Όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του Θωμά Στεργιόπουλου αναρωτήθηκα: τι ξέρω για τη Βόρειο ‘Ήπειρο; Λίγα πράγματα, κι αυτά επιφανειακά. Την πρωτάκουσα στο δημοτικό, όχι στα μαθήματα αλλά στις θεατρικές παραστάσεις, την προσωποποιούσε ένα βαριά μαυροντυμένο κορίτσι με αλυσίδες στα χέρια. Αργότερα, τη δεκαετία του 1960, στα φοιτητικά συνέδρια όπου περνούσαν σωρηδόν καταγγελτικά ψηφίσματα για όλες τις βαρβαρότητες απανταχού της Γης, οι δεξιοί κατέβαζαν ψήφισμα –που ουδέποτε τέθηκε σε ψηφοφορία– υπέρ της ελευθερίας της Βορείου Ηπείρου, για να στριμώξουν τους αντιπάλους τους. Ακολούθως, τα χρόνια της χούντας, στο στρατό, έπρεπε να φωνάζουμε το τραγουδάκι καταγγελίας των αντιεθνικιστών με τους ανόητους στίχους: «Εχώ μι’ αδερφή, / κουκλίτσα αληθινή, / τη λένε Βόρειο Ήπειρο, / την αγαπώ πολύ κ.λπ.».
Τη δεκαετία του 2000 επισκέφθηκα, μέσω ενός διασυνοριακού προγράμματος, το Αργυρόκαστρο και την κοιλάδα της Δερόπολης. Μου έκαναν εντύπωση τα μεγάλης ομορφιάς παλιά ερειπωμένα σπίτια του Αργυροκάστρου αλλά, πάνω απ’ όλα, το άξενο σκληρό τοπίο της Δερόπολης με τα πετροβούνια που το περιβάλλουν. Βουνά, βράχοι, σπασμένη πέτρα, κυριολεκτικά ένας βραχόκηπος, και ένας ορίζοντας με εντυπωσιακά καθαρά και σαφή τα περιγράμματά του. Κανένα στόλισμα, καμία διακοπή, καμία διάσπαση. Τίποτε δεν μαλάκωνε το βλέμμα.
Λιτή λύπη
Ίδια σκληρό είναι και το ανθρώπινο τοπίο του βιβλίου του Θωμά Στεργιόπουλου. Ο άνθρωπος των χωριών της βορείου Ηπείρου στην αρχέγονη υπόστασή του. Ο άνθρωπος, σκληρή χοντροσπασμένη πέτρα, δεν περιμένει τίποτα, δεν μπορεί και δεν θέλει να κρύψει τίποτα. Έτσι, η όποια συμπάθεια, ο όποιος λόγος, η όποια χειρονομία ή κοινωνική συμπαράσταση παίρνει παρηγορητική σημασία στο αρχαίο δράμα των ανθρώπων της περιοχής.
Όταν τέλειωσα την ανάγνωση των δεκαπέντε διηγημάτων του βιβλίου ένιωσα και κάτι άλλο: ότι αποτελούσαν ένα χορό, με ιδιαίτερα το πρώτο που σέρνει και δίνει ξεχωριστό νόημα στον κύκλο του χορού και το τελευταίο (δίνει και το όνομα σε όλο το βιβλίο), που τον ανασηματοδοτεί και τον κλείνει. Μαζί με τα υπόλοιπα ανάμεσα διηγήματα, όλα μαζί συγκροτούν ένα χορό αρχαίας τραγωδίας – ή, μάλλον, ένα πολυφωνικό ηπειρώτικο τραγούδι, ένα θρήνο για τη χαμένη πατρίδα, με τον πάρτη (τον πρώτο) να εισάγει την κύρια μελωδία και τον κλώστη και τους ισοκράτες να δημιουργούν το αρμονικό και ιδιαίτερο τραγούδι. Θρηνητικό για την τραγική μοίρα, αλλά και ελεγειακό για τους ανθρώπους που δεν λύγισαν με τις νεόκοπες συμφορές που τους βρήκαν, αλλά στάθηκαν όρθιοι, εκεί, μαζί με τις αρχαίες ακατάλυτες πέτρες της γης τους.
Αυτό το ιδιαίτερο είδος της πολυφωνίας με τις ανεξάρτητες φωνές αρχικά πιθανόν να αποτελούσε συλλογικό θρήνο. Τα μουσικά σχήματα που τα αποδίδουν αποτελούνται από τουλάχιστον τέσσερα άτομα, άνδρες και γυναίκες. Στα πολυφωνικά έχουμε δύο, τρεις, τέσσερις ή πέντε φωνές. Ο ρόλος και η τεχνική του κάθε τραγουδιστή στο πλαίσιο της ομάδας είναι επακριβώς καθορισμένος.
1. Η κύρια φωνή, ο πάρτης (ή παρτής), είναι άντρας ή γυναίκα, που μπορεί όμως και να εναλλάσσονται. Ο πάρτης ξεκινά το τραγούδι και πιάνει ή σηκώνει την κυρίως μελωδία. Αυτός είναι ο λόγος που ονομάζεται επίσης και σηκωτής.
2. Ο δεύτερος τραγουδιστής του απαντά. Λέγεται γυριστής, γιατί γυρίζει ή τσακίζει το τραγούδι.
3. Τώρα μπορεί να «μπει» κι άλλος τραγουδιστής (πρόσθετα στον ή αντί για τον γυριστή), ο κλώστης. Κάνει λαρυγγισμούς σαν φαλτσέτο «κλώθοντας» το τραγούδι ανάμεσα στην τονική και την υποτονική της μελωδίας. Το τραγούδι θυμίζει το χέρι που κλώθοντας το νήμα περιστρέφει το αδράχτι όχι μόνο γύρω από τον άξονά του, αλλά και πάνω κάτω.
4. Ο ισοκράτης κρατά το ίσο, δηλαδή τον τόνο της μελωδίας σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο.
5. Ο ρίχτης αφήνει τη φωνή του να πέσει.
Αντίσταση στην επιβολή
Η κύρια μελωδία λοιπόν του βιβλίου είναι η τραγικότητα της επιβολής μιας ξένης, φερτής αντίληψης πραγμάτων, και ενός κόσμου που ποτέ δεν δέχτηκαν, ποτέ δεν γοητεύθηκαν απ’ αυτόν, ποτέ δεν ενσωμάτωσαν, καθώς δεν τους εξηγούσε πώς θα παρήγαγαν το λίγο βιός της οικογένειας, πως θα ανάθρεφαν ζώα αφού δεν θα είχαν σχέση ιδιοκτησίας με αυτά, με τι θα τα τάιζαν και ποιος θα καρπωνόταν τα προϊόντα τους. Το θεώρησαν κι αυτό ένα κακό, όπως τόσα άλλα που συνέβησαν στη μακριά και συνεχή ιστορία του τόπου τους.
Το πρώτο λοιπόν διήγημα κρατά μια ιδιαίτερη σχέση με τα υπόλοιπα, καθώς αφορά τον μόνο άνθρωπο, τον Παναγιώτη, που, ντόπιος μεν, υιοθέτησε όμως τον κομμουνισμό στην Ελλάδα. Εκεί σκλήρυνε στην εξορία, απέκτησε εμμονές και, χάριν της ιδεολογίας του, τη δεκαετία του 1960, ζήτησε και πέτυχε να φύγει από τη «μοναρχοφασιστική» Ελλάδα και να πάει στον «κομμουνιστικό παράδεισο» της Αλβανίας. Τον αντάλλαξαν μάλιστα με έναν έλληνα κρατούμενο στην Αλβανία. Ο Παναγιώτης είναι καλός άνθρωπος και σαν τέτοιο τον αντιμετωπίζουν οι βορειοηπειρώτες συντοπίτες του, όμως οι απόψεις του και η συμπεριφορά του τους είναι απολύτως ξένη και ανερμήνευτη.
Ο πάρτης λοιπόν της πολυφωνικής συλλογής των διηγημάτων τραγουδά μια μελωδία αρνητική, ξένη, που θέλει να εισβάλει στο κοινωνικό σώμα, ενώ τα επόμενα διηγήματα, ο κλώστης και οι ισοκράτες του τραγουδιού, επιμένουν και απαντούν με την αρχέγονη μελωδία: την κατάκτηση με προσωπικό κόπο του καθημερινού βίου, τη ζωή εν κοινωνία που έχει συστατικά της την προσωπική ευθύνη, την ατομική αλληλεγγύη, το μόχθο για το ψωμί και το ατέρμονο ακατάβλητο πείσμα αντιμετώπισης της τραγικότητας της ύπαρξης. Γνωρίζουν και κατακτούν τη ζωή κι ο θάνατος δεν τους φοβίζει.
Παραμένουν πιστοί στις αντιλήψεις τους, αισθάνονται ότι δεν μπορούν να υπάρξουν αν δεν μείνουν μακριά από τις ιδέες και των επιδιώξεις του καθεστώτος, δεν μπορούν να αντιληφθούν γιατί πρέπει να παραδώσουν τα οικόσιτα ζώα τους, μοναδικό στήριγμα της ζωής τους, σε μια άνευ λόγου κοινοκτημοσύνη, βάσει μιας ξένης και ανοίκειας θεωρίας. Προτιμούν να τα σφάξουν. Ούτε δέχονται να αλλάξουν τις αξίες της προσωπικής αλληλεγγύης της φιλίας και της μπέσας, που για αιώνες ήταν αυτές που οικοδομούσαν την κοινωνία τους με την αφηρημένη αλληλεγγύη του ταξικού διαχωρισμού. Οι άλλοι λειτουργούν όπως όλοι οι από αιώνες γνωστοί τους σφετεριστές. Αυτό τους διευκολύνει, τους αντιμάχονται μέχρι τέλους. Μπορεί να τους πήραν τα ζώα τους αλλά έμειναν οριστικά έξω από την κοινωνία τους.
Χρησιμοποιούν αναχώματα στις ξενόφερτες ιδέες: εμμένουν και βυθίζονται ακόμη πιο πολύ στις πατροπαράδοτες οικογενειακές τους σχέσεις· κάνουν φιλίες που διαπερνούν και υπερβαίνουν τις νέες κοινωνικές επιταγές· οδηγούνται από –αλλά και αναζητούν– την παλικαριά των δικών τους ηγετών, έστω και αν τελικά λόγω αυτής θα οδηγηθούν στον αφανισμό τους. Φεύγουν, χάνονται αλλά δεν ενδίδουν. Όλα αυτά δεν είναι από κάποια ηρωική διάθεση. Απλά αυτή είναι η ζωή τους, δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο. Ο ρίχτης στο πολυφωνικό τραγούδι αφήνει την φωνή του να πέσει. Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, «Ο θάνατος του Κώστα Ταμπάνη», ο ομώνυμος ήρωας αφήνει την ζωή του να πέσει και μαζί του ένας τόπος αφήνει τον εαυτό του να πέσει.
Τα διηγήματα του Θωμά Στεργιόπουλου είναι διηγήματα της ζωής του χωριού. Φυσικά, καμία σχέση με βουκολικά ειδύλλια: θυμίζουν και τιμούν τους παλιούς μεγάλους έλληνες διηγηματογράφους. Κυριαρχούνται από την αντίληψη ότι ένας τόπος είναι οι άνθρωποί του και δίνουν μια υπέροχη στην καθαρότητά της πανοραμική εικόνα αυτού του τόπου, του τόσο γνωστού και τόσο άγνωστου.