Στη ραδιοφωνική σειρά Φιλολογικοί περίπατοι στον Μεσοπόλεμο που παρουσιάζαμε με τον Μανόλη Αναγνωστάκη στο Α΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ, αφιερώσαμε δύο εκπομπές με συνεντεύξεις του Μανώλη Καλομοίρη. Τις απαντήσεις του μεγάλου έλληνα μουσουργού απέδωσε με ιδιαίτερη εκφραστικότητα ο καθηγητής και σολίστ του φλάουτου Δημήτρης Φωτόπουλος. Στις εκπομπές εκείνες (20/6 και 1/8/1988), εγκαινίασε με αυτοσχεδιασμούς το χρυσό του φλάουτο.
Το ενδιαφέρον της συζήτησης επικεντρώθηκε στη, σχετικά άγνωστη, δραστηριότητα του πρωτεργάτη της Εθνικής Μουσικής Σχολής στο Χάρκοβο (τότε Ρωσία, σήμερα Ουκρανία). Εκεί εργάστηκε από το 1906 έως το 1910, ως δάσκαλος του πιάνου, στο μουσικό τμήμα του Λυκείου Θηλέων Ομπολένσκι. Την περίοδο στο Χάρκοβο εικονογραφεί η φωτογραφία που διέσωσε στο αρχείο του ο αξέχαστος φίλος και συνοδοιπόρος Λάκης Παπαστάθης. Η σπάνια οικογενειακή φωτογραφία του Μανώλη Καλομοίρη (1908;) έγινε αφορμή για το παρόν δημοσίευμα.
Στη φωτογραφία εμφανίζεται η αυστηρή μορφή της μητέρας του, Μαρίας, το γένος Χαμουδοπούλου, από τη Σμύρνη. Τη συμβολή της στη μουσική του μόρφωση τα σχολικά του χρόνια αφηγείται στη μάλλον πρώτη του προφορική μαρτυρία:
Τα πρώτα βήματα στη μουσική
Στη ραδιοφωνική εκπομπή του Ντίμη Αποστολόπουλου, Το έργο τους και η φωνή τους (1958), ο «πρύτανης των ελλήνων μουσουργών» και ακαδημαϊκός, 75χρονος τότε, μίλησε για τη ζωή του:
« Γεννήθηκα στα 1883 και, απ’ όσα θυμάμαι, πιστεύω πως από παιδί σχεδόν μικρό και νήπιο ακόμα, η μουσική, η δική μας η λαϊκή μουσική, αναδευόταν πάντα μέσα στην ψυχή και το θυμητικό μου. Η νενέ μου, όπως λέγαμε στη Σμύρνη που γεννήθηκα τη γιαγιά, από μικρό με μάγευε με τα τραγούδια και τα παραμύθια της. Ήξερε ένα σωρό λαϊκούς σκοπούς και κάθε βράδυ και κάθε πρωινό με νανούριζε και με ξυπνούσε πότε με τον “Λύγκο τον Λεβέντη” και πότε με τα “Σαράντα παλληκάρια”. Ήτανε όμως και η τσάτσα Μαρούχα, μια τυφλή ξαδέρφη της γιαγιάς μου. Ερχότανε ακουμπώντας το ραβδί της και κρατώντας απ’ το χέρι ένα κοριτσάκι που την οδήγαγε. Με τ’ άσπρα της μαλλιά τα κακοχτενισμένα και το σμυρνέικο φεσάκι της, εφάνταζε στην παιδική φαντασία σα μάγισσα βγαλμένη από παραμύθια της γιαγιάς μου. Μάγισσα όμως καλή, γεμάτη χωρατάδες, διηγήματα και προπάντων τραγούδια. Ήξερε και συνταίριαζε λογιών των λογιών σκοπούς με λόγια πότε δικά της πότε λαϊκά. Κι εγώ, καθισμένος στα γόνατά της, πάσχιζα να συντονίσω τη φωνούλα μου με τη δική της και να σιγοτραγουδήσω ό,τι μου ερχόταν στο στόμα βγαλμένο ίσα ίσα από την παιδιάτικη ψυχή μου. Ύστερα ήρθε το σχολείο. Θα ’μουνα δε θα ’μουνα εφτά χρονών όταν η μάνα μου με έγραψε στο παρθεναγωγείο και νηπιαγωγείο “Το Παλλάδιο” των αδελφών Πασχάλη, που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι μας, στον μαχαλά της Αγίας Κατερίνας. Λίγους μήνες αργότερα, η κυρία Ευδοκία, η διευθύντρια του σχολείου, ανάγγειλε στη μάνα μου ότι η Σχολή επρομηθεύθη έν κλειδοκύμβαλον και ο μουσικοδιδάσκαλος Διγενής Παπαγκρόσας, άριστος μουσικοσυνθέτης εκ Ζακύνθου, θα διδάξει το όργανο τούτο εις όσους εκ των μαθητών επιθυμούσαν και θα κατέβαλλον δέκα γρόσια μηνιαίως. Η μάνα μου μ’ έγραψε αμέσως να μάθω το όργανο τούτο, όχι γιατί της περνούσε ποτέ απ’ το μυαλό ότι μπορούσα να γίνω μουζικάντης αλλά γιατί φανταζόταν ότι θα ήταν πολύ ωραίο σαν θα γύριζα από τας Ευρώπας γιατρός, το όνειρό της, να παίζω και λίγο πιάνο μαζί με τα γαλλικά που θα μιλούσα. Η μόνη μου χαρά από τα βασανιστικά μαθήματα του Παπαγκρόσα ήταν όταν η κυρία Ευδοκία μ’ έστελνε να μελετήσω μόνος μου τα γυμνάσματα στο σχολείο, μια και σπίτι μας δεν είχαμε πιάνο. Τότε άφηνα τα μαθήματα και δοκίμαζα τα άσπρα και τα μαύρα κόκκαλα και προσπαθούσα να τα συνταιριάξω, Να βάζω τα κόκκαλα να μαλώνουν μεταξύ τους και μετά να φιλιώνονται. Τα ίδια έκανα σ’ όλη μου τη ζωή, είτε στο δημοτικό ήμουνα, είτε στο γυμνάσιο ή στο Ωδείο της Βιέννης. Όλο και επιχειρούσα να εκδηλωθώ με ήχους και ρυθμούς αυτοσχεδιάζοντας στο πιάνο και επιχειρώντας αδέξια να μεταφέρω τη μουσική μου σκέψη στο πεντάγραμμο».
Η ζωή του στο Χάρκοβο
Η συνέχεια, από τους Φιλολογικούς Περιπάτους:
–Κύριε Καλομοίρη, αν δεν απατώμαι, μείνατε αρκετά χρόνια στο Χάρκοβο. Γιατί και πότε αποφασίσατε να κατεβείτε στην Ελλάδα;
–Η πυκνή αλληλογραφία και η πνευματική επικοινωνία με την Αθήνα, με τους αρχηγούς του δημοτικισμού από τη μια μεριά και από την άλλη η μουσική της κοινωνία, που την έβρισκα σε πρωτόγονη κατάσταση, μου δυνάμωσαν την επιθυμία να κατεβώ στην Ελλάδα, έστω και προσωρινά. Για να γνωρίσω και να γνωριστώ. Έπειτα η απομόνωσή μου στο Χάρκοβο είχε ανάψει τον εθνικισμό και τον πατριωτισμό μου. Σε αληθινή έξαρση και έξαψη ονειρευόμουν διαρκώς μια νεοελληνική αναγέννηση και προσδοκούσα τον μεσσία που θα χάριζε στην Ελλάδα μου τα φτερά τα πρωτινά της τα μεγάλα, όπως έλεγε ο Παλαμάς στον “Προφητικό” του που είχε δημοσιευθεί στον Νουμά, πριν εκδοθεί Ο Δωδεκάλογος του γύφτου. Θυμάμαι ακόμα τη βαθειά συγκίνηση, τον συγκλονισμό όλου του είναι μου, όταν στις αρχές του 1908 έλαβα από τον Δημήτριο Ταγκόπουλο τον Δωδεκάλογο. Ήταν για μένα μια αποκάλυψη, τον έπαιρνα σαν μια δικαίωση των πιο τολμηρών εθνικών μου ονείρων: ένας λαός που ανασταίνει στους κόλπους του έναν τέτοιο ποιητή που μπορεί να δημιουργεί έργα αντάξια με τα μεγαλύτερα δημιουργήματα της τέχνης, δεν μπορεί παρά να μεγαλουργήσει και πάλι.
–Η καλλιτεχνική σας δραστηριότητα στο Χάρκοβο, τη Ρωσία, δεν σας ικανοποιούσε; Τι σας έλειπε;
–Έβλεπα πως η Ρωσία όσο κι αν συμπαθητική μου ήταν, όσο κι αν μου εξασφάλιζε μια σχετικά άνετη ζωή, δεν μπορούσε να μου ανοίξει ένα στάδιο για ευρύτερη καλλιτεχνική δράση. Μόνον αν ήθελα να εγκαταλείψω την ιδέα να δουλέψω για μια ελληνική μουσική, όπως την φανταζόμουν εγώ, και να γράψω μια καθαρά ρούσικη μουσική σε ρούσικη γλώσσα, θα είχα κάποιες πιθανότητες να τραβήξω ένα δρόμο ανώτερο από την καριέρα ενός καλοπληρωμένου δασκάλου πιάνου. Αυτό όμως δεν ήταν η φιλοδοξία μου ούτε ικανοποιούσε τα όνειρά μου. Όλο τον καιρό που βρισκόμουν στο Χάρκοβο, την Αθήνα και την Ελλάδα οραματιζόμουν.