Παρά την τεράστια φήμη του, ο Φιλίπ Ζακοτέ έζησε με διακριτικό τρόπο, αποτραβηγμένος από τα φώτα της δημοσιότητας και τα λογοτεχνικά κέντρα του Παρισιού, καλλιεργώντας τη σιωπή και τη μετρημένη έκφραση. Η γλώσσα τού Ζακοτέ είναι μεταλλική, «épuré» όπως λένε οι Γάλλοι, δουλεμένη στο σημείο που να είναι απολύτως διαυγής. Η γραφή έχει κατακτήσει μία εσωτερική ηρεμία, επιβάλλοντας στον αναγνώστη το ρυθμό της παρατήρησης. Είναι ένας ποιητής που λέει «ίσως» συχνά και χρησιμοποιεί την υποτακτική για να δηλώσει την αμφιβολία. Ωστόσο, η δύναμη της ποίησής του είναι μοναδική. Καμία λεπτή σημασιολογική απόχρωση δεν του διαφεύγει. Η ύψιστη αξία που διατηρούσε για το έργο του ήταν η ακρίβεια της έκφρασης: να περιγράφει την πραγματικότητα με όσο μεγαλύτερο θάρρος κι αλήθεια γίνεται τιμώντας τις λέξεις και τη σημασία τους.
Γεννημένος στη Μουντόν της Ελβετίας, στο γαλλόφωνο καντόνι του Βω, στις 30 Ιουνίου 1925, ο Ζακοτέ σπούδασε στη Λωζάνη και στη συνέχεια έζησε κάποιο διάστημα στο Παρίσι. Το 1953 εγκατέλειψε τη μητρόπολη και τους λογοτεχνικούς της κύκλους και εγκαταστάθηκε, μαζί με τη ζωγράφο σύζυγό του Ανν-Μαρί Χαίσλερ (Anne-Marie Haesler), στην Γκρινιάν, ένα μεσαιωνικό χωριό κοντά στο Μοντελιμάρ, βόρεια της Αβινιόν. Αυτός ο ειδυλλιακός τόπος της νοτιοανατολικής Γαλλίας, που την ορίζει ο ποταμός Ροδανός και η κοιλάδα που σχηματίζει το ποτάμι εκατέρωθεν, αποτελεί τον καμβά του ποιητή: του δίνει το λευκό και το πράσινο. Η ανακάλυψη αυτής της ενδοχώρας με τα λιθόκτιστα σπίτια και τις καταπράσινες βελανιδιές, τοπίο σχεδόν μεσογειακό, προσέφερε στον Ζακοτέ την ευκαιρία που χρειαζόταν για να υμνήσει τη φύση, όπως στα καταπληκτικά έργα La Promenade sous les arbres (Mermod, 1957), τη συλλογή Paysages avec figures absentes (Gallimard, 1970) και το Τετράδιο της χλόης (Cahier de verdure, Gallimard, 1990), το οποίο έχει όμορφα μεταφραστεί στα ελληνικά από την Ιωάννα Κωνσταντουλάκη-Χάντζου (Άγρα, 2015). Αυτά τα ποιητικά κείμενα εμπνέονται από τη γιαπωνέζικη τέχνη των haibun του Ματσούο Μπασό: πεζά ποιήματα που συνδυάζουν τη λεπτότητα του ποιητικού συλλογισμού, π.χ. των χαϊκού, με το στοχασμό της διήγησης. Kάτω από τη φαινομενική απλότητα και την ακινησία του φυσικού κόσμου, ο ποιητής φέρνει στο φως τις πιο λεπτεπίλεπτες διεργασίες. Όπως συμβαίνει με την ποίηση του Ράινερ Μαρία Ρίλκε ή με τις ινδουιστικές και βουδιστικές πρακτικές διαλογισμού, ο αναγνώστης καλείται να εμπιστευτεί τη βραδύτητα του κειμένου ή της άσκησης, να εγκαταλείψει τον κόσμο των διαρκών περισπασμών και να βυθιστεί μέσα στο θαύμα της προσεχτικής οπτικής παρατήρησης:
Είπα στον εαυτό μου (και θα το πω ξανά αργότερα αντικρίζοντας τα ίδια δέντρα σε άλλους τόπους) πως δεν υπάρχει τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό το δέντρο όταν ανθίζει. Ίσως να είχα ξεχάσει τις μηλιές, τις αχλαδιές της γενέτειράς μου.
Φαίνεται πως δεν έχουμε πια το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε τη λέξη ομορφιά. Είναι αλήθεια πως έχει τρομερά φθαρεί. Κι όμως, γνωρίζω καλά το θέμα. Τέτοια σκέψη είναι παράξενη όταν πρόκειται για τα δέντρα, αν το καλοσκεφτούμε. Όσο για μένα, που τελικά δεν καταλαβαίνω και πολλά πράγματα ως προς τον κόσμο, καταλήγω ν’αναρωτιέμαι αν το «πιο ωραίο» πράγμα, που ενστικτωδώς αισθάνεσαι ως τέτοιο, δεν είναι αυτό που πλησιάζει περισσότερο στο μυστικό αυτού του κόσμου, η πιστότερη μετάφραση του μηνύματος που θαρρείς καμιά φορά πως έχει σταλεί μες στον αέρα για να φτάσει ώς εμάς. Ή, αν θες, ένα πιο σωστό άνοιγμα προς κάτι που δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε διαφορετικά, σ’αυτό το είδος χώρου όπου δεν μπορούμε να εισχωρήσουμε αλλά που μας φανερώνεται για μία στιγμή. Αν δεν ήταν κάπως έτσι, θα ’μασταν τρελοί να παρασυρθούμε.[1]
Σε πρώτη ανάγνωση, αυτό το απόσπασμα ίσως να μοιάζει πυκνό κι αδιαπέραστο, ίσως και απόκρυφο. Αν όμως ο αναγνώστης εμπιστευτεί τη φωνή και την κρίση του ποιητή και επιμείνει, θα μπορέσει να εισέλθει στον κόσμο του και θα είναι σαν ένα αίνιγμα της ζωής να ανοίγει, όπως σπάει κανείς το τσόφλι ενός καρπού. Η πραγματική εργασία των ποιητών δεν είναι να συγκεντρώνουν ένα απόθεμα από λέξεις, αλλά να μεριμνούν για τις «λέξεις που έχουν φθαρεί», όπως η ομορφιά.
ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΡΙΛΚΕ
Σημαντικό μέρος της ποιητικής εργασίας του Ζακοτέ ήταν η μετάφραση. To μεταφραστικό έργο του είναι μνημειώδες. Μετέφρασε κείμενα στα γαλλικά από επτά γλώσσες: τα ιταλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικά, τα λατινικά, τα αρχαία ελληνικά, τα τσέχικα και τα ρωσικά. Ήδη στα 21 του χρόνια πλησίασε τον ιταλό μοντερνιστή ποιητή Τζουζέπε Ουνγκαρέτι (Giuseppe Ungaretti), ο οποίος αναγνώρισε το εξαιρετικό αισθητήριο του νεαρού Ζακοτέ για τη γλώσσα και του ανέθεσε τη μετάφραση του έργου του. Η είκοσι τεσσάρων χρόνων αλληλογραφία των δύο δημιουργών έχει δημοσιευθεί στον Gallimard και μας παρέχει μια μικρή πρόσβαση στο εργαστήριο της μετάφρασης του ποιητή. Επίσης, ο Ζακοτέ μετέφρασε από τα γερμανικά το σύνολο του έργου του Ρόμπερτ Μούζιλ κι ένα σημαντικό κομμάτι του Ρίλκε, κι επιμελήθηκε το έργο του Χαίλντερλιν για τη συλλογή της Pléiade. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Ζακοτέ μετέφρασε επίσης την Οδύσσεια, την οποία διδάσκονται οι νέοι στο γαλλικό λύκειο. Ανέπτυξε ενδιαφέρον για τη ρωσική γλώσσα και τη λογοτεχνία διαβάζοντας το Βιβλίο των Ωρών (Das Studenbuch), έργο στο οποίο ο νεαρός Ρίλκε εμπνέεται από την ορθόδοξη παράδοση που συναντάει στα ταξίδια του στη Ρωσία και γράφει ποιήματα που μοιάζουν με προσευχές. Τελικά ο Ζακοτέ μαθαίνει ρωσικά προκειμένου να διαβάσει Όσιπ Μαντελστάμ στο πρωτότυπο και στη συνέχεια να τον μεταφράσει.
Ο Ρίλκε ήταν, ίσως, η μεγαλύτερη επιρροή στο έργο του Ζακοτέ. Ένα από τα λιγότερο γνωστά αλλά πιο συναρπαστικά έργα του Ζακοτέ αποτελεί η μονογραφία που του αφιερώνει. Το βιβλίο ανήκει στην πρωτοποριακή σειρά Écrivains de toujours των εκδόσεων Seuil, που αναπτύχθηκε στη διάρκεια τριάντα χρόνων, από το 1951 έως το 1981. Σε αυτή τη σειρά, σύγχρονοι καλλιτέχνες –ποιητές, κριτικοί της τέχνης, μέχρι και κινηματογραφιστές όπως ο Κρις Μαρκέρ– αναλάμβαναν να γράψουν μια μελέτη πάνω σε έναν καταξιωμένο συγγραφέα τον οποίο θαύμαζαν και γνώριζαν σε βάθος, με σκοπό να τον παρουσιάσουν με αναλυτικό, προσιτό αλλά και υποκειμενικό τρόπο στο ευρύ κοινό (ο Υβ Μπονφουά [Yves Bonnefoy] γράφει για τον Ρεμπώ, ο Πασκάλ Πια [Pascal Pia] για τον Μπωντλαίρ και τον Aπολλιναίρ, o Ρολάν Μπαρτ για τον ιστορικό Ζυλ Μισλέ [Jules Michelet] αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό). Σε αυτό το βιβλίο, απολαμβάνουμε την περιήγηση στη ζωή και το έργο του Ρίλκε μέσα από τη, συνάμα, οξυδερκή και σεβαστική γραφή του Ζακοτέ. Παράλληλα με την προσπέλαση στο έργο του Ρίλκε, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη μαθητεία του Ζακοτέ πάνω στο έργο του συμπατριώτη του. Αυτή η μαθητεία, ανακαλύπτει ο αναγνώστης, έγκειται στον τρόπο με τον οποίο η ποιητική ευαισθησία καθιστά προσιτό το απρόσιτο και το ακατανόητο, μέσα από την παρατήρηση. Επηρεασμένος από τη βουδιστική φιλοσοφία, ο Ρίλκε εξυψώνει την προσοχή στο τώρα σε ύψιστη αξία. Η μονογραφία ακολουθεί χρονολογικά τη ζωή του Ρίλκε. Ο Ζακοτέ παραθέτει ποιήματά του ενσωματώνοντάς τα δεξιοτεχνικά στη συζήτησή του, με αποτέλεσμα να φαίνεται όχι πως τον «ερμηνεύει» για το κοινό αλλά ότι συνδιαλέγεται μαζί του πάνω στις υποθέσεις του βίου. Σαν τα νέα Γράμματα σε έναν νέο ποιητή, αυτή η μονογραφία διαβάζεται όπως μια τρυφερή, προσωπική κατάθεση η οποία σε έναν νέο ή μια νέα που θέλει να ζήσει τη ζωή του (τη ζωή της) με τρόπο όσο γίνεται πιο αληθινό και ζωντανό:
Η καρδιά του ανθρώπου είναι η πιο αποπροσανατολισμένη. Πώς να ξεφύγει απ’ αυτή τη σύγχυση;
...άσ’ την απλώς να βρει
κάπου ένα μέρος, και να μη μείνει εδώ
μέσα στο χώρο...
Πώς γίνεται να μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια κρατώντας μέσα μας το ορατό; Και δεν θα μας ήταν τότε επιτρεπτό, ή κι ακόμη και απαίτηση, να κάνουμε όπως η ανεμώνη που κλείνει το βράδυ πάνω σ’ αυτά που έχει απορροφήσει την ημέρα και ξανανοίγει την επομένη λίγο πιο μεγάλη;
Για τον ποιητή θα είναι το καθήκον των χρόνων που θα ακολουθήσουν να μείνει πιστός, διασχίζοντας όλες αυτές τις δοκιμασίες, σ’ αυτή τη διαίσθηση, σ’ αυτήν την προσμονή μιας ισορροπίας που παραμένει εφικτή ανάμεσα στην καρδιά και τον κόσμο.[2]
ΤΑ ΜΠΙΛΙΕΤΑ
Ο πολυβραβευμένος και περιζήτητος Ζακοτέ δεν έπαψε ποτέ να είναι γενναιόδωρος με τον κόσμο που περιβάλλει την αγορά του βιβλίου. Υποδεχόταν έως τις τελευταίες μέρες της ζωής του δημοσιογράφους στο σπίτι του, μελετητές που έγραφαν ακαδημαϊκές εργασίες με θέμα το έργο του, δεχόταν να μιλήσει σε λιγότερο γνωστά έντυπα και φρόντιζε να τιμά με τα βιβλία του όχι μόνο τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους τύπου Gallimard αλλά και μικρότερους σε μέγεθος αλλά ποιοτικά εξαιρετικούς οίκους όπως οι εκδόσεις Fata Μorgana και ο ελβετικός οίκος La Dogana. Yπάρχει, π.χ., ένα λεπτό βιβλιαράκι, σε μεγάλο βαθμό άγνωστο, που δεν έχει καν συμπεριληφθεί στον τόμο της Pléiade. Αυτό το βιβλίο συγκεντρώνει τα σύντομα χρονογραφήματα –billets, σύμφωνα με τον ποιητή, τα μπιλιέτα– που έγραφε ο Ζακοτέ για τη μικρή ελβετική εφημερίδα La Béroche την περίοδο 1956-1964. Μέσα σε αυτά τα μικρά γράμματα που στέλνει από το χωριό, από την Γκρινιάν, στους ελβετούς αναγνώστες, ο χαμηλόφωνος Ζακοτέ εμφανίζεται σε όλη του τη δύναμη. Από μια απλή εικόνα, μια καθημερινή παρατήρηση που κάποιος άλλος ίσως να προσπερνούσε, παίρνει αφορμή για συλλογισμούς που επεκτείνονται και ξεπερνούν τους πιο στενούς μας συνειρμούς και την πιο στενή μας όραση. Ήδη στο πρώτο μπιλιέτο, ο ποιητής ανατρέπει την εδραιωμένη εικόνα σχετικά με τη ζωή στην επαρχία. Μόλις μία δεκαετία μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Ζακοτέ αφουγκράζεται την τοπική κοινωνία και εντοπίζει ότι, καμιά φορά, κάτω από το κλισέ της φιλήσυχης ζωής στην αγροτική Γαλλία, αποκαλύπτεται η μανία του πολέμου: «Ίσως η ανία να βοηθάει περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε τις φιλοδοξίες των πολεμοχαρών». Σε επόμενο μπιλιέτο, ο Ζακοτέ φτιάχνει το πορτρέτο, μέσα σε λίγες μόνο λέξεις, ενός σέρβου μετανάστη που ζει στη μικρή τους πόλη. Οι ζωές που έχουν φωλιάσει στη γαλλική επαρχία κρύβουν προσωπικά δράματα. Σε άλλο κείμενο, μας μεταφέρει το κλίμα που έχει δημιουργήσει η δημόσια συζήτηση για το τέλος της αποικιοκρατίας και ο Πόλεμος της Αλγερίας. Παρότι μακριά από την πρωτεύουσα, οι κοινωνικοί κλυδωνισμοί φτάνουν ώς την Γκρινιάν. Μπροστά στα μάτια του ποιητή, ένας Αλγερινός δέχεται ρατσιστική επίθεση από ντόπιο, ο οποίος αποδεικνύεται αστυνομικός ντυμένος με πολιτικά. Το βλέμμα του ποιητή είναι τόσο διαπεραστικό και στοργικό, όσο και στην ποίησή του. Σε άλλο μπιλιέτο, περιγράφοντας μια σχολική παράσταση σε καθολικό σχολείο της ισπανικής Mαγιόρκα, ο Ζακοτέ παρατηρεί τη φυσικότητα με την οποία το ανθρώπινο διαδέχεται το θείο. Πιο κάτω, η απλή αρχιτεκτονική των αγροτόσπιτων στην Ελβετία προσφέρει μια αντιπαραβολή στη σύγχρονη πρακτική δόμησης, όπου ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με το βάθος ενός συλλογισμού πάνω στα υλικά της ζωής μας: «κυρίως τα πλαστικά εισάγουν στον πραγματικό και καθημερινό κόσμο μας την ουτοπία αυτού που δεν αλλάζει, την αιωνιότητα à l’américaine, δηλαδή το κενό».[3]
Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χρονογραφήματα αυτής της σειράς έχει θέμα την έκδοση μιας συλλογής με γράμματα γερμανών στρατιωτών που πήραν μέρος στη Μάχη του Στάλινγκραντ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από τις πιο αιματηρές μάχες στην ιστορία της ανθρωπότητας (Γράμματα από το Στάλινγκραντ). Ο Ζακοτέ εντοπίζει ένα γράμμα στο οποίο ένας γερμανός στρατιώτης γράφει στην καλή του για τη διάψευση που νιώθει. «Γκρέτα, αγάπη μου, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου πίστευα στον Φύρερ και στους λόγους του […] είναι φρικτό να αμφισβητείς…». Ο Ζακοτέ γραπώνεται από αυτή την τελευταία φράση, «είναι φρικτό να αμφισβητείς», η οποία αντιπροσωπεύει τον αντίποδα της ποιητικής του και της θέσης του στη ζωή, και αναπτύσσει τη φιλοσοφία του για την αμφιβολία:
Δεν είναι αυτή η χειρότερη εξομολόγηση, η πιο σοβαρή; Κάθε φορά που οι γενικεύσεις και τα δόγματα θριαμβεύουν πάνω από την ατομική συνείδηση, η χειρότερη παραφροσύνη καθίσταται πιθανή. Ο άνθρωπος θέλει πάση θυσία όλα να είναι απλά, κανονισμένα και διευθετημένα μια για πάντα: ο αλάνθαστος Φύρερ, όλοι οι Ρώσοι τερατώδεις. […] Ακόμη και τη στιγμή που όλα καταρρέουν, αυτή η ανάγκη του ανθρώπου να βρει καταφύγιο μέσα σε μια απόλυτη πίστη, μέσα στις παραδεδομένες ιδέες, μέσα στην αδυναμία του να καταλάβει τον άλλον, παραμένει. Κι αν κι αυτό ακόμη ναυαγήσει, τότε τα δάκρυα, οι κραυγές, ο φόβος γίνονται πιο δυνατά απ’ οτιδήποτε.
Δεν θα ήταν καλό να ακολουθούμε τη δύσκολη και σύνθετη αλήθεια προτού τα εύκολα ψέματα και οι απλοποιήσεις να τα ρημάξουν όλα;[4]
Σε έναν κόσμο που εξανίσταται διαρκώς, όπου η εξαλλοσύνη θεωρείται επανάσταση και η ψυχραιμία μετριοπάθεια, η φωνή του Ζακοτέ θα λείψει.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ
«Δεν σας κρύβω ότι, από τότε που έμαθα τα νέα, νιώθω ορφανός», μου έγραψε ένας φίλος και κριτικός λογοτεχνίας από το Παρίσι την επομένη του θανάτου του Ζακοτέ. Υπάρχει μια ευλάβεια και μια ζηλευτή στην εποχή μας κατάνυξη στον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής αντιλαμβάνεται και εξυμνεί τον φυσικό κόσμο και το θάμβος του. Είναι παρηγορητικό ότι το έργο του Ζακοτέ δεν εξαντλείται εύκολα: για όποιον θέλει να εμβαθύνει, του επιφυλάσσεται μια υπέροχη ανακάλυψη φωτός, αρχιτεκτονικής (καθεδρικοί ναοί και τοπικά κτίσματα), μουσικής (τα μαδριγάλια του Mοντεβέρντι), τοπίων (κήποι και αγροί), κειμένων που γεννήθηκαν σε μία τόσο απλή promenade.
Σαν ύστατο δώρο, ο Ζακοτέ μάς άφησε τρία βιβλία του, που κυκλοφόρησαν μετά θάνατον μέσα σε αυτόν τον μήνα. Το Le dernier livre de Madrigaux (Gallimard) συγκεντρώνει περίπου τριάντα ποιήματα σε ένα λεπτό βιβλιαράκι. Ο ποιητής εδώ ασκείται σε μια αγαπημένη του, ελεύθερη και κλασική φόρμα της ποίησης, το μαδριγάλι. Tο βιβλίο La Clarté Notre-Dame (Gallimard) δανείζεται τον τίτλο του από ένα μοναστήρι στην περιοχή που είχε διαλέξει ως κατοικία του ο Ζακοτέ. «Η Παναγία μας η Διαύγεια», με άλλα λόγια. Σε αυτό το κείμενο που μας αφήνει σαν διαθήκη, o ποιητής περιδιαβάζει το τοπίο και γράφει, με την ύψιστη λεπτότητα, για την εφήμερη ζωή, στεκόμενος στο φως που διαπερνά τα παράθυρα ενός ναού, το χτύπημα ενός ρολογιού… Το τελευταίο του έργο έμελλε να εκδοθεί από τις εκδόσεις Le bruit du temps, εκδόσεις που ίδρυσε ο γιος του, Aντουάν Ζακοτέ, με τη σύζυγό του, το 2008, εκδόσεις οι οποίες είναι αφιερωμένες στην επιμέλεια και την έκδοση κειμένων για την τέχνη. Το βιβλίο του Ζακοτέ, με τίτλο Bonjour, Monsieur Courbet, συγκεντρώνει κείμενα του ποιητή που γράφτηκαν από το 1956 έως το 2008 με αφορμή πασίγνωστα εικαστικά έργα όπως Η Βάφτιση του Χριστού του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα ή τις ήσυχες συνθέσεις νεκρής φύσης του Ιταλού Mοράντι, αλλά και καλλιτεχνών που είχε το προνόμιο να γνωρίσει, από τον Αλμπέρτο Τζιακομέτι μέχρι τον νεότερο σύγχρονο ζωγράφο Paul Vergier.
Στη χώρα μας ο Φιλίπ Ζακοτέ παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, ακόμα άγνωστος. Ομολογουμένως, ο πυκνός λόγος με τις πολλαπλές δευτερεύουσες προτάσεις που εντείνουν την αίσθηση της αναζήτησης δεν είναι εύκολα μεταφράσιμος. Ο ποιητής, μεταφραστής και ψυχαναλυτής Θανάσης Χατζόπουλος, πρώτος σύστησε την ποίηση του Ζακοτέ στο ελληνικό κοινό (όπως έχει κάνει και με την ποίηση άλλων σπουδαίων γάλλων ποιητών, όπως ο Ρενέ Σαρ και ο Yβ Μπονφουά). Το 2006 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τυπωθήτω το Καπνός και Κρύσταλλο (τίτλο που είχε εγκρίνει ο ίδιος ο ποιητής) σε μετάφραση του Θανάση Χατζόπουλου, ενώ πριν πέντε χρόνια κυκλοφόρησε το έργο του Το τετράδιο της χλόης σε μετάφραση της Ιωάννας Κωνσταντουλάκη-Χάντζου από τις εκδόσεις Άγρα. Ποιήματα του Ζακοτέ, σε μετάφραση του Χατζόπουλου, συμπεριλαμβάνονται επίσης στην Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης (Άγρα, 2013).
ΜΟΝΟ ΤΟ ΦΩΣ ΕΝΟΣ ΚΕΡΙΟΥ
Συχνά οι δημοσιογράφοι και κριτικοί της λογοτεχνίας ρωτούσαν τον ποιητή γιατί επέλεξε να ζήσει στην εξοχή του γαλλικού Νότου και απομακρυσμένος, όπως θεωρούν, από τα μεγάλα λογοτεχνικά κέντρα:
Υπάρχουν οπωσδήποτε τάσεις από τις οποίες δεν κινδύνευα να επηρεαστώ, γιατί μου ήταν πολύ ξένες. Ωστόσο είναι αλήθεια ότι στο Παρίσι, καθώς είναι στην ιδιοσυγκρασία μου να αμφιβάλλω, δεν ήμουν παρά ένας ακόμα ποιητής εκτεθειμένος στο ρίσκο να αποπροσανατολιστώ από τη δύναμη της αυτεπιβεβαίωσης άλλων. Έχω, βέβαια, ζωντανή την ανάμνηση των συναντήσεων μου με τον Francis Ponge[5], ο οποίος ήταν τόσο διαφορετικός από μένα, αλλά με τον οποίο με έδενε μια αληθινή φιλία. Είναι αλήθεια ότι υπήρχε το ρίσκο να παραλύσω μπροστά σε έναν άνδρα του διαμετρήματός του, τον οποίο διακατείχε μια εξαιρετική σιγουριά για την ποιητική του. Ερχόμενος εδώ έπαιρνα μια υγιή απόσταση από τις επιρροές. Νομίζω ότι πήρα τη σωστή απόσταση, από αυτή την άποψη. Μου αρέσει να χρησιμοποιώ τη μεταφορά του κεριού: αν είμαστε ο ήλιος, η ακτινοβολία μας επιβάλλεται στον κόσμο· αν όμως έχουμε την αίσθηση ότι σκορπίζουμε μόνο το φως ενός κεριού, είναι καλύτερα να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας, προκειμένου να μη ρισκάρουμε ότι το ελάχιστο αεράκι θα μας σβήσει.[6]
[1]Philippe Jaccottet, Το Τετράδιο της Χλόης, εισαγωγή - μετάφραση: Ιωάννα Κωνσταντουλάκη-Χάντζου, Άγρα 2015, 29-30.
[2] Rilke par Philippe Jaccottet, Seuil, 76.
[3] Tout n’est pas dit; Billets pour la Béroche 1956-1964, εκδόσεις Le Temps qu’il fait, 65. Εφεξής, οι μεταφράσεις από τα γαλλικά είναι της συγγραφέα.
[4] Tout n’est pas dit; Billets pour la Béroche 1956-1964, 14-15.
[5] Γάλλος ποιητής που γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Η συλλογή πεζών ποιημάτων με θέμα ταπεινά πράγματα της καθημερινής ζωής, όπως μια πατάτα, ένα βότσαλο, ένα σαπούνι, γνώρισε μεγάλη επιτυχία στη Γαλλία αλλά και στον αγγλόφωνο κόσμο και σήμερα θεωρείται κλασική (Le parti pris des choses, 1942).
[6] Mathilde Vischer, «Entretien avec Philippe Jaccottet», στο http://www.culturactif.ch/entretiens/jaccottet.htm, μετάφραση της συγγραφέα.