Ο νεοεκλεγείς αμερικανός πρόεδρος ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο του 2025 με την υπόσχεση να τερματίσει τον ρωσοουκρανικό πόλεμο εντός 24 ωρών. Στην αρχή, η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ πέρασε μήνες στέλνοντας φιλικά μηνύματα, αποστολές και διαπραγματευτές στη Μόσχα. Τον περασμένο Ιούλιο, ο Ντόναλντ Τραμπ, απροσδόκητα, στράφηκε σε μια πιο σκληρή γραμμή απέναντι στον Βλαντίμιρ Πούτιν. Ενέκρινε την πώληση αμερικανικών όπλων στην Ουκρανία και απείλησε επανειλημμένα με δευτερογενείς κυρώσεις κατά των εμπορικών εταίρων της Ρωσίας. Η αρχική προθεσμία 50 ημερών για να υποχωρήσει η Ρωσία μειώθηκε σε 10 ημέρες στις αρχές Αυγούστου.
Λίγες μέρες αργότερα, ωστόσο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι η αναμενόμενη εμπορική αναμέτρηση μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων και των εταίρων τους δεν θα πραγματοποιηθεί. Αντ' αυτού, θα υπάρξει τώρα μια συνάντηση μεταξύ Τραμπ και Πούτιν στην Αλάσκα. Σε προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ αμερικανών και ρώσων διαπραγματευτών φέρεται να υπάρχουν τώρα σημάδια ευκαιρίας για συμφωνία μιας πολυαναμενόμενης εκεχειρίας.
Η τελευταία ανατροπή της Ουάσινγκτον έναντι της Μόσχας είναι απλώς μια νέα έκφραση της ήδη εμφανούς ασυνέπειας της πολιτικής των ΗΠΑ, και της νέας τους κυβέρνησης, έναντι της Ρωσίας. Σε μια παράξενη τροπή των γεγονότων, οι οικονομικές και στρατιωτικές απειλές του προέδρου των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας ακολουθήθηκαν λίγο αργότερα από τις εξίσου έντονες προσπάθειες του Τραμπ να κατευνάσει τον Πούτιν. Τώρα, προφανώς, οι δύο υπερδυνάμεις πρόκειται να αποφασίσουν για την τύχη της Ουκρανίας σε μια ιστορική σύνοδο κορυφής ΗΠΑ-Ρωσίας.
Ωστόσο, είναι αμφίβολο ότι ο νέος γύρος συνομιλιών θα αποφέρει πολιτικά σημαντικά και διαρκή αποτελέσματα. Όπως και με άλλα ζητήματα, η Ρωσία σκηνοθετεί ένα σκόπιμο θέατρο διαπραγματεύσεων σχετικά με την Ουκρανία από το 2014, το οποίο έχει στόχο να εντυπωσιάσει τόσο τον δικό της πληθυσμό όσο και τη διεθνή κοινότητα. Σε εκατοντάδες συνομιλίες, σε δεκάδες συναντήσεις κορυφής και σε πολλά υπογεγραμμένα έγγραφα, η Ρωσία όλα αυτά τα χρόνια έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη την επιθυμία της για ειρήνη στην Ουκρανία. Ωστόσο, οι εντατικές διμερείς και πολυμερείς διαπραγματεύσεις πριν και μετά τον Φεβρουάριο του 2022 δεν έκαναν πολλά για να αλλάξουν την πορεία του πολέμου. Αντιθέτως, οι επανειλημμένες παραχωρήσεις της Δύσης και οι αναγκαστικές παραχωρήσεις της Ουκρανίας προς τη Ρωσία, οι διστακτικές και, έως σήμερα, περιορισμένες παραδόσεις όπλων της Δύσης στο Κίεβο και η αναποφασιστικότητα στην πολιτική κυρώσεων της ΕΕ και των ΗΠΑ ενθάρρυναν τη Μόσχα να ξεκινήσει νέες περιπέτειες. Η κατοχή της Κριμαίας τον Φεβρουάριο του 2014 ακολουθήθηκε από την επίσημη προσάρτησή της στη Ρωσία ένα μήνα αργότερα. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε ο πόλεμος του Ντονμπάς τον Απρίλιο. Τον Ιούλιο του 2014, η Ρωσία κατέρριψε ατιμώρητα ένα μαλαισιανό επιβατικό αεροπλάνο με πολλούς πολίτες της ΕΕ πάνω από τη ζώνη των μαχών. Στα μέσα Αυγούστου 2014, η εισβολή στην ανατολική Ουκρανία ξεκίνησε με τις πρώτες μεγάλης κλίμακας τακτικές αναπτύξεις στρατευμάτων και, έπειτα από αρκετά μικρότερα κύματα κλιμάκωσης, η πλήρης εισβολή στην ηπειρωτική Ουκρανία ξεκίνησε τελικά τον Φεβρουάριο του 2022. Έκτοτε, η πολιτική πολέμου και κατοχής της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει γίνει πιο τρομοκρατική και γενοκτονική κάθε μήνα που περνάει.
Ακόμα και έπειτα από έντεκα χρόνια πολέμου, οι ΗΠΑ –όπως και πολλές άλλες χώρες– έχουν μάθει λίγα από τις αποτυχίες των εντατικών διπλωματικών διαπραγματεύσεων και της πολιτικής τους αυτοσυγκράτησης. Η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ δεν αρνείται απλώς, για εσωτερικούς λόγους, τις δυσάρεστες εμπειρίες των κυβερνήσεων Ομπάμα και Μπάιντεν με το Κρεμλίνο. Ξεχνά επίσης την άκαρπη πορεία της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ το 2017-2021 σχετικά με τον πόλεμο του Ντονμπάς.
Στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις, ο Πούτιν μπορεί να απαιτήσει όχι μόνο εδαφικές παραχωρήσεις αλλά και άλλους περιορισμούς στην κυριαρχία της Ουκρανίας, παρ’ όλο που ή και επειδή γνωρίζει ότι κανένας ουκρανός πρόεδρος δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε τέτοιες μαξιμαλιστικές απαιτήσεις. Ένα βασικό ερώτημα θα είναι σε ποιο βαθμό ο Τραμπ ασπάζεται την ερμηνεία του Πούτιν για τις πηγές, τη φύση και τη σημασία του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας.
Ο στόχος της Μόσχας στις επερχόμενες συνομιλίες θα είναι λιγότερο μια διαρκής λύση στη σύγκρουση και περισσότερο μια βελτίωση της διεθνούς θέσης της Ρωσίας. Ο Πούτιν θα επιδιώξει, μεταξύ άλλων, να υπονομεύσει την παγκόσμια τάξη απαιτώντας παραχωρήσεις που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο, να διχάσει τη δυτική συμμαχία, να αποδυναμώσει τη συνεργασία της Δύσης με την Ουκρανία και, στο μέτρο του δυνατού, να σπείρει εσωτερική διχόνοια στην Ουκρανία.
Η Μόσχα θα προσπαθήσει να δελεάσει αμερικανούς και άλλους δυτικούς πολιτικούς με ψεύτικες παραχωρήσεις και υποσχέσεις αποκλιμάκωσης, καθώς και να αναγκάσει το Κίεβο σε μια κρίση λήψης αποφάσεων. Όπως έχει κάνει επανειλημμένα από τον Φεβρουάριο του 2014, το Κρεμλίνο θα προσπαθήσει να μετακυλήσει την ευθύνη στην Ουκρανία για μια νέα και οριστική αποτυχία των διαπραγματεύσεων.
Μια προσωρινή εκεχειρία δεν μπορεί να αποκλειστεί στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, εάν η Μόσχα την ορίσει ως προς τα τρέχοντα διπλωματικά, εσωτερικά, οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας. Το Κρεμλίνο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ψευδαίσθηση της ρωσικής ετοιμότητας για συμβιβασμό και για παύση των βομβαρδισμών ουκρανικών οικισμών για να υπονομεύσει την ενότητα και την αποφασιστικότητα που έχει αναπτυχθεί στην Ευρώπη από το 2025 όσον αφορά τη βοήθεια προς την Ουκρανία και να εμβαθύνει τη σφήνα που ήδη υπάρχει μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων εταίρων του ΝΑΤΟ. Μια περιορισμένη εκεχειρία θα προσέφερε επίσης την ευκαιρία να ανασυνταχθούν τα επιτιθέμενα ρωσικά στρατεύματα, να εδραιωθεί το καθεστώς κατοχής στα προσαρτημένα ουκρανικά εδάφη και να αμφισβητηθεί η πολιτική κυρώσεων της Δύσης. Από το 2014 ώς το 2021, υπήρξαν ήδη αρκετές περίοδοι σχετικής ηρεμίας στον πόλεμο της Ρωσίας στη λεκάνη του Ντόνετς (Ντονμπάς). Ωστόσο, αυτές οι σχετικά ειρηνικές περίοδοι τελικά ούτε τερμάτισαν ούτε πάγωσαν την ένοπλη σύγκρουση· αντίθετα, άνοιξαν το δρόμο για την κλιμάκωσή της σε έναν γενικευμένο πόλεμο.
Μια άλλη επιλογή που μπορεί να είναι προς το συμφέρον της Ρωσίας θα ήταν μια εκεχειρία ως προς τα όπλα μεγάλης εμβέλειας, με τις δύο πλευρές να απέχουν από επιθέσεις με πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη πέρα από την πρώτη γραμμή. Τα τελευταία τριάμισι χρόνια, η Ρωσία έχει επιτεθεί σε πολλές από τις βασικές υποδομές της Ουκρανίας με διάφορους βαθμούς επιτυχίας. Αλλά με την πάροδο του χρόνου η Ουκρανία έχει προσαρμοστεί σε αυτές τις επιθέσεις και, για παράδειγμα, έχει δημιουργήσει μια σχετικά ανθεκτική ενεργειακή υποδομή.
Τους τελευταίους μήνες έχουν σημειωθεί σημαντικές ρωσικές επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους σε ουκρανικούς πολιτικούς στόχους, του Κιέβου συμπεριλαμβανομένου. Οι μαζικές επιθέσεις της Ρωσίας συχνά κατάφεραν να ξεπεράσουν την αεράμυνα της Ουκρανίας, προκαλώντας εκρήξεις με δραματικά αποτελέσματα στην ουκρανική πρωτεύουσα, μεταξύ άλλων τόπων. Ωστόσο, η στρατιωτική σημασία των αυξημένων επιθέσεων σε ουκρανικά κτίρια κατοικιών, νοσοκομεία, πολιτιστικά ιδρύματα και πολυκαταστήματα παραμένει χαμηλή.
Αντίθετα, τους τελευταίους μήνες, η Ουκρανία έχει σημειώσει σημαντικές επιτυχίες μέσω των επιθέσεών της με μη επανδρωμένα αεροσκάφη μεγάλης εμβέλειας κατά ρωσικών στρατιωτικών και βιομηχανικών στόχων και, γενικότερα, κατά σημαντικών υποδομών. Ακόμη και στη βαθιά ενδοχώρα, στρατιωτικές βάσεις, αποθήκες καυσίμων, αεροδρόμια, διυλιστήρια και άλλες εγκαταστάσεις που σχετίζονται με την άμυνα έχουν πληγεί κατ’ επανάληψη. Οι, κάποιες φορές, θεαματικές εκρήξεις και πυρκαγιές σε ρωσικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις όχι μόνο έχουν αυξανόμενη υλική σημασία για τη ρωσική οικονομία και το στρατό, αλλά και επιδρούν ψυχολογικά στον ρωσικό πληθυσμό και στο παγκόσμιο κοινό. Στον πόλεμο με μη επανδρωμένα αεροσκάφη μεγάλης εμβέλειας, η Ουκρανία μπορεί να χρησιμοποιήσει τεχνολογία αιχμής για να αντισταθμίσει την αριθμητική κατωτερότητα των στρατευμάτων της, με ιδιαίτερα σημαντικό αποτέλεσμα. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ο Πούτιν θέλει τώρα να αναστείλει ή ακόμα και να τερματίσει αυτό το μέρος του πολέμου.
Η πολιτική στρατιωτικής συνεργασίας και συμμαχίας της Δύσης προς την Ουκρανία παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος των μελλοντικών διαπραγματεύσεων. Όσο δεν υπάρχουν αξιόπιστες εγγυήσεις ασφάλειας για την Ουκρανία, μια κατάπαυση του πυρός θα χρησίμευε και στις δύο πλευρές μόνο για να ανασυντάξουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις και τους οικονομικούς τους πόρους, καθώς και για να προετοιμάσουν τις διοικήσεις και τους πληθυσμούς τους για τον επόμενο γύρο κλιμάκωσης. Τότε, το μετά τον πόλεμο θα ήταν: πριν από τον πόλεμο.
Πέρα από το πρακτικό ζήτημα της μελλοντικής ασφάλειας της Ουκρανίας, υπάρχει το ευρύτερο ζήτημα του μελλοντικού ρόλου των ΗΠΑ στην παγκόσμια πολιτική γενικά και στην Ανατολική Ευρώπη ειδικότερα. Η Ουάσινγκτον και η Μόσχα δεν μπορούν, όπως προφανώς σχεδιάζεται, να διαπραγματευτούν την κυριαρχία και την ακεραιότητα ενός ευρωπαϊκού κράτους, ενώ απουσιάζουν η Ουκρανία και άλλοι ευρωπαίοι εκπρόσωποι. Επιπλέον, μετά τις διαβεβαιώσεις ασφαλείας που έδωσαν στην Ουκρανία στο διαβόητο Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994, προκειμένου η Ουκρανία να προσχωρήσει στη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να επιτρέψουν καμία συζήτηση για ζητήματα συνόρων και κυριαρχίας της Ουκρανίας. Εάν, παρά τη συμφωνία αυτή πριν από τρεις δεκαετίες, δύο επίσημα κράτη με πυρηνικά όπλα και μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας καταλήξουν σε μια συμφωνία που θα άφηνε την Ουκρανία –συνιδρύτρια του ΟΗΕ, υπογράφουσα τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων, μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και συμμετέχουσα στον ΟΑΣΕ– ως πολιτικά και εδαφικά αποτυχημένο απομεινάρι, η ανθρωπότητα θα πλησίαζε περισσότερο στην παγκόσμια αταξία που επικρατούσε πριν από το 1945.
μετάφραση: Τηλέμαχος Αναγνώστου