Σύνδεση συνδρομητών

Γιατί η Ουάσιγκτον απέτυχε να τερματίσει τον πόλεμο Ρωσίας - Ουκρανίας

Κυριακή, 25 Μαϊος 2025 08:15
Στις 5 Δεκεμβρίου 1994 στη διάσκεψη του ΟΑΣΕ στη Βουδαπέστη, υπογράφτηκε το λεγόμενο Μνημόνιο της Βουδαπέστης (The Budapest Memorandum on Security Assurances), από τρείς πυρηνικές δυνάμεις (Η.Π.Α., Ρωσία, Μεγάλη Βρετανία) και την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και το Καζακστάν, με το οποίο οι τρεις τελευταίες χώρες προχωρούσαν στη Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων (NPT). Οι άλλες δύο πυρηνικές δυνάμεις, Κίνα και Γαλλία, έδωσαν «ασθενέστερες» διαβεβαιώσεις σε ξεχωριστά έγγραφα. Το Μνημόνιο απαγόρευε στη Ρωσία, τη Μεγάλη Βρετανία και τις Η.Π.Α. να απειλούν ή να χρησιμοποιούν στρατιωτική βία ή οικονομικό εξαναγκασμό εναντίον της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και του Καζακστάν, που με την σειρά τους, ως το 1996, εγκατέλειψαν τα πυρηνικά τους όπλα (ή τα παρέδωσαν στη Ρωσία).
William J. Clinton Presidential Library
Στις 5 Δεκεμβρίου 1994 στη διάσκεψη του ΟΑΣΕ στη Βουδαπέστη, υπογράφτηκε το λεγόμενο Μνημόνιο της Βουδαπέστης (The Budapest Memorandum on Security Assurances), από τρείς πυρηνικές δυνάμεις (Η.Π.Α., Ρωσία, Μεγάλη Βρετανία) και την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και το Καζακστάν, με το οποίο οι τρεις τελευταίες χώρες προχωρούσαν στη Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων (NPT). Οι άλλες δύο πυρηνικές δυνάμεις, Κίνα και Γαλλία, έδωσαν «ασθενέστερες» διαβεβαιώσεις σε ξεχωριστά έγγραφα. Το Μνημόνιο απαγόρευε στη Ρωσία, τη Μεγάλη Βρετανία και τις Η.Π.Α. να απειλούν ή να χρησιμοποιούν στρατιωτική βία ή οικονομικό εξαναγκασμό εναντίον της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και του Καζακστάν, που με την σειρά τους, ως το 1996, εγκατέλειψαν τα πυρηνικά τους όπλα (ή τα παρέδωσαν στη Ρωσία).

Η προσπάθεια του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να επαναφέρει τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Μόσχας και Κιέβου ήταν καταδικασμένη εξαρχής.

Στις αρχές του 19ου αιώνα, ένας από τους θεμελιωτές των σύγχρονων πολεμικών σπουδών, ο γερμανός στρατηγός και στρατιωτικός ιστορικός Καρλ φον Κλαούζεβιτς, σχολίασε σχετικά με τους Ναπολεόντειους Πολέμους: «Ο κατακτητής είναι πάντα φιλειρηνικός· θα προτιμούσε να εισβάλει ήρεμα στο κράτος μας». Αυτή η παρατήρηση εξακολουθεί να ισχύει για τις περισσότερες στρατιωτικές επιθετικές ενέργειες. Ωστόσο, η βασική ιδέα του Κλαούζεβιτς αγνοήθηκε από τους περισσότερους Ευρωπαίους στην ερμηνεία τους για τη συμπεριφορά της Μόσχας μετά την έναρξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου το 2014.

Αντίθετα, μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής διπλωματίας και των σχετικών σχολίων μέχρι το 2022 βασίστηκε στην υπόθεση ότι η δημόσια επιμονή του Κρεμλίνου στις φιλειρηνικές προθέσεις του έναντι του Κιέβου σημαίνει ότι μπορεί και πρέπει να διαπραγματευτούμε και να μετριάσουμε τους στόχους και τη συμπεριφορά της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αυτή η εσφαλμένη υπόθεση αγνόησε το γεγονός ότι ο Πούτιν απλώς προτιμούσε πολύ περισσότερο τη γρήγορη και εύκολη παράδοση της Ουκρανίας στη Ρωσία από μια αβέβαιη μελλοντική στρατιωτική εκστρατεία εναντίον του Κιέβου. Όταν, πριν από έντεκα χρόνια, η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία και εισέβαλε κρυφά στην ανατολική Ουκρανία, ο πόλεμος ως τέτοιος δεν είχε κανένα όφελος για τον Πούτιν και το περιβάλλον του. Αντίθετα, η προτιμώμενη μέθοδος ήταν η υβριδική υπονόμευση της Ουκρανίας από ρώσους πράκτορες και μικρές δυνάμεις, παρά η βίαιη κατοχή του μεγαλύτερου μέρους του ουκρανικού εδάφους από δεκάδες χιλιάδες τακτικά ρωσικά στρατεύματα.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών, ωστόσο, ο ρόλος τής –πλέον πλήρους– στρατιωτικής εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία για το καθεστώς του Πούτιν, καθώς και η ευρωπαϊκή αντίληψη για τα κίνητρα και τη συμπεριφορά της Μόσχας, έχουν αλλάξει. Από τη μία πλευρά, ο πόλεμος έχει αποκτήσει σταθεροποιητική λειτουργία για το ρωσικό πολιτικό σύστημα, το οποίο βασίζεται σε μια όλο και πιο εξτρεμιστική ιδεολογία, μια στρατιωτικοποιημένη οικονομία και μια κινητοποιημένη κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι ευρωπαίοι πολιτικοί, διπλωμάτες και εμπειρογνώμονες έχουν πλέον, σε αυτό το σκοτεινό πλαίσιο, λιγότερες ψευδαισθήσεις για την υποτιθέμενη αγάπη του Πούτιν για την ειρήνη από ό,τι πριν από μια δεκαετία.

Αντίθετα, η έως τώρα σε μεγάλο βαθμό επαρκής αντίληψη της στρατηγικής της Μόσχας στην Ουάσιγκτον έχει αντικατασταθεί, από τον Ιανουάριο του 2025, από μια ρεαλιστική προσέγγιση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Ο βαθμός πολιτικής αφέλειας, ηθικής αδιαφορίας και διπλωματικού ερασιτεχνισμού της νέας αμερικανικής κυβέρνησης κατά τους πρώτους τέσσερις μήνες της θητείας της ήταν εκπληκτικός. Ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη τις παραφροσύνες κατά την πρώτη προεδρία του Τραμπ το 2017-2021, η ανεπάρκεια των δηλώσεων και των ενεργειών του Λευκού Οίκου τους τελευταίους μήνες σχετικά με τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο προκάλεσε σοκ στην Ευρώπη και αλλού. Υπάρχει η υποψία ότι όχι μόνο ο στρατηγικός παιδισμός, αλλά και ο πολιτικός σεβασμός, ακόμη και η προσωπική συμπάθεια της κυβέρνησης Τραμπ προς τον Πούτιν, έχουν οδηγήσει στις πρόσφατες ανατροπές της πολιτικής των ΗΠΑ.

Τέσσερις μήνες αμερικανική διπλωματία και προσπάθειες διαμεσολάβησης έχουν αποφέρει ελάχιστα αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα της δίωρης συνομιλίας μεταξύ Τραμπ και Πούτιν αυτή την εβδομάδα ήταν επίσης πενιχρά. Βεβαίως, μετά την τηλεφωνική τους συνομιλία, οι δύο πρόεδροι μίλησαν για επιτυχία.

Ωστόσο, δεν υπάρχουν απτά αποτελέσματα από τις έντονες τριμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουάσιγκτον, Μόσχας και Κιέβου, ούτε από τις άμεσες επαφές μεταξύ των προέδρων των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Ο Πούτιν κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει σύντομα καμία κατάπαυση του πυρός. Ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι πρέπει να γίνουν άμεσες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας – σαν να μην διαπραγματεύονταν ήδη οι δύο χώρες, με διαφορετικές μορφές, για περισσότερα από έντεκα χρόνια.

Στην προφορική του δήλωση σχετικά με τη τηλεφωνική συνομιλία της Δευτέρας, ο Πούτιν, στην πραγματικότητα, προχώρησε σε δύο τρόπους «τρολαρίσματος» της Ουκρανίας, των ΗΠΑ και ολόκληρης της Δύσης. Πρώτον, ο όρος που η Ρωσία εισήγαγε πρόσφατα και ο Πούτιν χρησιμοποίησε για να χαρακτηρίσει τον πρωταρχικό στόχο που πρέπει να επιτευχθεί στις επικείμενες διαπραγματεύσεις είναι «μνημόνιο». Όλοι όσοι είναι εξοικειωμένοι με την ιστορία των μετασοβιετικών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας γνωρίζουν ότι υπάρχει ήδη ένα ιστορικό «μνημόνιο» για την ασφάλεια, το οποίο υπογράφηκε από τη Μόσχα και το Κίεβο (καθώς και από την Ουάσινγκτον και το Λονδίνο) στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας πριν από περισσότερα από 30 χρόνια. Πρόκειται για το διαβόητο πλέον «Μνημόνιο για τις εγγυήσεις ασφάλειας σε σχέση με την προσχώρηση της Ουκρανίας στη Συνθήκη για τη μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων», το οποίο υπογράφηκε τον Δεκέμβριο του 1994 από τα τρία κράτη θεματοφύλακες της συνθήκης αυτής προς την Ουκρανία.

Στο Μνημόνιο της Βουδαπέστης, η Μόσχα, σε αντάλλαγμα για τη συμφωνία του Κιέβου να παραδώσει όλες τις πυρηνικές κεφαλές του στη Ρωσία, εγγυήθηκε ότι δεν θα επιτεθεί στην Ουκρανία. Η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο, με τη σειρά τους, διαβεβαίωσαν το Κίεβο ότι σέβονται τα σύνορα και την κυριαρχία της Ουκρανίας. Αφού η Μόσχα καταπάτησε κατάφωρα το γράμμα και το πνεύμα του Μνημονίου της Βουδαπέστης για έντεκα χρόνια, το Κρεμλίνο προσφέρεται τώρα να υπογράψει ένα άλλο ρωσο-ουκρανικό «μνημόνιο».

Δεύτερον, ο Πούτιν δεν απέκλεισε, σε σχόλιό του μετά τη συνομιλία του με τον Τραμπ, ότι οι μελλοντικές διαπραγματεύσεις με το Κίεβο ενδέχεται να οδηγήσουν σε εκεχειρία. Ωστόσο, ο ρώσος πρόεδρος πρόσθεσε ότι, ακόμη και «εάν επιτευχθούν οι κατάλληλες συμφωνίες», μια «πιθανή κατάπαυση του πυρός» θα είναι μόνο «για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα». Ακόμη και αν οι διαπραγματεύσεις είναι επιτυχείς, η εκεχειρία θα είναι μόνο προσωρινή.

Η επιφύλαξη του Πούτιν είναι μια εύστοχη παραδοχή: η πολεμική οικονομία της Ρωσίας και η στρατιωτική κινητοποίηση του πληθυσμού έχουν προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούν να σταματήσουν εύκολα. Η Μόσχα δεν είναι πλέον σε θέση να διακόψει απότομα και μόνιμα τις πολεμικές επιχειρήσεις. Τι θα συμβεί με τις εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες της Ρωσίας, την παραγωγή όπλων σε μεγάλη κλίμακα, τον συνηθισμένο πολεμοχαρή χαρακτήρα της χώρας, καθώς και τις έντονες εκστρατείες εναντίον της Ουκρανίας σε πολλούς τομείς της ρωσικής κοινωνικής ζωής (εκπαίδευση, μέσα ενημέρωσης, πολιτισμός κ.λπ.), αν ξαφνικά επέλθει μόνιμη ειρήνη;

Αυτά και παρόμοια μηνύματα από τη Μόσχα επιτρέπουν μόνο ένα συμπέρασμα: για να τερματιστεί ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, η Ρωσία πρέπει να υποστεί μια ταπεινωτική ήττα στο πεδίο της μάχης. Το μάθημα από το παρελθόν είναι, επιπλέον, ότι οι στρατιωτικές αποτυχίες της Ρωσίας έχουν προκαλέσει εσωτερική φιλελευθεροποίηση, όπως οι Μεγάλες Μεταρρυθμίσεις μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1854-1856 ή η εισαγωγή του ημι-συνταγματισμού μετά τον Ρωσο-Ιαπωνικό Πόλεμο του 1904-1905. Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες της Γκλάσνοστ και της Περεστρόικα ήταν η καταστροφική αποτυχία της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν το 1979-1989.

Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός δεν θα εξουδετερωθεί με διαπραγματεύσεις, συμβιβασμούς ή παραχωρήσεις. Αντίθετα, τέτοιες προσεγγίσεις προωθούν μόνο περαιτέρω περιπέτειες της Μόσχας στο εξωτερικό και στρατιωτική κλιμάκωση στα σύνορα της Ρωσίας. Το Κρεμλίνο θα τερματίσει μια μέρα τους επεκτατικούς πολέμους της Ρωσίας, καθώς και τη γενοκτονική τρομοκρατία εναντίον αμάχων στην Ουκρανία και αλλού. Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, ο ρωσικός λαός πρέπει πρώτα να αρχίσει να πιστεύει αφενός ότι μια τέτοια συμπεριφορά δεν μπορεί να οδηγήσει στη νίκη, αφετέρου ότι μπορεί να προκαλέσει εσωτερική κατάρρευση, καθώς και ότι θα τιμωρηθεί αποφασιστικά.

μετάφραση: Βασίλης Α. Μπογιατζής

Andreas Umland

Αναλυτής στο Stockholm Center for Eastern European Studies (SCEEUS) του Σουηδικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων. Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Κιέβου-Mohyla Academy. Υπήρξε ερευνητής, υπότροφος και διδάσκων πολλών Πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων και είναι υπεύθυνος των σειρών βιβλίων "Soviet and Post-Soviet Politics and Society" και "Ukrainian Voices" του εκδοτικού οίκου Ibidem Press.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.