Σύνδεση συνδρομητών

Αμερικανικά γεωστρατηγικά αυτογκόλ στην Ανατολική Ευρώπη

Τετάρτη, 30 Απριλίου 2025 00:39
 Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και ο ομόλογός του της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελενσκι συζητούν κατά μόνας στο Βατικανό. Η αλλόκοτη συμπεριφορά του Τραμπ και η αλλοπρόσαλλη διαμεσολαβητική προσπάθειά του μάλλον οδηγεί στην αποτυχία τις διαμεσολαβήσεις για ειρήνη.
Ukrainian Presidential Press Service
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και ο ομόλογός του της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελενσκι συζητούν κατά μόνας στο Βατικανό. Η αλλόκοτη συμπεριφορά του Τραμπ και η αλλοπρόσαλλη διαμεσολαβητική προσπάθειά του μάλλον οδηγεί στην αποτυχία τις διαμεσολαβήσεις για ειρήνη.

Ορισμένες επιπτώσεις της παράξενης προσπάθειας διαμεσολάβησης της κυβέρνησης Τραμπ στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο θίγουν ευθέως τα βασικά εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ.

Ήταν ενθαρρυντικό να δούμε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και τον πρόεδρο της Ουκρανίας να συναντιούνται στην κηδεία του Πάπα Φραγκίσκου. Οι αμερικανο-ουκρανικές σχέσεις, παρά τις πολλές εντάσεις των τελευταίων τριών μηνών, παραμένουν άθικτες. Ωστόσο, η νέα αμερικανική προσπάθεια διαμεσολάβησης μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, έπειτα από την ανάληψη της προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ τον Ιανουάριο, πιθανότατα θα αποτύχει. Τουλάχιστον για όσους είναι εξοικειωμένοι με τις τρέχουσες εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη, ένα τέτοιο τέλος της νέας προσπάθειας του Τραμπ να επιτύχει συμβιβασμό μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας χωρίς σημαντική αύξηση της διεθνούς πίεσης προς τη Μόσχα δεν θα αποτελεί έκπληξη.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών, το Κρεμλίνο έχει καταρτίσει έναν κατάλογο απαιτήσεων από την Ουκρανία που παραβιάζει, με σκανδαλώδη τρόπο, τους θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο γενικά και της μετακομμουνιστικής ευρωπαϊκής τάξης ασφαλείας ειδικότερα. Ουσιαστικά, η Μόσχα απαιτεί από την Ουάσινγκτον και τον υπόλοιπο κόσμο να παραβλέψουν, σε σχέση με την Ουκρανία, που είναι τακτικό μέλος του ΟΗΕ, τις δύο βασικότερες αρχές της σύγχρονης κρατικής τάξης: την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική κυριαρχία. Παραδόξως, η Ουάσιγκτον, στην πρότασή της για τον τελευταίο γύρο διαπραγματεύσεων, ικανοποίησε εν μέρει τα αιτήματα της Ρωσίας. Η κυβέρνηση Τραμπ προσφέρθηκε στη Μόσχα, μεταξύ άλλων, να αναγνωρίσει επίσημα την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 και να ακυρώσει την προοπτική επίσημης ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, η οποία υφίσταται από το 2008.

Αυτές οι παραχωρήσεις των ΗΠΑ δεν αποτελούν μόνο, στο πλαίσιο των γενικών διεθνών σχέσεων, μια εξωφρενική εξέλιξη που υπονομεύει την παγκόσμια ασφάλεια, αγνοώντας κατά τρόπο επιδεικτικό την ακεραιότητα και την κυριαρχία ενός πλήρως αναγνωρισμένου, απολύτως ειρηνικού και, από το 1991, ανεξάρτητου κράτους. Είναι επίσης παράδοξες στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής των προηγούμενων ρεπουμπλικανικών κυβερνήσεων των ΗΠΑ. Η προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ δόθηκε εγγράφως στην Ουκρανία και στη Γεωργία κατά τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βουκουρέστι στις αρχές Απριλίου 2008, υπό την ηγεσία και μετά από επιμονή του τότε προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους. Ακόμη πιο περίεργο είναι το γεγονός ότι ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο, υπό την πρώτη κυβέρνηση Τραμπ (2017-2021), εξέδωσε το 2018 μια επίσημη «Διακήρυξη για την Κριμαία». Σε αυτήν, ο Πομπέο ανακοίνωσε εξ ονόματος του υπουργείου του ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες απορρίπτουν την απόπειρα προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία και δεσμεύονται να διατηρήσουν αυτή την πολιτική έως ότου αποκατασταθεί η εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας».

Η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ όχι μόνο ανέτρεψε την προηγούμενη εξωτερική πολιτική του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και μία από τις πιο ρητές δεσμεύσεις της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ έναντι της Ουκρανίας, αλλά προέβη και σε άλλες απίστευτες παραχωρήσεις έναντι του Κρεμλίνου, χωρίς να επιτύχει κανένα απτό αποτέλεσμα. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει καμία αποκλιμάκωση της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης ούτε ουσιαστική ανατροπή των παραβιάσεων της ακεραιότητας και της κυριαρχίας της Ουκρανίας από τη Ρωσία. Στην πραγματικότητα, η επίδειξη της στροφής των ΗΠΑ μακριά από το διεθνές δίκαιο, τις δυτικές αρχές και τις αμερικανικές παραδόσεις στην εξωτερική πολιτική είχε, μέχρι τώρα, τα αντίθετα αποτελέσματα. Οδήγησε σε αύξηση των ρωσικών επιθέσεων με πυραύλους και drones σε ουκρανικές πόλεις.

Είναι εύλογος ο φόβος ότι η παράξενη διεθνής συμπεριφορά της Ουάσιγκτον, όχι μόνο έναντι της Ουκρανίας, αλλά και σε άλλα θέματα, θα συνεχίσει να ενθαρρύνει τη Μόσχα να συμπεριφέρεται ακόμη πιο επιθετικά από ό,τι μέχρι τώρα. Η νέα κατεύθυνση του Τραμπ μπορεί ακόμη και να μειώσει την κυρίαρχη μέχρι τώρα διστακτικότητα του Κρεμλίνου να διακινδυνεύσει μια άμεση στρατιωτική κλιμάκωση με ένα κράτος του ΝΑΤΟ. Ένας πρώτος υποψήφιος για μια τέτοια επίθεση είναι η Εσθονία, μέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας από το 2004. Η Εσθονία φιλοξενεί την πιο ρωσική πόλη εκτός Ρωσίας, τη Νάρβα, και ακολουθεί μια ιδιαίτερα περιοριστική πολιτική απέναντι στους Ρώσους κατοίκους, το εμπόριο και τους τουρίστες.

Η προέλαση της Ρωσίας σε μια χώρα όπως η Εσθονία έχει γίνει πιο πιθανή μετά τη δημοσίευση της πρόσφατης απεχθούς πρότασης του Τραμπ προς την Ουκρανία. Μια επίθεση εναντίον ενός κράτους μέλους του ΝΑΤΟ θα έθιγε τις υποχρεώσεις των ΗΠΑ βάσει της Συνθήκης της Ουάσιγκτον του 1949 και την ίδρυση της Συμμαχίας. Αν και το σχέδιο του Τραμπ υποτίθεται ότι αφορά την ειρήνη, θέτει τις ΗΠΑ –τουλάχιστον όσο λαμβάνουν σοβαρά τη Συνθήκη της Ουάσιγκτον– σε κίνδυνο άμεσης στρατιωτικής σύγκρουσης με τη Ρωσία. Επιπλέον, η υπόσχεση αμοιβαίας υποστήριξης της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας έχει υπογραφεί σήμερα από συνολικά 32 ευρωπαϊκές και αμερικανικές χώρες. Αυτό σημαίνει ότι μια σχετικά μικρή ένοπλη σύρραξη, για παράδειγμα στην περιοχή της Βαλτικής, θα μπορούσε γρήγορα να εξελιχθεί σε πανευρωπαϊκό ή ακόμη και σε παγκόσμιο πόλεμο.

Οι πιο μακροπρόθεσμες συνέπειες της στροφής του Τραμπ αφορούν το παγκόσμιο καθεστώς Μη Διάδοσης των Όπλων Μαζικής Καταστροφής. Η Ρωσία, η επίσημη πολιτική σύμμαχός της Κίνα, καθώς και οι ΗΠΑ, πλέον μια χώρα οιονεί συνεργάτις της, είναι όλες επίσημες πυρηνικές δυνάμεις σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων. Όταν η Ουκρανία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1991 ήταν μια χώρα με χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές, αλλά συμφώνησε να γίνει κράτος χωρίς πυρηνικά όπλα στο πλαίσιο της Συνθήκης για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων. Σε αντάλλαγμα, έλαβε εγγυήσεις από τα πέντε επίσημα πυρηνικά κράτη της Συνθήκης για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων, τα οποία τυχαίνει να είναι και μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Μόνο η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθούν να τηρούν τις πέντε εγγυήσεις ασφάλειας που δόθηκαν στην Ουκρανία τον Δεκέμβριο του 1994.

Η δημόσια συμφωνία της Ουάσιγκτον να αναγνωρίσει την Κριμαία ως ρωσική και η απροκάλυπτη πίεση που ασκεί στο Κίεβο να κάνει παραχωρήσεις έναντι της Μόσχας ανατρέπουν τη λογική της μη διάδοσης. Η Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων, καθώς και οι συμβάσεις για τα χημικά και βιολογικά όπλα, δεν φαίνονται πλέον ως παγκόσμιες συμφωνίες για την πρόληψη της μαζικής καταστροφής. Αντίθετα, οι τρεις αυτές συμφωνίες μοιάζουν πλέον με στρατηγικές για να κρατήσουν τα κράτη που δεν διαθέτουν πυρηνικά όπλα ανυπεράσπιστα έναντι των επεκτατικών μεγάλων δυνάμεων. Ένα όλο και πιο πιθανό σενάριο είναι ότι χώρες σε όλο τον κόσμο θα αποχωρήσουν επίσημα ή ανεπίσημα από το καθεστώς μη διάδοσης και θα οπλιστούν με αυτά ή εκείνα τα όπλα μαζικής καταστροφής, δημιουργώντας έτσι ένα φαινόμενο ντόμινο, αν όχι έναν ανταγωνισμό εξοπλισμών στις περιοχές τους.

Όπως και σε άλλους τομείς της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, όπου η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ ανατρέπει τις παλιές ρυθμίσεις, η νέα προσέγγιση της Ουάσιγκτον στον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αποτελεί, ακόμη και στο πλαίσιο των στενά ερμηνευόμενων αμερικανικών εθνικών συμφερόντων, μια παράξενη εξέλιξη. Οι ΗΠΑ αποστασιοποιούνται από την ίδια την παγκόσμια τάξη στη διαμόρφωση της οποίας κάποτε συνέβαλαν ουσιαστικά και αποφασιστικά, και από την οποία επωφελήθηκαν για 80 χρόνια. Η δυσπιστία που σπέρνει σήμερα η Ουάσιγκτον όσον αφορά τη βασισμένη σε κανόνες παγκόσμια τάξη γενικά και την αμερικανική εξωτερική πολιτική ειδικότερα, θα έχει επιπτώσεις που θα είναι όλο και πιο δυσμενείς ή ακόμη και επικίνδυνες για τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες.

 μετάφραση: Βασίλης Α. Μπογιατζής

Andreas Umland

Αναλυτής στο Stockholm Center for Eastern European Studies (SCEEUS) του Σουηδικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων. Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Κιέβου-Mohyla Academy. Υπήρξε ερευνητής, υπότροφος και διδάσκων πολλών Πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων και είναι υπεύθυνος των σειρών βιβλίων "Soviet and Post-Soviet Politics and Society" και "Ukrainian Voices" του εκδοτικού οίκου Ibidem Press.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.