Σύνδεση συνδρομητών

Μπορεί να ικανοποιηθεί η δίψα της Ρωσίας για επέκταση;

Τρίτη, 19 Αυγούστου 2025 15:53
18 Αυγούστου 2025, Λευκός Οίκος, Ουάσινγκτον. Η συνάντηση του πρόεδρου Ζελένσκι με τον πρόεδρο Τραμπ αυτή τη φορά έγινε υπό το βάρος των επιπτώσεων της συνάντησης Τραμπ-Πούτιν στην Αλάσκα.
Kevin Lamarque / Reuters
18 Αυγούστου 2025, Λευκός Οίκος, Ουάσινγκτον. Η συνάντηση του πρόεδρου Ζελένσκι με τον πρόεδρο Τραμπ αυτή τη φορά έγινε υπό το βάρος των επιπτώσεων της συνάντησης Τραμπ-Πούτιν στην Αλάσκα.

Η καταστροφική διαπραγμάτευση ΗΠΑ και Ρωσίας στην Αλάσκα καταδεικνύει μια ευρέως διαδεδομένη παρανόηση των παραγόντων που καθοδηγούν την εξωτερική πολιτική της Μόσχας.

Η πρόσφατη συνάντηση κορυφής μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντίμιρ Πούτιν στο Άνκορατζ ήταν εξίσου ενοχλητική με την τελευταία επίσημη συνάντησή τους στο Ελσίνκι το 2018. Ενώ τότε η κοινή συνέντευξη Τύπου είχε καταλήξει σε καταστροφή, αυτή τη φορά το πρόβλημα ξεκίνησε ήδη με την άφιξη των δύο προέδρων: κόκκινο χαλί για τον Πούτιν, αμερικανοί στρατιώτες γονατιστοί μπροστά από το ρωσικό κυβερνητικό αεροσκάφος, ο Τραμπ να χειροκροτά τον ηγέτη του Κρεμλίνου, κοινή βόλτα με την αμερικανική προεδρική λιμουζίνα κ.λπ.

Η Ρωσία διαλύει τα μετασοβιετικά κράτη, βομβαρδίζει πολιτικά κτίρια στην Ουκρανία, απελαύνει χιλιάδες παιδιά και βασανίζει αιχμαλώτους πολέμου σε μαζική κλίμακα. Παρ’ όλα αυτά, οι ΗΠΑ φλερτάρουν τον Πούτιν ως μεγάλο πολιτικό. Το γεγονός ότι ένας πολεμοκάπηλος, μαζικός δολοφόνος και υπονομευτής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως ο Πούτιν γίνεται δεκτός με τέτοια υποτακτικότητα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ αποτελεί σκάνδαλο για την παγκόσμια πολιτική και προκάλεσε σοκ στους Ουκρανούς. Μια τέτοια συμπεριφορά των ΗΠΑ προδίδει τις θεμελιώδεις αξίες που πρεσβεύει η Δύση.

Παρ’ όλα αυτά, μένει να δούμε ποιες θα είναι οι τελικές πολιτικές επιπτώσεις αυτής της σκανδαλώδους συνόδου κορυφής. Οι παράξενες εικόνες από το Άνκορατζ θα μπορούσαν να γίνουν εσωτερικό πρόβλημα για τον Τραμπ. Με την επιδεικτική του εγγύτητα στον Πούτιν, ο αμερικανός πρόεδρος έχει επίσης καταστήσει τον εαυτό του όμηρο του Κρεμλίνου. Θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρό πρόβλημα για τον Τραμπ αν ο Πούτιν δεν υποχωρήσει τώρα, τουλάχιστον εν μέρει, στην Ουκρανία. Η ένταση μεταξύ των επαίνων του Τραμπ για τις διαπραγματευτικές του ικανότητες και της συνεχιζόμενης ζοφερής πραγματικότητας του πολέμου υπήρχε ήδη πριν από τη σύνοδο κορυφής στην Αλάσκα. Θα μπορούσε να αποβεί προς όφελος της Ουκρανίας αν οι αμερικανοί δημοσιογράφοι, πολιτικοί και άλλοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης αισθάνονται όλο και πιο δυσαρεστημένοι με τη συμπεριφορά του Τραμπ.

Ο αμερικανός πρόεδρος προφανώς ήλπιζε ότι η επιδεικτική κολακεία του θα κέρδιζε την εύνοια του Πούτιν. Πίσω από αυτή την εσφαλμένη εκτίμηση κρύβεται όχι μόνο η γενική αφέλεια του Τραμπ και του περιβάλλοντός του σε θέματα διεθνούς πολιτικής. Φαίνεται να έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία μια θεμελιώδης παρανόηση των αιτίων του πολέμου από τον Λευκό Οίκο.

Η άποψη ότι η Δύση ευθύνεται για την επιθετικότητα της Μόσχας λόγω της επέκτασης της ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά ή της έλλειψης σεβασμού της Δύσης προς τη Ρωσία είναι ευρέως διαδεδομένη όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ. Ο Τραμπ και το περιβάλλον του πιστεύουν, προφανώς, ότι με τη φιλική συμπεριφορά τους προς τον Πούτιν μπορούν να εξουδετερώσουν τον δημόσια διακηρυγμένο λόγο της Ρωσίας για την επίθεση στην Ουκρανία. Αν δεν υπάρχει πλέον εχθρότητα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας, γιατί να συνεχιστεί ο πόλεμος;

Ωστόσο, η επιθετικότητα της Ρωσίας δεν είναι αντίδραση στη συμπεριφορά της Δύσης, αλλά έχει εθνικές ιστορικές, ιδεολογικές, πολιτιστικές και πολιτικές αιτίες. Η στρατιωτική επέκταση της Μόσχας έχει τις ρίζες της στις ρωσικές αυτοκρατορικές παραδόσεις, στους μηχανισμούς εσωτερικής πολιτικής νομιμοποίησης, στις γεωστρατηγικές φιλοδοξίες και στις αλυτρωτικές διεκδικήσεις επί των πρώην εδαφών της Τσαρικής Αυτοκρατορίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Ανεξάρτητα από τις ενέργειες και τις αντιδράσεις της Δύσης, ο Πούτιν θέλει να διευρύνει και να εδραιώσει την εξουσία του και την εξουσία της Ρωσίας. Αυτός και η σημερινή πλειοψηφία των Ρώσων θέλουν πάνω απ’ όλα να επαναφέρουν την Ουκρανία υπό τον έλεγχο της Μόσχας – κατά προτίμηση χωρίς τη χρήση όπλων και μέσω διαπραγματεύσεων. Αλλά, αν είναι αναγκαίο, η ηγεσία και ο λαός της Ρωσίας είναι επίσης διατεθειμένοι να καταφύγουν σε βίαιη στρατιωτική δράση και μαζικό τρόμο, όπως κάθε εβδομάδα αποδεικνύεται.

Για τον Τραμπ, από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι απλώς ένα ενοχλητικό πρόβλημα που θέλει να ξεφορτωθεί. Αλλά όταν, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, ανακοίνωσε με πομπώδη τρόπο ότι θα τερμάτιζε αυτόν τον πόλεμο μέσα σε 24 ώρες, μπήκε σε ένα αδιέξοδο. Όχι μόνο δεν συνέβη αυτό, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται στην ίδια θέση μετά από αρκετούς μήνες χωρίς απτά αποτελέσματα.

Εν τω μεταξύ, η εσωτερική πίεση εναντίον του αυξάνεται. Παρά την έντονη φιλορωσική και αντιουκρανική προπαγάνδα των υπερσυντηρητικών αμερικανικών μέσων ενημέρωσης, η δημοτικότητα της Ουκρανίας παραμένει υψηλή μεταξύ των απλών Αμερικανών. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μάλιστα ότι, προσφάτως, η υποστήριξη προς την Ουκρανία και τις αμερικανικές παραδόσεις όπλων στο Κίεβο αυξήθηκε και μεταξύ των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων. Αυτό σημαίνει ότι η μελλοντική κατεύθυνση της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Ρωσίας δεν είναι καθορισμένη και ότι είναι δυνατή η επιστροφή στην ενεργό αμερικανική βοήθεια προς την Ουκρανία.

Στο διάστημα που θα μεσολαβήσει μέχρι την πιθανή εξομάλυνση της κατάστασης στην Ουάσινγκτον, η στάση της Ευρώπης θα είναι καθοριστική. Οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί: η Ευρώπη συνήθιζε να πιέζει για παραχωρήσεις προς τη Μόσχα, ενώ τώρα οι ΗΠΑ, που κάποτε ήταν ένθερμα φιλοουκρανικές, τείνουν να ταχθούν στο πλευρό της Ρωσίας. Η στρατιωτική υποστήριξη πρέπει πλέον να προέρχεται κυρίως από την Ευρώπη. Αν και οι Ευρωπαίοι αλλάξουν πορεία, δεν θα είναι μόνο οι Ουκρανοί που θα βγουν χαμένοι.

Αυτό που διακυβεύεται στην Ουκρανία είναι οι θεμελιώδεις αρχές των διεθνών σχέσεων από το 1945. Με τον ανοιχτά τρομοκρατικό πόλεμο που διεξάγει από το 2022, η Μόσχα δεν καταπατά μόνο τα ανθρώπινα δικαιώματα – μάλιστα σε μαζική κλίμακα. Με τις προσαρτήσεις της, η Ρωσία υπονομεύει από το 2014 τα θεμέλια της τάξης που βασίζεται σε κανόνες –την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική κυριαρχία των κρατών– στην Ουκρανία. Ως σοβιετική δημοκρατία, η Ουκρανία ήταν συνιδρυτής του ΟΗΕ το 1945. Από την ανεξαρτησία της, το 1991, έχει επικυρώσει τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων και έχει γίνει μέλος του ΟΑΣΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Εάν η χώρα διαμελιστεί και στερηθεί την ανεξαρτησία της, κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να συμβεί και σε άλλα κράτη μέλη του ΟΗΕ. Εάν η Ουκρανία πέσει, υπάρχει κίνδυνος επιστροφής στην παγκόσμια αναταραχή που επικρατούσε πριν από το 1945.

Τα μέσα για να αποφευχθεί αυτό είναι γνωστά: κυρώσεις κατά της Ρωσίας και στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη προς την Ουκρανία. Ωστόσο, ακόμη και έπειτα από περισσότερα από 11 χρόνια πολέμου, τα μέσα αυτά εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται με ασυνέπεια. Για παράδειγμα, περίπου 300 δισεκατομμύρια δολάρια ρωσικών κρατικών κεφαλαίων παραμένουν δεσμευμένα στην Ευρώπη. Μέχρι στιγμής, μόνο οι τόκοι από αυτά τα κεφάλαια έχουν χρησιμοποιηθεί για τη στήριξη της Ουκρανίας. Εξακολουθούν να υπάρχουν δεκάδες πετρελαιοφόρα πλοία στον σκιώδη στόλο της Ρωσίας που δεν έχουν υποβληθεί σε κυρώσεις ή έχουν υποβληθεί μόνο εν μέρει. Εξακολουθούν επίσης να υπάρχουν πολυάριθμα κενά για την παράκαμψη των κυρώσεων, ενώ εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη ποσότητα δυτικής τεχνολογίας σε ρωσικούς πυραύλους, drones και άλλο στρατιωτικό εξοπλισμό.

Κυρίως όμως είναι ανεπαρκείς η ποσότητα και η ποιότητα της δυτικής στρατιωτικής υποστήριξης. Πολύ λίγα και πολύ παλιά όπλα φτάνουν στην Ουκρανία. Το πιο σημαντικό καθήκον μεγάλου μέρους της δυτικής και ιδίως της ευρωπαϊκής βιομηχανίας εξοπλισμών είναι να καταστήσει δυνατή την προστασία των κρατών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και των συμμάχων τους από τη Ρωσία. Και από το 2022, ο εξοπλισμός που θα παραγόταν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην Ουκρανία για να αποδυναμώσει τον πιθανό εχθρό. Ωστόσο, τα περισσότερα από τα καλύτερα όπλα του δυτικού κόσμου παραμένουν αχρησιμοποίητα σε βάσεις, αποθήκες και υπόστεγα, αντί να εκπληρώνουν τον σκοπό τους στο Ντονμπάς, γύρω από το Χάρκοβο ή στην Κριμαία.

Μόνο η εξωτερική και η εσωτερική πίεση θα αναγκάσει τη Μόσχα να συμμετάσχει σε σοβαρές διαπραγματεύσεις. Ούτε οι φιλικές χειρονομίες του Τραμπ, ούτε οι διπλωματικές προσπάθειες της Ευρώπης, ούτε οι προσπάθειες διαμεσολάβησης τρίτων χωρών θα επιτύχουν από μόνες τους. Από το 2014, το Κρεμλίνο συμμετέχει με χαρά σε ειρηνευτικές συνομιλίες σε διάφορα επίπεδα. Πρόκειται κυρίως για διαπραγματευτικό θέατρο με σκοπό να κερδίσει χρόνο και να σπείρει σύγχυση και διχόνοια μεταξύ των αντιπάλων του. Μερικές φορές, όπως συμβαίνει σήμερα στις επικοινωνίες με τις ΗΠΑ, οι συνομιλίες προσφέρουν ακόμη και την ευκαιρία να αποκτηθούν πλεονεκτήματα που διαφορετικά θα έπρεπε να επιτευχθούν με στρατιωτικά μέσα. Ωστόσο, τίποτα από όλα αυτά δεν θα μειώσει την επιθυμία της Ρωσίας για επέκταση.

μετάφραση: Βασίλης Μπογιατζής

Andreas Umland

Αναλυτής στο Stockholm Center for Eastern European Studies (SCEEUS) του Σουηδικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων. Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Κιέβου-Mohyla Academy. Υπήρξε ερευνητής, υπότροφος και διδάσκων πολλών Πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων και είναι υπεύθυνος των σειρών βιβλίων "Soviet and Post-Soviet Politics and Society" και "Ukrainian Voices" του εκδοτικού οίκου Ibidem Press.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.