Δεν έχουν κάτι σημαντικότερο στη ζωή τους. Ακόμα καλύτερα: οι περισσότεροι δεν έχουν κάτι άλλο στη ζωή τους.
Η ομάδα «τους» είναι η ταυτότητά τους. Και η μόνη ταυτότητα.
Αν τους ρωτήσεις «Τι είσαι;», αυτό θα σου απαντήσουν.
Έτσι περνάει η καθημερινότητά τους, έτσι περνάει η ζωή τους.
Η οπαδική ταυτότητα προσδιορίζει και γεμίζει το είναι τους. Τις επιθυμίες, τις φιλοδοξίες και τα όνειρα. Τις αγάπες και τα μίση.
Άρα, τους φίλους και τους εχθρούς. Ο δε «εχθρός», κλασικά, είναι ο μέχρις αίματος αντίπαλος.
Ως Έλληνας, έχω εχθρούς τους Τούρκους.
Ως κομμουνιστής, τους φασίστες. Ως μοναρχοφασίστας (Μ/Φ), τους κομμουνιστοσυμμορίτες (Κ/Σ).
Πρόκειται για εθνικές ή πολιτικές ταυτότητες.
Πραγματικές όμως, ουσιαστικές. Καθώς η πορεία του ελληνισμού (π.χ., στη Μικρά Ασία) συνεπάγεται τεράστιες μεταβολές και στην προσωπική τύχη των Ελλήνων και η έκβαση του εμφυλίου έχει ομοίως τεράστιες συνέπειες στους εκατέρωθεν, στην καθημερινή τους ζωή. Θα ζήσεις στη Θεσσαλονίκη ή στην Τασκένδη; Έχει διαφορά.
Η έκβαση όμως του ματς Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός δεν έχει καμιά επίπτωση στην προσωπική ζωή κανενός άλλου, εκτός από τους ίδιους τους παίκτες και τα λοιπά άτομα των μηχανισμών κάθε ομάδας.
Άρα, η ταυτότητά μου ως «ολυμπιακού» ή «παναθηναϊκού», αν σε αυτήν εξαντλείται ολόκληρη η ζωή μου, είναι ψευδής, κενή, πουκάμισο αδειανό.
Συνεπώς, και η ζωή μου κενή και ψευδής είναι και εγώ κενός είμαι.
Οι πράξεις μου όμως, που δεν γίνεται να μην είναι παράλογες, αφού θεμελιώνονται σε ένα ψέμα, παρά ταύτα είναι εντελώς πραγματικές, με συγκεκριμένες και συχνά τραγικές συνέπειες.
Έλα όμως που (σχεδόν) όλοι μας, που δεν πηγαίνουμε στο γήπεδο ποτέ, δεν διαβάζουμε αθλητικές εφημερίδες ούτε παρακολουθούμε τις αθλητικές εκπομπές, έχουμε όμως παιδιόθεν μια οπαδική «προτίμηση», ένα ίχνος χαράς η λύπης το βιώνουμε κάθε τόσο.
Μήπως, εντέλει, είναι το μικρότερο κακό; Κάνε ποδόσφαιρο, όχι πόλεμο.