Σύνδεση συνδρομητών

Ο Θερβάντες στη Χίο

Σάββατο, 02 Ιουλίου 2022 11:46
Ο Δον Κιχώτης απέναντι στους ανεμόμυλους. Εικονογράφηση του Γκυστάβ Ντορέ.
Gustave Doré
Ο Δον Κιχώτης απέναντι στους ανεμόμυλους. Εικονογράφηση του Γκυστάβ Ντορέ.

Σ’ ένα χωριό της Μάντσας που δεν θέλω να θυμάμαι το όνομά του...             

[πρώτη πρόταση του Δον Κιχώτη                                      

Ο χρόνος είναι πάντα ο ίδιος, τον μετράμε πάντοτε σε μέρες, μήνες, χρόνια. Αν αλλάζει συχνά ο ρυθμός του είναι επειδή συμβαίνει κάτι σε μας, στον τρόπο που τον αντιλαμβανόμαστε και τον ζούμε. Ο χρόνος είναι πάντα ο ίδιος, εμείς αλλάζουμε. Η ιστορία που θα σας διηγηθώ άρχισε σ’ ένα νησί του Αιγαίου και ίσως να τελείωσε και εκεί – αν και δεν θα διαφωνούσα με κάποιον που πιστεύει ότι συνεχίζεται και ότι θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια ακόμα.

Από τις εξιστορήσεις που άκουσα ξεχώρισα την προσωπική μαρτυρία ενός γέρου του χωριού που ζει ακόμα. Μου φάνηκε η πιο αξιόπιστη και ψύχραιμη, η πιο ολοκληρωμένη. Και ο παπάς του χωριού θα είχε να πει πολλά και ενδιαφέροντα αλλά πέθανε σχετικά νέος – στα 67, από συγκοπή, μέσα στο ιερό του, μια Κυριακή πρωί πριν λειτουργήσει. Ένα είναι σίγουρο: ήταν αγνός και έντιμος, δεν έκανε καμία  ύποπτη συναλλαγή, δεν είχε κανένα όφελος ή χρηματικό κέρδος. Ίσως μάλιστα και το όνομά του (λυπούμαι που δεν το θυμάμαι, αλλά δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να το βρει κανείς) να έπρεπε να αναφερθεί μαζί με τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας αφού, χωρίς τις δικές του παρεμβάσεις, μάλλον αυτά τα γεγονότα δεν θα είχαν συμβεί ποτέ και η πραγματική αλήθεια δεν θα είχε μαθευτεί.

Αρχίζω από την εξιστόρηση του γέρου του χωριού. Την άκουσα δύο φορές μέσα σε ένα καλοκαίρι πριν από δέκα χρόνια, τη δεύτερη φορά με μια μικρή προσθήκη. Την επαναλαμβάνω χωρίς αλλαγές, με βάση τις σημειώσεις μου.

Και βέβαια θυμόταν τον επισκέπτη. Είχε έρθει στο χωριό για να ρωτήσει και να μάθει. Δεν ήξερε καλά ελληνικά. Μιλούσε τσάτρα πάτρα αγγλικά και βέβαια τα ιταλικά με προφορά γουστόζικη – έγερνε κάπως το κεφάλι σαν να σου ζητούσε να συμφωνήσεις με την κάθε λέξη. Χοντρούλης, κοντούλης, ξανθωπός, με μάτια στρογγυλά που σε κοιτούσαν παγωμένα σαν μάτια κουκουβάγιας. Κανένας δεν περίμενε ότι θα γύριζε στο χωριό μας ξανά και ξανά.

Κάθε φορά έκανε βόλτες ασταμάτητες στα σοκάκια του χωριού. Κοίταζε τις πέτρες, τις πόρτες, τα κατώφλια, τα δοκάρια. Περπατούσε γύρω γύρω, έμπαινε κι έβγαινε στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, παλιά βυζαντινή, ξαναχτισμένη με τις ίδιες πέτρες μετά τους σεισμούς του 1880. Ερχότανε στον πλάτανο, καθότανε στο καφενείο με τις ώρες μαζί μας, λες κι ήτανε δικός μας άνθρωπος. Όλο μιλούσε, πότε σε μας, πότε σαν να μονολογούσε, πάλι ξανά σε μας – ήξερε ότι δεν μιλούσαμε ιταλικά, έλεγε πότε πότε και αγγλικά για όσους από μας ξέραμε κάτι λίγα, αλλά οι κουβέντες τέλειωναν στις τέσσερις ή πέντε προτάσεις: κάθε φορά οι ίδιες λέξεις, τα ίδια ονόματα, λίγο-πολύ οι ίδιες χειρονομίες.

Στο χωριό μας, το Θολοποτάμι, όλοι κοιμόμαστε νωρίς, ακόμα και το καλοκαίρι που το φεγγάρι φωτίζει μέχρι αργά. Η μεγάλη μας χαρά είναι να δούμε τα παιδιά μας και κανένα εγγόνι όταν έρχονται για διακοπές από την Αυστραλία. Το μισό χωριό έχει μετοικήσει στη Μελβούρνη. Η δικιά μας συνοικία εκεί λέγεται Μαντρίβα – έτσι την έχουν βγάλει εκεί κάτω, από μας.

Δεν ξέρω πώς συνέβη ένα απόγευμα του Αυγούστου –ίσως να ήταν και στις 27, του αγίου Φανουρίου– και ο παπάς μας ήρθε στον πλάτανο κρατώντας με τα δυο του χέρια σταυρωτά ένα κιτάπι σαν παλιό βιβλίο τυλιγμένο σε ένα ύφασμα μελιτζανί. Κάθισε δίπλα στον Μιγκέλ και ήπιε τον καφέ του. Ο παπάς μας ήταν άνθρωπος αυστηρός και λιγομίλητος. Ξεδίπλωσε προσεκτικά το ύφασμα και έδειξε στον ξένο το παλαιό ξεφτισμένο κιτάπι. Μεγάλη σιωπή. Κανένας από εμάς δεν το είχε δει. Ίσως κάποιοι στο χωριό να ήξεραν ότι υπήρχε. Ο παπάς μάς είπε ότι είχε βρεθεί πριν από τριάντα τόσα χρόνια, όταν αποφασίστηκε να καθαρίσουν το πηγάδι πού άνοιγε μέσα στο ιερό της εκκλησίας – πηγάδι τόσο μικρό και χωνεμένο μέσα στην αψιδωτή γωνιά του ιερού που δεν θα το ’βλεπες καν αν δεν καθόταν πάνω στο στρογγυλό σιδερένιο πορτάκι του μια πανάρχαια σίκλα. Κανένας ποτέ δεν το χρησιμοποιούσε, κανένας δεν τράβαγε ποτέ νερό. Ίσως να ζούσαν μέσα φίδια, ερπετά, ποιος ξέρει. Κατέβηκε τότε ο μικρός γιος του Ματζαβή με φώτα και φακούς, πρώτα έφεξε μέχρι κάτω κι ύστερα κατέβηκε καθισμένος σε διπλό σχοινί, τίποτ’ άλλο δεν χωρούσε. Στα σηκωμένα χέρια του κρατούσε ίσα ίσα μια τελόβουρτσα και το φροκαλίδι και προχωρούσε στρωσιά στρωσιά. Μόλις τον είχαν κατεβάσει, λίγο πιο κάτω απ’ το κεφάλι του δεμένο με άσπρο φακιόλι, έπιασε και τράβηξε χωρίς καμία προσπάθεια το κιτάπι. Ήταν ακουμπισμένο ανάμεσα στις πέτρες σαν σε ράφι – τόσο ψηλά κοντά στο χείλος που έπρεπε να τον κατεβάσουν κάτω δυο μέτρα ακόμα για να το πιάσει με τα χέρια του υψωμένα. Η ράχη του από μαύρο δέρμα, ραμμένο με τα εξώφυλλα και με τα ξύλινα φύλλα εσωτερικά. Το ’δωσε τότε στον παπά –«Δες τι σου αφήσανε από τους σεισμούς να τους θυμάσαι... Τα πηγάδια βλέπεις δεν γκρεμίζουν»– και συνέχισε για τρεις μέρες τη δουλειά του. Και από τότε, τριάντα τόσα χρόνια, το πηγάδι μας έχει μείνει κλεισμένο με τη βαριά στρογγυλή του σιδεριά και πάνω της, διακοσμητικό αχρείαστο σκεύος λάτρας,   η σίκλα τού ποτίσματος.

Ο παπάς μας ήταν άνθρωπος προσεκτικός. Δεν ήταν πανεπιστημιούχος αλλά ήξερε γράμματα. Διάβαζε και καταλάβαινε. Και τους ανθρώπους τους διάβαζε και τους καταλάβαινε. Το κιτάπι το ξεσκόνισε, το φυλλομέτρησε, το έδειξε στον βιβλιοθηκάριο της Χώρας. Ίσως και να το διάβασε – δηλαδή κάτι να κατάλαβε από τις τρεις γλώσσες στις οποίες ήταν γραμμένο, με κεφαλαία και μικρά, με σύμβολα και αριθμούς, με σημάδια σαν μικρά ζώα, όλα με μελάνη καφετιά, μελάνη μάλλον φτιαγμένη από αποστάγματα της καρυδιάς πίσω από το ιερό. Ο βιβλιοθηκάριος δεν θέλησε να το κρατήσει, δεν ήταν για εκείνον καν βιβλίο, ήταν ένα αντικείμενο με γράμματα και σημάδια. Κανένας αναγνώστης δεν θα ζητούσε ποτέ να το διαβάσει – αν διαβάζονταν βέβαια, αν θα μπορούσε ποτέ να μπει στους καταλόγους σαν βιβλίο γραμμένο από κάποιον συγγραφέα κατάλληλο για αναγνώστες. Ο βιβλιοθηκάριος δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον, του είπε να το κρατήσει στην εκκλησία του αν ήθελε ή και να το πετάξει στα σκουπίδια, για κείνον δεν είχε καμία αξία.

Εδώ τελειώνει η δικιά μας ιστορία, η ιστορία του χωριού, ενός χωριού μικρού, φτωχού και ξεχασμένου σε ένα νησί τού Αιγαίου πελάγους. Εγώ έχω ελιές, ένα μικρό μποστάνι και συκιές. Λίγο-πολύ τα ίδια έχουμε όλοι. Ζούμε με τις συντάξεις, με τα εμβάσματα των συγγενών. Μέχρι να αποθάνουμε κι εμείς, η τελευταία γενιά, και να ερημώσει το χωριό όπως τόσα άλλα έχουν ερημώσει στο νησί μας. Φέτος θά γίνω εβδομήντα δύο.

Ξέχασα να πω ότι ο Μιγκέλ πήρε το κιτάπι στα χέρια του ευλαβικά. Ίσως να νόμιζε ότι ήταν κάποιο παλιό ευαγγέλιο ή ιερό βιβλίο που ο παπάς τού το έδινε να το κρατήσει σαν ευλογία. Αλλά το πρόσωπό του άλλαξε έκφραση μόλις το έπιασε. Άνοιξε τό εξώφυλλο και διάβασε φωναχτά – όλοι είδαμε τα γράμματα μεγάλα, κεφαλαία, γραμμένα σαν με λεπτό πινέλο τής μπογιάς:  ALESSANDRO EUSTATIO ARGENTI  SAN ISIDORO SANCTO – 1598, κι από κάτω, σαν αρχή μιας προσευχής, Gloria tibi Trinitas et captive libertas. Στις τέσσερις γωνίες συμμετρικά τέσσερις σταυροί με την οριζόντια γραμμή τους κόκκινη και πλατιά.

Γύρισε το φύλλο και είδαμε γραμμένες σε ακανόνιστες σειρές, άλλες κυματιστές και άλλες τυλιγμένες γύρω από σχέδια σπιτιών, αλόγων, δέντρων, ιστιοφόρων καραβιών, κοπαδιών ζώων, μύλων φτερωτών καμιά εικοσαριά φύλλα πυκνογραμμένα μπρος και πίσω, φτιαγμένα από λεπτό ίσιο ξύλο σαν φλούδα πλατάνου.

Το επόμενο πρωί με το ξημέρωμα ο Μιγκέλ καθόταν ακόμα στην ίδια θέση, σκυμμένος πάνω στο τραπέζι με το κιτάπι ακουμπισμένο μπροστά του πάνω στο μελιτζανί ύφασμα. Αργότερα βγήκε και ο παπάς από την εκκλησία. Έκαναν κάποια συνεννόηση οι δυο τους. Ο ξένος έφυγε το απόγευμα.

Τον ξαναείδαμε έπειτα από δύο χρόνια, ξαφνικά, πάλι κοντά στο τέλος του Αυγούστου. Γύρεψε αμέσως τον παπά. Του είπαμε ότι δεν ζούσε πια. Στενοχωρήθηκε πολύ, σχεδόν έκλαψε μπροστά μας. Ζήτησε να προσευχηθεί στην εκκλησία. Του την ανοίξαμε να μπει να προσκυνήσει – τώρα που μείναμε τρεις κι ο κούκος στο χωριό μάς στέλνουνε παπά μία φορά το μήνα να μας λειτουργάει. Έμεινε πολλή ώρα μόνος του, γονατιστός μπροστά στο ιερό. Βγήκε και ζήτησε να μας μιλήσει. Ήταν απομεσήμερο. Σε ποιον να μιλήσει; Έξι άτομα έχουμε μείνει όλα κι όλα στο χωριό. Φώναξα εσένα, τον παλιό μας δάσκαλο, ν’ ακούσεις και να καταλάβεις. Και να τα πεις και παραπέρα, αν χρειαστεί.

Και τώρα, μπαίνoντας στο δεύτερο κομμάτι αυτής της εξιστόρησης, πρέπει να πω ότι από τη στιγμή που τον γνώρισα ο επισκέπτης μού φάνηκε απολογητικός, σαν να ήταν έτοιμος να εξομολογηθεί για κάτι – ίσως γι’ αυτό να είχε στενοχωρηθεί που δεν πρόλαβε τον ιερέα  όσο ζούσε. Κάτω από τον πλάτανο του χωριού μαζευτήκαμε πέντε με την κυρία Μαρία που έκανε χρέη καφετζή και τον ακούσαμε από την αρχή μέχρι το τέλος. 

***

Ονομάζομαι Μιγκέλ Θερβάντες και είμαι απόγονος του μεγάλου ισπανού συγγραφέα, Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, συγγραφέα του Δον Κιχώτη.  Παρότι από την εποχή του παλαιού προγόνου μου μας χωρίζουν είκοσι γενιές (δηλαδή είκοσι φορές είκοσι χρόνια, ο Δον Κιχώτης πρωτοεκδόθηκε το 1604), η οικογενειακή μνήμη στους Σααβέδρα –αλλά ακόμα περισσότερο στην αριστοκρατική οικογένεια των Ντε Κορτίνας της Καστίλης από την οποία προερχόταν η μητέρα του μεγάλου προγόνου μου– παραμένει ζωντανή και αξιοσέβαστη. Για οικογένειες συνδεδεμένες αιώνες με τη γη, με δημόσια αξιώματα και ευθύνες, με κληρονομιές και προνόμια που καθορίζονται από βασιλείς και κυβερνήσεις, στην Ισπανία τουλάχιστον, οι παραδοσιακές μνήμες ξεπερνούν την πάροδο του χρόνου και καθορίζουν τις ζωές των απογόνων. Μια τέτοια περίπτωση απογόνου ιστορικής οικογένειας της Καστίλης είμαι κι εγώ.

Θα με ρωτήσετε για ποιο λόγο βρίσκομαι στο νησί σας, και μάλιστα χωρίς να ξέρω ελληνικά, να σας μιλώ πότε στα αγγλικά και πότε στα ιταλικά με προφορά ισπανική, μόνο και μόνο επειδή πρέπει να σας μιλήσω για να συνδέσω επιτέλους το χωριό και το νησί σας με την ιστορία της Ευρώπης και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αν δεν ξέρουμε ότι ένα γεγονός ιστορικό έχει συμβεί, αν μας ειναι άγνωστο, τότε είναι σαν το γεγονός αυτό να μην έχει συμβεί ποτέ για μας. Και αυτό συμβαίνει συχνά σε πολλούς ανθρώπους, ιδιαίτερα σε χώρες πού έχουν ιστορία πολλών αιώνων.

Ο πρόγονός μου ήταν ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη, ενός έργου μοναδικού, ξεχωριστού από κάθε άλλο που είχε γραφτεί πρωτύτερα. Υπήρξαν αρκετοί που προσπάθησαν να το μιμηθούν εκ των υστέρων και να συγγράψουν παρόμοια ρομάντσα. Κανένας όμως δεν κατάφερε να συναγωνιστεί τον Δον Κιχώτη του Μιγκέλ Θερβάντες. Μόλις εκδόθηκε γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία, όχι μόνο στην Ισπανία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έγιναν απανωτές εκδόσεις, η μία μετάφραση ακολούθησε την άλλη, ο Θερβάντες έγινε γρήγορα ένας από τους πιο φημισμένους πεζογράφους του κόσμου. Η φήμη του γιγαντώθηκε τόσο πολύ και τόσο γρήγορα ώστε προκάλεσε την αντιζηλία ακόμα και του μεγάλου Λόπε ντε Βέγκα, που θεωρείται μέχρι σήμερα ο πατέρας  της ισπανικής λογοτεχνίας. Ο πρόγονός μου, πολύ σοφά, δεν έδωσε σημασία στο φθόνο του σπουδαίου συγγραφέα και ευνοούμενου του βασιλιά Φιλίππου. Μάλιστα του απέστειλε φιλοφρονητικά αντίτυπο του Δον Κιχώτη, με ένα αφιερωματικό ιδιόγραφο σονέτο για τον ίδιο και το έργο του.

Ο πρόγονός μου έγραψε πολλά έργα λογοτεχνικά, ρομάντσα, τραγωδίες για το θέατρο, ποιήματα, μυθιστορήματα. Ορισμένα αναγνωρίστηκαν όσο ζούσε και κέρδισε από νεαρή ηλικία  αρκετά μεγάλη υπόληψη στους λογοτεχνικούς κύκλους της Ισπανίας. Αλλά μέχρι τον Δον Κιχώτη παρέμενε απλά ένας αξιόλογος, μορφωμένος, ταλαντούχος, ενδιαφέρων συγγραφέας της εποχής του. Με τον Δον Κιχώτη η φήμη του εκτινάχτηκε στα ουράνια! Ποτέ κανένας ισπανός συγγραφέας δεν είχε συγκλονίσει με τόση ορμή, εφευρετικότητα, χιούμορ και γλαφυρές περιγραφές ανθρώπινων παθών το αναγνωστικό κοινό της Ευρώπης. Όχι μόνο στη Μαδρίτη, στη Βαλένθια και στη Βαρκελώνη, αλλά και στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι, στη Γενεύη, στο Λονδίνο, στο Μιλάνο, στη Ρώμη, όλοι οι χριστιανοί αναγνώστες διασκέδαζαν με τα καμώματα του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα. Και όλοι, από το βασιλιά μας μέχρι τους πλουσιὀτερους και ευγενέστερους αριστοκράτες, ήθελαν να τον γνωρίσουν. Παρ’ όλα αυτά, υπάκουσε ώς το τέλος στις φωνές της δημιουργικής συνείδησής του και πρόλαβε να τελειώσει και να εκδώσει, δυο χρόνια πριν πεθάνει, το δεύτερο μισό του Δον Κιχώτη, από τους αστείους έρωτες του γέρου ιππότη στη Σιέρρα Μορένα μέχρι τις συναντήσεις του με τον καλόγερο και το γιδοβοσκό και την υπαίθρια  λιτανεία που τον έφερε στο τέλος της ζωής του.

Ο Μιγκέλ Θερβάντες ήταν ταπεινός και γενναιόψυχος. Δεν απάντησε ποτέ στις ζηλόφθονες επιθέσεις των εχθρών του. Δεν δέχτηκε ποτέ τιμές και δόξες που δεν άρμοζαν σε πολεμιστή, στο γιο μιας τίμιας αριστοκρατικής οικογένειας του Βαγιαδολίδ, που υπηρέτησε ανέκαθεν με αφοσίωση τούς βασιλείς της. Όσα χρόνια κρατήθηκε αιχμάλωτος στο Αλγέρι προτίμησε να μείνει σκλάβος και πιστός χριστιανός παρά να αλλαξοπιστήσει και να κερδίσει πλούτη.

Δεν υπάρχει λόγος να σας εξιστορήσω μια περιπετειώδη, δύσκολη ζωή, γεμάτη απροσδόκητες κακοτυχίες, που κράτησε εξήντα εννέα χρόνια. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του μιλούσε διαρκώς για τον ήρωά του με λατρεία. Εμπνεόταν από την αγαλλίαση που θα συναντούσε επιτέλους το Δημιουργό του: “qui creastime, miserere mei!” (αυτός που με δημιούργησε θα με λυπηθεί!) έγραψε αρκετές φορές στο ημερολόγιό του. Έφυγε κρατώντας το χέρι της αγαπημένης του συζύγου. «Αντίο χαρές και γλέντια, αντίο καλοί φίλοι και θαυμάσιες ομορφιές του κόσμου... Ο Δον Κιχώτης γεννήθηκε για μένα, για μένα έκανε όλα του τα κατορθώματα και εγώ γεννήθηκα για να τα διηγηθώ και για να τον δοξάσω – εκείνος έζησε για μένα και εγώ για κείνον».

Πρέπει να σας θυμίσω ότι ο Θερβάντες ήταν στρατιώτης και πολεμιστής. Σέ ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών πολέμησε στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου ενάντια στον τουρκικό στόλο του Σουλτάνου. Με χρήματα και ενθάρρυνση του Βασιλιά της Ισπανίας και του Πάπα της Ρώμης, συγκεντρώθηκε τότε μεγάλος αξιόμαχος χριστιανικός στρατός και στόλος κάτω από την εμπνευσμένη ηγεσία του νεαρού Δον Χουάν της Αυστρίας, ετεροθαλούς αδελφού τού βασιλιά Φιλίππου της Ισπανίας.  Μετά την πρώτη πολιορκία της Βιέννης από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, μετά τις δύο απανωτές ήττες της Βενετίας σαράντα χρόνια αργότερα στην Κύπρο από το στόλο του άξιου ναυάρχου Λαλά Καρά Πασά, η κυριαρχία των θαλάσσιων οδών προς την Ανατολή είχε σχεδόν ανακοπεί. Μετά την άλωση της Πόλης, οι Οθωμανοί απειλούσαν να εισβάλουν στις περιοχές που κυβερνούσαν ώς τότε τα χριστιανικά κράτη της δυτικής Ευρώπης. Αν έπεφτε μετά την Κύπρο και η Μάλτα, τότε οι χριστιανοί θα βρίσκονταν αποκλεισμένοι από τους Οθωμανούς όχι μόνο από τον Δούναβη και τις οροσειρές των Βαλκανίων, αλλά και από τη Μεσόγειο. Κάτι έπρεπε να γίνει για να σωθεί η θρησκεία μας και η Εκκλησία της Ρώμης.

Η ναυμαχία της Ναυπάκτου κατόρθωσε το ακατόρθωτο: διέλυσε τον οθωμανικό στόλο, κατέκαψε σχεδόν τις μισές γαλέρες του και σκότωσε ή έπνιξε πάνω από τους μισούς στρατιώτες και πληρώματα. Δέν έχει τόσο μεγάλη σημασία ότι ο Σουλτάνος ξανάχτισε ακόμα μεγαλύτερο στόλο και ακόμα μεγαλύτερη δύναμη κρούσεως μέσα σε ένα μόνο χρόνο. Μεγαλύτερη σημασία έχει ότι οι Οθωμανοί δεν ξαναεπιτέθηκαν  στα χριστιανικά κράτη από τη θάλασσα αλλά μόνο από την ξηρά. Η δεύτερη, καλά προετοιμασμένη, πολιορκία της Βιέννης έγινε έναν αιώνα αργότερα (εξήντα-τόσα χρόνια αφού απεβίωσε ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη). Τότε οι ενωμένοι χριστιανικοί στρατοί όλης της δυτικής Ευρώπης, κάτω από την ευλογία και το λάβαρο του Πάπα, αντιμετώπισαν διπλάσιες δυνάμεις Οθωμανών μπροστά στα τείχη της Βιέννης. Ο Θεός τους οδήγησε και βιάστηκαν να τους επιτεθούν πριν ακόμα προλάβουν να χρησιμοποιήσουν τα καινούργια πανίσχυρα κανόνια και τα εκρηκτικά που είχαν μάθει από τους Βυζαντινούς. Η μεγάλη αυτή μάχη άρχισε στις τέσσερις τα ξημερώματα και τέλειωσε –ευτυχώς με θρίαμβο των χριστιανών!– στις οκτώ το ίδιο βράδυ. Ήταν μήνας Σεπτέμβριος και είχε ήδη νυχτώσει όταν ο αρχιστράτηγος των εννέα χριστιανικών στρατών, ο πολωνός Βασιλιάς Γιανς Σομπίεσκι, μπήκε θριαμβευτικά στη Βιέννη και, σαν δεύτερος Ιούλιος Καίσαρας, στάθηκε κάτω από τον μεγάλο τρούλο του Αγίου Στεφάνου και, πριν γονατίσει μπροστά στο ιερό του, φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε στον Παντοκράτορα: “venimus, vidimus, Deus vicit”  [ήρθαμε, είδαμε, νίκησε ο Θεός].

Aλλά αυτά, όπως σας είπα και πριν από λίγο, συνέβησαν σχεδόν εξήντα χρόνια μετά το θάνατο του αγαπημένου συγγραφέα και προγόνου μου. Αν ζούσε θα αισθανόταν δικαιωμένος. Είχε πολεμήσει με γενναιότητα τους Τούρκους σε όλη τη Μεσόγειο, είχε επαινεθεί και προαχθεί για την ανδρεία του, είχε τραυματιστεί στο στήθος από δυο σφαίρες, έχασε το αριστερό του χέρι από μια τρίτη. Αυτά συνέβησαν στη ναυμαχία της Ναυπάκτου όπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το αρκεβούζιο, ένα τουφέκι με σφαίρες σαν μικρές οβίδες κανονιού. Ο Θερβάντες νοσηλεύτηκε τρεις μήνες στη Μεσσήνη της Σικελίας, η ζωή του ευτυχώς σώθηκε, πήρε  προαγωγή και αύξηση μισθού, αλλά έμεινε κουλός για πάντα. Γύρισε στην πατρίδα του την Ισπανία και ζήτησε διάφορες δουλειές, όχι πια στα πεδία των μαχών αλλά σαν διοικητικός στρατιωτικός υπάλληλος. Υπηρετούσαν τότε μισθοφόροι Ισπανοί τον Δόγη της Γένοβας. Από την πλούσια αυτή πόλη έστελναν εμπορικούς αντιπροσώπους, τραπεζίτες, απεσταλμένους και στρατεύματα σε διάφορες παραθαλάσσιες κτήσεις τους  στην Ανατολή, από την Κριμαία μέχρι το Πέραν και τη Βηρυττό. Τότε ο Θερβάντες στάλθηκε από τον Δόγη Τζιουστινιάνι, σαν έμπιστος ισπανός αξιωματικός ξηράς, σ’ αυτό το νησί του Αιγαίου για να βοηθήσει να σωθούν και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους οι δυόμιση χιλιάδες Γενοβέζοι που είχαν αποκλειστεί εδώ, στο νησί σας, μετά την κατάληψή του από τούς Τούρκους. Η Γένοβα, όπως καί όλες οι άλλες χριστιανικές χώρες, παρέμενε μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου σε ανοιχτό πόλεμο με τους Οθωμανούς σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Μεσογείου. Η παρουσία Γενοβέζων στο νησί σας είχε καταντήσει προβληματική – η τουρκική διοίκηση τους επέβαλλε συνεχώς υπέρογκα πρόστιμα και κατασχέσεις περιουσιών.

Ο Θερβάντες παρουσιάστηκε στον οθωμανό διοικητή ως ισπανός έμπορος εσπεριδοειδών και κρασιού. Πραγματικός σκοπός του ήταν να οργανώσει δυο-τρεις καραβιές Γενοβέζων να φύγουν με περαστικές γαλέρες προς την Αδριατική ή, έστω, προς το Πέραν. Οι περιουσίες τους, τα ωραία κτήματά τους, οι καλοχτισμένες ψηλοτάβανες αποθήκες όπου κρατούσαν φρέσκα τα μανταρινοπορτόκαλα τους μήνες του καλοκαιριού θα μένανε στους ντόπιους. Έπρεπε να το πάρουν απόφαση, κινδύνευαν οι ζωές τους, θα γύριζαν στη Γένοβα για να σωθούν.

Ο Μιγκέλ Θερβάντες έμεινε στο νησί σας δεκαέξι μήνες.  Κρατούσε τακτικό ημερολόγιο των εμπορικών του δραστηριοτήτων, όχι μόνο ως αποδεικτικό λογοδοσίας στους εργοδότες του στη Γένοβα αλλά και ως πειστήριο και άλλοθι για τους Οθωμανούς. Δεν τον υποπτεύθηκαν ποτέ. Κατάφερε να διώξει όσους Γενοβέζους θέλησαν πράγματι να φύγουν από το νησί, είτε από το φόβο των Τούρκων είτε για να βιοποριστούν στη Γένοβα. Μερικές οικογένειες προτίμησαν να μείνουν. Υπήρχαν σεβαστές περιουσίες σε κτήματα και εμπορικά συμβόλαια ενώ είχαν γίνει γάμοι ορθοδόξων και καθολικών – στο νησί υπήρχαν τριάντα καθολικές εκκλησίες στη δικαιοδοσία του Πάπα της Ρώμης.

Ο Θερβάντες δεν ήταν άνθρωπος ονειροπόλος σαν τον ήρωά του, Δον Κιχώτη. Αντίθετα, ήταν άνθρωπος έξυπνος και πρακτικός, με έμφυτη γενναιότητα και θάρρος. Όλη του τη ζωή τον ενέπνεε η πίστη στον Ιησού Χριστό. Διάλεξε να μείνει στο χωριό σας που βρίσκεται σε ύψωμα, μια ώρα δρόμο με τα πόδια από το λιμάνι, όχι μόνο για να παρακολουθεί τις αφίξεις των ιστιοφόρων αλλά και για να μην κυκλοφορεί κοντά στο κάστρο και στην τουρκική φρουρά. Ζούσε μόνος του στο τελευταίο από τα δώδεκα παλιά πετρόχτιστα σπίτια του χωριού, με τη φροντίδα ενός αντρόγυνου που έμενε κοντά του. Απ’ το παράθυρό του έβλεπε όλο τον κάμπο που απλωνόταν μπροστά του, από τους ανεμόμυλους του λόφου του Αγίου Μηνά μέχρι τους ανεμόμυλους του λιμανιού.

Τα κάρα με τα μουλάρια ανεβοκατέβαιναν όλη μέρα φορτωμένα αλεύρια και πίτουρα – και άλογο να μην είχε για τον εαυτό του, τον έπαιρναν και τον έφερναν οι καροτσιέρηδες στο άψε-σβήσε. Τις ελεύθερες ώρες του έβγαινε για κυνήγι στη μικρή κοιλάδα με το ποταμάκι, αυτό που λέτε Ράγα, κάτω από τον απότομο γκρεμό που απομονώνει το χωριό σας – οι πέρδικες ήταν εύκολες, αλλά και δεκαοχτούρες έβρισκε, αγριοπερίστερα, καμιά φορά και λαγούς. Στο ξύλινο κιτάπι, που βρέθηκε κρυμμένο στην εκκλησία, σας τα ζωγράφισε όλα αυτά. Αυτό ήταν το προσωπικό του ημερολόγιο, το ημερολόγιο του συγγραφέα Θερβάντες. Κι εκεί, στις ξύλινες σελίδες του, βρίσκεται το μεγάλο μυστικό.

Κάτι απρόσμενο, κάτι επείγον και ίσως επικίνδυνο συνέβη και αναγκάστηκε να φύγει ξαφνικά απ’ το νησί. Υπάρχει στα αρχεία της Βενετίας μια επιστολή του τραπεζίτη της Πέρας Μάρκο Μπέμπο που αναφέρει το όνομά του σε συμβόλαιο αγοραπωλησίας ασκών κρασιού, που φορτώθηκαν από αυτό το νησί για παράδοση στην Πόλη, αλλά που ο αγοραστής δεν εμφανίστηκε να τα πληρώσει με την παραλαβή. Αν παραλήπτης ήταν η γενοβέζικη φρουρά του Πέραν, τότε ίσως ο Θερβάντες να ήταν ο μεσίτης της εμπορικής αυτής συναλλαγής και να ταξίδεψε στο Πέρα για να ξεκαθαρίσει την πληρωμή. Φαίνεται ότι θα το κατάφερε, αφού καμία συνέχεια δεν δίνει στη δοσοληψία αυτή η τράπεζα του Μπέμπο.

Αυτό όμως που είναι σίγουρο, απολύτως σίγουρο, και πρέπει να εξηγηθεί είναι ότι ο Θερβάντες δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στο νησί σας. Οι επιθέσεις πειρατών στο Αιγαίο ήταν τότε αρκετά συνηθισμένες, ιδιαίτερα όταν πλοία ταξίδευαν με πολύτιμα εμπορικά φορτία. Τα πληρώματα και οι επιβάτες πουλιούνταν στα παζάρια της Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής ως σκλάβοι. Οι ισπανοί βιογράφοι του Θερβάντες είναι σίγουροι ότι έπεσε θύμα πειρατείας περίπου εκείνη την εποχή, διότι λίγο αργότερα βρίσκεται στο Αλγέρι, σκλάβος στην υπηρεσία του τούρκου διοικητή Χασάν Πασά. Τό όνομά του καταγράφηκε από το Τάγμα των Τριαδιστών, των αφοσιωμένων μοναχών-ταξιδευτών που συνόδευαν τους Σταυροφόρους: φορούσαν άσπρα ράσα με έναν μεγάλο μπλε και κόκκινο σταυρό. Ιερό σκοπό τους είχαν την απελευθέρωση των χριστιανών αιχμαλώτων από τους Οθωμανούς πριν εξαναγκαστούν να αλλαξοπιστήσουν. Μάλλον λοιπόν ο Μιγκέλ Θερβάντες, φεύγοντας βιαστικά από το νησί αλλά με την προοπτική να επιστρέψει σύντομα, θα άφησε τα προσωπικά του αντικείμενα σέ άνθρωπο εμπιστοσύνης, ίσως σε κάποιο μέλος της καθολικής κοινότητας του νησιού. Δεν μου φαίνεται καθόλου απίθανο αυτός να ήταν ο ιερέας του μικρού Αγίου Ισιδώρου, στον δημόσιο δρόμο που οδηγεί προς την ανηφόρα του χωριού σας. Άλλωστε, μάλλον εκεί θα εκκλησιαζόταν τις Κυριακές και τις εορτές μας ο Θερβάντες και όχι στην ορθόδοξη εκκλησία του χωριού. Από τη δεύτερη σελίδα πού δηλώνει κτήτορα η φύλακα τού ξύλινου βιβλίου, σίγουρα ο καθολικός ιερέας του μικρού Αγίου Ισιδώρου θα λεγόταν Αλέξανδρος Ευστράτιος Αργέντης και θα ανήκε στη γνωστή οικογένεια της Γένοβας ή της Φλωρεντίας.

Ανοίγω τώρα στο μυαλό μου, σαν να το ανοίγω εδώ στο τραπέζι του καφενείου μπροστά σε όλους σας, το μικρό ξύλινο κιτάπι του Θερβάντες, γραμμένο βέβαια στα ισπανικά της εποχής του, με λίγα λατινικά και λίγο περισσότερα ιταλικά εδώ κι εκεί, όταν οι μητρικές του λέξεις δεν του έφταναν για τις συγκεκριμένες περιστάσεις του νησιού σας και ήξερε ότι θα έπρεπε να ψάξει να τις βρει αργότερα. Το όνομα Δον Κιχώτης δεν υπάρχει πουθενά. Υπάρχει όμως το σκίτσο δυο ανεμόμυλων με φουσκωμένα τα φτερά και μπροστά τους οπλισμένοι καβαλάρηδες Οθωμανοί που ήρθαν με σκοπό να κατασχέσουν τα αλεσμένα σιτηρά. Το κείμενο (ξεθωριασμένο μαυρο-καφετί με γράμματα που χάνονται πολλές φορές μέσα στις ρωγμές του μαλακού ξύλου) ακολουθεί πάντοτε τις αδρές ζωγραφιές, σαν να προσπαθεί να δώσει κάποια σημασία στα γεγονότα που εικονίζουν.

Σε άλλη ξύλινη σελίδα, ένα κοπάδι πρόβατα βόσκει σ’ ένα λόφο. Ένας βοσκός σηκώνει τα χέρια του και δείχνει σαν να φωνάζει απελπισμένος. Μερικά πρόβατα κείτονται σκοτωμένα. Μπροστά τους δυο-τρεις Τούρκοι με σπαθιά δείχνουν να απειλούν το υπόλοιπο κοπάδι. Άλλο ένα επεισόδιο βίαιης απαίτησης φόρων από τους καινούργιους ιδιοκτήτες του νησιού.

Yπάρχουν δύο επαύλεις, η μία με την ωραία οικοδέσποινα να στέκεται στην είσοδο περιστοιχισμένη από δέντρα και λουλούδια, με το βλέμμα της στραμμένο στο φεγγάρι που ανατέλλει πάνω από μια αψίδα. Πρόκειται άραγε για ενδόμυχη ελπίδα ότι θα ξαναγυρίσουν οι χαρούμενες, ανοιχτόκαρδες ημέρες του ελεύθερου εμπορίου της Γένοβας, ή πρόκειται για το φόβο της σκλαβωμένης νύχτας των Οθωμανών που θα επιβληθεί με νέα φιρμάνια και χαράτσια στις αγροτικές παραγωγές και στο εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας και του Λεβάντε;

Η άλλη ωραία δέσποινα ανοίγει το παράθυρο του πύργου πάνω από την είσοδο τού κτήματός της. Κοιτάζει κάτω το δρόμο και τους φορτωμένους αγωγιάτες με τα ζώα τους που κατευθύνονται προς το λιμάνι. Όλοι, ακόμα και δυο-τρία πουλιά στον ουρανό, πετάνε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το βλέμμα της δεν καλωσορίζει κανέναν. Τους βλέπει όλους να απομακρύνονται.

Δεν υπάρχει λόγος να σας περιγράψω περισσότερα εικονογραφημένα επεισόδια από το ξύλινο κιτάπι του Θερβάντες. Όλα μαζί δεν είναι περισσότερα από δέκα. Μην ξεχνάτε ότι γράφτηκαν το πολύ δύο χρόνια μετά τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, την οποία ο Μέγας Σουλτάνος Σελίμ δεν εξέλαβε ως ήττα των  ναυτικών δυνάμεών του αλλά σαν μήνυμα από τόν Αλλάχ να γίνει κραταιότερος και να κατατροπώσει τις χριστιανικές γαλέρες στη Μεσόγειο μια για πάντα. Μέσα σε ένα χρόνο οι Οθωμανοί είχαν τις διπλάσιες γαλέρες, τα διπλάσια κανόνια, με πολλές χιλιάδες αξιωματικούς και ναύτες, ασιάτες μισθοφόρους, πυρπολητές με υδατοστεγή εκρηκτικά. Κάθε νησί του Αιγαίου ήταν για κείνους μια βάση ναυτικής υπεροχής. Ώς το τέλος της ζωής του ο Θερβάντες έζησε με το φόβο της οθωμανικής λαίλαπας που θα έπνιγε την Ισπανία και τους χριστιανούς από στεριά και θάλασσα. 

***                 

Πάνε δέκα χρόνια τώρα αφότου άκουσα την ιστορία του Μιγκέλ Θερβάντες από τon συνονόματο απόγονό του. Την παίδεψα πολλές φορές και με πολλούς τρόπους στο μυαλό μου.  Κάθισα να τη γράψω γιατί φοβήθηκα ότι θα την ξεχάσω ή ότι η μνήμη μου άθελά της θα την αλλοιώσει. Ώς τώρα δεν την έχω διηγηθεί σε κανέναν φίλο ή γνωστό μου. Πιστεύω ότι είναι αληθινή πέρα για πέρα. Αλλά δεν μπορώ να ξέρω αν οι αλήθειες της μπορούν να γίνουν πιστευτές από όλους εσάς που δεν γνωρίσατε τον επισκέπτη μας Μιγκέλ Θερβάντες, που δεν είδατε με τα μάτια σας το ξύλινο βιβλίο με τα πυκνογραμμένα φύλλα σε τρεις γλώσσες, που δεν γνωρίζετε πρόσωπα και τοποθεσίες του νησιού μας. Ακόμα πιο δύσπιστοι θα είστε όλοι εσείς που έχετε διαβάσει τον Δον Κιχώτη του Μιγκέλ Θερβάντες Σααβέδρα, γραμμένο σαράντα γενιές πριν από μας και στολισμένο με τόσες θαυμάσιες περιγραφές τοπίων και περιπέτειες χαρακτήρων,  όλες σχεδόν εμπνευσμένες από τη φύση και τους ανθρώπους αυτού του νησιού.

Ρώτησα τον Μιγκέλ πού βρίσκεται τώρα το ξύλινο ημερολόγιο του προγόνου του. Με κοίταξε γελώντας. «Το έδωσα για συντήρηση στην οικογενειακή βιβλιοθήκη των Θερβάντες-Σααβέδρα-ντε Κορτίνας στην Καστίλη. Τοποθετήθηκε ήδη στην κεντρική προθήκη της μεγάλης αίθουσας, ανοιχτό στη σελίδα με το σκίτσο των φτερωτών ανεμόμυλων. Εκεί θα βρίσκεται πάντοτε, σε άριστη κατάσταση, για όσους ενδιαφέρονται».

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.