Το πραγματικό έλλειμμα της ταινίας όμως αποκαλύπτεται αν συγκριθεί μ’ ένα αντίστοιχης σπουδαιότητας πολιτισμικό γεγονός της περσινής χρονιάς, το Megalopolis του Φράνσις Φορντ Κόππολα. Παρότι δεν προσέχτηκε όσο η ταινία του Άντερσον και δεν είχε την ευμενή υποδοχή κοινού και κριτικών, το Megalopolis είναι ένα μνημείο της κινηματογραφικής τέχνης που θα επιβιώσει της εποχής του. Οι δυο ταινίες συναντιούνται, εκτός απ’ το μεγαλόπνοο όραμα των σκηνοθετών και την αισθητική αρτιότητα, σ’ ένα ακόμη σημείο: στη διερώτηση για το παρόν και το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας. Εδώ όμως η διαφορά δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Ο Άντερσον δίνει μια μανιχαϊστική και στρατευμένη απάντηση. Κατά την άποψή του, αυτό που διακυβεύεται είναι τα κεκτημένα της κοινωνικής επανάστασης των ’60s. Μπροστά στα μάτια μας, ισχυρίζεται ο σκηνοθέτης, εκτυλίσσεται μια αντεπανάσταση. Ισχυροί άνθρωποι και πολιτικές δυνάμεις στρέφονται ενάντια στα λαϊκά συμφέροντα και στα δικαιώματα των μειονοτήτων. Είναι οι δεξιές, αντιδραστικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, που ο Άντερσον παρουσιάζει πολεμικά ως φασιστικές. Η ταινία καλεί λοιπόν την προοδευτική Αμερική να εξεγερθεί και να υπερασπιστεί τις κοινωνικές κατακτήσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Η ματιά του Κόππολα, αντίθετα, είναι ευρύτερη· αγκαλιάζει την ιστορία στη μεγάλη της διάρκεια. Η αμερικανική δημοκρατία έχει θεμελιωθεί σε σύστημα παρόμοιο με τη ρωμαϊκή. Όπως σε κείνη, έτσι και σε τούτη, η εξουσία διαμοιράζεται ανάμεσα στη Βουλή, που αντιπροσωπεύει το λαό, στη Γερουσία, που αντιστοιχεί περίπου στη ρωμαϊκή Σύγκλητο, και στον Πρόεδρο, που είναι το ισοδύναμο των Ρωμαίων υπάτων. Η λειτουργία της δημοκρατίας βασίζεται ακριβώς στη λεπτή ισορροπία μεταξύ αυτών των τριών πόλων. Αφενός όμως η αδικία κι η διαφθορά, αφετέρου ο λαϊκισμός κι οι προσωπικές φιλοδοξίες απειλούν αυτή την ισορροπία και συνεπώς τα θεμέλια της δημοκρατίας. Οι πληβείοι εξεγείρονται διαμαρτυρόμενοι για τη φτώχεια και την αδικία, και λαϊκιστές πατρίκιοι προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την αναταραχή και να τεθούν επικεφαλής του όχλου ώστε να γκρεμίσουν τους θεσμούς, που στέκονται εμπόδιο στην απόλυτη εξουσία τους. Ο κίνδυνος λοιπόν είναι η ανάδυση ενός νέου καισαρισμού, η εμφάνιση ενός αυταρχικού ηγέτη που θα συντρίψει τους θεσμούς της αμερικανικής δημοκρατίας και θα τη μετατρέψει σε ηγεμονία.
[1] Αντίθετα με την ταινία Έμφυτο ελάττωμα, που σκηνοθέτησε επίσης ο Άντερσον το 2014 και η οποία είναι αφηγηματικά συνθετότερη και πολιτικά λιγότερο απλοϊκή. Σε αυτό παίζει ασφαλώς ρόλο ότι εκείνη η ταινία ήταν συνολική μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του Τόμας Πύντσον, ενώ το Μια μάχη μετά την άλλη αντλεί απλώς έμπνευση απ’ το μυθιστόρημα Vineland του ίδιου συγγραφέα.