Δεν θα σχολιάσω την έκβαση της αξιολόγησης, ούτε τις καταγγελίες των απορριφθέντων αιτούντων για την κακή οργάνωση της προκήρυξης του διαγωνισμού και την ελλιπή διεξαγωγή της αξιολόγησης. Αυτό που βρήκα ενδιαφέρον διαβάζοντας τις δημοσιεύσεις στον Τύπο αλλά και σχόλια ερευνητών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες, αλλά και πολλοί επιστήμονες που παρακολουθούν τις εξελίξεις από το εξωτερικό, συμφωνούν στη διαπίστωση ότι η λεγόμενη βασική έρευνα στην Ελλάδα δεν χρηματοδοτείται επαρκώς κι αυτό οφείλεται στο ότι η στήριξή της δεν ανήκει στις προτεραιότητες της παρούσης κυβέρνησης, σε συνδυασμό με τις γνωστές γραφειοκρατικές δυσκαμψίες του κρατικού μηχανισμού. Επίσης σε δημοσιεύσεις που διάβασα στον Τύπο πολλοί επιστήμονες απαιτούν μια εκ βάθρων μεταρρύθμιση του συστήματος χρηματοδότησης της βασικής έρευνας με την εγκαθίδρυση ενός ανεξάρτητου και «αδέκαστου» οργανισμού κατά το πρότυπο του γνωστού ΑΣΕΠ.
Είμαι της γνώμης ότι όλες αυτές οι ενδιαφέρουσες προτάσεις μεταρρύθμισης της χρηματοδότησης της βασικής έρευνας στην Ελλάδα είναι καταδικασμένες είτε να μείνουν στα χαρτιά είτε να αποτύχουν γιατί έχουν μια εσφαλμένη εικόνα της φύσης τόσο της επιστημονικής έρευνας εν γένει όσο και του στενότερου πεδίου της βασικής έρευνας.
Η κυρίαρχη άποψη τόσο σε επιστημονικούς κύκλους όσο και στην κοινή γνώμη είναι ότι η επιστήμη και η επιστημονική έρευνα σε ένα σύγχρονο δυτικό κράτος είναι αυτόνομος κοινωνικοπολιτικός τομέας, ο οποίος υφίσταται ισότιμα πλάι σε άλλους αυτόνομους τομείς, όπως η οικονομία, η κρατική μηχανή, οι ένοπλες δυνάμεις, το εκπαιδευτικό σύστημα, το σύστημα υγείας κ.λπ. Η ύπαρξη και τα δικαιώματά της είναι θεμελιωμένα στο σύνταγμα, το οποίο υποχρεώνει την πολιτεία όχι μόνο να μην εμποδίζει την ελεύθερη ανάπτυξή της αλλά και να την εξασφαλίζει.
Ο τομέας της επιστημονικής έρευνας διαχωρίζεται σε δυο «υποτομείς», τη βασική και την εφαρμοσμένη έρευνα. Για τη φύση και το αντικείμενο της εφαρμοσμένης έρευνας επικρατεί λίγο-πολύ συμφωνία απόψεων: η εφαρμοσμένη έρευνα έχει σκοπό τη διερεύνηση πρακτικών προβλημάτων που ανακύπτουν στους άλλους τομείς της κοινωνικοπολιτικής ζωής και την παραγωγή τεχνολογίας εφαρμογών, γι’ αυτό το σκοπό χρησιμοποιεί τις γνώσεις που παράγονται στο πλαίσιο της βασικής έρευνας. Η άποψη αυτή παραδέχεται ότι υφίσταται μια ιεραρχική σχέση ανάμεσα στη βασική και στην εφαρμοσμένη έρευνα, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί από το δεδομένο ότι η τελευταία είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς την πρώτη.
Οι γνώμες όμως διίστανται σε ό,τι αφορά τη φύση της βασικής έρευνας. Η μία άποψη –η ρομαντική– θεωρεί ότι η βασική έρευνα αποσκοπεί στην παραγωγή γνώσης ως αυτόνομης αξίας, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες την κοινωνίας να απορροφήσει πρακτικά αυτή τη γνώση, ενώ η άλλη άποψη –η οικονομιστική– θεωρεί ότι η διαφορά ανάμεσα στη βασική και την εφαρμοσμένη έρευνα έγκειται κατά κύριο λόγο στην αναλογία κόστους/οφέλους της διεξαγωγής της. Πιο απλά, για την οικονομιστική θεώρηση, η βασική έρευνα είναι εκείνη η έρευνα τα αποτελέσματα της οποίας δεν είναι άμεσα μετατρέψιμα σε οικονομικό όφελος του επενδυτή, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να χρηματοδοτηθεί στο πλαίσιο της «κανονικής» οικονομίας της αγοράς. Και οι δυο απόψεις συμφωνούν στο ότι η χρηματοδότηση της βασικής έρευνας είναι δυνατή μόνο στο πλαίσιο του κρατικού προϋπολογισμού, έστω και με την συνδρομή χορηγιών και δωρεών από την οικονομία της αγοράς. Η ρομαντική άποψη όμως θέτει ως αποκλειστικό κριτήριο χρηματοδότησης ενός προγράμματος βασικής έρευνας την επιστημονική αξία και την πρωτοτυπία των γνώσεων που υπόσχεται να παραγάγει, ενώ η οικονομιστική θέτει ως κύριο κριτήριο την ωφέλεια αυτών των γνώσεων για την εφαρμοσμένη έρευνα και την τεχνολογία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η οικονομιστική άποψη αρνείται να στηρίξει βασική έρευνα χωρίς άμεσο ή ορατό οικονομικό όφελος, θεωρεί όμως ότι η έρευνα αυτή είναι έρευνα «πολυτελείας» και μπορεί να ενισχυθεί μόνο υπό συνθήκες μεγάλης οικονομικής ευρωστίας του κράτους – ή να στηριχθεί από δωρεές.
Οι δυο απόψεις συμφωνούν και σε ένα άλλο σημείο. Η σχέση ανάμεσα στη βασική έρευνα και την τεχνολογία είναι κατά κύριο λόγο «καταναλωτική»: τα τεχνικά μέσα που είναι απαραίτητα για τη διεξαγωγή της υπάρχουν ως προϊόντα του εμπορίου και το μόνο πρόβλημα της βασικής έρευνας είναι η εύρεση οικονομικών πόρων για την αγορά τους. (Οι όροι «τεχνολογία» και «τεχνικό μέσο» χρησιμοποιούνται εδώ με την ευρύτατη σημασία τους – συμπεριλαμβάνουν δηλαδή πολύπλοκα μηχανήματα όπως ραδιοτηλεσκόπια, ηλεκτρονικά μικροσκόπια, μηχανήματα σκεδασμού ακτίνων Χ, υπολογιστές, λογισμικά τεχνητής νοημοσύνης αλλά και απλά σκεύη εργαστηρίου, βιβλία, βιβλιοθήκες, χαρτί και μολύβι). Το μόνο που απαιτείται από τους επιστήμονες είναι η τεχνογνωσία, δηλαδή η ικανότητα του χειρισμού αυτών των τεχνικών μέσων για τη διεξαγωγή των ερευνητικών του προγραμμάτων.
Η διαμάχη που έχει ξεσπάσει στους κόλπους της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας –με συμμετέχοντες επιστήμονες του εσωτερικού και του εξωτερικού– βασίζεται σε αυτή την καταναλωτική παραδοχή και εστιάζεται από τη μια μεριά στη διάθεση επαρκών οικονομικών πόρων, από την άλλη στην εφαρμογή μιας όσο το δυνατόν πιο δίκαιης και αδέκαστης αξιολόγησης των προτάσεων ερευνητικών προγραμμάτων που θα βασίζεται, όπως διαφαίνεται από τις ενστάσεις και τις προτάσεις, στη ρομαντική θεώρηση της βασικής έρευνας.
Είμαι της γνώμης –χωρίς να θέλω να απαξιώσω την ρομαντική θεώρηση της βασικής έρευνας και τα αιτήματα για επαρκή χρηματοδότηση και αδέκαστη αξιολόγηση των ερευνητικών προτάσεων με κύριο γνώμονα την ποιότητα και την πρωτοτυπία της επιδιωκόμενης γνώσης– ότι όσο επικρατεί η καταναλωτική θεώρηση της σχέσης ανάμεσα στη βασική έρευνα και το τεχνολογικό της υπόβαθρο, η εμβέλεια της βασικής έρευνας στην Ελλάδα θα είναι περιορισμένη και η θέση της στη διεθνή επιστημονική κοινότητα αβέβαιη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η καταναλωτική θεώρηση της επιστημονικής έρευνας σε σχέση με την τεχνολογία είναι εσφαλμένη. Η βασική έρευνα δεν πρέπει να περιορίζεται στην απλή παραγωγή επιστημονικής γνώσης, αλλά πρέπει να είναι πάντοτε συνυφασμένη με την παραγωγή τεχνολογίας. Στις χώρες με βαθιά παράδοση στη βασική έρευνα, η παραγωγή τεχνολογίας για την έρευνα ήταν πάντα μέρος της ερευνητικής διαδικασίας και οδήγησε στη δημιουργία μιας βιομηχανίας παραγωγής μηχανημάτων απαραίτητων για την έρευνα, που συνεργάζεται στενά με τις ερευνητικές ομάδες. Προφανώς η βιομηχανία αυτή δεν ζει μόνο από την παραγωγή τεχνολογίας για τη βασική έρευνα, παράγει και τεχνολογία πρακτικών εφαρμογών,για την παραγωγή, την υγεία και τους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής – ακόμα και για τη διασκέδαση.
Το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής έρευνας αλλά και της οικονομίας είναι ότι αυτή βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην ανάπτυξη και στην εφαρμογή τεχνογνωσίας και εξαρτάται από την κατανάλωση τεχνολογίας. Αυτό δεν αποκλείει την ευμάρεια της οικονομίας και την ανάπτυξη της βασικής έρευνας σε ορισμένα πεδία, τις θέτει όμως σε ένα πλαίσιο του οποίου δεν έχουν τον έλεγχο και δεν μπορούν να συμμετάσχουν στις εξελίξεις του.
Το εγχείρημα ανάπτυξης μιας γηγενούς τεχνολογικής βάσης σε σχέση με τη βασική έρευνα είναι προφανώς δύσκολο για μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία έχει χάσει –ή απεμπολήσει– πολλές ευκαιρίες ανάπτυξης γηγενούς τεχνολογικής βάσης για διάφορους λόγους. Δεν είναι όμως κάτι ακατόρθωτο, αρκεί κανείς να καταλάβει ότι πρόκειται για ένα εγχείρημα το οποίο δεν μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα. Η ανάπτυξη μιας τεχνολογικής βάσης για τη βασική έρευνα είναι ταυτόσημη με την ανάπτυξη ενός νέου ερευνητικού πεδίου. Η ερευνητική τεχνολογία είναι η ρίζα που τροφοδοτεί το δέντρο της επιστημονικής έρευνας, η τεχνογνωσία είναι ο κορμός του και τα ερευνητικά προγράμματα η φυλλωσιά του. Για να είναι ο κορμός γερός και η φυλλωσιά θαλερή πρέπει η ρίζα να είναι υγιής και βαθιά.
Χωρίς τη συμπόρευση με την παραγωγή ερευνητικής τεχνολογίας και χωρίς την υποστήριξή της, η βασική επιστημονική έρευνα στην Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλείψει την περιφερειακή της θέση και θα παραμένει κυρίως εξαγωγέας μυαλών. Οι λιγοστές περιπτώσεις ελληνικών ερευνητικών ομάδων που συμμετέχουν στον πυρήνα διεθνών ερευνητικών συνεργασιών επιβεβαιώνουν την καχεκτικότητα του δέντρου της έρευνας στην πατρίδα μας που, δυστυχώς, κανένα χρηματοδοτικό λίπασμα δεν πρόκειται να θεραπεύσει.