Σε μια εποχή που οι πολυήμερες απεργίες των καθηγητών κατά τη διάρκεια των πανελλαδικών εξετάσεων δεν ήταν το κύριο θέμα των ειδήσεων, αφού οι πολιτικές ευαισθησίες ήταν διαφορετικές, αριστούχοι μαθητές, μελετώντας ολημερίς, εξετάζονταν ακόμη και υπό συνθήκες καύσωνα (χωρίς air condition στα σπίτια και στις αίθουσες των σχολείων) τέσσερις ημέρες στη σειρά, διεκδικώντας μια θέση στις Φιλολογίες, στα Τμήματα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ή Φιλοσοφίας, που τότε είχαν υψηλότερες βάσεις από τη Νομική, ενώ δεν υπήρχαν αυτόνομα Τμήματα Ψυχολογίας, Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, Θεατρικών Σπουδών και Κινηματογράφου. Και επρόκειτο για θέσεις περιζήτητες, για χάρη των οποίων κάποιοι/ες μαθητές/τριες ήταν πιθανό να εξεταστούν και δεύτερη ή και τρίτη χρονιά!
Μήπως η αιτία ήταν ότι ο διορισμός στο δημόσιο σχολείο θα ερχόταν την επομένη του πτυχίου και μάλιστα με τις καλύτερες προοπτικές αλλά και μισθολογικές απολαβές; Η απάντηση είναι αρνητική. Η «επετηρίδα» είχε ήδη «κλείσει» για τους φιλολόγους και οι διορισμοί απαιτούσαν όχι μόνο μία δεκαετία αλλά και έναν δεύτερο κύκλο «σκληρών» εξετάσεων. Η ιδιωτική αγορά σίγουρα δεν ήταν «φιλική», αν και υπήρχε τρόπος –συναφής με το αντικείμενο σπουδών– για την εξασφάλιση του «μεροκάματου», αφού τουλάχιστον στα αστικά κέντρα ευημερούσαν τα λεγόμενα «ιδιαίτερα μαθήματα». Εν ολίγοις, ήταν μια εποχή στη διάρκεια της οποίας υπήρχε ακόμη ελπίδα.
Μήπως όμως η αιτία της ακμής των ανθρωπιστικών επιστημών σε εκείνα τα χρόνια συνδεόταν με την προοπτική απορρόφησης των αποφοίτων τους στην ιδιωτική αγορά; Μήπως δηλαδή ήδη υπήρχαν επαρκή και αξιόπιστα στοιχεία για την ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού, ώστε οι σπουδές που σχετίζονταν με την αρχαιότητα, την ιστορία, τα επιτεύγματα του ανθρώπινου νου και γενικότερα τον πολιτισμό φαίνονταν να υπόσχονται αξιοζήλευτες και πολυάριθμες θέσεις εργασίας στο κοντινό μέλλον; Ούτε αυτό το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί καταφατικά. Όπως αποδείχθηκε μάλιστα, οι επιστήμες του ανθρώπου και του πολιτισμού έμειναν αρκετά μακριά από την εξέλιξη του τουριστικού τομέα.
Μήπως, τέλος, εάν επιθυμούμε να έχουμε πιθανότητες κατανόησης της υπό συζήτηση παρακμής, θα πρέπει να στρέψουμε τις αναζητήσεις μας στον συλλογικό νου της σύγχρονης κοινωνίας, την «κουλτούρα» της και φυσικά τα μέσα που την εξελίσσουν και την αναθεωρούν και τα οποία μεταξύ άλλων οριοθετούν το τι λογίζεται ως «μοντέρνο» και κοινωνικά «επιδραστικό» στο πλαίσιο μιας ταχύτατης καθημερινότητας που κυριαρχείται από νέους και καταφανώς διαφορετικούς τρόπους διάδοσης των μηνυμάτων και των επιστημονικών, τεχνολογικών ή άλλων γνώσεων; Μια ιστορική προσέγγιση θα ήταν πολύτιμη, εάν βέβαια θα ήταν υλοποιήσιμη και θα παρουσιαζόταν χρήσιμη με βάση τους ρυθμούς, τους κανόνες και τις ανάγκες της σημερινής πραγματικότητας. Αναπόδραστα, μια τέτοια έρευνα θα έπρεπε να εστιάσει στις επενέργειες της αλλαγής στον τρόπο σκέψης, έκφρασης, επικοινωνίας και κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων και όχι να αναπαράγει αισθήματα νοσταλγίας του χαμένου μεγαλείου των προηγούμενων δεκαετιών, όπως πολλές τηλεοπτικές εκπομπές, αφιερώματα της διαδικτυακής δημοσιογραφίας, σελίδες των νοσταλγών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, βιντεάκια, reels κ.ά. Τόσο η νοσταλγία για τα «ωραία» παλιά χρόνια όσο και το συχνά επαναλαμβανόμενο επιχείρημα ότι η κρίση (και) των ανθρωπιστικών σπουδών είναι παγκόσμιο φαινόμενο διευκολύνουν την εξοικείωσή μας με κάτι που συνέβη και με το οποίο οφείλουμε να συμβιβαστούμε.
Σίγουρα πάντως η εγκατάλειψη και ο μαρασμός της ιστορίας και των ανθρωπιστικών σπουδών δεν αποτελεί πρόβλημα του παρόντος, το οποίο διορθώνεται με μειώσεις αριθμών και περικοπές δαπανών. Αντίθετα, είναι ένα εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα του άμεσου μέλλοντος, οι επιπτώσεις του οποίου μάλιστα είναι πολύ εύκολο να προβλεφθούν. Αν και είναι σπάνια η δυνατότητα πρόβλεψης, στην προκειμένη περίπτωση προϋποθέτει μόνο την κατανόηση της αξίας και κυρίως της χρησιμότητας της ιστορίας και των συγγενικών της ανθρωπιστικών ή άλλων επιστημών.