Η μακρά μετεξέλιξη της ελληνικής γελοιογραφίας σε ένα ιδιότυπο είδος σατιρικού κόμικς που έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1980 (με πρωτοστάτες τον ΚΥΡ, τον Γιάννη Ιωάννου, τον Αρκά) συνεχίζεται ακμαία. Στην εποχή άνθησης του διαδικτυακού χιούμορ, η ελληνική γελοιογραφία –ένα μέσο τέχνης και πληροφόρησης που εκκινεί πολύ πριν από την ψηφιακή επανάσταση– συνεχίζει να προσαρμόζεται και να χαράσσει τη δική της πολύ σημαντική πορεία με δημιουργούς που αφήνουν ανεξίτηλη σφραγίδα. Αρκάς, Ανδρέας Πετρουλάκης, Δημήτρης Χαντζόπουλος έχουν φτιάξει τον δικό τους γελοιογραφικό κόσμο, που σχολιάζει διαρκώς τις συνθήκες κοινωνικοπολιτικής, υγειονομικής και πρόσφατα πολεμικής κρίσης που ζούμε. Είναι σίγουρο ότι το έργο τους θα αποτελέσει πολύτιμη πηγή για τον ιστορικό του μέλλοντος προκειμένου να καταλάβει την πολλαπλότητα και τη συνθετότητα των όσων έχουν συμβεί την παρατεταμένη δεκαετία της απόλυτης αβεβαιότητας.
Κριτική στον ριζοσπαστισμό
Πλάι σε αυτούς τους ήδη ιδιαίτερα δημοφιλείς γελοιογράφους, έρχεται να προστεθεί ο Χρήστος Παπανίκος. Το άλμπουμ των σκίτσων του, Στιγμές επικαιρότητας. Σκίτσα-γελοιογραφίες 2019-2021, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας, συμπυκνώνει σε μεγάλο βαθμό το έργο του που μέσα από τα social media διαδόθηκε με ξεχωριστή επιτυχία. Έργο που έρχεται σίγουρα να συνεχίσει τη σημαίνουσα τάση της σύγχρονης ελληνικής γελοιογραφίας να βάζει στο στόχαστρό της κυρίως πρωταγωνιστές και πρακτικές της ριζοσπαστικής και λαϊκιστικής ακρότητας που έκαναν τη δυναμική –και προσωρινά κυρίαρχη (2010-15)– εμφάνισή τους τα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Είναι μια τάση που κατά καιρούς έχει συναντήσει ισχυρές αντιδράσεις, είτε ως μονομερής είτε ως ξεπερασμένη μορφή σάτιρας, κυρίως από αριστερούς σχολιαστές σε έντυπα και σε διάφορα διαδικτυακά φόρουμ. Ιδίως ο Αρκάς και ο Χαντζόπουλος έχουν γίνει πρωτόγνωρος στόχος κριτικής στα χρονικά της ελληνικής γελοιογραφίας, ακριβώς γιατί κατεύθυναν σαφώς την πολιτική σάτιρά τους στους πρωταγωνιστές της εθνικολαϊκιστικής ηγεμονίας της προηγούμενης δεκαετίας, καθιστώντας την ηγεσία ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ τους ιδανικούς γελοιογραφικούς τους «ήρωες».
Αυτό που γίνεται ακόμη πιο σαφές μέσα από το έργο του Παπανίκου, είναι ότι η «εμμονή» της σύγχρονης ελληνικής γελοιογραφίας με τη διακωμώδηση του εγχώριου λαϊκισμού δεν οφείλεται τόσο (ή αποκλειστικά) σε κάποια ξεκάθαρη ιδεολογική προτίμηση (προϊδεασμό) αλλά στο γεγονός ότι αυτός χαρακτηρίζεται από τη βασική ιδιότητα, η οποία ελκύει κάθε μορφή χιούμορ. Οι μεγάλες εσωτερικές αντιφάσεις του εγχώριου ριζοσπαστικού ή εξτρεμιστικού λαϊκισμού είναι αυτές που προκαλούν σχεδόν αυτόματα γέλιο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι αντιφάσεις υποδηλώνουν την υποκρισία. Σε άλλες, έναν στεγνό δημαγωγικό κυνισμό.
Εδώ, οι συνήθεις πρωταγωνιστές είναι ο κουτοπόνηρος Αλέξης Τσίπρας ή το alter ego του, ο μισαλλόδοξος Παύλος Πολάκης. Ο μεν Αλέξης Τσίπρας απεικονίζεται ως ένας νέος καλοζωισμένος πολιτικός που επιδεικνύει τα σύμβολα της επαναστατικότητας σε κάθε στιγμή κομφορμιστικών αποφάσεών του. Χαρακτηριστική η στιγμή που κάνει απρόθυμα «το εμβόλιο του Μητσοτάκη», «για τη φουκαριάρα τη μάνα μου», με φανελάκι που έχει στάμπα του Τσε Γκεβάρα (σ. 102). Η φιγούρα ενός καλοπερασάκια «μπούλη» που φιλοτεχνεί ο Παπανίκος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι απόγονος των κουτοπόνηρων ρωμαίων αξιωματούχων των Ρενέ Γκοσινί και Αλμπέρ Ουντερζό (Αστερίξ). Από την άλλη, ο Παύλος Πολάκης (σ. 82) θα μπορούσε να είναι γνήσιος συνεχιστής της βλακώδους υποκοσμικής ανδροπρέπειας των αδελφών Ντάλτον των Γκοσινί και Μορίς (Λούκυ Λουκ). Με την ίδια λίγο-πολύ τεχνοτροπία εικονογραφείται η θρασύδειλη επιδειξιμανία του Γιάνη Βαρουφάκη (σ. 85) ή ο παραδόπιστος αλτρουισμός του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη (σ. 59).
Υπάρχουν όμως και εκείνες οι περιπτώσεις που η γελοιογραφούμενη ασυνέπεια δεν εντοπίζεται σε κάποιο (αν)ηθικό χαρακτηριστικό των πρωταγωνιστών αλλά στις ίδιες τις ιδεολογικές αντινομίες, των οποίων είναι υποκείμενα. Εδώ, το έργο του Παπανίκου, αποδίδοντας ξεχωριστή σημασία στην εικονογραφούμενη λεπτομέρεια, συγκροτεί ένα ξεχωριστό ψηφιδωτό της πολιτικής αντίφασης του εγχώριου ριζοσπαστισμού. Στις περιπτώσεις αυτές, η σημειολογική δεινότητα του σκίτσου γίνεται πυκνή και προκαλεί το θαυμασμό των αναγνωστών. Τα παραδείγματα πολλά, ιδιαίτερα όμως εκείνο του αντιεξουσιαστή Νώντα που κλαίει στον ώμο του ομοϊδεάτη του (με φόρμα adidas), επειδή δεν μπορεί να πετάξει μολότοφ στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, που περιστοιχίζεται από τον Μαρξ (άγιο Βασίλη), τον Τσε και τον Βελουχιώτη (σ. 17). Αλλά και το εναλλακτικό (από το ντύσιμό του) ζευγάρι, εθισμένο στην καταγγελτική λογική των social media, βλέπει στην εμπορευματοποίηση των Χριστουγέννων τη θεοκρατία της χούντας που κυβερνά, ενώ αναρτά φωτογραφίες αποτροπιασμού και emoticon εμετού για τις φιγούρες του άγιου Βασίλη ο οποίος χρησιμοποιεί το «σύστημα» για να ωθήσει τους πολίτες στην κατανάλωση. Ενδεικτικό είναι και το σκίτσο του διαδηλωτή με τα συνήθη χαρακτηριστικά επαναστατικότητας (πάλι στάμπα Τσε στο μπλουζάκι) που τα βάζει με την εκκλησία, ώσπου οι απαγορεύσεις του εκκλησιασμού λόγω πανδημίας να τον κάνουν αλληλέγγυο στους θρησκευόμενους (σ. 41).
Ο αντισυστημισμός της περιόδου του covid-19 είναι βασική θεματολογία διακωμώδησης για τον Παπανίκο. Οι γονείς που δεν εμπιστεύονται τους επιστήμονες αλλά που στέλνουν το παιδί τους στο σχολείο για να σπουδάσει όσα έχουν πει οι επιστήμονες είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα ιδεολογικής αντινομίας του «κινήματος» εναντίον της μάσκας στα σχολεία, που προέκυψε στη δεύτερη φάση της πανδημίας (σ. 58). Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και το σκίτσο που απεικονίζει τις ετερόκλητες κοινωνικές ομάδες οι οποίες καταρχήν συναντήθηκαν στα διαδικτυακά μέσα και συνέχισαν να συναντώνται σε στίβους αντίδρασης στα υγειονομικά μέτρα που προκρίθηκαν από τους ειδικούς. Αριστεριστές, ακροδεξιοί, συνωμοσιολόγοι, μεγαλοαστές επιλεκτικές προστάτιδες αδικημένων, φίλοι της Χαμάς, συμπαθούντες των εγχώριων τρομοκρατών συναντιούνται για καφέ με αντικυβερνητικές και αντιεπιστημονικές διαθέσεις (σ. 118), προδίδοντας το διαταξικό προφίλ των αρνητών της πανδημίας και των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Μάλιστα, την περίοδο που ο πρωταθλητής του τένις Στέφανος Τσιτσιπάς κάνει μια αμφιλεγόμενη δήλωση για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, ο Παπανίκος τον συντάσσει ως σύμμαχο όλων εκείνων των αντιεμβολιαστών που πλήττουν το Εθνικό Σύστημα Υγείας με τις στάσεις και συμπεριφορές τους: υπερχριστιανοί, εθνικιστές, ακροαριστεροί, τραγουδιστές και καθηγητές αρνητές της συμβατικής επιστήμης, λάτρεις των πάρτι και, φυσικά, συνωμοσιολόγους πάσης φύσεως (σ. 135).
Είναι αλήθεια ότι οι γελοιογραφίες του Παπανίκου σπάνια προσανατολίστηκαν σατιρικά εναντίον της κυβέρνησης της ΝΔ. Ακόμη και όταν αυτό συνέβη, δεν έγινε με τον ίδιο καυστικό τρόπο που συμβαίνει με τους αντισυστημικούς πρωταγωνιστές του (π.χ. στη σ. 97). Είναι άλλωστε ξεκάθαρη η πρόθεση του γελοιογράφου να προτάξει ως βασικό πρόβλημα διακωμώδησης τις παλινωδίες του εγχώριου ριζοσπαστισμού και, βεβαίως, το διαρκές φλερτ του με πράξεις πολιτικής (ακροαριστερής ή ακροδεξιάς) βίας. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, τα σκίτσα που έρχονται να τιμήσουν τα θύματα της βίας παίρνουν έντονα μελοδραματικό χαρακτήρα και απεκδύονται το σαρκαστικό στοιχείο που επικρατεί στις άλλες γελοιογραφίες του (π.χ. σ. 75, 94, 107). Είναι και αυτό μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα του έργου του Παπανίκου: βλέπουμε συχνά κάποια σκίτσα τα οποία φεύγουν από την καθαρά γελοιογραφική πρόθεση και στοχεύουν σε μια στοχαστική εξιδανίκευση του έθνους, της επιστήμης, της δικαιοσύνης (σ. 27, 69, 87, 100, 110, 128) και άλλων θεσμών που βρίσκονται σε διαρκή αμφισβήτηση τα χρόνια της παρατεταμένης κρίσης.
Ηθική πυξίδα
Το βιβλίο του Παπανίκου με τις γελοιογραφίες της τελευταίας τριετίας μας υπενθυμίζει ότι, δίπλα στο διασκεδαστικό και πολλές φορές χαοτικό χιούμορ που βλέπουμε παντού τριγύρω μας, από τα memes μέχρι τα gifs, δίπλα σε πολλές περιπτώσεις έντονης ώσμωσης της σάτιρας με τη ρητορική του μίσους και της απλής καταδίκης του όποιου «αντιπάλου», υπάρχει και εκείνος ο δρόμος που ο καθημερινός αστεϊσμός, εικονογραφικός, λεκτικός ή άλλος, παραμένει από τους βασικούς τρόπους διερώτησης των βασικών μας αξιακών αναφορών και επιβεβαίωσης της κοινωνικής τους λειτουργίας. Με σαφείς επιρροές από τους μεγάλους ξένους καρικατουρίστες (και κομίστες) του παρελθόντος[1], ο Παπανίκος άλλοτε με σαρκασμό, άλλοτε με διασκεδαστικό φλέγμα, άλλοτε με έντονη συγκινησιακή ταύτιση προς σύγχρονα κοινωνικά πρότυπα ή επαπειλούμενες αξίες, ερεθίζει το μάτι αλλά και το στοχασμό μας και, σε κάθε περίπτωση, ενεργοποιεί ένα σκεπτικό χαμόγελο την ώρα του διαδικτυακού σερφαρίσματος.
Τα σκίτσα του είναι καθημερινές ηθικές πυξίδες στα δαιδαλώδη συμβαίνοντα γύρω μας, με σαφή ιδεολογικά σημεία αναφοράς (υποκειμενικές προσλαμβάνουσες) αλλά και συγχρόνως ανοιχτούς δημοκρατικούς ορίζοντες.
[1] Άλλωστε, και ο ίδιος κατέχει άριστα τη γλώσσα των κόμικς. Στο παρελθόν, μάλιστα, δημοσίευε στο Books’ Journal τακτικό μηνιαίο ολοσέλιδο κόμικς, μια μείξη ρεαλιστικής εικονογράφησης και καρικατούρας, σε σενάριο του Κυριάκου Αθανασιάδη, με τίτλο «Νερό που καίει».