Η μουσική στην Ελλάδα του 21ου αιώνα παραμένει πολύ σημαντικό ζήτημα, που υπερβαίνει πάντα την καλαισθησία, επειδή συνεχίζει να διαμορφώνει πολιτισμικές και πολιτικές ταυτότητες και, κυρίως, να προκαλεί μεγάλες συζητήσεις και έντονες αντεγκλήσεις. Με συμβολικούς όρους, το τι μουσική ακούμε και γιατί, όσο και αν η εποχή της πολιτισμικής παμφαγίας έχει έλθει και στη χώρα μας, παραμένει πολύ κρίσιμο. Και ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας από τους πολύ βασικούς λόγους που κάτι τέτοιο συμβαίνει ακόμη και σήμερα, την εποχή της παγκοσμιοποιημένης μουσικής κατανάλωσης. Μέσα στο συνολικό πένθος δεν είναι περίεργο που ο θάνατός του προκάλεσε άλλη μια διαμάχη.
Έχουν ήδη ειπωθεί πολλά (και θα ειπωθούν σίγουρα περισσότερα) για το ρόλο του μεγάλου αυτού μουσικοσυνθέτη, τόσο για το πολυσήμαντο καλλιτεχνικό του έργο όσο και για την περιπετειώδη πορεία της ζωής του που αντανακλά με τρόπο σχεδόν μυθιστορηματικό τα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα περίπου τον τελευταίο αιώνα. Αυτό που ίσως έχει λιγότερο σχολιαστεί μέχρι τώρα είναι η σημασία του Θεοδωράκη στη συγκρότηση της δημοφιλούς μουσικής κουλτούρας στη σύγχρονη Ελλάδα. Το κατά πόσο, με άλλα λόγια, ο Θεοδωράκης ήταν «ποπ» ή είχε σχέση με αυτό που αποκαλούμε «ποπ».
Μια εύκολη ανάγνωση –πολιτικά προϊδεασμένη– θα έβλεπε τον Θεοδωράκη στον ακριβή αντίποδα της ποπ μουσικής, εφόσον σε αυτήν έδινε μονάχα τα χαρακτηριστικά του εφήμερου, της επιφανειακής διασκέδασης, ίσως και της χειραγώγησης παθητικών συνειδήσεων. Η ίδια η παρουσία του Θεοδωράκη στα δημόσια πράγματα, και ιδίως το πολιτικό τραγούδι που εισήγαγε στην σύγχρονη προδικτατορική και τη μεταδικτατορική Ελλάδα, πάντα υπό την παραδοσιακή «αριστερή» οπτική, θα τον τοποθετούσε αποκλειστικά ως αντιπαράδειγμα της ποπ μουσικής.
Η εμβέλεια όμως του προσώπου που –για πολλούς, και όχι μόνο για τη γενιά του– καταγράφηκε με οικειότητα ως Μίκης, απέδειξε με τα χρόνια ότι δεν ήταν ούτε απλά θέμα μουσικού γούστου ούτε θέμα ιδεολογικής τοποθέτησης ή ηλικιακής κατάστασης. Γιατί μπορεί τα σημερινά παιδιά που ακούνε το «Μαμά» του Mad Clip να μην έχουν ιδέα για τον Επιτάφιο του Θεοδωράκη και του Ρίτσου, να μην έχουν επίγνωση της σημασίας του μουσικοσυνθέτη, αλλά σίγουρα κάτι έχουν ακούσει γι’ αυτόν ακόμη κι αν δεν τους απασχολεί ή δεν τους συγκινεί σε τίποτα. Αυτό που έχουν «ακούσει» από τον Μίκη χωρίς να το ξέρουν, ίσως, είναι ότι αυτός εισήγαγε στην Ελλάδα την πρόσδεση της μουσικής με μια συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική υποκουλτούρα και στη συνέχεια πέτυχε τη «μαζικοποίησή» της. Άλλωστε, μην ξεχνάμε (στο πλαίσιο της διακειμενικότητας) ότι μια εντελώς άλλη «μαμά» πρωταγωνιστεί και στον Επιτάφιο…
Ο Θεοδωράκης εθνικοποιήθηκε με την πάροδο των χρόνων, όμως οι βασικοί θαυμαστές του αρχικά είχαν πολύ συγκεκριμένα ιδεολογικά και πολιτισμικά αναφερόμενα. Όπως συμβαίνει, όμως, σχεδόν με κάθε είδος υποκουλτούρας, κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις μετατρέπεται είτε μερικώς είτε εξ ολοκλήρου σε κυρίαρχη κουλτούρα (κανόνας). Η ιστορία της ροκ είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το ίδιο και το πολιτισμικό παράδειγμα του Μίκη, γιατί ακριβώς ένα τέτοιο «σύμπαν» εισήγαγε – και όχι μόνο ένα είδος μουσικής σύνθεσης. Μπορεί η κοινωνικοπολιτική του ένταξη να διαμόρφωσε τα ακούσματα και στη συνέχεια τις μελωδίες του αλλά η μοναδικότητά του έγκειται ακριβώς στο ότι η υποκουλτούρα που διαμόρφωσε αρχικά για ένα πολύ συγκεκριμένο ιδεολογικά ακροατήριο συνδέθηκε κατά μαγικό τρόπο με πλείστα άλλα αναφερόμενα και παραστάσεις των Ελλήνων (και όχι μόνο), πολύ πέρα από ένα αυστηρά οριοθετημένο αριστερό ή κεντροαριστερό πλαίσιο. Το γέννημα του Μίκη ή αυτό που γέννησε τον Μίκη, το «έντεχνο» ή το «πολιτικό» τραγούδι, έγινε εξαιτίας του Μίκη ποπ.
Η πολλαπλότητα των μουσικών ειδών που υπηρέτησε συνολικά, όσο και η πανθομολογούμενη συνεισφορά του, από τη μια πλευρά, στον «εκδημοκρατισμό» της ποίησης και, από την άλλη, στην πολιτισμική αναβάθμιση της λαϊκής μουσικής συνέβαλαν στην ανάδειξη του ίδιου και του έργου του σε ένα τοτέμ της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας, ανεξάρτητα από το κατά πόσον εκτιμά κανείς όλο ή ένα μέρος της δημιουργίας του, ανεξάρτητα από το εάν συμφωνεί ή όχι με τις πολιτικές του τοποθετήσεις. Οι μεγάλοι δημιουργοί πολλές φορές δεν είναι δημοφιλείς. Συχνά μένουν στο περιθώριο να τους αναγνωρίζουν μόνο λίγοι, εκλεκτοί. Ο Θεοδωράκης έγινε δημοφιλής σπάζοντας πρώτος και οριστικά τη διάκριση μεταξύ λαϊκού και μη λαϊκού. Είτε μέσα από τον επικό λυρισμό του είτε μέσα από τις περίτεχνες μελωδίες του κατάφερε να ντύσει από πολιτικά βιώματα μέχρι ερωτικά συναισθήματα, από σχολικές γιορτές μέχρι γαμήλιες τελετές, από το Ζ μέχρι τον Ζορμπά. Το έργο του έγινε ποπ ακόμη και στις πιο ριζοσπαστικές του επιδιώξεις, ακόμη και στις πιο προσωπικές του αναζητήσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις βέβαια το «ποπ» του φλέρτατε όχι μόνο με εθνορομαντικά πρότυπα του 20ού αιώνα αλλά έδωσε αφορμή να καλλιεργηθεί (αν δεν δημιούργησε) και μια «λαϊκιστική» αισθητική, ακόμη και αν δεν ήταν πάντα στις προθέσεις του. Όμως είναι γνωστό ότι το έργο ειδικά των μεγάλων δημιουργών δεν γνωρίζει σύνορα στις χρήσεις και στις παραχρήσεις του. Γι’ αυτό είναι ανεκτίμητο, επειδή ξεπερνά τον ίδιο τον δημιουργό, αφού πολλές φορές ο δημιουργός ακολουθεί το δημιούργημά του αδύναμος να το ελέγξει πλήρως.
Η σύγκριση Μίκη και Mad Clip μπορεί να ξενίζει αλλά δεν είναι αδόκιμη. Είτε ο δημιουργός που αναζητά το απόλυτο νόημα είτε ο δημιουργός που αποθεώνει το απόλυτο κενό νοήματος έχουν έναν κοινό στόχο: την αθανασία μέσω του έργου τους, τη διαχρονική δημοτικότητα όχι μόνο του προσώπου τους αλλά και των εμπειριών ή φαντασιώσεων που μελοποιούν. Όπως μας έχει πει εδώ και χρόνια ο Ρολάν Μπαρτ, το ποιος από τους δύο θα το καταφέρει εναπόκειται σε μεγάλο βαθμό σε μας τους αναγνώστες-ακροατές – και ίσως μελλοντικούς δημιουργούς. Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι δύο ρόλοι στην ψηφιακή εποχή συγχέονται επικίνδυνα (producers)…