[...]
Έγλειψε τις γωνιές του απογεύματος,
Χάζεψε στις λίμνες των βόθρων,
Επέτρεψε να κυλήσουν στην πλάτη της οι καπνιές των καμινάδων,
Μ’ ένα αιφνίδιο σάλτο από τη στέγη χύθηκε,
Και, βλέποντας πως είναι μια απαλή νύχτα του Οκτώβρη,
Τύλιξε το σπίτι στην αγκαλιά της, κι αποκοιμήθηκε.
[...]
[T. S. Eliot, Το ερωτικό τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ, μετάφραση: Χάρης Γαρουνιάτης]
Έχω χάσει την όραση, την όσφρηση, την ακοή, τη γεύση, την αφή μου:
Πώς να τις χρησιμοποιούσα για στενότερη μαζί σας επαφή;
Αυτές μαζί με χίλιους μικρούς συλλογισμούς
Παρατείνουν το όφελος του παγωμένου τους παραληρήματος,
Ερεθίζουν το δέρμα, όταν η αίσθηση έχει κρυώσει
Με καυστική αδιαντροπιά πολλαπλασιάζουν την ανομοιομορφία
Σε μια έρημο κατόπτρων. Τι θα κάνει η αράχνη,
Θα αναστείλει το έργο της; Θα καθυστερήσει το σκαθάρι;
[…]
Ένοικοι του σπιτιού,
Σκέψεις στεγνωμένου μυαλού σ’ εποχή ξηρασίας.
[T. S. Eliot, Γερόντιον, μετάφραση: Παυλίνα Παμπούδη]
IΝΤΕRMEDIO II
Τα γυαλένια μάτια των ζώων
Κυλούν το βράδυ από τις θήκες τους
και με τον έκπληκτο πυρήνα τους
ψάχνουν τις πληγές της αλήθειας.
Τα βραδινά μάτια των ζώων
στις σκοτεινές, ανάστροφες γωνίες του ήλιου
εξιχνιάζουν τα λεπτά εγκλήματα
κι ύστερα κλείνουν
τα ματωμένα μάτια των ζώων.
Έλυσα τη ζωή μου σε λεπτομέρειες επίπλων
τα πράγματα δεν έχουν χέρια να μας διώξουν ή να μας κρατήσουν
ούτε κι εμείς μπορούμε στο λαιμό τους να ριχτούμε.
Το σπίτι που σ’ αγάπησε πεθαίνει,
μαζί με τις εικόνες σου που ’βγαλα απ’ τους τοίχους·
μη λυπηθείς με τις φωνές που κρέμονται απ’ το ταβάνι απαγχονισμένες
κι από το ρούχο της αγάπης στα γυμνά πατώματα.
Ξέχασέ το το σπίτι που σ’ αγάπησε.
Εγώ, αν κάποτε ξυπνήσω από κλάματα το βράδυ
θα γυρίσω να καρφώσω την καρδιά του,
έτσι, να μη στοιχειώσει.
[Μαρία Λαϊνά, “Intermedio II”, Επέκεινα)
Εκκινώντας από την ονομασία των ενοτήτων της συλλογής Επέκεινα: κύκλοι, και συνδέοντάς τες με το επίγραμμα που προηγείται του «Ερωτικού τραγουδιού του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ», με προέλευση από τη Θεία Κωμωδία και συγκεκριμένα την «Κόλαση» του Δάντη με τους κύκλους της, επιχειρώ μια σύνδεση ανάμεσα στα ζώα-ενοίκους του σπιτιού που παρακολουθούν την αλλαγή της εποχής στο Γεροντικόν και στην αμηχανία του Προύφροκ να συνδεθεί με άλλα ανθρώπινα και μη όντα, με τη βαθιά αίσθηση μοναξιάς και τέλους εποχής που δίνει η δεύτερη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά (πρώτη στα Άπαντα, αλλά δεύτερη αν σκεφτούμε την πρώτη νεανική συλλογή της Ενηλικίωση). Τα ποιήματά της συνθέτουν έναν απολογισμό που έπεται της απώλειας, φλερτάροντας με μια αποστασιοποίηση από το εν ζωή και φέροντας μια βαθιά εγγύτητα με το μετά θάνατον. Τι είναι αυτό στο οποίο γίνονται μάρτυρες τα ζώα στο Γεροντικόν; Είναι άραγε τα ίδια δεινά της ύπαρξης και η αίσθηση στειρότητας που παρακολουθούν με τα μάτια τους τα ζώα στο “Intermedio II”, μάτια αρχικά γυαλένια, ύστερα βραδινά και τέλος ματωμένα; Το αδειανό σπίτι, το σπίτι που καταλήγει να τυλίγει στην αγκαλιά της και εντός του να αποκοιμιέται η ποιήτρια, είναι ένα σπίτι που μαζί με όσες το κατοίκησαν πεθαίνει. Μαζί του χάνεται μια ολόκληρη εποχή, κι ενδεχομένως η μοναδική σχέση εγγύτητας δίχως αντάλλαγμα, αυτή με τη μητέρα. Στους τελευταίους στίχους υπόσχεται πως θα προσπαθήσει να μην αφήσει αυτή τη σχέση και τον τόπο που αναπτύχθηκε, το σπίτι, να στοιχειώσει.
Επανέρχομαι, κλείνοντας, με την πιο καθαρή και σαφή αναφορά που έχει το ποίημα στον Eliot, ή μάλλον, την παραλλαγή σε έναν ξένο στίχο:
Μέτρησα τη ζωή μου σε κουταλάκια του καφέ, μας λέει ο Eliot,
Έλυσα τη ζωή μου σε λεπτομέρειες επίπλων, έρχεται να παραλλάξει η Λαϊνά.
Την αγάπη της για τον T. S. Eliot έχει δηλώσει η ίδια, λέγοντας πως είναι από τους ποιητές που την καθόρισαν διαβάζοντάς τον στα δεκαοκτώ της, μια σχέση που επισφράγισε αργότερα μεταφράζοντας τα Επτά δοκίμια για την ποίηση και ανθολογώντας τον στην Ποίηση από τον 20ό αιώνα. Κι αν αυτός ο ισχυρισμός φαίνεται κάπως αυθαίρετος, ας σταθούμε στον υπότιτλο του Επέκεινα: «σύνθεση σε τέσσερα μέρη», ίσως ένα κλείσιμο του ματιού στα Τέσσερα κουαρτέτα του ίδιου. Και αν αυτό δεν είναι ακόμη αρκετό, ας δούμε τον τίτλο των Απάντων της: Σε τόπο ξερό, σαν σε μια Έρημη χώρα.