άλλη σε εξαφάνιση. Αντίθετα συνυπήρξαν ανέκαθεν σε κάθε κοινωνία – ο Σίμος του χωριού μου που έμεινε με το απολυτήριο του δημοτικού αλλά έλυνε χωρίς χαρτί και μολύβι προβλήματα της Γ΄ Γυμνασίου για τα οποία εγώ έπρεπε να καταστρώσω μια αλγεβρική εξίσωση. και ο Λεωνίδας με το παρατσούκλι «δικηγόρος» γιατί ήταν όλος πάρλα και σε κάθε κουβέντα είχε πάντα την τελευταία λέξη. Το γιατί, το πώς και το πότε της διαίρεσης της επιστημονικής γνώσης μπορεί να αναζητηθεί σε ένα πολύ πιο χαμηλό και πεζό επίπεδο (ας το πούμε πρωτογενές) από αυτό στο οποίο το πραγματεύεται ο Ευαγγελόπουλος. Το ίδιο ισχύει προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη της συνύπαρξής τους. Όμως δεν πρέπει να αρκεστούμε στην ανίχνευση της εξέλιξής τους στο πρωτογενές επίπεδο. Πρέπει να αναζητήσουμε τις ανταύγειές της έως το πιο προχωρημένο επίπεδο, εκεί όπου η γνώση μετουσιώνεται σε αυτοσκοπό – το επίπεδο στο οποίο με τόση άνεση και μαεστρία κινείται ο Ευαγγελόπουλος. Δεν πρέπει να αρκεστούμε στο πρωτογενές επίπεδο, αλλά δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε.
Ενοποίηση της γνώσης: μια ουτοπία
Όμως το σπουδαιότερο θέμα είναι το αν πρέπει να διατηρήσουμε μια ελπίδα ότι οι αποκλίνουσες και παράλληλες πορείες που αναλύει ο Ευαγγελόπουλος θα γίνονται με το χρόνο ολοένα πιο συγκλίνουσες και οι διατομές τους πιο συχνές ή αντίθετα πιο αποκλίνουσες και ετερογενείς. Το δένδρο της επιστημονικής γνώσης που σκιαγράφησα λειτουργεί ως τροφή για την ιδέα της ενοποίησης της γνώσης· και η υπόθεση ότι οι κλίσεις προς τη θετική ή τη θεωρητική προσέγγιση δεν αποτελούν τόσο χαρακτηριστικά ομάδων (κουλτούρες) όσο μεμονωμένων ατόμων δείχνει προς τον ανθρώπινο εγκέφαλο – ώς το μαύρο κουτί όπου βρίσκεται το πώς και το γιατί αυτών των διαφορών. Είμαστε μακριά από το άνοιγμα του κουτιού, ίσως η ενοποίηση των επιστημών να είναι μια ουτοπία. Μπορούμε όμως από τώρα να διακινδυνεύσουμε κάποιες προβλέψεις. Η ενοποίηση της γνώσης, αν και όποτε έλθει, θα είναι απαλλαγμένη από διαζευκτικούς χαρακτηρισμούς όπως σκληρές έναντι μαλακών επιστημών, αναγωγισμός έναντι ολισμού, μονισμός έναντι δυϊσμού.
Γράφει ο Στέφανος Τραχανάς στον πρόλογο του βιβλίου του Ευαγγελόπουλου:
Στη θεμελιώδη φυσική η χρήση των μαθηματικών φαίνεται να εκφράζει μια βαθύτερη αλήθεια […] σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες επιστήμες (π.χ. βιολογία, οικονομικά ή κοινωνιολογία), όπου η χρήση μαθηματικών μοντέλων και εξισώσεων προορίζεται για τη χονδροειδή περιγραφή υπεραπλουστευμένων καταστάσεων και δεν εκλαμβάνεται ως έκφραση αντικειμενικών νόμων που ουδείς αμφισβητεί ότι υπάρχουν.
Ευτυχώς έχει δίκιο, όχι τόσο γιατί έτσι είναι αλλά γιατί έτσι πρέπει να είναι. Θέλω να πω ότι βιολόγοι, οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι δεν πρέπει να πέσουν θύματα μιας ουτοπιστικής αναζήτησης μαθηματικών εκφράσεων των νόμων που διέπουν τις επιστήμες τους με οδηγό τη μαθηματική ακρίβεια, εγκαταλείποντας στην πορεία τη χρηστικότητα των οποιωνδήποτε χονδροειδών σχέσεων μπορούν να διατυπώσουν. Καθώς ανεβαίνουμε από τον κορμό του δέντρου στα κλαδιά πρέπει να επιλέξουμε αν τα ερμηνευτικά μοντέλα που χτίζουμε στοχεύουν στην ακριβή απεικόνιση ενός μικρού μέρους του κόσμου που θέλουμε να ερμηνεύσουμε ή στη λιγότερο ακριβή περιγραφή ενός πολύ μεγαλύτερου συνόλου. Όσο για το αν περισσότερα και ισχυρότερα μαθηματικά υποδηλούν μια «βαθύτερη αλήθεια», θα ήταν πράγματι μεγάλη αχαριστία της Φύσης προς τους μελετητές της αν αυτό δεν αληθεύει. Αλλά η Φύση δεν έχει τέτοιες ευαισθησίες. Δεν συμπεριφέρθηκε με αγνωμοσύνη στον Αϊνστάιν με την επιμονή της να παίζει ζάρια, παρά το γεγονός ότι ο Αϊνστάιν συνέβαλε σχεδόν όσο κανείς άλλος στην αποκρυπτογράφησή της;
*Ευχαριστώ τον Σ. Τραχανά και τον Γ. Ευαγγελόπουλο για πολύ εύστοχα και χρήσιμα σχόλια που βελτίωσαν το τελικό κείμενο.
[1] Κάποιος πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά με αυτά τα ονόματα. Στην αγγλική, το θέμα είναι σε μεγάλο βαθμό λυμένο: sciences, humanities, arts. Σε μας υπάρχει αντιγνωμία για το αν το sciences αποδίδεται καλύτερα με το θετικές ή φυσικές επιστήμες. Αλλά και για το αν το humanities αποδίδεται καλύτερα με το θεωρητικές, κοινωνικές ή ανθρωπιστικές επιστήμες. Η διάζευξη θετικές έναντι θεωρητικές υπονοεί ότι οι τελευταίες δεν έχουν ισχυρή αποδεικτική βάση, ενώ το φυσικές έναντι θεωρητικές υπονοεί ότι οι τελευταίες αναφέρονται σε κάτι το αφύσικο, κάτι έξω από αυτόν τον κόσμο. Επίσης, το θεωρητικές είναι από μόνο του παραπλανητικό και υποβιβαστικό γιατί παραπέμπει στην αρνητική χρήση της λέξης «θεωρία» («άσε τώρα τις θεωρίες!»). Αν στραφούμε στο περιεχόμενο θα διαπιστώσουμε ότι οι θετικές επιστήμες είναι θεμελιωμένες πάνω σε αξιώματα και προχωρούν πάντοτε με βάση ένα μοντέλο εργασίας, κάτι που τις κάνει πιο θεωρητικές από τις θεωρητικές (όπου, τώρα, ο όρος «θεωρία» έχει τη θετική έννοια – ένα σύστημα προτάσεων με εσωτερική συνοχή που καταλήγει σε δυνητικά ελέγξιμες υποθέσεις). Σαν να μην έφταναν όλα αυτά έχουμε και τις «εφαρμοσμένες» επιστήμες. Τι είναι, τελικά, και τι δεν είναι επιστήμη; Κατέληξα σε έναν «τσαρουχικό» ορισμό (κατά το «στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις»): επιστήμη είναι οτιδήποτε διδάσκεται στα καθ’ ημάς ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
[2] Γ. Λ. Ευαγγελόπουλος, Θεωρητικές και Θετικές επιστήμες - Οι δυο κουλτούρες και οι διατομές τους, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2022.
[3] Μια πρόσφατη εξελικτική θεώρηση της γλωσσολογίας αποτελεί η μελέτη των Ε. Ladoukakis, D. Michelioudakis & E. Anagnostopoulou. 2021. Toward an evolutionary framework for language variation and change. BioEssays, 2021. https://doi.org/10.1002/bies.202100216.
[4] Αντιπαρέρχομαι τον θεοκρατικό Μεσαίωνα. Οι φυσιοδίφες της εποχής δέχθηκαν την αριστοτελική ιδέα της Scala Natura, με τα θηλαστικά πάνω από τα ψάρια, αλλά όταν έφτασαν στον άνθρωπο πρόσθεσαν και ένα υψηλότερο σκαλί, αυτό των αγγέλων.
[5] Βλέπε Λ. Ζούρος, Ας συμφιλιωθούμε με τον Δαρβίνο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009 και Σε αναζήτηση σκοπού σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2020.
[6] Η κατά ραγδαίο ρυθμό φθίνουσα δύναμη του αναγωγισμού (κατανοώ κάτι μέσω της αποσύνθεσής του στα εξ ων συνετέθη), καθώς προσχωρούμε από τις πιο θετικές στις πιο θεωρητικές επιστήμες, και η εξ αυτής ανάγκη της υιοθέτησης του ολισμού (κατανοώ κάτι μόνο όταν το βλέπω ως σύνολο), προσφέρει μια κλίμακα κατάταξης των επιστημών από τις περισσότερο στις λιγότερο αναγωγιστικές ή, αντίστροφα, από τις λιγότερο στις περισσότερο ολιστικές (και αυτό θα πρόσθετε μια ακόμα διαζευκτική ονομασία: «αναγωγιστικές» για τις θετικές και «ολιστικές» για τις θεωρητικές). Οι θετικές επιστήμες έγιναν επιστήμες μόνο όταν υιοθέτησαν έναν αναγωγιστικό τρόπο ερμηνείας του αντικειμένου τους χωρίς να εγκαταλείψουν το χωροχρονικό εύρος τους. Σε ένα κλασικό άρθρο του, ο Francois Jacob (F. Jacob, Evolution and Tinkering, Science 196: 1161-1166, 1977) σημειώνει ότι τα μεγάλα άλματα στις θετικές επιστήμες έγιναν όταν ο άνθρωπος έθεσε απλές ερωτήσεις (γιατί πέφτει το μήλο από τη μηλιά;), όταν έπαψε να είναι προσκολλημένος στα έσχατα και υπαρξιακά ερωτήματα (να ερμηνεύσει τα πάντα διαμιάς), τα οποία ανήκουν –στο βαθμό που δεν ερωτοτροπούν με το υπερβατικό– στις κοινωνικές επιστήμες.