Σύνδεση συνδρομητών

Απόφαση, εξουσία εξαίρεσης, δημοκρατία, νομιμοποίηση. Tέσσερις έννοιες-κλειδιά της γκωλικής πολιτικής φιλοσοφίας του κράτους

Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024 10:09
Ο Σαρλ ντε Γκωλ τον Ιούλιο του 1967.
Nichole Ouellette / Maurice Cossette
Ο Σαρλ ντε Γκωλ τον Ιούλιο του 1967.

Για την πολιτική κρίση στην Γαλλία, ένα από τα πολλά επεισόδια της οποίας ήταν και η πρόσφατη πτώση της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ, ειπώθηκαν, λέγονται και θα ειπωθούν πολλά: αδυναμία πολιτικού και οικονομικού εκσυγχρονισμού της χώρας, οι σχετικές απόπειρες προσκρούουν όλες σε έναν απαρχαιωμένο συγκεντρωτισμό και κρατισμό, σύμφωνα με ορισμένους, λαϊκισμός και σύγκλιση των άκρων, για κάποιους άλλους, διχαστικές και ευκαιριακές κομματικές επιλογές εκατέρωθεν κ.λπ. θα προσθέσουν κάποιοι τρίτοι. Αναμφίβολα, σε όλα αυτά υπάρχουν στοιχεία αλήθειας. Ωστόσο, όλες αυτές οι προσεγγίσεις δυσκολεύονται να θεωρήσουν το πολιτικό πρόβλημα της χώρας, την ιδιαιτερότητα της πολιτικής κρίσης στην Γαλλία της Πέμπτης Δημοκρατίας, γιατί είναι αποσπασματικές. Αδυνατούν να σκεφτούν τη σχέση της πολιτικής με την αρχή της νομιμοποίησής της, δηλαδή τη λαϊκή κυριαρχία, έτσι όπως η δυναμική αυτή σχέση θεσπίσθηκε από τον στρατηγό Ντε Γκωλ και, τυπικά τουλάχιστον, δηλαδή στο επίπεδο της θεσμικής και συνταγματικής τάξης, εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα. Στο άρθρο-μελέτη που ακολουθεί, ο Μπερνάρ Μπουρντέν (Bernard Bourdin), επιχειρεί να αναδείξει και να κατανοήσει, ακριβώς το διαρκώς διευρυνόμενο χάσμα που εδώ και δεκαετίες έχει ανοίξει ανάμεσα στο κράτος (και τους εκάστοτε πολιτικούς του εκπροσώπους, πάνω απ’ όλα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), με το λαό: η (σημερινή) κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, με τη λεγόμενη «απόσχιση των ελίτ», είναι προϊόν διάλυσης αυτής της σχέσης ανάμεσα στο «πάνω» και το «κάτω», μια σχέση που αποτελούσε τον πυρήνα της «πολιτικής φιλοσοφίας» του στρατηγού Ντε Γκωλ.

Αξίζει να προβληματιστούμε με αυτή την τολμηρή ερμηνευτική πρόταση του συγγραφέα (έτσι όπως αναπτύσσεται εδώ), από τη στιγμή μάλιστα που αυτός ο προβληματισμός του διέπεται δυνητικά από μια βαθύτερη θεώρηση της κρίσης του πολιτικού στοιχείου, όπου αυτό το τελευταίο δεν μπορεί να υπάρχει αν, εκτός από θεσμικά νόμιμο, δεν είναι και λαϊκά νομιμοποιημένο, ιδιαίτερα σε μεταβατικές περιόδους κρίσεων (γεοπολιτικών, οικονομικών κ.λπ.), που προσβάλλουν αναπόφευκτα και καίρια την εθνική και την κρατική κυριαρχία, υπονομεύοντας το πεδίο της πολιτικής απόφασης, δηλαδή αυτό της πολιτικής κυριαρχίας. Αν και τα νέα ερωτήματα που προκύπτουν από μια τέτοια θεώρηση είναι προφανώς πολλά και σοβαρά, όπως και ο ίδιος ο Μπερνάρ Μπουρντέν αναγνωρίζει στα συμπεράσματα αυτής της σύντομης μελέτης του, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη σχέση του εθνικού κράτους με την συγκεκριμένη μορφή της ευρωπαϊκής ενοποίησης που έχει επιλεγεί, το ενδιαφέρον της συνίσταται ακριβώς στο ότι επιχειρεί να κατανοήσει το πρόβλημα της κρίσης της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης στην ρίζα του: στη διαλεκτική ένταση της σχέσης ανάμεσα στις ελίτ και το λαό, στη ζωτική αναγκαιότητα λαϊκής νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας. Η θεσμική νομιμότητα είναι αναγκαία αλλά, αν δεν συνοδεύεται από τη λαϊκή νομιμοποίηση της εξουσίας, είναι επισφαλής. Αντιστρόφως, η λαϊκή νομιμοποίηση χωρίς την πλουραλιστική συνταγματική νομιμότητα εκπίπτει σε τυραννία. Το ίδιο το γεγονός ότι ο συγγραφέας επιχειρεί να δει συγκριτικά ό,τι αυτός αποκαλεί γκωλική «πολιτική φιλοσοφία» με μια θεωρητικο-πολιτική κληρονομιά, με την «αντίστοιχη» απόπειρα του αμφιλεγόμενου νομικού και δημοσιολόγου Καρλ Σμιτ, αλλά και αυτήν του φιλελεύθερου Τζον Λοκ, προσδίδει στο επιχείρημά του θεωρητικό βάθος και πολιτική συνοχή. Οι ουσιώδεις έννοιες κλειδιά στις οποίες προσφεύγει ο Μπερνάρ Μπουρντέν (απόφαση, εξουσία εξαίρεσης, δημοκρατία, νομιμοποίηση) προκειμένου να επερωτήσει τις αιτίες της πολιτικής κρίσης συνιστούν, ακριβώς, τον πυρήνα του ουδετεροποιημένου σήμερα πολιτικού στοιχείου, το οποίο δεν μπορεί να εξαντλείται σε μια «πραγματιστική» και μόνον αυτοαναφορικότητα των θεσμικών του αντιπροσώπων, προσώπων ή οργανώσεων. Όπως σχετικά επισημαίνει ο Μπουρντέν, ο Ντε Γκωλ εξελάμβανε «την πολιτική δράση ως σχετιζόμενη με μία ενέργεια που έρχεται από πιο πάνω από τον εαυτό της, ώστε να έχει κάποιο νόημα: την ιστορία, την πατρίδα, την ελπίδα… ένα μυστικό […]». Έχουμε την εντύπωση ότι οι σκέψεις που ακολουθούν ανοίγουν, ή ξανανοίγουν, ένα άλλο πεδίο θεματοποίησης και προβληματισμού για την πολιτική κρίση στην Γαλλία και, θα προσθέταμε, όχι μόνον στη Γαλλία.    

Το άρθρο-μελέτη του Bernard Bourdin με τον γαλλικό τίτλο: «Décision, pouvoir d’exception, démocratie, légitimité : quatre concepts clefs de la philosophie politique gaullienne de l’État», δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της επιθεώρησης Revue Politique et Parlementaire (2/9/2024), https://www.revuepolitique.fr/decision-pouvoir-dexception-democratie-legitimite-quatre-concepts-clefs-de-la-philosophie-politique-gaullienne-de-letat/. Εκφράζουμε και από την θέση αυτή προς τον Μπερνάρ Μπουρντέν και τον διευθυντή σύνταξης της επιθεώρησης Αρνώ Μπενεντεττί (Arnaud Benedetti), καθηγητή επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, τις ευχαριστίες μας για την άδεια που πρόθυμα μας παραχώρησαν για τη δημοσίευση της ελληνικής μετάφρασης. 

Ανδρέας Πανταζόπουλος    

 

Απόφαση, εξουσία εξαίρεσης, δημοκρατία, νομιμοποίηση

Tέσσερις έννοιες-κλειδιά της γκωλικής πολιτικής φιλοσοφίας του κράτους

 

Bernard Bourdin

Το ρεφραίν είναι πασίγνωστο: οι δυτικές δημοκρατίες βρίσκονται σε κρίση σε τέτοιο σημείο ώστε να προκαλούν την απόρριψη. Στη Γαλλία, η παρούσα συγκυρία το επιβεβαιώνει σε τέτοιο σημείο ώστε να θεωρείται ότι η κατάσταση της χώρας παραπέμπει στο τέλος της Τέταρτης Δημοκρατίας. Αυτή η αναλογία αναδεικνύει ένα ανησυχητικό παράδοξο. Ενώ η Πέμπτη Δημοκρατία που θεμελιώθηκε από τον στρατηγό Ντε Γκωλ είχε σκοπό να δώσει στην Γαλλία ό,τι περισσότερο της έλειπε από την πτώση του Βασιλείου και της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, δηλαδή «ένα και μοναδικό κράτος», για να παραφράσουμε τον ίδιο τον Ντε Γκωλ, ιδού που με τη σειρά της περιήλθε σε κατάσταση αποσύνθεσης.

Παρ’ όλα αυτά, η κρίση που διέρχεται η Γαλλία είναι μακράν εκείνης που γνώρισε το 1940 και το 1958. Στο ιστορικό πεδίο δικαιώνει τον Ζακ Μπαινβίλ (Jacques Bainville) στο έργο του Ιστορία της Γαλλίας (Histoire de France)[1]. Στο πολιτικό πεδίο, αυτή η κρίση επίσης δικαιώνει, ακόμα περισσότερο, τον θεμελιωτή της Πέμπτης Δημοκρατίας. Αντίθετα από μια διαδεδομένη ιδέα, αυτό το Σύνταγμα δεν έγινε μη προσαρμόσιμο στις σημερινές προκλήσεις: η γαλλική δημοκρατία αδυνατίζει λόγω της εκτροπής απ’ αυτό. Κατά συνέπεια, για να φωτιστεί το πνεύμα που διέπει την ίδρυσή της, είναι απαραίτητο να ανασυστήσουμε τις τέσσερις θεμελιώδεις έννοιες οι οποίες δόμησαν την πολιτική σκέψη του Ντε Γκωλ, να αναρωτηθούμε σε ποιο μέτρο αυτές οι έννοιες προσφέρουν συγκριτικά στοιχεία με το δόγμα των προνομίων της εκτελεστικής εξουσίας στον Τζον Λοκ και με αυτό της κυριαρχίας στον Καρλ Σμιτ. Τέλος, αυτές οι έννοιες είναι συμβατές με μια υπερεθνική αντίληψη για την Ευρώπη;

Το διάβημα που επιχειρούμε υποχρεώνει να ξεκινήσουμε από την απάντηση στην ερώτηση: τι σημαίνει «πολιτική φιλοσοφία» στον στρατηγό Ντε Γκωλ;

 

Τι σημαίνει «πολιτική φιλοσοφία» στον στρατηγό Ντε Γκωλ;

Όπως το υποβάλλει ο τίτλος, δεν έγκειται στο πεδίο του ιστορικού-βιογράφου, ούτε σε αυτό του νομικού-συνταγματολόγου αλλά σε αυτό του ιστορικού των ιδεών και του πολιτικού φιλοσόφου η ανάγκη να φωτιστούν αυτές οι τέσσερις έννοιες κλειδιά της πολιτικής φιλοσοφίας του στρατηγού Ντε Γκωλ.

Μολονότι ο θεμελιωτής της ελεύθερης Γαλλίας υπήρξε αξιωματικός που ανέπτυξε σημαντική στρατιωτική δραστηριότητα, αυτό δεν έπαιξε αρνητικό ρόλο στο να αναπτύξει μια ανάλυση για τη γερμανική ήττα του 1918[2] και ένα νέο στρατιωτικό δόγμα και νέους πολιτικούς θεσμούς για την Γαλλία. Αν ο Ντε Γκωλ μπορεί χωρίς δυσκολία να περάσει από την κλίση του στρατιώτη σε αυτήν του πολιτικού[3], είναι γιατί γι’ αυτόν πόλεμος και πολιτική είναι στενά δεμένα[4]. Εγγονός της ήττας του Σεντάν και παιδί του πολέμου του 1914, είναι υπό το φως του Μεγάλου Πολέμου και της αδυναμίας των θεσμών της Τρίτης Δημοκρατίας που μπορεί να σφυρηλατήσει αυτές τις τέσσερις μεγάλες έννοιες-κλειδιά τής (και δικής του) πολιτικής φιλοσοφίας, που είναι η κυριαρχία του κράτους (souveraineté de l’État) φωτισμένη από την απόφαση (décision), την εξουσία εξαίρεσης (le pouvoir d’exception), τη δημοκρατία (démocratie) και τη νομιμοποίηση (légitimité).

Στη σκέψη και στη δράση του στρατηγού Ντε Γκωλ, οι έννοιες αυτές παίρνουν μια πολύ ειδική σημασία, γιατί το διακύβευμα είναι συλλογικά και τραγικά υπαρξιακό. Είναι η «σωτηρία»[5] του έθνους. Γι’ αυτό η πολιτική σκέψη του Ντε Γκωλ δεν είναι μια «φιλοσοφία», με την έννοια της φρόνησης η οποία θα περιοριζόταν σε μια τέχνη του καλώς κυβερνάν που θα ίσχυε για όλους τους λαούς. Ο Ντε Γκωλ δεν είχε την αξίωση να είναι ένας καθαρά θεωρητικός και κανονιστικός στοχαστής. Καταρχάς σκέφτεται μέσα σε μία συγκεκριμένη κατάσταση (en situation) και για τη Γαλλία[6]. Η πολιτική του σκέψη μάλλον γι’ αυτόν το λόγο εντάσσεται στο «προφητικό» είδος (ο Ντε Γκωλ «καλεί») που θέλει να «σώσει» τη Γαλλία από το χάος και την ατίμωση. Παρ’ όλα αυτά, οι έννοιες στις οποίες προσφεύγει για τη «σωτηριολογική» του δράση του προφήτη ανήκουν απολύτως στην πολιτική φιλοσοφία. Γι’ αυτόν τον θεμελιώδη λόγο, η πολιτική σκέψη του στρατηγού Ντε Γκωλ δικαίως επιβάλλει να επαληθευτεί η φιλοσοφική καταλληλότητα αυτών των τεσσάρων μεγάλων εννοιών.

Επαλήθευση η οποία καθίσταται ακόμα πιο αναγκαία, διότι αν οι stricto sensu πολιτικοί φιλόσοφοι σκέπτονται τις περισσότερες φορές με απαγωγικό τρόπο[7], ο Ντε Γκωλ σκέφτεται με επαγωγικό τρόπο. Από τη στιγμή που η συγκεκριμένη πραγματικότητα καθοδηγεί την πολιτική του φιλοσοφία, οι έννοιες δεν μπορούν, κατά συνέπεια, παρά να προσλάβουν μεγαλύτερο βάρος. Γι’ αυτό, αν με τον Ντε Γκωλ η αισθητή εμπειρία της ιστορίας του επιτρέπει να αποκτά πρόσβαση στο νοητό, όλα συντρέχουν ώστε να θεωρήσουμε ότι η πολιτική του σκέψη είναι άξια φιλοσοφικού ενδιαφέροντος[8]. Πάντα με στόχο να επαληθευθεί η καταλληλότητα των εννοιών του, η γκωλική πολιτική σκέψη θα άξιζε να σταθεί πλάι στη σκέψη πολλών φιλοσόφων, νομικών και θεωρητικών δημοσιολόγων της κρατικής και της λαϊκής κυριαρχίας, από τον Χομπς μέχρι τον Ρουσσώ, αφού εγγράφεται σε αυτά τα ίχνη. Τίποτα όμως δεν δείχνει ότι ο Ντε Γκωλ είχε διαβάσει όλους αυτούς τους φιλοσόφους[9].

Αλλά κανείς δεν μπορεί να γίνει ο προαγωγός της κρατικής κυριαρχίας στον 20ό  αιώνα, ανεξάρτητα από αυτή τη φιλοσοφικο-πολιτική κληρονομιά η οποία σφράγισε την κουλτούρα της σκέψης και το δυτικό φαντασιακό από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα. Αντιστρόφως, ούτε αυτή η κληρονομιά σημαίνει ότι ο Ντε Γκωλ υπήρξε ο δουλικός μεταδότης της.

Ο Σαρλ Ντε Γκωλ, γιος καθηγητή ιστορίας που τον δίδαξε ο ίδιος του ο πατέρας, αναγνώστης του Μπαινβίλ, μάρτυρας και παράγων ενός αιώνα που γνώρισε δύο παγκόσμιους πολέμους, είναι προφανώς ένας στοχαστής του πολιτικού σε υπερβολική επαφή και με μαχητικό τρόπο με την ιστορία, ώστε να αποδεχθεί μια ορθολογική αντίληψη των μεγάλων εννοιών της σύγχρονης πολιτικής. Εξαιτίας αυτής της πολύπλοκης σχέσης μεταξύ της πρακτικής πολιτικής φιλοσοφίας του στρατηγού Ντε Γκωλ και της πολύ πιο θεωρητικής των φιλοσόφων και των δημοσιολόγων, θα προσφύγουμε σε δύο από αυτούς. Καταρχάς, στον πολιτικό φιλόσοφο Τζον Λοκ για το θέμα του βασιλικού προνομίου ως εξουσίας εξαίρεσης. Στη συνέχεια, θα αποπειραθούμε μια συγκριτική προσέγγιση με τον σύγχρονό του, τον νομικό και αμφιλεγόμενο δημοσιολόγο Καρλ Σμιτ.

Αυτός εδώ, πολύ γνωστός για την ντεσιζιονιστική θεωρία του περί κυριαρχίας, περί εξουσίας εξαίρεσης και με μια δημοψηφισματική αντίληψη της δημοκρατίας, παρουσιάζει σε αυτό το επίπεδο πολλά κοινά σημεία με την πολιτική φιλοσοφία του στρατηγού Ντε Γκωλ. Αυτή η διπλή συγκριτική προσέγγιση απαιτεί να απαντηθούν δύο ερωτήματα. Η έννοια της εξουσίας εξαίρεσης (ή της «δικτατορίας») δεν καθιστά πιο κοντινό τον Ντε Γκωλ στον πρωτο-φιλελευθερισμό του Τζον Λοκ παρά σε αυτήν των ιθυνόντων της Τέταρτης Δημοκρατίας; Οι θεωρητικές συγκλίσεις ανάμεσα στον στρατιωτικό και τον ρηνανό νομικό [Καρλ Σμιτ] εδράζονται σε πλήρως συμφιλιώσιμα αξιώματα;

Όπως όμως σημειώσαμε, αν είναι η συγκεκριμένη πραγματικότητα (το αισθητό) της ιστορίας το οποίο εμπνέει την πολιτική φιλοσοφία του στρατηγού Ντε Γκωλ, χρειάζεται να επιστρέψουμε στο ταυτοχρόνως θεμελιακό και αποκαλυπτικό γεγονός[10] της κλήσης της 18ης Ιουνίου. Μέσω αυτού του γεγονότος η απόφαση δεν είναι μόνον έννοια, αλλά η απάντηση σε μια υπαρξιακή πρόκληση, αυτή του μέλλοντος της Γαλλίας: που ήταν είτε η υποδούλωσή της και η συνεργασία με τη ναζιστική Γερμανία είτε η απελευθέρωσή της μέσω της αντίστασης. Από την ειλλημμένη απόφαση να κληθούν οι Γάλλοι στην αντίσταση απορρέει η γκωλική πρακτική της εξουσίας εξαίρεσης και το δόγμα της νομιμοποίησης. Ολόκληρη η γκωλική πολιτική φιλοσοφία της κρατικής κυριαρχίας μέσα από την κυριαρχία του λαού θα απορρεύσει τα χρόνια που θα ακολουθήσουν ώς το Σύνταγμα του 1958 από αυτή την απόφαση.

 

Το θεμελιακό και αποκαλυπτικό γεγονός της κλήσης της 18ης Ιουνίου 1940 ή το υπαρξιακό διακύβευμα της απόφασης: να συμφιλιωθεί η νομιμοποίηση με τη νομιμότητα

Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η κλήση της 18ης Ιουνίου 1940 σε αντίσταση δεν μπορεί να διαχωρισθεί από την κατάσταση εξαίρεσης που προκλήθηκε από την κατατρόπωση του γαλλικού στρατού και τη χρεοκοπία της ρεπουμπλικανικής κρατικής κυριαρχίας. Από αυτή την κλήση είναι σημαντικό να εξαγάγουμε τις συνέπειες ως θεμελιακού και αποκαλυπτικού γεγονότος για την πολιτική φιλοσοφία του στρατηγού Ντε Γκωλ. Λόγω αυτής της ακραίας κατάστασης, ο Ντε Γκωλ θα μπορέσει να κατασκευάσει τη νομιμοποίησή του λαμβάνοντας μια «σωτήρια» απόφαση: «Αυτή η κυβέρνηση, επικαλούμενη την ήττα των στρατευμάτων μας, ήρθε σε συνεννόηση με τον εχθρό προκειμένου να σταματήσει η μάχη. […] Αλλά ειπώθηκε η τελευταία λέξη; Η ελπίδα πρέπει να χαθεί; Η ήττα είναι οριστική; Όχι!... Ο,τι κι αν γίνει, η φλόγα της γαλλικής αντίστασης δεν πρέπει να σβήσει και δεν θα σβήσει[11]». Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της απόφασής του δεν θα σταματήσει να τροφοδοτεί την αντίληψή του για τη νομιμοποίηση αυτή, καταρχάς τη νομιμοποίηση μιας συνείδησης που αποφασίζει να αντισταθεί στη στρατιωτική ήττα και στη μη νομιμοποίηση του νόθου «γαλλικού κράτους» του Βισύ λόγω της εγκατάλειψης της κυριαρχίας της Γαλλίας. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, η κατάσταση εξαίρεσης είναι εκείνη του hic et nunc, μιας απόφασης υψηλής έντασης. Σε συσχετισμό με αυτήν, η νομιμοποίηση εγκαλεί σε ένα βαθύ ρίζωμα ώστε να μπορέσει να «απαντήσει» (« πάρτε τη Γαλλία στα χέρια σας[12]») στην κατάσταση εξαίρεσης, σε σχέση με την οποία επιβάλλεται ακριβώς μια απόφαση.

Πρόκειται για τον τετραγωνισμό του κύκλου, αφού οι τρεις αυτές έννοιες (απόφαση, εξαίρεση, νομιμοποίηση) πλέκονται μεταξύ τους τόσο για να δείξουν τη χρεοκοπία όσο και την αναγκαία παλινόρθωση της κρατικής κυριαρχίας. Ανάμεσα στην κλήση της 18ης Ιουνίου 1940 και την πτώση του καθεστώτος του Βισύ το 1944, οι Γάλλοι (ο λαός) πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στις φαινομενικότητες της νομιμότητας και στη νομιμοποίηση του «καλού πολιτικού καθεστώτος» ενώπιον της ιστορίας της Γαλλίας. Με άλλα λόγια, εκκινώντας από το χάος που προκαλεί την υποδούλωση, η κλήση της 18ης Ιουνίου αποτελεί μια υπαρξιακή πολιτική απόφαση χωρίς κανένα δικαιονομικό-νόμιμο περιεχόμενο (εξαίρεση)[13]. Εδράζεται πάνω στη νομιμοποίηση μιας κυρίαρχης συνείδησης ικανής να παράγει, «αντανακλαστικά», την πολιτική κυριαρχία εν εξορία με την προσδοκία να συγκροτηθεί ένα νέο  νόμιμο κράτος ικανό να αποφασίζει για τον ιστορικό εδαφικό χώρο της Γαλλίας. Συνεπώς, η δεκαετία του 1940 είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την πρακτική συγκρότηση της πολιτικής φιλοσοφίας του στρατηγού Ντε Γκωλ[14].

Η απόφαση είναι μια έννοια που φωτίζεται από μια πρακτική δύο φορές (το 1940 και το 1958), καθοριζόμενη από μια κατάσταση εξαίρεσης και από την κανονιστική αρχή της νομιμοποίησης. Η γκωλική αντίληψη περί απόφασης αιωρείται συνεπώς ανάμεσα στην κατάσταση εξαίρεσης (το στρατιωτικό δόγμα των περιστάσεων) και τη νομιμοποίηση ως κανονιστική αρχιτεκτονική αρχή της δικαιολόγησης της δράσης της[15].

 

Η απόφαση υπό το πρίσμα της εξαίρεσης και της κανονιστικής αρχής της νομιμοποίησης

Χωρίς αμφιβολία, ο Ντε Γκωλ παρέμεινε άκρως πιστός σε αυτήν την κατευθυντήρια αρχή. Από την απόφαση κλήσης των Γάλλων της 18ης Ιουνίου μέχρι την ανάθεση της πλήρους εξουσίας με την ιδιότητα του τελευταίου Προέδρου του συμβουλίου της Τέταρτης Δημοκρατίας, η απόφαση, στην πολιτική σκέψη του στρατηγού Ντε Γκωλ, είναι η πρώτη από τις επιχειρησιακές έννοιες. Ο Ντε Γκωλ επερωτά με καταιγιστικό τρόπο την πολιτική δράση σε κατάσταση εξαίρεσης σε σύγκρουση με την κρίση της συνταγματικής κανονικότητας. Γι’ αυτό, θέτει ταυτοχρόνως σε κίνηση την νομιμοποίηση σε σύγκρουση με την κρίση της νομιμότητας. Ο Ντε Γκωλ όσο άσχημα τα πηγαίνει με τον νομικό νορματιβισμό (δεν μπορούσε να είναι κελσενιανός), τόσο ανετότερα αισθάνεται με την νομιμοποίηση ως ντεσιζιονιστική νόρμα της δράσης του. Έτσι προέκυψε η 18η Ιουνίου 1940 και η 1η Ιουνίου 1958.

Πολλές ομιλίες, συνεντεύξεις τύπου και διαγγέλματα, που εκφωνήθηκαν σε τόσο διαφορετικές συγκυρίες από αυτές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, χρόνια πολιτικής μοναξιάς και επιστροφής στην εξουσία, απεικονίζουν αυτήν την διπλή καμπή της γκωλικής πολιτικής φιλοσοφίας για την αναγκαιότητα να μπορεί να αποφασίζει σε κατάσταση εξαίρεσης και για την κανονιστική αρχή της νομιμοποίησης ως σταθερά κριτήρια της εφαρμογής της ντεσιζιονιστικής αντίληψης για την κρατική κυριαρχία. Στο φως των δύο αυτών κριτηρίων συνδεδεμένων με τις περιστάσεις (εξαίρεση) και την κανονιστική αρχή (νομιμοποίηση) της γκωλικής απόφασης, νομίζω ότι είναι θεμελιώδες να παρατηρήσουμε ότι αυτή η τελευταία είναι παρούσα και στα δύο αυτά καθετώτα. Αυτό της νομιμοποίησης χωρίς νομιμότητα και αυτό της νομιμοποίησης που αναγεννά την νομιμότητα.

 

Τα δύο γκωλικά καθεστώτα της απόφασης: η νομιμοποίηση στην υπηρεσία της νομιμότητας (1940-1946) και η συνταγματική νομιμότητα στην υπηρεσία της νομιμοποίησης (1958-1969)

Στην πρώτη περίπτωση που επικαλέστηκα, η Κλήση της 18ης Ιουνίου 1940, είναι καταρχάς η έκφραση της νομιμοποίησης της εξεγερμένης συνείδησης ενός στρατηγού αποφασισμένου να αντισταθεί κατά της φαινομενικής νομιμότητας «του γαλλικού κράτους» του Βισύ, σύμβολο της στρατιωτικής και πολιτικής χρεωκοπίας της αυθεντικής κυριαρχίας του ρεπουμπλικανικού κράτους, υποταγμένου στην εχθρική δύναμη. Η νομιμοποιημένη απόφαση μέσα στην εξαιρετική κατάσταση είναι κατά συνέπεια η κλήση για την επανάκαμψη της νόμιμης κρατικής κυριαρχίας με την συνέχιση του πολέμου μέχρι την νίκη κατά του εχθρού καταστροφέα του ρεπουμπλικανικού κράτους[16].

Μέσα σε μία τέτοια εξαιρετική περίσταση, δεν μπορεί παρά να ξανάρθει και πάλι στην επιφάνεια ο εσώτερος δεσμός ανάμεσα στον πόλεμο με στόχο την απελευθέρωση του έθνους και την πολιτική δράση με στόχο να επανέλθει η κρατική κυριαρχία[17]. Τον Μάϊο-Ιούνιο 1958, λόγω μιας άλλης πολύ σοβαρής κρίσης σχετικά με τα γεγονότα του Αλγερίου[18], τα οποία απειλούν την Γαλλία με εμφύλιο πόλεμο και την επιστροφή στο χάος, ο στρατηγός Ντε Γκωλ ανακαλείται στην εξουσία.. Ζητά από το Κοινοβούλιο πλήρεις εξουσίες για ένα διάστημα έξι μηνών[19], προκειμένου να επαναφέρει την κυριαρχία του κράτους… και την ικανότητά του για απόφαση. Χωρίς να ξεχνάμε φυσικά τα αποφασιστικά χρόνια 1940-1946 στην διάρκεια των οποίων ο Ντε Γκωλ επαναφέρει σιγά σιγά τους νόμιμους θεσμούς[20], κατά βάθος είναι το 1958 που η απόφαση αποκτά τελικά πρόσβαση στο καθεστώς της πλήρους νομιμότητας με την ξανακερδισμένη συνταγματική νομιμοποίηση (το Σύνταγμα «του» Ντε Γκωλ), νομιμοποίηση εδραζόμενη στον άνδρα της 18ης Ιουνίου: «Δυνάμει της εντολής που μου έδωσε ο λαός και της εθνικής νομιμοποίησης που Ενσαρκώνω εδώ και είκοσι χρόνια[21]». Τα δύο όμως αυτά καθεστώτα της απόφασης θέτουν δύο μείζονα ζητήματα: της σχέσης του Ντε Γκωλ με την δικτατορία και την δημοκρατία.

 

Η γκωλική αντίληψη για την δικτατορία μέσα από την εξουσία εξαίρεσης

Τέλος, είναι θεμελιώδες να προσέξουμε το γεγονός ότι ανάμεσα σε αυτά τα δύο καθεστώτα αποκλειστικά νομιμοποιημένο—ανόμιμο (1940-1944), έπειτα νομιμοποιημένο—νόμιμο μέσα από την επάνοδο της κρατικής κυριαρχίας (1944-1946), χρειάσθηκαν έξι χρόνια γκωλικής δικτατορίας, εξού και ο εξαιρετικός χαρακτήρας της νομιμοποιημένης ανόμιμης εξουσίας που ασκήθηκε μέχρι την Απελευθέρωση. Στο φως του Διαγγέλματος του στρατηγού Ντε Γκωλ του 1952[22], η νομιμοποίηση της δικτατορίας σε εξαιρετική κατάσταση δείχνει ότι αυτή δεν μπορεί ωστόσο να ταυτίζεται με αυτόν τον τύπο άσκησης της εξουσίας, καθώς επίσης και ότι η απόφαση δεν εντάσσεται αποκλειστικά στην ανόμιμη εξουσία [pouvoir alégal].

Συνεπώς, με την επανάρθρωση της νομιμοποίησης με την νομιμότητα, η δικτατορία δεν είναι πλέον αναγκαία, αλλά ούτε αυτό όμως σημαίνει ότι στο εσωτερικό της νομιμότητας δεν είναι παρόν ένα δικτατορικό στοιχείο μέσω της νόμιμης δυνατότητας της εξουσίας εξαίρεσης[23]. Δικαιούμαστε άρα να σκεφτούμε ότι η Πέμπτη Δημοκρατία είναι ένα Σύνταγμα όπου η νομιμότητα είναι στην υπηρεσία της νομιμοποίησης και ανταποδοτικά η νομιμοποίηση δεν υπάρχει παρά μέσα από την συνταγματική νομιμότητα. Οι συζητήσεις και οι πολλαπλές αντιπαραθέσεις στο Δημοψήφισμα του 1962 για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας   με άμεση καθολική ψηφοφορία[24] αποτελούν ως προς αυτό έναν ισχυρό αποκαλυπτικό δείκτη[25]. Αυτή η στενή άρθρωση ανάμεσα στην νομιμοποίηση και την νομιμότητα επερωτά την γκωλική αντίληψη περί δημοκρατίας, όπου η πρακτική του Δημοψηφίσματος είναι στο κέντρο αυτής της επερώτησης.

 

Η γκωλική αντίληψη για την δημοκρατία μέσα από το δημοψήφισμα

Από εδώ, προκύπτει κατά συνέπεια μία ειδικά γκωλική αντίληψη για την δημοκρατία μέσα από την τακτή πρακτική του Δημοψηφίσματος. Σε σχέση με αποφάσεις υψηλής σημασίας για το μέλλον του έθνους, ο λαός πρέπει να ακούγεται και η γνώμη του να είναι καθοριστική σε τελευταία ανάλυση. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι αν η κρατική κυριαρχία είναι εγγυημένη από τον «Ηγέτη» της (« οδηγητή της Γαλλίας, κλειδί των θεσμών, ο οποίος καθιέρωσε το Δημοψήφισμα που επιτρέπει στον Πρόεδρο να υποβάλλει στην χώρα ό,τι μπορεί να είναι ουσιώδες»[26]), αυτή δεν διαχωρίζεται από την κυριαρχία του λαού της οποίας ο αρχηγός του κράτους είναι ταυτοχρόνως επίσης ο εγγυητής. Επομένως, είναι όχι τόσο δύο νομιμοποιήσεις, αλλά οι δύο όψεις μίας και της αυτής νομιμοποίησης που έχει κανονιστική αξία για την απόφαση, και πολύ περισσότερο στις εξαιρετικές περιστάσεις, όπως αυτές που γνώρισε η Γαλλία το 1940 και το 1958. Άρα, η γκωλική αντίληψη της κυρίαρχης απόφασης του κράτους πρέπει να είναι σε αρμονία με την βούληση του λαού.

Από εδώ απορρέει η αποφασιστική σημασία του Δημοψηφίσματος ώστε η κρατική κυριαρχία να μην κλείνεται στον περιορισμένο κύκλο του κοινοβουλευτικού ελέγχου[27]. Από αυτήν την άποψη, η ομιλία στο Μπαγιέ είναι ένας πραγματικά προγραμματικός λόγος για την γκωλική αντίληψη της διάκρισης των τριών εξουσιών που επικυρώνει την εγγύηση της κυρίαρχης απόφασης της εκτελεστικής εξουσίας[28] σε «συμμαχία» με τον άμεσα συμβουλευόμενο λαό. Αντίθετα από το ό,τι έχει προσαφθεί στον στρατηγό Ντε Γκωλ, «η κλήση στον λαό» δια της οδού του δημοψηφίσματος δεν ήταν τόσο δημοψηφισματική, έστω και αν το πρόσωπό του  ως αρχηγού του κράτους μπήκε «στην ζυγαριά», όσο ήταν, ακόμα μια φορά, η έκφραση της κανονιστικής νομιμοποίησης της απόφασής του. Συνεπώς, «το λαϊκό χρίσμα» είναι ένα στοιχείο κλειδί του γκωλικού ορισμού της δημοκρατίας στερεώνοντας την νομιμότητα της απόφασης με την πρακτική του Δημοψηφίσματος.

Έτσι, όλα ξεκινούν από την 18η Ιουνίου 1940 με την κατασκευή της νομιμοποίησης από τον Ντε Γκωλ (την νομιμοποιημένη/ανόμιμη Κλήση στον Γαλλικό λαό) και όλα έτσι τελειώνουν στις 27 Απριλίου 1969 με την απόρριψη της νομιμοποίησής του (την νομιμοποιημένη Κλήση μέσα στην συνταγματική νομιμότητα[29]). Συνεπής με την περί απόφασης αντίληψή του, για την εξουσία εξαίρεσης, την δημοκρατία και την νομιμοποίηση, ο Πρόεδρος Σαρλ Ντε Γκωλ παραιτείται. Παρ’ ότι διαθέτει ισχυρή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο από τις εθνικές εκλογές του 1968, η νομιμότητα της εξουσίας του μέσω του κοινοβουλευτικού δρόμου δεν επαρκεί στον Πρόεδρο Ντε Γκωλ: «αν αποδοκιμασθώ από την πλειοψηφία σας…». Δεν μπορεί να υπάρχει δυσαρμονία ανάμεσα στην βούληση του λαού με αυτήν του αρχηγού του κράτους[30]. Είναι αυτή η «πρώτη» αντίληψη για την Πέμπτη Δημοκρατία που έχει χαθεί, ενώ ο θεμελιώδης λόγος ύπαρξής της είναι η συμφιλίωση ανάμεσα στην νομιμοποίηση και την νομιμότητα εισάγοντας την εξαίρεση και την νομιμοποίηση στην συνταγματική νόρμα στο όνομα της πρωτοκαθεδρίας της πολιτικής απόφασης (άρθρο 16 για την εξουσία εξαίρεσης και δημοψηφισματική πρακτική για την νομιμοποίηση).

Είναι ένα δεδομένο θέμα της πολιτικής σκέψης του Ντε Γκωλ, χωρίς την πρωτοκαθεδρία της απόφασης, η κρατική κυριαρχία θα ετίθετο σε κίνδυνο, και θα προκαλούσε τον κίνδυνο για το ίδιο το έθνους (διακρατικός πόλεμος το 1940 και απειλή εμφυλίου πολέμου το 1958)! Ωστόσο, ο γκωλικός ντεσιζιονισμός είναι ασύμβατος με τις συνταγματικές αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας; Τίποτα δεν είναι λιγότερο βέβαιο, αν τον κρίνουμε με την θεωρία του προνομίου στον Τζον Λοκ.

 

Ο ντεσιζιονισμός και η γκωλική πρακτική της εξουσίας εξαίρεσης: μία σύγκλιση οπτικής με την θεωρία του προνομίου του φιλελεύθερου φιλόσοφου Τζων Λοκ 

Όπως υπογραμμίσαμε στην αρχή αυτής της μελέτης, ο Σαρλ Ντε Γκωλ είναι ο κληρονόμος των οργανωτικών εννοιών της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας, όπως μαρτυρά κεντρικά η έννοια της κρατικής κυριαρχίας και η έννοια της κυριαρχίας του λαού[31], οι δυο τους πρέπει να βαδίζουν χέρι χέρι στο πνεύμα του. Πράγμα το οποίο αναδείχθηκε με την τακτή πρακτική του δημοψηφίσματος για ορισμένα θέματα[32]. Πρόκειται για κεφαλαιώδες σημείο που διαχωρίζει την γκωλική σκέψη από αυτήν του Καρλ Σμιτ για τον οποίο θα αποσαφηνίσουμε κάποια πράγματα για να δούμε τι τους ενώνει και τι τους χωρίζει. Καταρχάς, όμως, αφού η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι το πολιτικό καθεστώς στο οποίο εκτυλίχθηκε η δράση του στρατηγού Ντε Γκωλ, νομίζουμε ότι είναι καταλληλότερο να στρέψουμε την προσοχή στην θεωρία του προνομίου με σκοπό το «δημόσιο καλό» του φιλελεύθερου Τζων Λοκ στην Δεύτερη Πραγματεία περί της κυβερνήσεως:

« Η εξουσία του δράν με διακριτική ευχέρεια για το κοινό καλό, χωρίς να το ορίζει ο νόμος, και ενίοτε εναντίον του, είναι ό,τι αποκαλείται προνόμιο. Πράγματι, σε ορισμένα κυβερνητικά συστήματα, η νομοθετική εξουσία δεν είναι πάντα υπαρκτή, και είναι γενικά υπερβολικά πολυάριθμη, και κατά συνέπεια υπερβολικά δυσκίνητη, για την αναγκαία αποστολή προς εκτέλεση.»[33] Το κεφάλαιο για το προνόμιο είναι άκρως ενδιαφέρον γιατί καταρρίπτει μία προκατάληψη για την φιλελεύθερη σκέψη, και αυτό από την θεμελίωσή της. Βέβαια, ο Λοκ δεν απαρνείται την υπεροχή του νόμου, αλλά ούτε και την απολυτοποιεί. Και είναι επειδή υπερασπίζεται αυτήν την υπεροχή που απαρνήθηκε κάθε θεωρία της κρατικής κυριαρχίας, υπερασπιζόμενος ταυτόχρονα μία ισχυρή εκτελεστική εξουσία σε σημείο που να θεωρητικοποιεί μία ήδη αρκετά γνωστή πρακτική της αγγλικής μοναρχίας, δηλαδή το προνόμιο. Επομένως, από την αφετηρία της, η φιλελεύθερη πολιτική φιλοσοφία δεν έχει την αφέλεια να πιστεύει ότι μπορούμε να εκδιώξουμε την κρατική κυριαρχία χωρίς να βρούμε ένα υποκατάστατο στην θέση της, συνεπές στην προτεραιότητα του νόμου, ώστε ακόμα καλύτερα να αποσοβήσει τις ενδεχόμενες αδυναμίες του.

Έτσι, η λοκιανή θεωρία της νομοθετικής εξουσίας έχει για λογική συνέχεια αυτήν της εκτελεστικής εξουσίας, οι δύο εξουσίες έχουσες ως τελικότητα «το κοινό καλό». Το μεγάλο παράδοξο της φιλελεύθερης πολιτικής φιλοσοφίας (κάτι που δεν είδε ο Σμιτ) είναι ότι αυτή έχει ανάγκη, για τον Λοκ, να διασφαλίσει την διαιώνιση των αρχών της μέσα από μία εξουσία εξαίρεσης εξω-νόμιμη. «Υπάρχει, επομένως, ένα εύρος που αφήνεται στην εκτελεστική εξουσία, για να κάνει πολλά πράγματα της επιλογής της, για τα οποία οι νόμοι δεν ορίζουν τίποτα[34]».

Ο Ντε Γκωλ είχε διαβάσει Λόκ; Πιθανώς όχι. Και όμως ακολουθεί τον συλλογισμό του όταν εισάγει το άρθρο 16 του Συντάγματος της Πέμπτης Δημοκρατίας, στο οποίο μπορούμε να διαβάσουμε ότι «Το Κοινοβούλιο συνέρχεται αυτοδικαίως» και ότι «Το εθνικό Κοινοβούλιο δεν μπορεί να διαλυθεί στην διάρκεια της άσκησης εξαιρετικών εξουσιών». Συνεπώς, το πρόβλημα δεν είναι να αμφισβητηθεί η νομοθετική εξουσία, αλλά να παρακαμφθεί (αυτό είναι το προεδρικό «προνόμιο») για μία καθορισμένη περίοδο ώστε να προστατευθούν «οι θεσμοί της Δημοκρατίας, η ανεξαρτησία του έθνους». Με την μέθοδο της παράκαμψης και σε δύο διαφορετικές εποχές,  ο φιλελεύθερος Λοκ και ο «κυριαρχιστής» Ντε Γκωλ έχουν την κοινή μέριμνα να μην φυλακίσουν ποτέ την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας στα αυστηρά όρια της νομοθετικής εξουσίας.

Αυτή όμως η a priori εντυπωσιακή σύγκλιση εξηγείται από το γεγονός ότι για τον Λοκ η μοναρχία έχει ακόμα πραγματικό συνταγματικό βάρος που δεν της αποδιδόταν, ενώ ο Ντε Γκωλλ διέθετε μία Δημοκρατία της οποίας ο Πρόεδρος και η κυβέρνηση είναι στα χέρια του κοινοβουλίου… Κατά συνέπεια, με την μέριμνά του να πλαισιώσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία, η πολιτική φιλοσοφία του στρατηγού Ντε Γκωλ εντάσσεται τόσο σε αυτήν του πρωτο-φιλελευθερισμού που επεξεργάσθηκε ο Λοκ όσο και στην κληρονομιά της σκέψης της κυριαρχίας που βαίνει από τον Χομπς στον Ρουσσώ. Επομένως, η μετωπική κριτική που ο Ντε Γκωλ απευθύνει στην γαλλική πολιτική και συνταγματική κουλτούρα της Τρίτης και Τέταρτης Δημοκρατίας δεν ταυτίζεται με την κριτική του πολιτικού φιλελευθερισμού, ειδικότερα αυτόν της ιδρυτικής του πράξης του Λοκ.

Αυτό είναι ιδιαίτερα σαφές στην περίπτωση της θεωρίας του προνομίου της εκτελεστικής εξουσίας. Εξαιρουμένης της πρακτικής του δημοψηφίσματος, ασύμβατης με τον αγγλικό κοινοβουλευτισμό, ο συγγραφέας του Δύο Πραγματείες πιθανώς δεν θα τρόμαζε από την γκωλική πρακτική της εξουσίας εξαίρεσης, τουλάχιστον αν αυτή δεν συγκρουόταν με την νομιμότητα της συνταγματικής νόρμας. Ωστόσο, οι γκωλικές έννοιες της απόφασης, της δημοκρατίας και της νομιμοποίησης δεν βρίσκονται εξίσου σε διανοητική συγγένεια με αυτές του Καρλ Σμιτ;

 

Απόφαση, εξουσία εξαίρεσης, δημοκρατία, νομιμοποίηση έχουν την ίδια σημασία στον Ντε Γκωλ και τον Σμιτ;

Στο ερώτημα αυτό, θα άξιζε να αφιερωθεί ένα άρθρο. Εδώ, περιοριζόμαστε να σημειώσουμε εννοιολογικές ομοιότητες ανάμεσα στον Ντε Γκωλ και τον Σμιτ, ομοιότητες δεν σημαίνει σχέσεις ισοδυναμίας, αλλά λειτουργικής αναλογίας. Υπενθυμίζουμε, όπως αναφέραμε στην πρώτη μας παράγραφο, ότι οι έννοιες της απόφασης, της εξουσίας εξαίρεσης[35], της δημοκρατίας και της νομιμοποίησης είναι το προϊόν μακράς φιλοσοφικο-πολιτικής, νομικής και εκκλησιαστικής κληρονομιάς εντός της οποίας εγγράφονται ο στρατηγός Ντε Γκωλ και ο Καρλ Σμιτ. Για τον πρώτο, η πρωτοτυπία του συνίσταται στο γεγονός ότι είναι ο αρχιμάστοράς της στην Γαλλία του 20ού αιώνα, εκκινώντας από έναν ορίζοντα στρατιωτικής δράσης ο οποίος δεν ριζώνει σε έναν νομικό φορμαλισμό, αλλά στην συγκεκριμένη ιστορία της Γαλλίας. Για τον δεύτερο, αυτή η κληρονομιά (Μποντέν, Χομπς[36]) εγγράφεται σε έναν ορίζοντα νομικο-πολιτικού στοχασμού παίρνοντας ταυτόχρονα αποστάσεις από τις συμβολαιακές αντιλήψεις της κυριαρχίας[37]. Η ντεσιζιονιστική του θεωρία για την κυριαρχία ως εξουσία εξαίρεσης αποτελεί τον προσδιοριστικό δείκτη της ανεξαρτησίας του σε σχέση με τα θεμέλια της σύγχρονης πολιτικής. Συνεπώς, ο στρατηγός-πολιτικός άνδρας και ο νομικός-δημοσιολόγος προβαίνουν σε ένα δικαίωμα απογραφής της ίδιας κληρονομιάς, αλλά σύμφωνα με τονισμούς που προσιδιάζουν σε ένα άνθρωπο της δράσης και σε έναν καθηγητή. Επιπλέον, έχοντας βιώσει την ίδια εμπειρία των δύο παγκοσμίων πολέμων σε διαφορετικά στρατόπεδα, κάνουν μία αποκλίνουσα χρήση των εννοιολογικών ομοιοτήτων τους. Είτε είναι στην υπηρεσία της Γαλλίας είτε της Γερμανίας, το πραγματικό διακύβευμα είναι να απαντήσουν στις προκλήσεις του παρόντος καιρού σφραγισμένου από κρίσεις και πολέμους.

Αν έχουν ως κοινά χαρακτηριστικά ότι σκέφτονται ως προς τις καταστάσεις (το γκωλικό δόγμα των περιστάσεων και ο Σμιτιανός οκαζιοναλισμός), η σκέψη του πρώτου προσδιορίζεται από την δράση του, αυτή του δεύτερου είναι η σκέψη ενός πανεπιστημιακού ο οποίος περιορίζεται να συμβουλεύει αλλά ποτέ να δρα μόνος του. Για όλους αυτούς τους λόγους, θα ήταν εσφαλμένο να καταστήσουμε ισοδύναμη μία χρήση εννοιών οι οποίες παρ’ όλα αυτά είναι κοινές[38].

Αν αυτή η χρήση επέτρεψε στον στρατηγό Ντε Γκωλ να απελευθερώσει την Γαλλία από το χάος και να της δώσει σταθερούς θεσμούς, για τον Σμιτ, η κατάσταση είναι αντίστροφη, οι ίδιες έννοιες που έπρεπε να επιτρέψουν να σταθεροποιηθεί η Δημοκρατία της Βαϊμάρης στην συνέχεια εξυπηρέτησαν να νομιμοποιηθεί το εθνικο-σοσιαλιστικό καθεστώς[39]. Αυτές όμως οι προφυλακτικές παρατηρήσεις, απαραίτητες για να μην υποχωρήσουμε σε μία σχέση λειτουργικής ισοδυναμίας, είναι εξίσου απαραίτητες για να αποφύγουμε έναν ιδεολογικό κατακερματισμό των ίδιων αυτών εννοιών. Απόφαση, εξουσία εξαίρεσης, δημοκρατία, νομιμοποίηση δεν έχουν ηθικό χαρακτηρισμό. Κατά συνέπεια, μπορούν να υπηρετήσουν τις καλύτερες όπως και τις χειρότερες υποθέσεις. Ανάμεσα σε πλαστή σχέση ισοδυναμίας και ιδεολογικό κατακερματισμό, πρέπει να αφήσουμε θέση σε μία λειτουργική αναλογία, πόσω μάλλον που τόσο οι στοχαστές όσο και οι δρώντες δεν είναι ποτέ οι ιδιοκτήτες της σκέψης τους και της δράσης τους. Αυτή η αναλογική λειτουργία έχει μία πολύ σημαντική συνέπεια. Οι τέσσερις έννοιες που μας ενδιαφέρουν δεν είναι προορισμένες να δικαιολογήσουν το οποιοδήποτε ολοκληρωτικό σύστημα. Ακόμα σημαντικότερο, διασαφηνίζουν ό,τι δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο στοχασμού στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Είναι ο λόγος για τον οποίον η νομική σκέψη του δημοσιολόγου Σμιτ φωτίζει θεωρητικά την πολιτική πρακτική του στρατιωτικού Ντε Γκωλ. Κινητοποιούμενος από την δράση, του ήταν πιο δύσκολο να ορίσει μία νομική και πολιτική τυπολογία. Αντιστρόφως, η πολιτική σκέψη του Ντε Γκωλ, αντιμέτωπη με την σκληρή πραγματικότητα[40] δεν αφήνεται να φυλακίσει την φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως ο Σμιτ, σε μία αυταρχική απάντηση, για να μην πούμε σε αυτήν του stato totalitario[41]. Το τονίσαμε επαρκώς σε ό,τι αφορά την σχέση του Ντε Γκωλ με την δικτατορία και την δημοκρατία. Η πρώτη πρέπει να παραμείνει μία εξουσία εξαίρεσης ώστε να μην αποσυντεθεί σε τυραννία. Η δεύτερη πρέπει να παίρνει υπόψη της την βούληση του λαού (Δημοψήφισμα), ώστε να μην καταστεί αιχμάλωτη της υποταγής στον ηγέτη: η δημοκρατία με δημοψηφίσματα δεν είναι η δημοψηφισματική δημοκρατία. Ο διαφοροποιημένος χειρισμός τους από τον Ντε Γκωλ και τον Σμιτ δείχνει πόσο αδύνατη είναι κάθε σχέση λειτουργικής ισοδυναμίας αυτών των εννοιών. Αντίθετα, υπάρχουν αναντίρρητες αναλογίες από το ίδιο το γεγονός ότι και ο ένας και ο άλλος αρδεύουν από τις ίδιες έννοιες για να κατανοήσουν την κρατική κυριαρχία: κεντρικότητα της απόφασης και της εξουσίας εξαίρεσης[42], στο φόντο μιας τραγικής αντίληψης της ιστορίας[43]. Τα δύο τελευταία σημεία εξηγούν γιατί τόσο ο στρατιωτικός όσο και ο νομικός αντιλαμβάνονται την πολιτική δράση ως συλλογικό υπαρξισμό. Από εδώ, τέλος, απορρέει μία εγγύτητα στην αντίληψή τους για την νομιμοποίηση ριζωμένη στην ιστορία. Αν η πολιτική δράση δεν μπορεί να αποσπαστεί από την σχέση της με τον χρόνο της ιστορίας, ανταποδοτικά η νομιμοποίηση δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την απόφαση και την εξουσία εξαίρεσης[44]. Είναι η απόφαση που προσδίδει στην στρατιωτική και πολιτική δράση την νομιμοποίησή τους, ιδιαίτερα σε καταστάσεις κρίσης όπου η νόμιμη εξουσία (αυτή που φαινομενικά ήταν το «γαλλικό κράτος» του Βισύ) δεν είναι πλέον σε θέση να απαντά στην απαραίτητη ικανότητα για απόφαση (Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης). Οι τρεις τύποι νομικής σκέψης που αναπτύχθηκαν από τον ρηνανό νομικό: ο ντεσιζιονισμός (αδιαχώριστος από την εξουσία εξαίρεσης[45]), ο θεσμισμός (αδιαχώριστος από τον ντεσιζιονισμό[46]) και η συγκεκριμένη τάξη[47] είναι τα κριτήρια που επιτρέπουν να αναδειχθεί μία αναλογία σκέψης ανάμεσα στον Ντε Γκωλ και τον Σμιτ. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος έχουν μία θεσμιστική αντίληψη για την οργάνωση της πολιτικής ζωής με στόχους την απόφαση και την άρθρωση της νομιμότητας με την νομιμοποίηση. Όταν ο Ντε Γκωλ θεμελιώνει την Πέμπτη Δημοκρατία, αυτή ανταποκρίνεται με Σμιτιανούς όρους στην συγκεκριμένη κατάσταση που ονειρευόταν από την Απελευθέρωση. Οι αναλογίες όμως αυτές δείχνουν, ακόμα μία φορά, ότι δεν μπορεί να υπάρχει καμμία σχέση ισοδυναμίας. Το σημαντικότερο παράδειγμα είναι η σχέση με τον κοινοβουλευτισμό[48]. Ο Ντε Γκωλ δεν οδηγείται στα ίδια συμπεράσματα με τον Σμιτ για την κριτική του φιλελεύθερου κοινοβουλευτικού συστήματος. Γι’ αυτόν, το θέμα δεν είναι να τον καταργήσει αλλά να τον παρακάμψει ή να τον ουδετεροποιήσει, όταν επιβάλλεται η λήψη υψηλής σημασίας απόφασης, από εδώ απορρέει η πρακτική του δημοψηφίσματος[49].

Ούτε επίσης πρέπει να ξεχνάμε ένα άλλο στοιχείο που ενώνει τον Στρατηγό με τον Ρηνανό νομικό, δηλαδή την Καθολική τους κουλτούρα. Αν για τον πρώτο, είναι πολύ δύσκολο να αξιολογήσουμε την επιρροή της στις πολιτικές του αντιλήψεις, αυτή δεν είναι λιγότερο παρούσα λόγω της πατριωτικής καθολικής του εκπαίδευσης[50] και του νοήματος της ιεραρχίας που αυτός ασπάζεται[51]. Αν είναι άχρηστο να αναζητά κανείς στον Ντε Γκωλ και την παραμικρή μνεία της φράσης «πολιτική θεολογία»[52]», η επιρροή του Σαρλ Πεγκύ μας κάνει να σκεφτούμε ότι υφίσταται ένας «γκωλικός μυστικισμός»[53] της πολιτικής δράσης, που εμβαθύνεται και από την πλευρά της φιλοσοφίας του Ανρί Μπερξόν[54].  Η κοινή καθολική τους κουλτούρα, είναι τέτοιας φύσεως που φέρει στην επιφάνεια μία άλλη αναλογία ανάμεσα στον Ντε Γκωλ και τον Σμιτ. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος δεν σκέφτονται το πολιτικό ανεξάρτητα από την καθολική θρησκευτική αναφορά, ενώ ταυτοχρόνως ασπάζονται τις εγκόσμιες νόρμες του καιρού τους[55]. Ό,τι όμως είναι υπονοούμενο στον Ντε Γκωλ είναι ρητό στον Σμιτ. Από εδώ απορρέει και η κομβική έννοια πολιτική θεολογία, ευρέως εμπνευσμένη από τον Ντονόζο Κορτές (Donoso Cortés), ο οποίος εκπροσωπεί για τον νομικό ό,τι οι Πεγκύ και Μπερξόν για τον Ντε Γκωλ. Αν γι’ αυτόν τον τελευταίο, η φράση πολιτική θεολογία δεν είχε κανένα νόημα, αυτός εκλάμβανε, παρ’ όλα αυτά, την πολιτική δράση ως σχετιζόμενη με μία ενέργεια που έρχεται από πιο πάνω από τον εαυτό της, ώστε να έχει κάποιο νόημα: την ιστορία, την πατρίδα, την ελπίδα… ένα μυστικό, αλλά σε αυτό το επίπεδο οι έννοιες ξεπερνώνται καθ’ εαυτές…

Αλλά μια τόσο απαιτητική αντίληψη για την κυριαρχία είναι συμβατή με ό,τι έχει γίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση;

 

Απόφαση, εξουσία εξαίρεσης, δημοκρατία, νομιμοποίηση: Η αμοιβαία πρόκληση των τεσσάρων εννοιών κλειδιά της γκωλικής πολιτικής φιλοσοφίας του κράτους και του σχεδίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Από τα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο Ντε Γκωλ, παρ’ όλα αυτά, πίστευε σε αυτήν σε σημείο που ήδη να μιλά για μία «Δυτική Ευρωπαϊκή Ένωση» ή για μία «Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία»[56] στην διάρκεια της Τέταρτης Δημοκρατίας. Η συμβατότητα ανάμεσα στην γκωλική αντίληψη της πολιτικής δράσης και το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μας οδηγούσε πάρα πολύ μακριά για να το απαντήσουμε εδώ με ακρίβεια. Συνεπώς, περιοριζόμαστε στο να δείξουμε τα διακυβεύματά της. Η συμβατότητα είναι αναμφίβολη αν το ευρωπαϊκό σχέδιο συνίσταται σε μία συνομοσπονδιακή ένωση κυρίαρχων κρατών που συνεργάζονται μεταξύ τους[57]. Από αυτήν την άποψη, η συνεννόηση ανάμεσα στον Πρόεδρο Ντε Γκωλ και τον Καγκελάριο Αντενάουερ έπαιξε μεγάλο ρόλο. Αντίθετα, η ασυμβατότητα έγινε ολική από την στιγμή που η Ευρώπη πήρε μία υπερεθνική στροφή μετά την αποτυχία του σχεδίου Φουσέ (Fouchet) το 1962. Είναι όλη η γραμματική της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας από τον 18ο αιώνα και της οποίας, ακόμα μία φορά, ο στρατηγός Ντε Γκωλ είναι ο κληρονόμος χωρίς να της είναι και αιχμάλωτος. Σε αυτήν την δυσκολία προστίθεται ο κεντρικός μηχανισμός που κατέχουν στην πολιτική φιλοσοφία του στρατηγού Ντε Γκωλ οι τέσσερις έννοιες που προσπαθήσαμε να φωτίσουμε. Εξάλλου, «η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση» θέλει να είναι «κυβέρνηση» με την κλασική έννοια του όρου; Μπορεί επίσης να εξελιχθεί σε κυβέρνηση και τα κυρίαρχα κράτη να συγκατατεθούν; Τόσα ερωτήματα που τα αφήνουμε αναπάντητα. Απλώς, είναι διαυγές να θεωρήσουμε ότι για να διατηρηθεί η αποτελεσματικότητα της απόφασης, μέχρι του να ενσωματώνει το σενάριο των κρισιακών καταστάσεων, που υποχρεώνουν στην άσκηση εξουσίας εξαίρεσης, οι έννοιες αυτές αφορούν απολύτως την διαιώνιση του κυρίαρχου κράτους, δεν χωρούν στα πλαίσια μιας υπερεθνικού τύπου Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα κράτος είναι αναπόφευκτα κυρίαρχο, αλλιώς δεν είναι πλέον κράτος και μία κυριαρχία που δεν θα εδράζεται στην νομικο-συνταγματική οντότητα ενός κράτους είναι αντίφαση εν όροις. Διαφορετική είναι η περίπτωση της έννοιας της νομιμοποίησης η οποία θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο σκέψης στην κλίμακα ενός πολιτισμικού συνόλου που έχει την φιλοδοξία να αποκτήσει πολιτική μορφή. Αυτά τα τρομακτικά δύσκολα προβλήματα χρειάζεται να παραμείνουν ανοικτά. Εδώ, ας κρατήσουμε ότι αυτές οι τέσσερις έννοιες κλειδιά της πολιτικής φιλοσοφίας του στρατηγού Ντε Γκωλ επερωτούν εκ βάθρων την φύση του πολιτικού. Είναι μέσα από αυτήν την αμοιβαία πρόκληση που μπορεί να είναι συμβατή μία Ευρωπαϊκή Ένωση με αυτές τις τέσσερις έννοιες κλειδιά της γκωλικής πολιτικής φιλοσοφίας του κράτους.

 

Συμπέρασμα

Αν ο στρατηγός Ντε Γκωλ δεν χρεώνεται με την διανοητική και ηθική δυσφήμηση του Καρλ Σμιτ, ωστόσο και αυτός κατηγορήθηκε ότι θέλει να προάγει μία αυταρχική αντίληψη της δημοκρατίας[58]. Σε αυτούς τους καιρούς όπου οι φιλελεύθερες δημοκρατίες όλο και περισσότερο ταυτίζονται με την υπεράσπιση «των δικαιωμάτων», η κατηγορία αυτή ενισχύεται. Παρ’ όλα αυτά, στο φως της ταπείνωσης του 1940 και της κρίσης του 1958, είναι αντιθέτως μία ενίσχυση της δημοκρατίας που ήθελε ο θεμελιωτής της Πέμπτης Δημοκρατίας με την μεσολάβηση μιας εκτελεστικής δημοκρατίας. Έτσι, η πολιτική φιλοσοφία του στρατηγού Ντε Γκωλ φαίνεται να είναι συγγενής με το δόγμα του προνομίου της εκτελεστικής εξουσίας του Τζών Λοκ. Οι έννοιες που προωθεί προέρχονται στην πραγματικότητα από τον μακρό χρόνο της ευρωπαϊκής ιστορίας. Αν παρουσιάζει αναντίρρητες ομοιότητες με την πολιτική σκέψη του Καρλ Σμιτ, απομακρύνεται από αυτήν και λόγω της άρνησής του να αποδεχθεί έναν δημοκρατικό καισαρισμό. «Ο γκωλλισμός» είναι στην πραγματικότητα ένας πολιτικός βολονταρισμός ικανός να συνδυάζει διαβούλευση και ικανότητα απόφασης σε καιρό κρίσης, πράγμα που καθιστά την πολιτική του φιλοσοφία απόμακρη στις κυρίαρχες ιδεολογικές διαιρέσεις αυτού του πρώτου μισού του 21ου αιώνα. Γι’ αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει που η απόφαση και η εξουσία εξαίρεσης μπορούν να ταυτίζονται με τον αυταρχισμό (ανελεύθερη δημοκρατία) ως νόρμα διακυβέρνησης, και που η νομιμοποίηση γίνεται πλέον αντικείμενο επίκλησης χωρίς καμμία δραστικότητα[59].

Με αυτές τις κατηγορίες της πολιτικής σκέψης και δράσης, η εξαιρετική πολιτική προσωπικότητα του στρατηγού Ντε Γκωλ δεν ανήκει ούτε στην παρωχημένη εποχή του εγελιανού Μεγάλου Ανδρός. Αντίθετα, ο φαινομενικός αναχρονισμός του φωτίζει τους λόγους για τους οποίους οι φιλελεύθερες δημοκρατίες υποφέρουν από μία μεγάλη απώλεια σημασιοδότησης. Το να επανεπιθεωρήσουμε στο φως των σημερινών προκλήσεων τον ντεσιζιονισμό, την πρακτική της εξουσίας εξαίρεσης, την δημοκρατία με δημοψηφίσματα και την νομιμοποίηση είναι τόσο απαραίτητες έννοιες ώστε η διακυβέρνηση των ανθρώπων να μην αποσυντεθεί σε απλή νόμιμη εξουσία, αδυνατισμένη και ανίκανη να αντιμετωπίσει τις κρίσεις[60]! Δεν πρόκειται, ούτε λίγο ούτε πολύ, παρά για την επιστροφή στις πηγές της γκωλικής Δημοκρατίας. Πράγμα το οποίο πιθανώς επίσης σημαίνει ότι πρέπει να επερωτήσουμε εκ νέου την πολιτική φύση του ευρωπαϊκού σχεδίου.

μετάφραση: Ανδρέας Πανταζόπουλος

 

[1] Για τον Ζακ Μπαινβίλ, η ιστορία της Γαλλίας είναι μια εναλλαγή μεταξύ αποσύνθεσης και ανασύνθεσης του κράτους: Jacques Bainville, Histoire de France, συλλ. «Texto», Παρίσι, Tallandier, 2007.

[2] Charles de Gaulle, La discorde chez l’ennemi, Παρίσι, Plon, 1972.

[3] Πολλά κείμενα μαρτυρούν γι’ αυτό, αλλά το σημαντικότερο είναι το τελευταίο κεφάλαιο της Κόψης του ξίφους (Le Fil de l’épée. Le politique et le soldat, Παρίσι, Plon, 1971). Μπορούμε να αναρωτηθούμε αν ο Μαξ Βέμπερ, ο οποίος διέκρινε τον επιστήμονα από τον πολιτικό, θα αποδεχόταν την γκωλική σύμπτωση ανάμεσα στην κλίση του στρατιώτη και αυτήν του πολιτικού. Δεν πρέπει να εντυπωσιάζει που το τελευταίο κεφάλαιο της Κόψης του ξίφους παραπέμπει στη Διχόνοια στον εχθρό (La discorde chez l’ennemi): «Αντίθετα, συνέβη μια στρατιωτική διοίκηση να αποσπάσει τις εξουσίες τους λόγω της αδυναμίας των κυβερνώντων. […] Εξάλλου, το γερμανικό Γενικό Επιτελείο δεν σταματά μεσοστρατίςˑ παίρνει στα χέρια του με όλα τα απαιτούμενα μέσα, νομοθετικά, διοικητικά, διπλωματικά, την απόφαση»: σ. 185-186.

[4] Nicolas Rousselier, La force de gouverner. Le pouvoir exécutif en France, XIXè-XXè siècles, Παρίσι, συλλ. «Nrf essais», Gallimard, 2015.

[5] Charles de Gaulle, Mémoires de guerre III Le salut, 1944-1946, Παρίσι, Plon, 1959.

[6] «Παλιότερα, οι Έλληνες ρωτούσαν τον σοφό Σόλωνα: “ποιο είναι το καλύτερο Σύνταγμα;” Απαντούσε: “Πρώτα πείτε μου για ποιoν λαό και σε ποια εποχή;”»: Discours et Messages, Dans l’attente Février 1946-Avril 1948, Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Μπαγιέ (Bayeux) στις 16 Ιουνίου 1946, Παρίσι, Plon, 1970, σ.10.

[7] Νομίζω ότι εξαιρούνται δύο φιλόσοφοι. Ο Αριστοτέλης που παρατηρούσε τις ανθρώπινες πραγματικότητες κι ενδιαφερόταν γι’ αυτές. Και ο Τζον Λοκ, λόγω του στρατευμένου χαρακτήρα της πολιτικής φιλοσοφίας του και του συντονιστικού της ρόλου στη θεσμική ιστορία της Αγγλίας.

[8] Ας μη λησμονούμε τους επιδραστικούς ρόλους των Σαρλ Πεγκύ και Ανρί Μπερξόν στην πολιτική φιλοσοφία του Ντε Γκωλ, επιρροή στην οποία θα επανέλθουμε στη συγκριτική προσέγγιση του Ντε Γκωλ με τον Σμιτ. Από την πλευρά του, ο Μπερξόν του απέδιδε βαθύ σεβασμό. Αυτός ο θαυμασμός μεταφέρεται από την κυρία Μπερξόν στον Georges Cattaoui: Το 1940, πριν από την καταστροφή, ο σύζυγός μου δεν έπαυε να επαναλαμβάνει: «Ένας μόνον άνθρωπος θα μπορούσε να σώσει τη Γαλλία: ο συνταγματάρχης Ντε Γκωλ». Βλέπε Michel Desvignes, “Bergson et de Gaulle”, στο Charles de Gaulle, υπό την επιμέλεια των Michel Cazenave και Olivier Germain-Thomas, Cahiers de L’Herne, 1985, σ. 252-259 (σ. 252).

[9] Εκτός του Ρουσσώ που ρητά αναφέρεται από τον Alain Larcan. Ο συγγραφέας παραθέτει αυτά τα λόγια του Ντε Γκωλ στη διάρκεια μιας συζήτησης με τον Μαλρώ: «Οι ευαίσθητες ψυχές είχαν πιθανόν διαβάσει πολλά πράγματα για τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, αλλά όχι το Κοινωνικό Συμβόλαιο, το οποίο, παρά το θρύλο του, είναι ένα δυνατό βιβλίο»: Alain Larcan, De Gaulle inventaire. La culture, l’esprit, la foi, Παρίσι, Bartillat, 2003, σ. 192.

[10] Η κλήση της 18ης Ιουνίου είναι «θεμελιωτική» ως προς το ότι δίνει γέννηση στη γκωλική χειρονομία μέχρι την οριστική του αποχώρηση από την εξουσία το 1969. Είναι όμως «αποκαλυπτική» ως προς το ότι επιτρέπει στον στρατηγό Ντε Γκωλ να εφαρμόσει τις στρατιωτικές και πολιτικές του αντιλήψεις που υπερασπιζόταν πριν από τον Ιούνιο του 1940, οι οποίες θα καταλήξουν στη γέννηση της Πέμπτης Δημοκρατίας.

[11] Discours et Messages. “Pendant la guerre Juin 1940-Janvier 1946”, 18 Ιουνίου 1940, σ. 3-4. Είναι η «υπαρξιακή» στιγμή που προηγείται και προϋποθέτει τη νομικο-πολιτική στιγμή. Ο υπαρξιακός χαρακτήρας της απόφασης είναι στην καρδιά της άρθρωσης ανάμεσα στη «νομιμοποίηση» και τη «νομιμότητα». Θα ακολουθήσει την πολιτική δράση του Ντε Γκωλ ώς το 1969. Το τραγικό στοιχείο στον Ντε Γκωλ επαληθεύεται κυρίως στην «πρώτη» θέση που αποδίδει στην απόφαση: βλέπε, Jean-Marie Domenach, “La dimension tragique chez De Gaulle” στο “Actes du colloque organisé par l’Institut Charles de Gaulle” (25-26 Απριλίου 1980), Approches de la philosophie politique du général de Gaulle, Παρίσι, Editions Cujas, 1983, σ. 251-254.

[12] Charles de Gaulle, Mémoires de guerre I L’Appel 1940-1942, Παρίσι, Plon, 1954.

[13] Βλέπε το διάγγελμα της 19ης Ιουνίου «που αποφασίζει ήδη με το έναυσμα μιας αμφισβήτησης της νομιμοποίησης της κυβέρνησης του Μπορντώ και τον αυτοχρισμό του: “έχω συνείδηση ότι μιλώ στο όνομα της Γαλλίας”»: Jean-Louis Crémieux-Brilhac, De Gaulle: l’affirmation d’une légitimité, σ. 300.

[14] Στη διάρκεια αυτών των αποφασιστικών ετών, ο Ντε Γκωλ σφυρηλατεί τη νομιμοποίησή του μέσα από τη δοκιμασία πολλών συγκρούσεων, από τις οποίες συστηματικά βγαίνει νικητής: από την «υπόθεση Muselier» μέχρι την αντιπαλότητά του με τον στρατηγό Ζιρώ. Τόσες και τόσες συγκρούσεις που σκηνοθετούν τη σύγκρουση του Ντε Γκωλ με τον Ρούσβελτ και τον Τσόρτσιλ μέσω των οποίων καταλήγει να επιβάλει τη νομιμοποίησή του: Jean-Luc Barré, Devenir De Gaulle 1939-1943, Παρίσι, Perrin, 2003.

[15] Στο έργο του με τίτλο Mort du général de Gaulle, ο Ζαν Μωριάκ εξηγεί ότι ο Ντε Γκωλ ήταν πολύ αντίθετος στην πρακτική του εορτασμού της επετείου της Κλήσης της 18ης Ιουνίου. Αν η Κλήση είναι αναμφισβήτητα το θεμελιώδες και αποκαλυπτικό γεγονός της νομιμοποίησής του όπως το υπενθυμίζει ακόμα το 1960, αυτός είναι ένας καθοριστικός ρόλος για να μην τη φυλακίζουμε στο status του «ανδρός της 18ης Ιουνίου». Βλέπε την ανασύσταση μιας μακράς συνομιλίας του στρατηγού Ντε Γκωλ στο βιβλίο του Jean Mauriac, Mort du général de Gaulle, Παρίσι, Editions Bernard Grasset, 1972, σ. 76. Το κεντρικό ζήτημα για τον Ντε Γκωλ είναι αυτό της νομιμοποίησης που του προσέδωσε η Κλήση της 18ης Ιουνίου, η οποία θα προσδιορίσει την πολιτική του φιλοσοφία μέχρι την αποτυχία του δημοψηφίσματος της 27ης Απριλίου 1969. Σημαίνοντας αυτή η αποτυχία την απώλεια της νομιμοποίησής του, ο Στρατηγός είχε πολύ δίκιο να μην είναι παρών στο Μον Βαλεριέν στις 18 Ιουνίου 1969: στο ίδιο, σ. 77.

[16] Για τη σχέση του Ντε Γκωλ με τη ρεπουμπλικανική ιστορία στη Γαλλία, βλέπε Lucien Jaume, «L’Etat républicain selon de Gaulle», Commentaire, Παρίσι, 51/1990, σ. 523-532 και 52/1990-1991, σ. 749-755.

[17] Αυτό είναι όλο το νόημα στης δράσης του στρατηγού Ντε Γκωλ ο οποίος εμπόδισε την οικονομική και στρατιωτική διοίκηση της Γαλλίας από την AMGOT (Allied Military Government of Occupied Territories).

[18] Μια διαδήλωση των οπαδών της «Γαλλικής Αλγερίας» είχε συνέπεια τη δημιουργία μιας «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας».

[19] «Υπ’ αυτές τις συνθήκες ανέλαβα προσωπικά την ευθύνη με στόχο να οδηγήσω και πάλι στη σωτηρία της χώρας, του κράτους, της Δημοκρατίας […] Την κυβέρνηση, το χρίσμα, αν θέλετε, θα σας προτείνει να του τα προσφέρετε άμεσα. Θα σας ζητήσει πλήρεις εξουσίες […] για ένα διάστημα έξι μηνών […]: Discours et Messages Avec le Renouveau, Mάιος 1958- Ιούλιος 1962, 1η Ιουνίου 1958, Παρίσι, Plon, 1970, σ. 14. Η εμπιστοσύνη θα του δοθεί με 329 ψήφους έναντι 224.

[20] Από τις 28 Ιουνίου 1940 ώς τις 21 Σεπτεμβρίου 1941 συστάθηκε η κυβέρνηση της Ελεύθερης Γαλλίας, έπειτα αυτή της Μαχόμενης Γαλλίας ώς την 1η Οκτωβρίου 1942, ακολούθησε η δημιουργία της Εθνικής Επιτροπής έως την 30ή Μαΐου 1943 και της Γαλλικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης έως την 30ή Αυγούστου 1944 και, τέλος, η Προσωρινή Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας ώς την 20ή Ιανουαρίου 1946. Από το 1940-1941, ο Ντε Γκωλ έχει κατά νου τη συγκρότηση ενός ισχυρού ρεπουμπλικανικού συντάγματος που θα [το] εκφράσει στη συνέχεια στο Μπαγιέ, μετά την αποχώρησή του από την εξουσία. Για το ζήτημα της επανόδου των νόμιμων θεσμών της Δημοκρατίας, βλέπε Bertrand Renouvin, Vichy, Londres et la France, Παρίσι, Les Editions du Cerf, 2018.

[21] Στο ίδιο, Discours et Messages, 29 Ιανουαρίου 1960, σ. 166.

[22] «Είχα τα μέσα να εγκαθιδρύσω δικτατορία. Θα επρόκειτο για τη δική μου. Πρέπει να ομολογήσω, χωρίς να ζητώ άφεση αμαρτιών, ότι αυτή τη δικτατορία με είχαν αναγκάσει τα γεγονότα να ασκήσω επί σχεδόν έξι χρόνια. Τότε όμως η Γαλλία ήταν φιμωμένηˑ διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνοˑ έχρηζε υπεράσπισης και η σωτηρία της πατρίδας είναι ο υπέρτατος νόμος… Έπρεπε να διατηρήσω αυτή τη δικτατορία; Είπα στον εαυτό μου: “Όχι!”… Δεν πιστεύω στη δικτατορία στη Γαλλία». Διάγγελμα που εκφωνήθηκε στο Σαιν Μωρ το 1952, Discours et Messages, ό.π., σ. 532. Στην αντίληψή του για τη δικτατορία, ο Ντε Γκωλ είναι πολύ ρωμαίος και κοντά στον Ρουσσώ του Κοινωνικού Συμβολαίου ή των Αρχών του Πολιτικού Δικαίου, στο Ecrits politiques, έκδοση, μετάφραση, σχόλια, σημειώσεις, χρονολογία και βιβλιογραφία από τον Gérard Mairet, Παρίσι, συλλ. Le Livre de Poche Classiques de la philosophie. Librairie générale Française, Βιβλίο IV, κεφ. VI: «είναι σημαντικό να ορίσουμε τη διάρκεια  μέσα σε ένα πολύ σύντομο τέλος το οποίο ποτέ δεν θα πρέπει να προεκταθεί [...] περνώντας η πιεστική ανάγκη, η δικτατορία γίνεται τυραννική ή μάταιη», σ. 326 και 328. Βλέπε, τέλος, Jean Bodin, Les six Livres de la République, I, VIII, De la souveraineté. Ο δικτάτορας δεν είναι κυρίαρχος γιατί δεν κατέχει τις σφραγίδες της διάρκειας και της απολυτότητας της εξουσίας. Ο πίνακας όλων των κειμένων του στρατηγού Ντε Γκωλ (εκδ. Plon) ενδείκνυται προς μελέτη για τους όρους ή τις συστηματικές έννοιες της σκέψης του. Ενώ η έκφραση «εξουσία εξαίρεσης» δεν εμφανίζεται, η λέξη δικτατορία είναι παρούσα.

[23] Αυτό είναι το νόημα του άρθρου 16 του Συντάγματος της Πέμπτης Δημοκρατίας.

[24] Discours et Messages, Pour l’effort, Aύγουστος 1962 Δεκέμβριος 1965: «το ερώτημα θα ήταν πολύ διαφορετικό για εκείνους οι οποίοι, μη έχοντας κατ’ ανάγκην λάβει από τα γεγονότα την ίδια σφραγίδα, θα έλθουν ύστερα από εμένα, με τη σειρά, για να πάρουν τη θέση που τώρα εγώ κατέχω»: Discours et Messages, Διάγγελμα της 20ής Σεπτεμβρίου 1962, σ. 23. Σε ένα άλλο διάγγελμα, της 26ης Οκτωβρίου 1962, ο Πρόεδρος Ντε Γκωλ εκφράζει πολύ καθαρά την αντίληψή του για τη δημοκρατία που αντιπαρατίθεται στο καθεστώς των κομμάτων: «Φυσικά, όλα τα τότε κόμματα, για τα οποία τίποτα από όσα συνέβησαν δεν μπόρεσε να γιατρέψει την τύφλωση, θα σας απαιτήσουν να απαντήσετε “Όχι”! Από την πλευρά τους είναι εντελώς φυσικό. Γιατί είναι αλήθεια ότι, σήμερα, η δράση μου στην κεφαλή της Δημοκρατίας, αργότερα αυτή των διαδοχικών Προέδρων […] είναι ασύμβατες με το απόλυτο και καταστρεπτικό βασίλειο των οπαδών»: στο ίδιο, σ. 40-41. Ο Ντε Γκωλ επανέρχεται στον τελευταίο τόμο των Mémoires d’espoir για την εκλογή του αρχηγού του κράτους με καθολική ψηφοφορία. Ο αναγνώστης μπορεί να βρει εδώ έναν στοχασμό του Στρατηγού ο οποίος εκφράζει την ιδεατή θέαση της αντίληψής του για τους δημοκρατικούς θεσμούς και τον ρεαλισμό έναντι των ανθρώπων: « Γιατί, σε καμία εποχή και σε κανένα πεδίο, το όποιο αθεράπευτο ηγετικό έλλειμμα, καθαυτό, δεν μπορεί να αντισταθμισθεί από την αξία του θεσμού. Αλλά, αντιστρόφως, η επιτυχία δεν είναι εφικτή, παρά αν το ταλέντο βρει το εργαλείο του και τίποτα δεν είναι χειρότερο από ένα σύστημα όπου η ποιότητα φθείρεται στην αδυναμία»: Mémoires d’espoir L’effort 1962… Παρίσι, Plon, 1971, σ. 17-18.

[25] Έτσι, ο Πρόεδρος της Γερουσίας Γκαστόν Μονερβίλ κατηγόρησε τον Ντε Γκωλ για κατάχρηση, στη διάρκεια του συνεδρίου του Ριζοσπαστικού Κόμματος στο Βισύ, στις 29 Σεπτεμβρίου 1962.

[26] Discours et Messages, Διάγγελμα της 18ης Οκτωβρίου 1962, ό.π., σ. 35. Για την προσωποποίηση [με την έννοια της ενσάρκωσης] «κατά της προσωπικής εξουσίας», βλέπε Lucien Jaume, LEtat républicain selon de Gaulle, ό.π., σ. 525-527.

[27] «Τίποτα όμως από όσα είπε [ο Ρουσσώ] δεν απαγορεύει να μεταφέρουμε στο πλαίσιο του δημοψηφίσματος τις αρχές που διατύπωσε. Γιατί το δημοψήφισμα αποτελεί προφανώς τη μόνη πρακτική τροπικότητα λειτουργίας της δημοκρατίας στα μεγάλα κράτη»: René Capitant, Ecrits constitutionnels, πρόλογος: Michel Waline, επιλογή κειμένων, χρονολόγηση, βιβλιογραφία και πίνακας: Jean-Pierre Morelou, Παρίσι, Editions du CNRS, 1982, σ. 93.

[28] « Σχετικά με το Κοινοβούλιο, το αποτελούμενο από δύο σώματα που ασκεί τη νομοθετική εξουσία, είναι αυτονόητο ότι η εκτελεστική εξουσία δεν θα μπορεί να κυβερνά, με τον κίνδυνο να καταλήξει σε αυτή τη σύγχυση των εξουσιών στην οποία η κυβέρνηση δεν θα ήταν πλέον τίποτα άλλο παρά άθροισμα αντιπροσωπειών»: Discours et Messages, Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Μπαγιέ, ό.π., σ. 9.

[29] Από εδώ απορρέουν οι μεταγενέστερες εκτροπές. Ξεκινώντας από τον Φρανσουά Μιτεράν, με τη συγκατοίκηση η νομιμότητα έπαψε να συντονίζεται με τη νομιμοποίηση. Ο Πρόεδρος μπορεί να περιορίζεται στο να είναι απλός διαιτητής σε ένα πολιτικό πλαίσιο όπου συνυπάρχουν δύο πολιτικές βουλήσεις: αυτή που εκφράσθηκε για να εκλεγεί ο αρχηγός του κράτους και αυτή που εκφράσθηκε για να εκλεγούν οι βουλευτές. Μετά την αποτυχία του Δημοψηφίσματος του 1969, η Πέμπτη Δημοκρατία δεν θα είναι πλέον εντελώς αυτή του Ντε Γκωλ, θα είναι των διαδόχων του οι οποίοι απολαμβάνουν τη συνταγματική νομιμότητα χωρίς την γεγονική νομιμοποίηση! Εφαρμοζόμενη στους διαδόχους του Ντε Γκωλ, ο ορισμός του Μαξ Βέμπερ για τους διαφορετικούς τύπους νομιμοποίησης αποκαλύπτεται εδώ σε όλη την καταλληλότητά του.

[30] Η πρακτική του δημοψηφίσματος και η απαραμείωτη αφοσίωσή του στην ένωση της κρατικής και της λαϊκής βούλησης συμπλησιάζει τον Ντε Γκωλ στη ρουσσωική άρνηση να αλλοτριωθεί η βούληση της κυριαρχίας του λαού. Ξέρουμε ότι, για τον Ρουσσώ, «η βούληση δεν αντιπροσωπεύεται»: Rousseau, Contrat social, ό.π., Livre III, κεφ. XV, σ. 298.

[31] Βλέπε το άρθρο 3 του Συντάγματος της Πέμπτης Δημοκρατίας το οποίο δεν μιλά ευθέως για κυριαρχία του λαού, αλλά για εθνική κυριαρχία η οποία «ανήκει στο λαό». Ποτέ δεν γίνεται λόγος για «κρατική κυριαρχία», όμως γι’ αυτήν την κυριαρχία πρόκειται. Βλέπε την απάντηση του Ντε Γκωλ στον Περεφίτ: «Βλέπετε, Περεφίτ, αυτή η διπλή επιχείρηση δημοψήφισμα-εκλογές ήταν ευεργετική. Απέδειξε ότι ο λαός ήταν από την πλευρά του κράτους. Ο λαός και το κράτος είναι τώρα κυρίαρχοι»: Alain Peyrefitte, C’était de Gaulle, Παρίσι, Fayard, Editions de Fallois, 1994, T. 1, σ. 441.

[32] Βλέπε το άρθρο 11 του Συντάγματος της Πέμπτης Δημοκρατίας

[33] John Locke, Traité du gouvernement civil, Παρίσι, GF Flammarion, 1984, XIV, σ. 303 [σ.τ.μ. : στην ελληνική μετάφρασή του, Δύο Πραγματείες Περί Κυβερνήσεως, από τον Πασχάλη Κιτρομηλίδη (εκδ. Πόλις, 2010, σ. 216), το απόσπασμα αυτό έχει ως εξής: «Η διακριτική ευχέρεια της άσκησης εξουσίας προς το δημόσιο συμφέρον, χωρίς ρητή διάταξη του νόμου και μερικές φορές ακόμη και παρά τον νόμο, είναι αυτό που αποκαλείται προνομία. Διότι εφόσον σε μερικά πολιτεύματα η νομοθετική εξουσία δεν υφίσταται πάντοτε, και συνήθως είναι ιδιαίτερα πολυπληθής και συνεπώς πολύ αργή για την ταχεία διεκπεραίωση των ζητημάτων…»].

[34] στο ίδιο, σ. 303 [σ.τ.μ.: στην προαναφερθείσα ελληνική μετάφραση, η διατύπωση είναι η ακόλουθη: «[…] Επαφίεται στην εκτελεστική εξουσία να πράττει πολλά πράγματα κατ’ εκλογήν, χωρίς αυτά να καθορίζονται από τους νόμους», σ. 216].

[35] François Saint-Bonnet, L’Etat d’exception , Παρίσι, Puf, 2001.

[36] Carl Schmitt, Théologie politique, μετάφραση από τα γερμανικά και παρουσίαση: Jean-Louis Schlegel, Editions Gallimard, Nrf, 1988, σ. 12, 18.

[37] Αν ο Σμιτ γράφει για τον Χομπς δεν το κάνει παρά για να δικαιολογήσει καλύτερα την ντεσιζιονιστική θεωρία του για την κυριαρχία: Le Leviathan dans la doctrine de l’État de Thomas Hobbes. Sens et échec d’un symbole politique, επίμετρο του 1965: «La Réforme parachevée. Για τις νέες ερμηνείες του Léviathan», μετάφραση: Denis Trierweiler, πρόλογος: Etienne Balibar και επίμετρο του Wolfgang Palaver, μετάφραση: Mira Köller και Dominique Séglard, Παρίσι, Edition du Seuil, συλλ. L’ordre philosophique, 2002.

[38] Η ίδια δυσκολία ισχύει για τον René Capitant. Βλέπε Gwénaël Le Brazidec, René Capitant, Carl Schmitt: crise et réforme du parlementarisme De Weimar à la Cinquième République, πρόλογος: Jacques Chevalier, Παρίσι, L’Harmattan, 1998, σ. 27-34.

[39] Λέγοντας «να σταθεροποιηθεί», δεν πρέπει να καταλαβαίνουμε «να σωθεί» η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Βλέπε επί του λεπτού αυτού θέματος, Olivier Beaud, Les derniers jours de Weimar Carl Schmitt face à l’avènement du nazisme, Παρίσι, Descartes et Cie, 1997. Ούτε ο Σμιτ θέλησε να «σώσει» τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ούτε ο Ντε Γκωλ θέλησε να σώσει την Τρίτη και την Τέταρτη Δημοκρατία. Έπρεπε να θεμελιώσουν μια άλλη!

[40] Όλο το πλεονέκτημα του Ντε Γκωλ σε σχέση με τον Σμιτ είναι ότι ο Ντε Γκωλ είναι άνθρωπος της δράσης που σκέφτεται το αντικείμενό του, ενώ ο Σμιτ είναι ένας στοχαστής ο οποίος εξαρτάται από τη συνάντηση με έναν άνθρωπο της δράσης… Το μαρτυρά η επιστολή που ο Καρλ Σμιτ απευθύνει από το Πλέτενμπεργκ στον φίλο του Ζουλιέν Φρόυντ (Julien Freund) την 1η Μαΐου 1969: «Η παραίτηση του στρατηγού Ντε Γκωλ με άγγιξε σαν χτύπημα της μοίρας που έπεσε σε έναν κοντινό συγγενή μου».

[41] Ο Σμιτ ωστόσο δεν ταυτίζει το ποιοτικό ολικό κράτος ή το stato totalitario με τον φασισμό: Βλέπε Olivier Beaud, Les derniers jours de Weimar, ό.π.,  σ. 65-66.

[42] Εξαίρεση που ο Ντε Γκωλ προσδιορίζει ως δικτατορία για τα χρόνια του πολέμου και ως «εξαιρετικές εξουσίες» στο άρθρο 16 του Συντάγματος της Πέμπτης Δημοκρατίας.

[43] Αν αυτή η τραγική αντίληψη της ιστορίας σφραγίζεται στην πολιτική σκέψη του Σμιτ από τον αυγουστινισμό και το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος, ο Ντε Γκωλ αντλεί περισσότερο από τη σκέψη του Πασκάλ ή ακόμα και του Μπερνανός.

[44] Εντούτοις, η σχέση του Ντε Γκωλ και του Σμιτ με τη νομιμοποίηση μέσα στην ιστορία δεν γίνεται αντικείμενο σκέψης με τον ίδιο τρόπο. Για τον ρηνανό νομικό, η καθολική Εκκλησία παίζει μείζονα ρόλο για μια αυθεντική πολιτική σκέψη, διότι αυτή είναι φορέας του μακρού χρόνου της ιστορίας λόγω του νομικού της δεσμού. Για τον Ντε Γκωλ, η πολιτική δράση είναι νομιμοποιημένη μέσα στην ιστορία της Γαλλίας από την εποχή του Κλοβίς και ενσωματώνει τη Γαλλία που προήλθε από την Επανάσταση του 1789. Αυτή τη νομιμότητα ενσαρκώνει ο Ντε Γκωλ από την 18η Ιουνίου 1940, κάτι που δεν θα σταματήσει να επιβεβαιώνει.

[45] «Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την εξαιρετική περίπτωση»: Théologie politique, ό.π., σ. 15. Αυτός ο πασίγνωστος ισχυρισμός του Σμιτ μεταφράζεται με γκωλικούς όρους στην Κλήση της 18ης Ιουνίου και στην ψήφο για την παραχώρηση της πλήρους εξουσίας την 1η Ιουνίου.

[46] Βλέπε τα Καθολικά κείμενα του Σμιτ: Carl Schmitt, La visibilité de l’Eglise, Catholicisme romain et forme politique, Donoso Cortés, πρόλογος: Jean-Fr. Kervégan, παρουσίαση: Bernard Bourdin, Carl Schmitt: Quelle théologie politique?, μετάφραση από τα γερμανικά: Olivier Mannoni, Παρίσι, Editions du Cerf, συλλ. «La nuit surveillée», 2011.

[47] Carl Schmitt, Les trois types de pensée juridique, Παρίσι, Puf, συλλ. «Droit éthique société», 1995.

[48] Carl Schmitt, Parlementarisme et démocratie, suivi d’une étude de Leo Strauss sur la Notion de politique de Carl Schmitt, πρόλογος: Pasquale Pasquino, μετάφραση από τα γερμανικά: Jean-Louis Schlegel, Παρίσι, Editions du Seuil, 1988.

[49] Ο Ντε Γκωλ δεν είχε δυσκολία να δεχθεί ότι ο φιλελευθερισμός, τουλάχιστον ο οικονομικός, είναι επικίνδυνος αντίπαλος για την κυριαρχία του κράτους και, κατά συνέπεια, για την προτεραιότητα του πολιτικού επί της οικονομίας. Παρ’ όλα αυτά, ήξερε να συμβαδίζει με έναν κρατικό φιλελευθερισμό όπως δείχνει ο ρόλος μοχλός αυτού εδώ του τελευταίου για την οικονομική ανάπτυξη. Μπορούμε να πούμε αντίστοιχα πράγματα για τις διεθνείς σχέσεις και για τη σχέση με τον εχθρό. Είναι παρών, αλλά έχοντας πάντα κατά νου μια διεθνή πολιτική συνεργασίας. Όπως και ο Σμιτ, ο Ντε Γκωλ καταπολεμά την αποπολιτικοποίηση ή την ουδετεροποίηση του πολιτικού, αλλά με πιο πραγματιστικό τρόπο. Ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι ο Ντε Γκωλ διαθέτει απαράβατες αρχές, ήταν πάντα ο εχθρός των δογμάτων.

[50] Βλέπε Philippe Portier, La philosophie politique du général de Gaulle, Fondation Charles de Gaulle, Charles de Gaulle chrétien homme d’Etat, Παρίσι, συλλ. «Cerf histoire», Les Editions du Cerf, 2011, σ. 193-231 (σ. 194).

[51] Βλέπε τις διαλέξεις που έδωσε το 1925 στη σχολή πολέμου με θέμα «Ο ρόλος του ηγέτη» και «Περί γοήτρου». Πράγματι, σε αυτήν την τελευταία, ο Ντε Γκωλ αρχίζει με τον ισχυρισμό ότι «υπάρχει ένα στοιχείο θρησκευτικής τάξης στην εμπιστοσύνη των ανθρώπων σε έναν άλλον άνθρωπο. Πρέπει οι υποτελείς να έχουν την πίστη ότι ο ηγέτης είναι μια ανώτερη ουσία από τη δική τους…»: Lettres notes et carnets 1919-Ιούνιος 1940, σ. 246-257, σ. 255

[52] Ας σημειώσουμε ωστόσο ότι αν ο στρατηγός Ντε Γκωλ δεν προσφεύγει ποτέ σε συστηματικές διατυπώσεις του τύπου της σμιτιανής σκέψης «Όλες οι ισχυρές έννοιες της σύγχρονης θεωρίας του κράτους είναι εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες» (Théologie politique, ό.π., σ. 46), για να σκεφθεί τον ντεσιζιονισμό του, τον πολιτικό θεσμισμό του και τη συγκεκριμένη συνταγματική τάξη του, αντίθετα, τις εξασκεί όπως μαρτυρά «το θαύμα» της 18ης Ιουνίου 1940, η επιστροφή στην εξουσία του «προνοιακού άνδρα» το 1958 («Ο ενδοξότερος όλων μας»: Ρενέ Κοτύ [René Coty]). Ο Ντε Γκωλ είναι ίσως πιο κοντά στην πολιτική θεολογία του Καντόροβιτζ και των «μυστηρίων του κράτους»!

[53] Βλέπε Charles Péguy, Mystique et politique, πρόλογος: Antoine Compagnon, σημειώσεις και επιμέλεια: Alexandre de Vitry, Παρίσι coll. «Bouquins», Robert Laffont, 2015.

[54] Alain Larcan, De Gaulle inventaire, ό.π., σ. 312-323.

[55] Η ανάλυση του Philippe Portier μας φαίνεται πολύ κατάλληλη όταν γράφει ότι: «Για να επαναλάβουμε τη χρήσιμη διάκριση του Ζακ Μαριταίν στο L’Humanisme intégral, ο Ντε Γκωλ προχωρεί στην πολιτική, χωρίς εξάλλου να το λέει, όχι «ως χριστιανός», αλλά «χριστιανικά». Τίποτα σε αυτόν που να μοιάζει με κληρικαλιστικό πρόταγμα»: La philosophie politique du général de Gaulle, ό.π., σ. 304. Ο Ντε Γκωλ ξέρει επίσης να προσφεύγει σε μια απολύτως χριστιανική θεολογική ορολογία, προσδίδοντάς της κοσμική σημασία. Αυτό ισχύει για τις θεολογικές αρετές της πίστης και της ελπίδας, αυτή η τελευταία συχνά χρησιμοποιήθηκε στη διάρκεια των ετών του πολέμου και με στόχο την απελευθέρωση της Γαλλίας: δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη ότι η καθολική πίστη του Στρατηγού συνδυάζεται πλήρως με τον πατριωτισμό. Γι’ αυτό το γκωλικό «θεολογικο-πολιτικό» παράδοξο όπου αναμειγνύονται ο χριστιανισμός με την ιστορία και τον πολιτισμό, βλέπε το άρθρο τoυ Dominique Borne στο Charles de Gaulle chrétien homme d’Etat: Dominique Borne, “De Gaulle, la religion et l’histoire”, ό.π., σ. 73-86. Ανάμεσα στις πολλές αναδείξεις του συγγραφέα, όλες εξίσου πειστικές, ας εντοπίσουμε τουλάχιστον αυτήν εδώ: «Στο δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου τόμου των Απομνημονευμάτων με τίτλο “Η Πτώση” –η λέξη για έναν χριστιανό παραπέμπει ευθέως στο προπατορικό αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας–, διαβάζουμε αυτόν τον θρήνο, με ημερομηνία 13 Ιουνίου 1940: “Φαινόταν κεκτημένο ότι όλα θα ήταν σύντομα τελειωμένα…” Η μεταφορά συνεχίζει: στο τέρμα της Ιστορίας, με τη λυτρωτική χάρη αυτού που πήρε την πατρίδα στα χέρια…», σ. 76.

[56] Discours et Messages Pendant la guerre Juin 1940-Janvier 1946: Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Στρασβούργο, 5 Οκτωβρίου 1945. Συνέντευξη Τύπου 12 Οκτωβρίου 1945, Παρίσι, Plon, 1970. Discours et Messages Dans l’attente, Συνέντευξη Τύπου που έγινε στο Palais d’Orsay, 10 Μαρτίου 1952, ό.π., σ. 511.

[57] Discours et Messages Avec le Renouveau Μάϊος 1958-Ιούλιος 1962, Συνέντευξη Τύπου της 15ης  Μαΐου 1962 στη διάρκεια της οποίας  έγινε επίκληση της πρότασης της Γαλλίας για την πολιτική οργάνωση της δυτικής Ευρώπης (σχέδιο Fouchet) πέραν της οικονομικής μόνον κατασκευής της. Στην ερώτηση που τέθηκε από δημοσιογράφο για τους στόχους αυτού του σχεδίου, ο Ντε Γκωλ απαντά: « Αυτοί που αντιτίθενται από τη μία πλευρά μας λένε: “Θέλετε να φτιάξετε την Ευρώπη των πατρίδων. Εμείς θέλουμε την υπερεθνική Ευρώπη”… Σε ό,τι με αφορά, ποτέ δεν μίλησα, σε καμία από τις δηλώσεις μου, για “την Ευρώπη των πατρίδων”, αν και πάντα διατείνονται ότι το έκανα... Είναι όμως αλήθεια ότι η πατρίδα είναι ένα ανθρώπινο στοιχείο, συναισθηματικό, ενώ είναι πάνω στα στοιχεία δράσης, εξουσίας, ευθύνης που μπορούμε να κατασκευάσουμε την Ευρώπη. Ποιa στοιχεία; Μα, τα κράτη!  Γιατί, από αυτή την άποψη, μόνο τα κράτη είναι αξιόπιστα, νομιμοποιημένα και ικανά να την πραγματοποιήσουν. Το είπα ήδη και το επαναλαμβάνω, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη Ευρώπη, παρά αυτή των κρατών, έξω φυσικά από μύθους, φαντασιώσεις και επιδείξεις»: σ. 406-407.

[58] «Πιστεύουν ότι στα εξήντα μου θα αρχίσω καριέρα δικτάτορα;»: Discours et Messages Avec le renouveau, Mάιος 1958-Ιούλιος 1962, Παρίσι, Plon, 1970, 19 Μαΐου 1958, σ.10.

[59] Για την κρίση της νομιμοποίησης, βλ. Giorgio Agamben, Le mystère du mal. Benoît XVI et la fin des temps, Παρίσι, Bayard, 2017: «Αν η κρίση που περνά η κοινωνία μας αυτή τη στιγμή είναι τόσο βαθιά, αυτό οφείλεται στο ότι αυτή δεν θέτει μόνο σε αμφισβήτηση τη νομιμότητα των θεσμών, αλλά και τη νομιμοποίησή τους», σ. 11.

[60] Η εγκατάλειψη της πρακτικής του δημοψηφίσματος από το 2005 είναι συμπτωματική μιας αποσυνάρθρωσης ανάμεσα στη βούληση του κράτους και αυτή του λαού.

Bernard Bourdin

Kαθολικός ιερέας, φιλόσοφος και ιστορικός των ιδεών. Διδάσκει, από το 2014, στο Καθολικό Πανεπιστήμιο στο Παρίσι, ασχολείται συστηματικά με θέματα πολιτικής θεολογίας και θεωρείται ένας από τους εγκυρότερους σήμερα κριτικούς μελετητές του έργου του Καρλ Σμιτ στη Γαλλία. Ορισμένα από τα έργα του: Carl Schmitt, La visibilité de l’Eglise. Catholicisme romain et forme politique. Donoso Cortés. Quatre essais, Παρουσίαση: Bernard Bourdin: Carl Schmitt: quelle théologie politique ? (Πρόλογος: Jean-François Kervegan, Μετάφραση από τα γερμανικά: André Doremus, Θεώρηση μετάφρασης: Olivier Mannoni) (2011), Le christianisme et la question théologico-politique, Πρόλογος: Philippe Capelle-Dumont (2015), Erik Peterson, Carl Schmitt, Théologie politique. La controverse (2020), Le chrétien peut-il aussi être citoyen? (2023).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.