Το βιβλίο του Παναγή Παναγιωτόπουλου Περιπέτειες της μεσαίας τάξης. Κοινωνιολογικές καταγραφές στην Ελλάδα της ύστερης Mεταπολίτευσης, εκδόσεις Επίκεντρο, έρχεται να μελετήσει και να αναμετρηθεί με ένα φάντασμα των κοινωνικών επιστημών. Ένα φάντασμα που σχεδόν ποτέ δεν έχει εξιδανικευτεί, όπως αυτό της εργατικής ή αστικής τάξης, ενώ πολλές φορές έχει δαιμονοποιηθεί ως ο βασικός πυρήνας συντηρητισμού και χειραγωγημένης συνείδησης. Είναι η μεσαία τάξη που γίνεται αντικείμενο της έρευνάς του, ένα αντικείμενο από μόνο του ετερόδοξο και υποτιμημένο για πολλά χρόνια στον επιστημονικό στοχασμό.
Το ανεξερεύνητο φάντασμα
Ο Παναγιωτόπουλος επιλέγει να διερευνήσει την ελληνική μεσαία τάξη κάνοντας δύο πολύ εφευρετικές κινήσεις. Η μία είναι στο επίπεδο του προσδιορισμού της. Και η άλλη στο μεθοδολογικό πλαίσιο που χαράσσει για να την εξιχνιάσει τόσο στην ιστορική της διαδρομή όσο και στη συγχρονία. Αντί να αναλωθεί σε μια πολύ σύνθετη προσπάθεια καθορισμού τού τι είναι η μεσαία τάξη σήμερα ή στο παρελθόν –η οποία πιθανότατα θα είναι καταδικασμένη σε αστοχία αφού το ίδιο το αντικείμενο της μελέτης δεν αυτοπροσδιορίζεται επαρκώς αλλά και δεν μένει συμπαγές σε κάθε χρονική στιγμή–, προτείνει να δούμε τη μεσαία τάξη ως εκείνο το κοινωνικό στρώμα που μένει εάν «βγάλουμε» τα εύπορα κοινωνικά στρώματα και αυτά που ανήκουν σε κατώτερες εισοδηματικές και κοινωνικές κατηγορίες. Όλο αυτό το «μεσαίο» κομμάτι της κοινωνίας που δεν γνωρίζει σημαντικές δυσκολίες βιοπορισμού αλλά και δεν ανήκει στην κοινωνικοοικονομική ελίτ συγκροτεί ένα πολύ μεγάλο κοινωνικό στρώμα με πολλές και διάφορες υποκατηγορίες, που όμως δεν ανήκουν όλες (και δεν θεωρούν ότι ανήκουν) στον κόσμο της ανέχειας ή της εισοδηματικής αφθονίας.
Αυτός ο γενικός αλλά δύσκολα αμφισβητήσιμος προσδιορισμός της μεσαίας τάξης οδηγεί τον Παναγιωτόπουλο στο να χαράξει πεδία μελέτης που για ορισμένους μπορεί να μην είναι και τα πιο ορθόδοξα σε μια κοινωνιολογική έρευνα. Δεν εστιάζει σε σκληρά δεδομένα για να διαπιστώσει την ύπαρξή της και την πολυδιάστατη παρουσία της στο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο. Δεν «μετράει» εισοδήματα ή άλλες πτυχές του κοινωνικού κεφαλαίου των μεσαίων στρωμάτων που μπορούν να αποτυπωθούν με συγκεκριμένους αριθμούς. Αντίθετα, επιλέγει να «υπολογίσει» τα βιώματα, τα συναισθήματα, τις νοοτροπίες και τις πολιτικές στάσεις των στρωμάτων αυτών στη φασματική τους υπόσταση, σε πλειάδα παραδειγμάτων και στοιχείων που κάνουν τα μέλη της μεσαίας τάξης ταυτόχρονα ορατά και αόρατα ως τέτοια.
Το βιβλίο του Παναγιωτόπουλου φαίνεται να αντλεί έμπνευση αλλά και βασικούς όρους κατανόησης του ζητήματος της μεσαίας τάξης περισσότερο από την αμερικανική και λιγότερο από την ευρωπαϊκή κοινωνιολογία. Κι αυτό φαίνεται να είναι μια συνειδητή επιλογή, στο βαθμό που στην Ευρώπη, και στην ηγεμονία του μαρξισμού όσον αφορά το θέμα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, τα «ταξικά» συμφραζόμενα απέκτησαν μια ιδιαίτερα φορτισμένη πολιτική σημασία. Το γεγονός ότι η μεσαία τάξη δεν χωρούσε στις πολιτικές ενοράσεις του μαρξισμού είχε αποτέλεσμα τη μακροχρόνια επιστημονική της υποτίμηση αλλά και παρερμηνεία. Η μεταπολεμική μεσαία τάξη για ένα μεγάλο μέρος της αριστερής ιδίως διανόησης ταυτίστηκε με τους μικροαστούς του 19ου και του 20ού αιώνα. Από τον Μπρεχτ, τη Σχολή της Φρανκφούρτης, μέχρι μαρξιστές και νεομαρξιστές διανοούμενους, οι άνθρωποι των μικροαστικών στρωμάτων (γραφειοκράτες, μικρέμποροι, εργατική αριστοκρατία) θεωρήθηκαν η πιο πειθήνια κοινωνική δύναμη που προσπαθεί να μοιάσει (χωρίς να τα καταφέρνει) στους εξουσιαστές της. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι αυτή η τάξη θεωρήθηκε –μάλλον σωστά– υπεύθυνη για το φασισμό του μεσοπολέμου συγκεντρώνοντας την κριτική μήνιν της Αριστεράς. Το πρόβλημα προκύπτει με τη σύγχυση των παλιών μικροαστών με τα νέα δυναμικά μεσοστρώματα των μεταπολεμικών χρόνων. Αυτός ο συμφυρμός οδήγησε σε μια πολύ αυστηρή κριτική των νέων μεσοστρωμάτων και μια πολύ ελλιπή, αν όχι εντελώς άστοχη, κατανόησή τους.
Η μεσαία τάξη, φορέας εκδημοκρατισμού
Ο Παναγιωτόπουλος προφανώς αντιστέκεται σε αυτή την παράδοση, χωρίς όμως να χάνει την κριτική του μέριμνα απέναντι στο αντικείμενο έρευνάς του. Η αμερικανική κοινωνιολογία (π.χ. Sennett, Lash) άλλωστε έχει καταστήσει κάτι τέτοιο εφικτό εδώ και δεκαετίες και πολλοί έχουν ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι, κάνοντας τα μεσαία στρώματα είτε έμμεσους είτε άμεσους πρωταγωνιστές των μελετών τους (π.χ. Giddens, Beck, Lipovetsky). Αυτή η νέα παράδοση με την οποία ο Παναγιωτόπουλος φαίνεται να συνομιλεί βλέπει τα μεσαία στρώματα, αυτά που δεν προσδιορίζονται αποκλειστικά από το κεφάλαιο και την εργασιακή τους θέση, ως έναν κοινωνικό χώρο, ευρύ, πλουραλιστικό, με πολλαπλή κινητικότητα και πολύμορφες ταυτότητες. Εκεί που κάποιοι στην ταυτοτική ρευστότητα της μεσαίας τάξης βρίσκουν τον βασικό λόγο υποτίμησής της, έναντι των πιο ξεκάθαρων ταυτοτήτων του «λαϊκού» ή του «αστικού», η πρόταση του Παναγιωτόπουλου είναι να δούμε έναν κοινό, δυναμικό, συμβολικό και φαντασιακό ορίζοντα, καταστατικό των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Οι μελέτες άλλωστε στις οποίες στηρίζεται και που –ευθέως ή διαγώνια– εξετάζουν τα μεσοστρώματα, διαπιστώνουν ότι αυτά δεν οδήγησαν, όπως πολλοί φοβούνταν, στον περιβόητο «μαζάνθρωπο» αλλά σε μια ευρύχωρη τάξη που έγινε ο βασικός φορέας του εκδημοκρατισμού όχι μόνο στο καθαρά πολιτικό επίπεδο αλλά και στο ευρύτερα κοινωνικό και πολιτισμικό. Είναι εκείνη η κοινωνική δύναμη που επιβεβαίωσε τη δυνατότητα πρόσβασης και συμμετοχής σε αγαθά που κάποτε αποτελούσαν, για λόγους θεσμικούς ή οικονομικούς, περιορισμένα δικαιώματα μιας ορισμένης ελίτ: απόλαυση (σεξουαλική, γαμήλια, ηδονιστική, προσωπική), εκπαίδευση-γνώση, κατανάλωση, αναψυχή. Υπάρχουν μάλιστα μελέτες (Gouldner, Bagguley) που βλέπουν πια ξεκάθαρα τις μεταπολεμικές μεσαίες τάξεις ως δυναμικά στρώματα κοινωνικής αλλαγής και μεταρρύθμισης εξαιτίας του εκπαιδευτικού τους επιπέδου και της κουλτούρας κριτικού λόγου και αμφισβήτησης στην οποία εντάχθηκαν συχνά-πυκνά (από τις νεανικές υποκουλτούρες μέχρι τα οικολογικά, φεμινιστικά, αντιπολεμικά θέματα). Ο ρόλος αυτής της τάξης στα κοινωνικά κινήματα και στα κινήματα διαμαρτυρίας υπήρξε αποφασιστικός, δείχνοντας ότι αντί για μια συντηρητική δύναμη του καπιταλισμού η μεσαία τάξη μάλλον έπαιξε συχνά το ρόλο του αποδιοργανωτή/αναδιοργανωτή του.
Στην Ελλάδα όπου εστιάζει η μελέτη του Παναγιωτόπουλου –χωρίς βέβαια να παραγνωρίζει τη διεθνή βιβλιογραφία και εμπειρία– διαπιστώνεται η σχεδόν απόλυτη σύγχυση του μικροαστικού συντηρητισμού με τα νέα διευρυμένα μεσοστρώματα της μεταπολεμικής εποχής. Γι’ αυτό άλλωστε και κυριάρχησε στον δημόσιο λόγο ο χαρακτηρισμός «μικροαστοί» κι όχι μεσαία τάξη, ενδεικτικός της υποτίμησης και της νοηματικής περιχαράκωσής της στο πολιτισμικό σύμπαν των «νοικοκυρέων». Συχνά, άλλωστε, συνδέθηκε με τη γνωστή κατηγορία του κιτς και του νεοπλουτισμού που, από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα, έρχεται και επανέρχεται για να σχολιάσει τους ακαλλιέργητους μεσοαστούς, αυτούς που κάνουν «κακή» χρήση του πλούτου τους εξαιτίας του χαμηλού πολιτισμικού κεφαλαίου τους. Η έννοια του μικροαστισμού ως μειωτικός προσδιορισμός έναντι της λαϊκότητας ή της αστικότητας συνέχισε να κυριαρχεί μέχρι και την έλευση της οικονομικής κρίσης, όπου έξαφνα η μεσαία τάξη ανακαλύπτεται και θυματοποιείται αδιαφοροποίητα.
Από την ενιαία στη διασπασμένη μεσαία τάξη
Το γεγονός ότι κυριάρχησε αυτή η υποτιμητική ρητορική περί «μικροαστών» στην Ελλάδα είχε αποτέλεσμα να παραβλεφτεί πλήρως ότι η εγχώρια μεσαία τάξη απέκτησε δυναμικά χαρακτηριστικά, δεν αποτελούσε μια εξ ορισμού συντηρητική τάξη που αναζητά τη σταθερότητα αλλά μπήκε όπως όλες οι άλλες μεσαίες τάξεις της Δύσης στον αστερισμό της επιθυμίας που δημιουργεί η κοινωνική κινητικότητα. Το βιβλίο του Παναγιωτόπουλου έρχεται να υποστηρίξει ακριβώς αυτή την ιδιόμορφη κανονικότητα της ελληνικής μεσαίας τάξης. Μελετά εκείνες τις κοινωνικές πρακτικές και τα συναισθηματικά στοιχεία που την κατέστησαν κεντρομόλο δύναμη εκσυγχρονισμού και εξατομίκευσης στη μεταπολευτική Ελλάδα. Εξετάζει τη βιωμένη εμπειρία των μεσαίων στρωμάτων όπως αυτή αποτυπώνεται στις πολιτισμικές και άλλες καθημερινές «μικρές» πρακτικές τους, οι οποίες είναι αρκετά κοντά στις αντίστοιχες των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών μεσαίων στρωμάτων.
Οι «περιπέτειες» της ελληνικής μεσαίας τάξης εξετάζονται ως συστατικό στοιχείο των πολιτικών και πολιτισμικών εξελίξεων που μετέβαλαν την Ελλάδα από μια εμπόλεμη και εν πολλοίς αγροτική χώρα πριν από τον πόλεμο σε μια εξαστισμένη και ειρηνική κοινωνία μετά απ’ αυτόν. Μια τάξη στην οποία αποτυπώνονται οι αντιθέσεις, οι επιτυχίες και τα όρια του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος της μεταπολεμικής Ελλάδας και της εθνικής στρατηγικής εξευρωπαϊσμού και εκδημοκρατισμού μετά τη Μεταπολίτευση. Η μελέτη της ενδοχώρας της ελληνικής μεσαίας τάξης από τον Παναγιωτόπουλο καταλήγει στην κατανόηση της συναισθηματικής και νοοτροπιακής ταλάντωσής της μεταξύ της κουλτούρας του σύγχρονου ατομικισμού και του παραδοσιακού κρατισμού. Μια αντίφαση λειτουργική ώς τα χρόνια της κρίσης, που έκτοτε δείχνει σοβαρά σημάδια δυσαρμονίας σε πολιτικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο.
Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε αλληλοσυμπληρούμενα κεφάλαια και πεδία διερεύνησης. Στο πρώτο σκιαγραφείται η πορεία των κοινωνικών συναισθημάτων της μεσαίας τάξης από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου έως σήμερα στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού και σε εκείνες που επηρεάζονται άμεσα απ' αυτές (όπως η Ελλάδα), μπαίνοντας σε τροχιά ανοικοδόμησης και αστικοποίησης την ίδια περίοδο. Το δεύτερο πεδίο έρευνας αφορά την παρουσίαση κεντρικών πολιτισμικών κοινωνικών γνωρισμάτων της ελληνικής μεσαίας τάξης και μια μικρή ιστορία της, πριν και μετά τη μεταπολίτευση, μέχρι και τη μακρά περίοδο της ελληνικής οικονομικής κρίσης.
Το τρίτο πεδίο έχει να κάνει με την κομβική σημασία της ελληνικής οικογένειας ως τόπο της διαγενεακής συναίνεσης, ως θεσμό που υλοποιεί το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης και που διαμεσολαβεί τη σχέση του ατόμου με το κράτος. Η εστίαση του Παναγιωτόπουλου στον οικογενειακό μικρόκοσμο της μεσαίας τάξης στη μεταπολιτευτική Ελλάδα αναδεικνύει τη σχέση μικρών-μεγάλων ως εκείνη που καθορίζει τα όρια του εκμοντερνισμού του οικογενειακού κοινωνικού θεσμού και τη συνεκτική ικανότητα του να αλλάζει χωρίς να χάνει εν τέλει την κρίσιμη επιρροή του. Το πεδίο αυτό συσχετίζεται άμεσα και με το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου που διερευνά την ιδιωτική σφαίρα και την εξέλιξη της ατομικότητας στη μεταπολεμική Ελλάδα, που σε μεγάλο βαθμό, παρά τις όποιες καθυστερήσεις, συμβαδίζει και συγχρονίζεται με τα αντίστοιχα τεκταινόμενα στον δυτικό κόσμο .
Το πέμπτο πεδίο έρευνας του βιβλίου περιγράφει τη συνθήκη των μεσαίων στρωμάτων μέσα στην κρίση και κυρίως στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010. Εδώ, ο Παναγιωτόπουλος εισάγει μια πολύ οξυδερκή παρατήρηση τριών τουλάχιστον σημαντικών διαιρέσεων της ελληνικής μεσαίας τάξης, άγνωστων στο πρόσφατο παρελθόν: α) η πρώτη σχετίζεται με τη δημιουργία δύο άτυπων νομισμάτων, καθώς και ισάριθμων κοινωνικών ομάδων μετά τις ποικίλες φάσεις τραπεζικής διαρροής και ειδικότερα μετά το δημοψήφισμα του 2015, β) η δεύτερη αφορά την αύξηση της σημασίας της παλιάς διαφοράς ανάμεσα σε εκείνους που προστατεύονται από την αγορά χάρη στη συμμετοχή τους σε μια διευρυμένη λογική κρατικής μέριμνας και όσους βρίσκονται έξω από αυτή εκτεθειμένοι στην πολύπλευρη ανασφάλεια, γ) η τρίτη αφορά το διαχωρισμό ανάμεσα στις πολιτισμικές ελίτ του «παγκοσμιοποιημένου κόσμου» και του σύγχρονου πολιτισμού και εκείνους που νιώθουν εγκλωβισμένοι στην εθνική και τοπική κοινότητα.
Το βασικό επιχείρημα του όλου βιβλίου είναι ότι η μεσαία τάξη διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, ειδικά μετά τη δεκαετία του 1980, αποτελεί το ενδιάμεσο εκείνο σώμα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης μεταξύ πλουσίων και φτωχών το οποίο, παρά τη μεγάλη ποικιλομορφία του, για πολλά χρόνια λειτούργησε με κοινά βιώματα και παράλληλες βιογραφίες. Στην Ελλάδα οι ιδιαιτερότητες τόσο στο τρόπο οικονομικής ανάπτυξης (π.χ. φοροδιαφυγή, πολυσθένεια) όπως και στην κοινωνική δομή (π.χ. ανθεκτικότητα οικογένειας) δεν οδήγησαν, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, σε μια διαφορετική συνθήκη σε σχέση με άλλες χώρες της Δύσης. Η μεσαία τάξη αποτέλεσε το μοχλό της κοινωνικής κινητικότητας, της ενδυνάμωσης των δημοκρατικών θεσμών και της διάχυσης του κοινωνικού ναρκισσισμού. Η οικονομική κρίση έβαλε σε ανασφάλεια μια τάξη που έμαθε να ζει με την πεποίθηση της διαρκούς κοινωνικής ανόδου από γενιά σε γενιά και το διακύβευμα της αυτοπραγμάτωσης. Ακόμη και αν η οικονομική κρίση δεν εξαφάνισε την πολυμορφία της μεσαίας τάξης, εντούτοις ενίσχυσε τις ανισότητες στο εσωτερικό της και απομάκρυνε τα μέλη της από κοινές εμπειρίες και συναισθήματα. Σε αυτή την κρίση της μεσαίας τάξης που δεν είναι αυστηρά και μόνο εισοδηματική, μπορεί να αναζητηθεί τόσο η ριζοσπαστικοποίηση των ενδογενών αντισυμβατικών χαρακτηριστικών της όσο και ο δελεασμός της από λαϊκιστικά ή εθνικιστικά πολιτικά κελεύσματα. Αυτή άλλωστε είναι μια διαπίστωση που τη συναντάμε και σε άλλες μελέτες πολιτικής κοινωνιολογίας που αφορούν την Ευρώπη και τις ΗΠΑ (Guilluy, Lilla, Mudde) της τελευταίας δεκαετίας.
Πανδημία, μια νέα περιπέτεια
Το βιβλίο του Παναγιωτόπουλου λειτουργεί σαν ένα παζλ που δεν δίνει κάποια οριστική λύση στο αίνιγμα της μεσαίας τάξης αλλά καλεί τον αναγνώστη να κάνει τις απαραίτητες συνδέσεις και αναφορές στο οικείο κόσμο της. Αφού μάλιστα περιγράφει τις κοινές και πρόσφατα αποκλίνουσες διαδρομές των μεσαίων στρωμάτων στην Ελλάδα, έρχεται συμπερασματικά να αναλογιστεί τις διαπιστώσεις του κάτω από το φως της πανδημίας. Σε αυτό το καταληκτικό κομμάτι ο Παναγιωτόπουλος αποσαφηνίζει ότι, παρά το τέλος της ασφάλειας και του ευδαιμονισμού που έβαλε η οικονομική κρίση και τη διαίρεση της μεσαίας τάξης σε ανώτερη και κατώτερη, τελικά «δεν είδαμε να συμβαίνει κάποια μετωπική και ολική κοινωνική αναμέτρηση ανάμεσα σε αυτές τις δύο ομάδες». Η ελληνική μεσαία τάξη, παρά τον κατακερματισμό της και την άμβλυνση του καταναλωτικού της ορίζοντα, περισώθηκε σε μεγάλο βαθμό και μάλλον με λιγότερους κραδασμούς από ό,τι σε άλλες χώρες που πέρασαν με λίγα χρόνια καθυστέρηση στην αποσταθεροποίηση αυτού του βασικού πυλώνα της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας (βλ. Τραμπ, Brexit, ιταλική ακροδεξιά, Κίτρινα Γιλέκα κ.λπ.). Η ελληνική κοινωνία μπορεί να έφτασε στο χείλος του γκρεμού αλλά δεν πήδηξε – και εδώ η εξήγηση δεν μπορεί να είναι άλλη από τον τεράστιο βαθμό εμπέδωσης του ατομιστικού-οικογενειακού προτάγματος και τη συνύφανση της όποιας ριζοσπαστικότητας με αυτό και όχι με μια σκληρή κοινοτιστική ή επαναστατική διάθεση. Και σε αυτόν το στόχο τα μεσαία στρώματα παρέμειναν σταθερά, παρά την εσωτερική αποσταθεροποίησή τους.
Ο Παναγιωτόπουλος διαβλέπει στη «νοσταλγία του Εαυτού» της μεσαίας τάξης, στη μνήμη της παλιάς ευδαιμονίας και της ασφάλειάς της μια συναινετική μηχανική η οποία, τελικά, υπερακόντισε κάθε πειρασμό εμφύλιας σύγκρουσης που είχε εμφανιστεί κυρίως με τη διαμάχη μνημόνιο–αντιμνημόνιο και τη συνοδό πολιτική και κοινωνική βία. Εκεί εδράζεται και η υποχώρηση της επιλογής εξόδου από την Ευρώπη που ο εγχώριος λαϊκισμός λατινοαμερικανικής κοπής επιχείρησε να φέρει ανεπιτυχώς. Με ματαιωμένη την προσδοκία της από τη συλλογική πολιτική στράτευση και τον ριζοσπαστικό αντισυστημισμό της μνημονιακής δεκαετίας, η ελληνική μεσαία τάξη συμβιβάστηκε με μια διττή συνθήκη: από τη μια διαφύλαξη σημαντικών κοινωνικών δομών, όπως έντονη παρουσία του κράτους στην οικονομία, κεντρικός ρόλος της οικογένειας στην οργάνωση της ατομικής βιογραφίας, ισχυρή κρατική πρόνοια, κοινωνική πολυσθένεια, πολλαπλοί επαγγελματικοί ρόλοι του ατόμου, και από την άλλη, το τέλος της υπερπολιτικοποίησης και της συνωμοσιολογικής μυθολογίας που έβαλαν σε διακινδύνευση τις βασικές αρχές και κατακτήσεις της ατομοκεντρικής δημοκρατίας κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Η επισφαλής μεσαία τάξη, σήμερα, εξαιτίας της πανδημικής κρίσης, έρχεται αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις. Ο δομικός της δυϊσμός μεταξύ υπερμοντερνισμού και αναχρονισμού αναπλαισιώνεται αναγκαστικά. Ο Παναγιωτόπουλος βλέπει δύο «φάσεις» αυτής της νέας αμφιταλάντευσης. Η πρώτη φάση ταυτίζεται με την πρώτη φάση της πανδημίας, όπου συνεχίζει και ενισχύει μια τάση που ήδη είχε δρομολογηθεί σε πολιτικό επίπεδο από την κυβέρνηση της ΝΔ το 2019: την επαναφορά της αξίας των ειδικών στην πολιτική διαχείριση. Το «κράτος των ειδικών» (βλ. ιατρών) γίνεται η βασική πηγή εμπιστοσύνης στο πρώτο κύμα της πανδημίας – και εκεί η ελληνική κοινωνία και ιδίως τα μεσαία στρώματα δείχνουν μια αναπάντεχη πειθαρχία στους νέους κανόνες, μια απίστευτη προσαρμογή σε πρωτόγνωρα περιοριστικές συνθήκες. Η ασφάλεια της εθνικής κοινότητας αλλά και του οίκου έγιναν ιδιαίτερα ελκυστικοί στόχοι, παρά τα εξόχως αυστηρά μέτρα που έπρεπε να τηρηθούν για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Η εμπειρία μιας κοινής ζωής επέστρεψε με τρόπο καταναγκαστικό αλλά καθόλου ανεπιθύμητο, αφού ανέδειξε και εκμεταλλεύτηκε όλες τις ιδιαιτερότητες του μεσοαστικού τρόπου ζωής (άνετη κατοικία, καταναλωτικός οικιακός και τεχνολογικός εξοπλισμός κ.λπ.).
Στο δεύτερο κύμα της πανδημίας όμως, σύμφωνα με τον Παναγιωτόπουλο, αυτό που επικράτησε δεν είναι ο κοινωνικός ρεαλισμός και η εθνικοποίηση του προβλήματος αλλά οι διασπαστικές τάσεις που έτσι κι αλλιώς εμπεριέχει η εγωιστικότητα ενός άκρατου φιλελευθερισμού, που τον βλέπουμε να αντιστέκεται στα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας και σε άλλες χώρες. Άλλωστε, η οικονομία της διασκέδασης, που σε μεγάλο βαθμό πλήττεται από την πανδημία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αποτελεί βασικό πυλώνα τόσο της ελληνικής επιχειρηματικότητας και εργασίας όσο και των πολιτισμικών-καταναλωτικών αναφορών και η μακρόχρονη παύση της προκαλεί πολλά και αλυσιδωτά προβλήματα. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που άρχισε να βιώνεται παρατεταμένα η απομάκρυνση από τον κόσμο της (έστω και κουτσουρεμένης τα τελευταία χρόνια) ψυχαγωγικής εξατομίκευσης, όλο και περισσότερο αυξήθηκε η κοινωνική δυσφορία, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερο να επιχειρηθεί η πολιτικοποίηση-ριζοσπαστικοποίηση της κατάστασης, είτε με άρνηση τήρησης των μέτρων (βλ. μάσκες) είτε με ευθεία καταπάτησή τους (βλ. κορωνοπάρτι, πορείες κ.λπ.).
Το βιβλίο του Παναγιωτόπουλου κλείνει με ορισμένες αισιόδοξες και απαισιόδοξες προβολές για το μέλλον της ελληνικής μεσαίας τάξης, μετά το τέλος κι αυτής της κρίσης που έφερε ο Covid-19. Οποιαδήποτε πρόβλεψη προφανώς φαντάζει παρακινδυνευμένη πριν ξεπεραστεί οριστικά το υγειονομικό πρόβλημα. Ίσως άλλωστε αυτό που θα σφραγίσει την από ’δώ και πέρα περιπέτεια των μεσαίων στρωμάτων την επόμενη περίοδο να είναι το χαρακτηριστικό που το βιβλίο προσπαθεί να εντοπίσει, να κατανοήσει και να αναλύσει σε πολλές πτυχές του: το διαχρονικό ιδίωμα μεταπολεμικά των στρωμάτων αυτών να μετεωρίζονται μεταξύ δύο τουλάχιστον αντίθετων πόλων – κρατισμού και φιλελευθερισμού, οικογενειοκρατίας και ατομικής ευδαιμονίας, υπερκαταναλωτικού μοντερνισμού και παραδοσιακών αγκιστρώσεων, εμπιστοσύνης στους θεσμούς και έλξης από κήρυκες της μετα-αλήθειας, πολιτικού συντηρητισμού και δικαιωματικού ριζοσπαστισμού. Αυτός άλλωστε ο μετεωρισμός είναι η δύναμη και η κατάρα αυτής της κοινωνικής τάξης, της τάξης που εξ ορισμού βάζει σε αμφισβήτηση οποιαδήποτε τακτοποιημένη και άρα βέβαιη θεώρηση της πραγματικότητας και του μέλλοντος.