Ας μεταφερθούμε στον τελευταίο χρόνο πριν από τη δικτατορία, όπου επικρατούσε ένα γενικό κλίμα ευφορίας, ανάτασης και προσμονής. Πολλοί πίστευαν ότι πλησίαζε η αλλαγή, η δημοκρατική νίκη, μια νέα αρχή για τη χώρα. Οι μελοποιημένοι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου, «Σώπα, όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες», αντανακλούσαν εκείνη την υπερβολική αισιοδοξία. Υπήρχε όμως το πολωτικό κλίμα των ημερών και τα ανησυχητικά σημάδια μιας προετοιμαζόμενης εκτροπής, αλλά δεν δίναμε σημασία. Έτσι ξυπνήσαμε το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 με τις ερπύστριες των τανκς στους δρόμους της Αθήνας. Λίγους μήνες αργότερα στρατεύτηκα και έμαθα από πρώτο χέρι τι σημαίνει βία της χουντικής δικτατορίας. Χαρακτηρισμένος αριστερός, ντυμένος στο χακί, έψαχνα να βρω μια γωνιά για να αναπνεύσω. Και δεν ήταν σπάνιες οι φορές που σιγοτραγουδούσα «Το δέντρο». Με απασχολούσε το δίπτυχο:
Τη νύχτα αυτή τη λες εσύ φωτιά
Μα εγώ τη λέω δέντρο.[1]
Φωτιά - καταστροφή, πόνος, συμφορά. Και δέντρο - ζωή, συνέχεια, αναγέννηση. Άφηνα απ’ έξω τη φωτιά της ήττας και τα οδυνηρά παρεπόμενα και πιανόμουν από τα κλαδιά του δέντρου και από ό,τι αυτό συμβόλιζε: ρίζες, βλάστηση, διάρκεια, ουρανό. Με άλλα λόγια, ο Σαββόπουλος μετακινεί τη «φωτιά» από το παρόν στο μέλλον και τη μεταμορφώνει σε «δέντρο».
Τόπος: «στην άμμο, στ’ ακρογιάλι», στη ζώνη επαφής ξηράς και θάλασσας. Ορίζεται με λυρική απαλότητα όπως και στους παρεμφερείς στίχους του συντοπίτη του, Μανόλη Αναγνωστάκη:
Γυμνός κυλίστηκα, μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα.
Και
Στ’ ακρογιάλι με τ’ αχνάρια του παλιού καλοκαιριού.
Σταματώ, παραλείποντας τις ερμηνείες των άλλων θεματικών μοτίβων όπως οδηγητή-ταξιδευτή, πλήθος, θάνατος, γιατί έχουν εξασθενήσει στη σκέψη μου.
Οι ανισομεγέθεις στίχοι του «Δέντρου» έχουν παραθετική διάταξη, εν είδει ριπών, με συνέχεια νοήματος, «επανερχόμενες αναφορές» και, συγχρόνως, σχετική αυτοτέλεια. Πλεονεκτούν γιατί παρέχουν ευχέρεια αποστήθισης που μόνο στην παραδοσιακή ποίηση συναντάμε. Το πιο ουσιαστικό τους όμως γνώρισμα συνίσταται στις ποικίλες ερμηνείες. Προτέρημα που έχει εύστοχα αναδείξει ο Ευγένιος Αρανίτσης²:
Ο Σαββόπουλος πέτυχε όσο κανένας Νεοέλληνας καλλιτέχνης, δηλαδή το να αφήσει το έργο του ανοιχτό σε απειράριθμες ερμηνείες, όλες σωστές διά μαγείας, αφού το σημαντικό, εν προκειμένω, δεν είναι η ερμηνεία αλλά το απειράριθμον των υπαινιγμών που η απόπειρα ερμηνείας υποβάλλει. Αυτό συμβαίνει, πιστεύω, επειδή η μουσική του, οσονδήποτε πηγαία και πρωτότυπη, υπήρξε μια ανεξάντλητη μεταφορά.[2]
Εν κατακλείδι, σημειώνω στίχους του Γιώργου Σεφέρη από τον «Τελευταίο σταθμό» που διαπερνούν, νομίζω, την ποίηση του Διονύση Σαββόπουλου:
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
Διονύσης Σαββόπουλος
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
Τη νύχτα αυτή τη λέτε εσείς φωτιά,
μα εγώ τη λέω δέντρο.
Οι μέρες που λαχτάρησα θα ’ρθούν,
εγώ τη λέω δέντρο.
Στην άμμο, στ’ ακρογιάλι,
καθήσαμ’ όλοι προς το βράδυ.
Μιλούσε αυτός που οδηγούσε,
μιλούσε αυτός που οδηγούσε.
Κι εγώ τον αγαπούσα,
κι από τον ήλιο πιο πολύ,
κι απ’ τους εχθρούς μας πιο πολύ,
του πόνου μας ταξιδευτή,
της νίκης μας οδηγητή,
της νίκης μας οδηγητή.
Τον είδα μες στο πλήθος,
το αίμα του έτρεχε στο στήθος.
Τον είδα στ’ ακρογιάλι,
μάτια βγαλμένα απ’ το σκοτάδι.
Ο θάνατος, νωρίς νωρίς
τον είχε σημαδέψει.
Κι εγώ φωνάζω: «Μη!», φωνάζω: «Μη!
Ο θάνατος θε να σε βρει».
Κι είπε:
Τη νύχτα αυτή τη λες εσύ φωτιά,
μα εγώ τη λέω δέντρο.
Οι μέρες που λαχτάρησα θα ’ρθούν,
μα εγώ τη λέω δέντρο.
(Φορτηγό, 1966)
[1] Του Νίκου Γαζέπη, σημειώνει ο Διονύσης Σαββόπουλος.
[2] Ευγένιος Αρανίτσης, «Βιβλιοθήκη», ένθετο βιβλίου της Ελευθεροτυπίας, 300/2004.