Ακούω στο ραδιόφωνο και διαβάζω στα κοινωνικά δίκτυα ότι η χώρα δεν πάσχει από έλλειψη αλλά από αδυναμία επιβολής νόμων. Γι’ αυτή την αδυναμία θεωρείται υπεύθυνο το κράτος και μερικοί αυτόκλητοι πολιτικοί κήνσορες διακηρύττουν με στεντόρεια φωνή ότι η αδυναμία δεν οφείλεται σε έλλειψη κρατικής πυγμής αλλά σε απουσία της λεγόμενης πολιτικής βούλησης.
Οι αιτιάσεις αυτές φαίνονται να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα το σκάνδαλο των πλασματικών επιδοτήσεων κτηνοτρόφων με επίκεντρο τον Οργανισμό Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, γνωστό με το ακρωνύμιο ΟΠΕΚΕΠΕ. Σύμφωνα με τις κατηγορίες, όχι μόνο υπάλληλοι του οργανισμού συνήργησαν στην καταβολή πλασματικών πληρωμών, υποχωρώντας σε πιέσεις βουλευτών οι οποίοι στήριξαν αυτό που ονομάζεται «κομματική πελατεία», αλλά και τα αρμόδια ελεγκτικά επίπεδα μέχρι τον εκάστοτε υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης δεν κατάφεραν (ή δεν ενδιαφέρθηκαν) να ασκήσουν τον απαιτούμενο έλεγχο ώστε να αποφευχθούν οι παραβάσεις αυτές και να επιβληθεί «ο νόμος».
Οι επικριτές της έλλειψης διάθεσης επιβολής των νόμων εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας απαιτούν όχι μόνο την αυστηροποίηση των ελέγχων αλλά και την αυτοματοποίηση του ελέγχου της παραβατικής συμπεριφοράς των πολιτών εκεί όπου αυτό υποτίθεται ότι είναι τεχνικά εφικτό, ζητώντας μεταξύ άλλων την εγκατάσταση συστημάτων τηλεπαρακολούθησης και ελέγχου της κυκλοφορίας με αυτόματη έκδοση προστίμων μέσω εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης και την «αποπροσωποποίηση» των γραφειοκρατικών διαδικασιών –και όχι μόνο την απλοποίησή τους–, ώστε να είναι σχεδόν αδύνατη η προσωπική συναλλαγή πολιτών με κρατικούς λειτουργούς – ως παράδειγμα καλής πρακτικής σε αυτό τον τομέα αναφέρεται η σχεδόν απόλυτη αυτοματοποίηση των φορολογικών πράξεων.
Παρακολουθώντας όλες αυτές τις κριτικές, αλλά και την αντίδραση της κυβέρνησης, ένας ουδέτερος παρατηρητής σχηματίζει την εντύπωση ότι στη σημερινή ελληνική πολιτική σκηνή επικρατεί η άποψη ότι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την ευνομία, τον περιορισμό της παραβατικότητας και την κοινωνική ειρήνη είναι η απόλυτη επιβολή των νόμων με μέσα τεχνικών εφαρμογών, υπό την προϋπόθεση της βούλησης εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας να τις εφαρμόσει. Με άλλα λόγια, η άσκηση ορθής διακυβέρνησης ανάγεται σε δύο παράγοντες: τη βούληση προς άσκηση εξουσίας και την τεχνολογική υλοποίησή της.
Η άποψη αυτή είναι όχι μόνο πρακτικά μη εφαρμόσιμη αλλά δείχνει και μια θεμελιώδη αδυναμία κατανόησης της ιδέας του πολίτη ως μέλους ενός δημοκρατικού και ανθρωποκεντρικού κράτους δικαίου – όπως αυτή εκφράζεται στο ελληνικό σύνταγμα.
Είναι πρακτικά μη εφαρμόσιμη γιατί παραγνωρίζει το γεγονός ότι κάθε τεχνολογική λύση μπορεί να παρακαμφθεί. Η κύρια συνέπεια των διοικητικών μεταρρυθμίσεων που εξαγγέλθηκαν σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του ΟΠΕΚΕΠΕ, η ένταξή του π.χ. στην ΑΑΔΕ, θα είναι ότι οι επόμενοι που θα προσπαθήσουν να καρπωθούν παράνομες επιδοτήσεις καταστρατηγώντας τους κανόνες θα είναι απλά πιο προσεκτικοί και θα χρησιμοποιήσουν πιο ραφιναρισμένες μεθόδους εκμεταλλευόμενοι τις χαραμάδες που θα μείνουν ανοιχτές. Λίγο πιο κυνικά μπορούμε να πούμε ότι κάθε νέα τεχνική καταπολέμησης του εγκλήματος το κάνει μόνο πιο ακριβό – και δίνει ένα ακόμα μεγαλύτερο κίνητρο να ρισκάρει κανείς να επιχειρήσει μεγαλύτερη μπάζα.
Η επιμονή στην τεχνοκρατική καταστολή της παραβατικότητας και στην «έξωθεν» επιβολή του νόμου μέσω της ισχύος της εκτελεστικής εξουσίας είναι σύμπτωμα της αντίληψης ότι στην πλειοψηφία της κοινωνίας –αλλά και του πολιτικού συστήματος– οι νόμοι θεωρούνται κατά κύριο λόγο όπλο σε έναν ατέρμονο αγώνα κοινωνικής και πολιτικής επιβίωσης και όχι «συστατικό» διαμόρφωσης της προσωπικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η επιμονή και η προσμονή της «έξωθεν» επιβολής τους είναι ταυτόσημη με την αδυναμία της εφαρμογής τους από τους πολίτες ως μέρος της διαμόρφωσης της προσωπικής τους ζωής. Όμως, χωρίς την αποδοχή του νομικού πλαισίου της χώρας ως μέρους της προσωπικής ζωής, γίνεται αδύνατη η επίτευξη οποιασδήποτε μορφής ευδαιμονίας μέσα στο πλαίσιο μιας νομικά συντεταγμένης κοινωνίας πολιτών, οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά μέσω της προσωπικής τους ζωής στο κοινό καλό. Διότι εξ ορισμού η ευδαιμονία ανήκει στο τμήμα εκείνο της ζωής το οποίο βρίσκεται εκτός της διαμόρφωσής του από τους νόμους και μπορεί να υλοποιηθεί μόνο σε αντιπαράθεση με αυτούς.
Με άλλα λόγια, η αναγνώριση ότι η εθελούσια εφαρμογή των νόμων από τους πολίτες είναι η βάση της ισχύος τους και ότι η επιβολή τους διά της κρατικής ισχύος μπορεί να είναι μόνο επικουρική. Αυτή είναι η πραγματική φύση της στάσης, την οποία το σύνταγμα στο άρθρο 120 χαρακτηρίζει πατριωτισμό και στον οποίο εναποθέτει την τήρηση, δηλαδή την εφαρμογή και όχι την επιβολή του.