Στο πλαίσιο της γενικευμένης πόλωσης που επικράτησε τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, το χιούμορ κλήθηκε να παίξει έναν ακόμη πιο έντονα πολιτικό ρόλο από αυτόν που επιτελούσε στο παρελθόν στην Ελλάδα. Δύο πολύ ισχυροί πόλοι δημοφιλούς χιούμορ δημιουργήθηκαν σε αυτή τη συγκυρία: από τη μια πλευρά η λαϊκιστική τάση με εξέχοντα παραδείγματα κυρίως από το χώρο της τηλεοπτικής επιθεώρησης, και η αντιλαϊκιστική τάση που διαμορφώθηκε κυρίως στο χώρο της πολιτικής γελοιογραφίας. Ο σημειολογικός πόλεμος αστείων με πολιτικό περιεχόμενο έγινε ακόμη πιο σημαντικός και επιδραστικός σε μεγάλες μερίδες της κοινής γνώμης εξαιτίας του διαδικτύου, το οποίο κατέστησε πολύ εύκολη τη διάχυση των χιουμοριστικών εκφράσεων. Μπορεί κάποιος να μην έχει παρακολουθήσει εκπομπή του Λάκη Λαζόπουλου, αλλά σίγουρα έχει δει κάποιο απόσπασμά της στο YouTube. Μπορεί κάποιος να μη διαβάζει εφημερίδες αλλά σίγουρα έχει δει τις γελοιογραφίες του Δημήτρη Χαντζόπουλου ή του Ανδρέα Πετρουλάκη να κυκλοφορούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ο Αρκάς φαίνεται να είναι εκείνος ο σκιτσογράφος που κατανόησε καλύτερα απ’ όλους το πολιτικό διακύβευμα του χιούμορ στη σημερινή συγκυρία, αλλά και τη δύναμη του νέου μέσου διάδοσής του. Έρχεται από το 2015 και ύστερα να συστρατευθεί με επιμονή και συστηματικότητα σε αυτό που αποκαλέσαμε αντιλαϊκιστική έκφανση του χιούμορ, και το κάνει κυρίως αξιοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (και δευτερευόντως την εφημερίδα Πρώτο Θέμα). Απέναντι σε εκείνους που με προπαγανδιστική σχεδόν συνέπεια υπηρέτησαν στο χώρο της ενημεροδιασκέδασης το εθνικολαϊκιστικό επιχείρημα από το 2010 και ύστερα, ο Αρκάς γίνεται η ηγετική φυσιογνωμία του αντίπαλου παραδείγματος, της αποδόμησης ακριβώς αυτού του χιουμοριστικού λόγου ως κυρίαρχου. Απέναντι σε περιπτώσεις όπως το Αλ Τσαντίρι Νιουζ, η Ελληνοφρένεια, το υπόδειγμα Σεφερλή που με πληθωριστικό τρόπο διασκέδαζαν την ελληνική κοινή γνώμη την περίοδο της κρίσης, ενοχοποιώντας ξένες (σκοτεινές) δυνάμεις και τους εγχώριους συνεργάτες τους και θυματοποιώντας τον ελληνικό λαό, ο Αρκάς –όπως και ο Χαντζόπουλος, ο Πετρουλάκης, ο Χρήστος Παπανίκος κ.ά.– στρέφει τα καυστικά σχόλιά του στην αντίθετη κατεύθυνση.
Απέναντι στην επιθεωρησιακή προσπάθεια συστηματικής εθνικής εξιδανίκευσης των ελλήνων ως αδικημένων και αντιστεκόμενων, ο Αρκάς ηγείται του γελοιογραφικού παραδείγματος που στρέφει τα βέλη του εναντίον του ίδιου του ελληνικού λαού, των αδυναμιών του και των πολιτικών δημαγωγών που τις εκμεταλλεύονται. Ο Προφήτης που θυμοσοφικά «τη λέει» στους εύπιστους πιστούς του, οι δημοσιογραφικές κεφαλές που προπαγανδίζουν αφελώς την κυβερνητική ασχετοσύνη, ανηθικότητα και ψευδολογία, τα πιόνια του σκακιού που σατιρίζουν το κυβερνητικό μπάχαλο και τις πελατειακές σχέσεις γίνονται τα πρώτα έργα του που θα τα βάλουν ευθέως όχι μόνο με την εθνικολαϊκιστική ηγεμονία αλλά και με την τρέχουσα πολιτική ορθότητα.
Η αλήθεια είναι ότι η αντιλαϊκιστική γελοιογραφία, ακόμη και αν δεν έχει πάντα τόσο μεγάλη απήχηση στο παρελθόν, καταγράφει ήδη σημαντική ιστορία κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Οι ρίζες της είναι κάπου στη δεκαετία του 1980 και στη σταδιακή μετεξέλιξη των κλασικών γελοιογραφιών του παρελθόντος σε κόμικς πολιτικοκοινωνικού περιεχομένου. Ο ΚΥΡ, ο Γιάννης Ιωάννου και ο Αρκάς από τότε γίνονται κύριοι φορείς μιας νέας γελοιογραφικής υφολογίας, ο καθένας με διαφορετικό στυλ και θεματολογία. Τα «ανθρωπάκια» του ΚΥΡ, είτε σχολίαζαν τα πολιτικά γεγονότα είτε τις τρέχουσες κοινωνικές συνθήκες, επιδίδονταν όχι μόνο σε ανελέητη ειρωνεία απέναντι στο κομματικό σύστημα και τους πολιτικούς πρωταγωνιστές αλλά, συγχρόνως, σε πρωτόγνωρο σαρκασμό για ευρεία γκάμα ζητημάτων, από τη σχετικοποίηση της ιδεολογικής και εθνικής ταυτότητας μέχρι τις πολιτισμικές νοοτροπίες και τα κουσούρια της ελληνικής μεσαίας τάξης. Ο Γιάννης Ιωάννου ενεργοποίησε επίσης τη λογική των κόμικς για να διακωμωδήσει την εξουσία που δεν κρύβει τις φαιδρές σκοπιμότητες και τον μακιαβελισμό της. Τη δεκαετία του 1980, τα διάσημα άλμπουμ του αποτέλεσαν μια από τις πιο αναγνωρίσιμες αναμετρήσεις της σάτιρας με τον παπανδρεϊκό λαϊκισμό.
Τα στριπ του Αρκά τη δεκαετία του 1980 δεν είχαν βέβαια το ίδιο πολιτικό περιεχόμενο με αυτό του ΚΥΡ ή του Ιωάννου. Σήμερα όμως φαίνεται ακόμη περισσότερο η σχέση του μαζί τους. Τα παλιά έργα του Αρκά, πάνω απ’ όλα, έκαναν το μαύρο χιούμορ δημοφιλές στην Ελλάδα. Εν τούτοις, το κεντρικό αντικείμενο διακωμώδησης στο έργο του Αρκά ήταν σχεδόν πάντα ο σύγχρονος κυνισμός, κι αυτό συνέβαινε σε πλήρη απεξάρτηση της θεματολογίας του από την πολιτική επικαιρότητα. Μέσα από τους παλιούς πρωταγωνιστές και τον συχνό ανθρωπομορφισμό του (Κόκορας, Ισοβίτης, πουλιά κ.ά.), ο Αρκάς ψηλαφούσε συχνά σχέσεις εξουσίας, πιο πολύ όμως υπό το πρίσμα υπαρξιακών, μεταϋλιστικών, προσωπικών ζητημάτων και λιγότερο μέσα από τη δράση των επίσημων πολιτικών φορέων.
Το δημοκρατικό επείγον
Ο Αρκάς, από το 2015, διακατέχεται από την ηθική του δημοκρατικού επείγοντος. Απεμπολεί πράγματι ένα από τα παλιά χαρακτηριστικά του έργου του που δεν είναι κανένα άλλο από τη μη ενασχόληση με την πολιτική επικαιρότητα και τους πολιτικούς πρωταγωνιστές. Οι ευρύτερες όμως θεματικές ανησυχίες και, κυρίως, η αισθητική του ματιά παραμένουν ίδιες. Τα παιδικά χρόνια του πρωθυπουργού, η τελευταία δημιουργία του, έρχεται να απαντήσει με τρόπο αφοπλιστικό σε όλες τις κριτικές που του έχουν ασκηθεί τα τελευταία χρόνια για απώλεια του παλιού του ύφους και ήθους. Ο μικρός Αλέξης Τσίπρας έρχεται να πιάσει το νήμα και να αποτελέσει τη συνέχεια (τουλάχιστον) δύο σημαντικότατων παλιών ηρώων της εργογραφίας του Αρκά: του Μοντεχρήστου, του αρουραίου της φυλακής που με σαρκαστικό τρόπο υπονομεύει της σκέψεις του ιδεαλιστή Ισοβίτη, αλλά και του νεαρού πουλιού στις Χαμηλές Πτήσεις που διαρκώς υποτιμά και ειρωνεύεται τον αφελή πατέρα του. Ο μικρός Αλέξης Τσίπρας του Αρκά, ως ένα διαχρονικό «παιδί» της ελληνικής κοινωνίας, είναι ο εκφραστής του βαθιού κυνισμού και της ατομικιστικής απάθειας που είχαμε συναντήσει να σατιρίζονται στις δύο αυτές πολύ σημαντικές δημιουργίες του. Σαν άλλος Τοτός –που του μέλλει όμως να γίνει πρωθυπουργός–, ο μικρός Αλέξης επιδεικνύει απλόχερα στον περίγυρό του την κουτοπονηριά, την αμάθεια, την τεμπελιά, τη διπροσωπία που θα τον κάνουν στη συνέχεια κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού στην Ελλάδα της κρίσης.
Τα παιδικά χρόνια του πρωθυπουργού απαντούν σε όλες εκείνες τις επικρίσεις που διαπιστώνουν έκπληκτες ότι ο Αρκάς ξέχασε το παλιό διαπεραστικό ύφος του με τον οποίο διακωμωδούσε την κοινωνική πραγματικότητα ή, ακόμη πιο ακραία, ότι ο Αρκάς έχει πεθάνει και ότι κάποιοι άλλοι παραχαράσσουν το έργο του! Είναι το έργο αυτό που προδίδει όχι μόνο την εσκεμμένη και συνειδητή στροφή του συγκεκριμένου δημιουργού ως προς την πολιτικοποίηση των σκίτσων του αλλά και έναν συνεχή αναστοχασμό επάνω στους παλιούς του αντι-ήρωες, αυτούς που πρωταγωνίστησαν στο μαύρο χιούμορ του, αυτούς που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε εκφραστές του αήττητου και διαχρονικού στη νεοελληνική κουλτούρα «κωλοπαιδισμού».
Ποιους και γιατί ενοχλεί
Οι κάπως ασυνήθιστες επιθέσεις (για γελοιογράφο) που δέχεται το χιούμορ του Αρκά, οι κατηγορίες πως έχει χάσει την οξυδέρκειά του, ότι έχει γεράσει ή ότι καταφεύγει σε ακραίες σεξιστικές ή άλλες προσβολές, είναι ξεκάθαρα μια πρόφαση για όσους γνωρίζουν τις παλιότερες εργασίες του. Η κριτική που δέχεται έχει αφετηρία τη μεγάλη επιτυχία του. Και το σημαντικότερο είναι ότι η μεγάλη του συμβολή στην αποκαθήλωση των ιερών και οσίων της αριστερής ιδεολογίας δεν γίνεται με εικονογραφικά υλικά της Δεξιάς ή της συντήρησης ή της παραδοσιακής αντιπολιτευτικής προπαγάνδας, αλλά με αυτά που μέχρι πρότινος οι ίδιοι οι αριστεροί θεωρούσαν μέρος της αντιεξουσιαστικής αιρετικής κοσμοθεώρησης που τους αφορούσε και τους είλκυε.
Ο Αρκάς ενοχλεί γιατί, σε μια εποχή ριζοσπαστικού καθησυχασμού, απαξίωσης της πολιτικής και των αντιπροσωπευτικών θεσμών, ματαίωσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων, αφελούς ή καιροσκοπικής συνθηκολόγησης με τον πολιτικό κυνισμό, βγαίνει μπροστά για να υποστηρίξει ότι το χιούμορ είναι ανησυχητικό για οποιοδήποτε εξουσιαστικό καθεστώς, ανατρεπτικό για όλες τις ιδεολογικές μας βεβαιότητες. Ο Αρκάς ενοχλεί γιατί είναι εκεί για να μας θυμίζει τις μέρες τις παλιές...
Όταν λέτε Αρκάς εννοείτε Παπανίκος, ε;
20 Οκτ 2024, 03:10