Η βαθιά εξοικείωση και η γόνιμη σχέση της Μαρίας Λαϊνά με την ξένη λογοτεχνία είναι αμφότερες γνωστές και τεκμηριωμένες, μεταξύ άλλων, μέσα από τις μεταφράσεις της, αλλά και την πολύ σημαντική ανθολογία Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα (1989, γ΄ έκδ. 2021) που συνέταξε η ίδια, επιλέγοντας από υπάρχουσες μεταφράσεις· η αμηχανία της, για να μην πω η αποστροφή της, προς τις φιλολογικές αναλύσεις και προσεγγίσεις της λογοτεχνίας, και ειδικότερα της ποίησης, εάν δεν είναι κι αυτή γνωστή, γίνεται πάντως εμφανής στη συλλογή δοκιμίων της με τίτλο Θυμάσαι τι είναι ποίηση; (2018), όπου συγκεντρώθηκαν κείμενά της, υπό μορφή επιφυλλίδων, από τη στήλη «Πεντάλ» για την εφημερίδα Ελευθεροτυπία, γραμμένα κατά το διάστημα 2009-2011. Σε αυτό λοιπόν το μη φιλολογικό πνεύμα, διάλεξα να βάλω πλάι πλάι δύο δικά της ποιήματα, μ’ ένα ποίημα που το μετέφρασε η ίδια –σε «διστακτική», όπως γράφει, «μετάφραση»–, με μόνο οδηγό μου τη βαθιά εκτίμηση που γνωρίζω πως έτρεφε για τον ποιητή του. Είπα «με μόνο οδηγό μου», αλλά αυτό δεν είναι η πλήρης αλήθεια: ο κυριότερος ίσως λόγος που διάλεξα αυτό το ποίημα είναι ότι εγώ, πέφτοντας πάνω του, σταμάτησα· και το σταμάτημα αυτό, όταν διατρέχει κανείς σελίδες επί σελίδων με προσεκτικά διαλεγμένα ποιήματα προκειμένου να επιλέξει ο ίδιος, αποτελεί ίσως το μόνο αδιάψευστο κριτήριο για την επιλογή του. Ο λόγος για τον Αμερικανό Μαρκ Στραντ, και για το ποίημά του «The One Song» από τη συλλογή Darker, έτος έκδοσης 1970. Παραθέτω το ποίημα στη μετάφραση της Λαϊνά από το 2010, όπως περιλαμβάνεται πλέον στη συλλογή Θυμάσαι τι είναι ποίηση;
Προτιμώ να κάθομαι όλη μέρα
σαν σακί στην καρέκλα
και να ξαπλώνω όλη νύχτα
σαν πέτρα στο κρεβάτι μου.
Όταν έρχεται το φαγητό
ανοίγω το στόμα μου.
Όταν έρχεται ο ύπνος
κλείνω τα μάτια μου.
Το κορμί μου τραγουδάει
μόνο ένα τραγούδι:
ο άνεμος γκριζάρει
στην αγκαλιά μου.
Λουλούδια ανθίζουν.
Λουλούδια μαραίνονται.
Το περισσότερο είναι λιγότερο.
Λαχταρώ το περισσότερο.
Νά ένας ωραίος στίχος! – θα έλεγε, είμαι βέβαιος, η Μαρία. Σε μια αναπάντεχη τροπή του ποιήματος, τελευταία στιγμή προτού αυτό εκπνεύσει, εισάγεται μια ιδέα που ανατρέπει όλη τη διάθεση έως τη στιγμή εκείνη: η ιδέα της επιθυμίας, που αναδύεται από μια κατάσταση παθητικής αδράνειας. Το «προτιμώ» του πρώτου στίχου, στον τελευταίο στίχο του ποιήματος εκτοπίζεται από ένα ηχηρό και απερίφραστο «λαχταρώ». Αυτό όμως το οποίο λαχταρά ο ποιητής, δηλαδή «το περισσότερο» –έτσι, με οριστικό άρθρο στα ελληνικά, και όχι απλώς «περισσότερο»– παραμένει αινιγματικό, στο βαθμό που εξαρτάται από την αμέσως προηγούμενη παρατήρησή του, ότι «το περισσότερο είναι λιγότερο», δήλωση ανοιχτή σε πολύ διαφορετικές ερμηνείες. Η δική μου ερμηνεία, και πάντως όχι η τελειωτική, είναι ότι αυτή η αντιστροφή του αξιώματος του μινιμαλισμού (κι ελπίζω εδώ να μη «φιλολογίζω» πολύ), που κανονικά μάς λέει ότι «το λιγότερο είναι περισσότερο», καταλήγει να φέρει νοηματικά την ίδια συνέπεια, αλλά ρίχνει εντελώς διαφορετικό φως στον επόμενο και τελευταίο στίχο: εάν ο ποιητής «λαχταρά το περισσότερο», τότε το λαχταρά μολονότι «το περισσότερο είναι λιγότερο». Αυτό νομίζω διαισθητικά με έκανε να επιστρέψω και να ξαναδιαβάσω αρκετές φορές το ποίημα, και κάθε φορά να με εκπλήσσει εκ νέου η καθαρότητα, η απλότητα και η απτότητα των εικόνων που διάλεξε ο ποιητής για να μεταδώσει το αίσθημα της καθήλωσης σε ένα προ-επιθυμητικό στάδιο, ένα καταθλιπτικό στάδιο, από το οποίο όμως αναδύεται με απροσδόκητη ορμή η «λαχτάρα», η πιο οξυμένη και επείγουσα ίσως μορφή επιθυμίας.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Για να καταλήξω ότι το παραπάνω ποίημα του Μαρκ Στραντ, το οποίο μετέφρασε όπως είπα η Λαϊνά, και το οποίο μάλιστα προέταξε σε ένα κείμενο με τον τίτλο «Κατάθλιψη και μελαγχολία», είναι ένα ποίημα από τη θέση του θανάτου, από τη θέση της υπαρξιακής νέκρωσης, αλλά με το βλέμμα στραμμένο, τελικά, προς τη μεριά της ζωής. Το επιτελεστικά νεκρό υποκείμενο γίνεται ζωντανό αρθρώνοντας τη λέξη «λαχταρώ». Μια αντίστροφη πορεία, νομίζω, ακολουθεί η Λαϊνά σε μια σειρά δικών της ποιημάτων με τον γενικό τίτλο «συνέχεια: Πέντε Ποιήματα», με τα οποία και κλείνει τη συλλογή της Σημεία στίξεως, του 1979. Εκεί η ποιήτρια χρησιμοποιεί τη δυνατότητα του λόγου για να μπορέσει να οραματιστεί και να αποδώσει, από τη θέση της ζωής αυτή τη φορά, την κατάσταση του θανάτου, ως άλλη υπαρξιακή κατάσταση. Παραθέτω το τρίτο ποίημα από τη σειρά:
3.
Δε με πειράζει να πω έχω πεθάνει
το ξέρω γιατί στέκομαι δίπλα μου
κι έχω σιγά σιγά ξεχαστεί
μέσα σε κάτι άλλο
διαρκώ
Η ομορφιά δε με πονάει πια
έπαψα να ’μαι οτιδήποτε
Συγκεκριμένα έπαψα να επιθυμώ
γιατί πιο πριν δεν ήμουνα παρά αυτό
φοβόμουνα
Κενό από παντού
το τίποτα με περιέχει
Η επιθυμία, λοιπόν, είναι η κατάσταση της ζωής. Και το πέρασμα σε μια κατάσταση μη επιθυμίας, σε έναν χώρο όπου η ομορφιά, απογυμνωμένη πλέον από νόημα, απογυμνώνεται και από τη δυνατότητά της να επενεργεί στο υποκείμενο, αποδίδεται με όρους βουδιστικούς: είναι ένα πέρασμα στην αταραξία. «Το τίποτα με περιέχει», γράφει η Λαϊνά, και σκόπιμα θεωρώ χρησιμοποιεί το ρήμα «περιέχει», αντί φέρ’ ειπείν του «περικλείει», γιατί δεν υπάρχουν όρια πλέον εδώ· η χρήση της λέξης είναι σχεδόν παραμυθητική. Στο τέταρτο, προτελευταίο ποίημα της σειράς, που παραθέτω στη συνέχεια, το οποίο προσωπικά θεωρώ από τα ωραιότερά της, συμπυκνώνεται η ουσία αυτής της νοητικής απόπειρας φαντασίωσης του θανάτου, χωρίς όμως καμιά συγκινησιακή φόρτιση είτε προς την επιθυμία του –που θα έδινε στο ποίημα έναν πεισιθάνατο τόνο– είτε προς την αποστροφή του – που θα του έδινε τόνο ελεγειακό:
4.
Το δωμάτιο έμεινε μόνο του
Το εκεί επίσης έχει εξαφανιστεί
Γίνονται βέβαια πράγματα
τίποτα όμως δεν έρχεται
Ακουμπάω πάντα σε μια ελαφριά εντύπωση
χωρίς την έξαψη να πληγωθώ
Όταν φυσάει
κουνιέμαι δίχως θόρυβο
Και πέρασε καιρός
Το πρόσωπό μου ήσυχα δίπλα μου.
Η απώλεια του προσώπου έχει ήδη επέλθει με το θάνατο· αυτό όμως που καταγράφεται εδώ, η απο-σύζευξη του προσώπου από το υποκείμενο που μιλάει, είναι ίσως τελικά μια περιγραφή όχι τόσο της κατάστασης του θανάτου, ούτε, εξ αντιθέτου, ένα επιχείρημα υπέρ της ενσώματης ζωής (αλλού η ποιήτρια έχει δώσει πλείστα δείγματα κατάφασης και της ζωής και του σώματος), αλλά μάλλον μια δήλωση, μετατοπισμένη, για την ίδια τη συστατική συνθήκη της ποίησης: το υποκείμενο που μιλάει, ο ποιητής, έχει το πρόσωπό του «ήσυχα δίπλα του»· δεν το εγκαταλείπει, αλλά δεν αφομοιώνεται πλέον απ’ αυτό και, κυρίως, δεν εκφέρει λόγο μέσω αυτού. Η λειτουργία του είναι να παρατηρεί και να καταγράφει, με νηφαλιότητα και διαύγεια, «χωρίς την έξαψη να πληγωθεί»· να μετέχει στα φαινόμενα από μια ενδιάμεση θέση, που του επιτρέπει να «κουνιέται όταν φυσάει», αλλά χωρίς να κάνει «θόρυβο». Θα επικαλεστώ εδώ τα λόγια της ίδιας της Λαϊνά, από ένα άλλο κείμενό της, με τίτλο «Χρόνου συνέχεια και πάλι», και από μια σημαντική δοκιμιακή της καταγραφή: «Ο ποιητής […] πρέπει να έχει πρόχειρες τις αισθήσεις του και να τις έχει σαν να ’ταν νεκρός, αλλά νεκρός που δεν έχει φύγει οριστικά και μπορεί γι’ αυτό να κοιτάζει το σώμα του και τους άλλους από πιο πέρα». Αυτή η μεταιχμιακή θέση παρατήρησης, που δανείζεται ιδιότητες του αισθητού αλλά δεν απορροφάται πλήρως απ’ αυτό, που διατηρεί την αυτονομία που ο ίδιος ο λόγος τής επιτρέπει, είναι που θεωρώ ότι φέρνει κοντά, ή ανοίγει τέλος πάντων –στα δικά μου μάτια πάντα– ένα διάλογο ανάμεσα στα πιο πάνω ποιήματα της Μαρίας Λαϊνά και στο ποίημα του Μαρκ Στραντ με το οποίο ξεκίνησα: και των δύο τα ποιήματα είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, αλλά το πρώτο πρόσωπο εδώ λειτουργεί σχεδόν παραπλανητικά· σε αντίθεση με την εξομολογητική διάθεση που συχνά αποδίδεται στην πρωτοπρόσωπη γραφή, η διάθεση εδώ –και στις δύο περιπτώσεις– είναι πλήρως νηφάλια και απογυμνωμένη από συγκίνηση· τείνει προς την αντικειμενική καταγραφή, ακόμη κι αν το θέμα –και στις δύο περιπτώσεις– είναι ο προσωπικός θάνατος, είτε ως υπαρξιακή πραγματικότητα για ένα καταθλιπτικό υποκείμενο είτε ως υπαρξιακή προβολή στο μέλλον. Η θέση του ποιητή είναι να παρατηρεί και να καταγράφει φαινόμενα, κι ο εαυτός του δεν εξαιρείται απ’ αυτά. Μπορεί να μιλάει για τη ζωή ή για το θάνατό του, και να αναδεικνύει ατόφιες ποιότητες ζωής και θανάτου, όμως αυτό το κάνει μόνο μέσω της γλώσσας, που είναι ήδη ένα μετατοπισμένο, τόσο ως προς τη ζωή όσο και ως προς το θάνατο, σύστημα. Και για να το πετύχει καλύτερα αυτό, ο ποιητής καθαρίζει το λόγο του από παρεμβολές, λέει τα απολύτως –γι’ αυτόν– αναγκαία, με τον απολύτως –γι’ αυτόν– αναγκαίο τρόπο. Ευκρίνεια στις εικόνες, απλότητα στα μέσα, και η συγκίνηση, εάν είναι να αναδυθεί, αναδεικνύεται ως απόηχος συσχετίσεων. «Όταν έρχεται το φαγητό / ανοίγω το στόμα μου. / Όταν έρχεται ο ύπνος / κλείνω τα μάτια μου», γράφει ο Μαρκ Στραντ· «Όταν φυσάει / κουνιέμαι δίχως θόρυβο», απαντά η Λαϊνά. «Λουλούδια ανθίζουν. / Λουλούδια μαραίνονται», γράφει ο Στραντ· «Η ομορφιά δε με πονάει πια», θα πει η Λαϊνά. «Λαχταρώ το περισσότερο», διακηρύσσει ο Στραντ στο τέλος· «το τίποτα με περιέχει», συνοψίζει η Λαϊνά.
Και στις δύο περιπτώσεις, το πρόσωπο του ποιητή είναι αφημένο «ήσυχα δίπλα του». Κι αυτός το παρατηρεί.