Η συγκατοίκηση αυτή δεν έχει τη μορφή μιας συγκυριαρχίας, όπου δυο κράτη κυριαρχούν ταυτόχρονα σε ένα κομμάτι γης, όπως π.χ. η συγκυριαρχία Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας το διάστημα 1906-1908 στις Νέες Εβρίδες, το σημερινό Βανουάτου. Μπεσέλ και Ουλ Κόμα είναι δυο ξεχωριστές κρατικές οντότητες με ξεχωριστούς πολίτες, νόμους, κυβέρνηση, δυνάμεις ασφαλείας και ξεχωριστά οικήματα, τα οποία βρίσκονται όμως στους ίδιους γεωγραφικούς χώρους, αλλά έχουν άλλο όνομα σε κάθε κράτος. Οι δρόμοι π.χ. έχουν ξεχωριστές λωρίδες κυκλοφορίας όπου κινούνται αποκλειστικά τα οχήματα που είναι καταχωρισμένα στη μια ή στην άλλη κρατική οντότητα. Είναι μάλιστα δυνατό ένας χώρος να μοιράζεται ανάμεσα σε δυο επιχειρήσεις, π.χ. εστιατόρια, από τα οποία το ένα βρίσκεται στην μια και το άλλο στην άλλη πόλη, ή να στεγάζει δυο υπηρεσίες, π.χ. ένα ταχυδρομείο της Μπεσέλ και μια τράπεζα της Ουλ Κόμα. Όλες οι σημαντικές υποδομές είναι διπλές και λειτουργούν παράλληλα. Τις όχθες του ποταμού ο οποίος διασχίζει την περιοχή όπου βρίσκονται οι δυο πόλεις ενώνει στο κέντρο της μια διώροφη γέφυρα, κάθε όροφος της οποίας χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τη μια πόλη ενώ η άλλη χρησιμοποιεί τον άλλο.
Πώς δεν επικρατεί χάος; Η απάντηση είναι ότι οι πολίτες της κάθε πόλης κράτους μαθαίνουν από τη βρεφική τους ηλικία να «α-βλέπουν», να «αν-ακούνε» και γενικά να αγνοούν κάθε πληροφορία των αισθήσεων που έρχεται από την άλλη πλευρά. Ευτυχώς υπάρχουν γειτονιές που ανήκουν αποκλειστικά σε μια από τις δυο πόλεις, οπότε οι άνθρωποι μπορούν να ζουν εκεί χωρίς το συνεχές στρες της αγνόησης των άλλων.
Η γλώσσα της Μπεσέλ, τα Μπες, γράφονται με ελληνόμορφους χαρακτήρες, ενώ η γλώσσα της Ουλ Κόμα, τα Ιλλιτανικά, με λατινικούς. Οι δυο γλώσσες φαίνεται να έχουν όμως μια κοινή καταβολή, πράγμα που αντιστοιχεί στο γεγονός ότι και οι δυο πόλεις καυχώνται ότι υφίστανται στο ίδιο μέρος για δυο χιλιάδες χρόνια. Κανείς όμως δεν ξέρει πότε ακριβώς και για ποιο λόγο επήλθε ο χωρισμός και οι κανόνες της αγνόησης. Αυτό κάνει την περιοχή ένα χρυσωρυχείο για τους αρχαιολόγους, και εξηγεί γιατί η αμερικανίδα φοιτήτρια βρέθηκε εκεί.
Ο αυστηρός διαχωρισμός και η αναγκαστική αγνόηση της μιας πόλης (και των όσων διαδραματίζονται σ’ αυτήν) από του κατοίκους της άλλης, ελέγχεται και επιβάλλεται από μια μυστηριώδη αρχή, τους Τιμωρούς, οι οποίοι ενεργούν σχεδόν ακαριαία σε κάθε Παράβαση του σιδηρού κανόνα, που θεωρείται το πιο βαρύ έγκλημα, πιο βαρύ και από τη δολοφονία. Εκτός από τα μικρά παιδιά, για τα οποία υφίσταται ένα καθεστώς ανοχής, και τους τουρίστες, οι οποίοι σε περίπτωση Παράβασης απλά απελαύνονται με συνοπτικές διαδικασίες, πολίτες της Μπεσέλ και της Ουλ Κόμα που για οποιονδήποτε λόγο παραβιάζουν τον κανόνα της απόλυτης αγνόησης συλλαμβάνονται από τους Τιμωρούς και εξαφανίζονται, χωρίς να μαθαίνει ποτέ κανείς την τύχη τους.
Προφανώς υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα στις δυο πόλεις -κράτη, οι σχέσεις των οποίων δεν μπορούν να χαρακτηριστούν πολύ φιλικές. Η μετάβαση από τη μία στην άλλη πόλη γίνεται μέσω του Συνδέσμου, ενός οικοδομήματος που βρίσκεται στο γεωγραφικό κέντρο της κοινής περιοχής και λειτουργεί ως συνοριακός και τελωνειακός σταθμός, και στο οποίο συνεδριάζει μια μεικτή επιτροπή η οποία διαχειρίζεται προβλήματα που αφορούν και τις δυο πλευρές, όπως υποθέσεις εγκλημάτων που παραβιάζουν την απαγόρευση της αγνόησης (η περίπτωση της δολοφονημένης φοιτήτριας αποδεικνύεται μια από αυτές), θέματα βίζας κ.λπ.
Ο ήρωας της ιστορίας, ο μπεσελιανός επιθεωρητής Τγιαντόρ Μπορλού, αναλαμβάνει την υπόθεση επειδή η νεκρή βρέθηκε σε μπεσελιανό έδαφος, όμως οι έρευνές του τον οδηγούν στην Ουλ Κόμα (όπου στο πέρασμα των συνόρων πρέπει να ακολουθήσει μια πολύπλοκη διαδικασία η οποία θα του επιτρέψει να βλέπει και να επικοινωνεί με τους Ιλλιτανούς αλλά να αγνοεί –να «α-βλέπει»– και να αγνοείται από τους συμπατριώτες του) και στο τέλος βρίσκει και κατατροπώνει τον δράστη, πληρώνοντας όμως το τίμημα της Παράβασης – ενώ ο αναγνώστης μαθαίνει παράλληλα ποια είναι η μοίρα των Παραβατών που πέφτουν στα χέρια των Τιμωρών.
Δεν ξέρω αν ο συγγραφέας το μακρινό 2009 ήθελε να γράψει όχι μόνο ένα συναρπαστικό φανταστικό αστυνομικό μυθιστόρημα (σύμφωνα με τις δικές του δηλώσεις ήταν ένα δώρο στη βαριά άρρωστη μητέρα του που αγαπούσε αυτό το είδος λογοτεχνίας) αλλά και μια αλληγορία για την σχέση ανάμεσα σε δυο πραγματικούς λαούς, οι οποίοι εγείρουν αξιώσεις κτήσης για το ίδιο κομμάτι Γης και, εδώ και σχεδόν ογδόντα χρόνια, έχουν παγιδευτεί σε έναν ατέρμονο πόλεμο. Μια ειρηνική συμβίωση μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων στη βάση της αμοιβαίας αγνόησης της φυσικής παρουσίας του άλλου –«αν-όρασης», «αν-ακοής», αν-όσφρησης», «αν-αφής»– δεν μοιάζει ρεαλιστική και βιώσιμη στον πραγματικό κόσμο, ούτε σαν ουτοπία. Όμως τελικά ίσως ο Miéville να δείχνει ανάμεσα στις αράδες της ιστορίας του το δρόμο από το αδιέξοδο της αντιπαράθεσης που έχει φέρει τους Παλαιστίνιους στα όρια της φυσικής και τους Ισραηλινούς στα όρια της ηθικής εξουθένωσης: την αγνόηση των συναισθημάτων που προκαλεί η παρουσία του άλλου. Αυτό μαθαίνει και ο επιθεωρητής Μπορλού όταν πέφτει στα χέρια των Τιμωρών: η ποινή που τον περιμένει για την Παράβαση είναι η προσχώρηση στις τάξεις τους, κάτι που σημαίνει ότι πλέον μπορεί να κινείται και στις δυο πόλεις χωρίς τους περιορισμούς της αγνόησης.
Ίσως λοιπόν o China Miéville με το μυθιστόρημά του να μην περιέγραψε μια ουτοπία αλλά μια προφητεία.