Έχετε ακούσει για το μάτι της καταιγίδας; Φαίνεται ήρεμο για μια στιγμή, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια θανάσιμη παγίδα, η ηρεμία πριν από μια ακόμη πιο σφοδρή καταιγίδα. Οι ΗΠΑ έχουν ξεσηκώσει μια παγκόσμια δασμολογική καταιγίδα και έχουν στοχεύσει σκόπιμα την Κίνα. Αυτό είναι ακριβώς όπως η θανάσιμη παγίδα του ματιού της καταιγίδας […]. Το να υποκλίνεσαι σε έναν νταή είναι σαν να πίνεις δηλητήριο για να ξεδιψάσεις.
Οι ΗΠΑ κάποτε κατηγόρησαν την Ιαπωνία για ντάμπινγκ ημιαγωγών και συνέτριψαν εταιρείες όπως η Toshiba. Αργότερα, ανάγκασαν την Ιαπωνία να υπογράψει τη Συμφωνία Plaza, ωθώντας την οικονομία σε δεκαετίες αναιμικής ανάπτυξης. Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν επίσης ως όπλο τη «δικαιοδοσία του μακρού χεριού», διαλύοντας τον βιομηχανικό γίγαντα της Γαλλίας Alstom, στερώντας από τη χώρα έναν εθνικό πρωταθλητή.
Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας ανάρτησε στο Χ ένα ασυνήθιστα φλογερό βίντεο εναντίον των ΗΠΑ, με αφορμή τους υπέρογκους δασμούς και τον εμπορικό πόλεμο που ξεκίνησε ο Ντόναλντ Τραμπ. Τα παραπάνω είναι μέρος από το σπικάζ του. Παρότι προπαγανδιστικό, με τον επικό, μεταφορικό λόγο της Κίνας, το βίντεο περιέχει δύο σημεία που αξίζουν προσοχής, γιατί η Κίνα έχει πολύ καλή μνήμη.
Η χαμένη δεκαετία της Ιαπωνίας
Το πρώτο είναι η Συμφωνία Πλάζα. Πρόκειται για κοινή συμφωνία που υπογράφηκε το 1985 από πέντε μεγάλες οικονομίες: τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία, τη Δυτική Γερμανία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Πήρε το όνομά της από το ξενοδοχείο Plaza Hotel στη Νέα Υόρκη, όπου πραγματοποιήθηκε η συνάντηση. Ο κύριος στόχος ήταν να διορθωθούν οι μεγάλες εμπορικές ανισορροπίες, ιδίως το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, και η υπερτίμηση του δολαρίου ΗΠΑ. Το ισχυρό δολάριο έκανε τις αμερικανικές εξαγωγές ακριβές και τις εισαγωγές φθηνές, πλήττοντας την αμερικανική μεταποίηση. Οι άλλες χώρες συμφώνησαν –εκούσες άκουσες– να παρέμβουν στις αγορές συναλλάγματος για να πετύχουν την υποτίμηση του αμερικανικού δολαρίου σε σχέση με το ιαπωνικό γεν και το γερμανικό μάρκο, μεταξύ άλλων.
Αυτό δημιούργησε ένα καταστροφικό ντόμινο για την Ιαπωνία. Το γεν ανατιμήθηκε απότομα και διπλασίασε την αξία του έναντι του δολαρίου· αυτό έκανε τις ιαπωνικές εξαγωγές πιο ακριβές, πλήττοντας την ανταγωνιστικότητα των βιομηχανιών της χώρας· οι εξαγωγές δέχτηκαν μεγάλο πλήγμα ιδίως σε κλάδους όπως τα αυτοκίνητα και τα ηλεκτρονικά· για να καταπολεμήσει την επιβράδυνση των εξαγωγών και να αποτρέψει την ύφεση, η Ιαπωνία υιοθέτησε πολιτικές σχεδόν μηδενικών επιτοκίων και χαλαρής πιστωτικής πολιτικής· η φθηνή πίστωση τροφοδότησε μια μεγάλη φούσκα τιμών στα ακίνητα και τις χρηματιστηριακές αγορές στα τέλη της δεκαετίας του 1980· όταν η Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας αύξησε τελικά τα επιτόκια για να μετριάσει τη φούσκα, αυτή έσκασε, προκαλώντας μια παρατεταμένη περίοδο στασιμοπληθωρισμού. Αυτή έγινε γνωστή ως η Χαμένη Δεκαετία, αλλά διήρκεσε πολύ περισσότερο.
Ακόμη και αν οι Ιάπωνες το είχαν ξεχάσει –ή οι νεότερες γενιές δεν το ήξεραν καν– η Κίνα φρόντισε να τους το υπενθυμίσει. Σαν να μπήγει ένα αγκάθι στα πλευρά τους.
Η αρπαγή της Alstom
Το δεύτερο είναι η διάσπαση και η μερική εξαγορά της Alstom, του γαλλικού βιομηχανικού κολοσσού, στις αρχές της δεκαετίας του 2010. Η υπόθεση είναι πολύπλοκη, καθώς περιλαμβάνει οικονομική διπλωματία, νομικές πιέσεις και στρατηγικά συμφέροντα, αλλά πάντως οι Ηνωμένες Πολιτείες διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο.
Η Alstom ήταν μεγάλη γαλλική πολυεθνική στον τομέα της ενέργειας και των μεταφορών, η οποία παρήγαγε στρόβιλους ηλεκτροπαραγωγής, εξαρτήματα πυρηνικών εργοστασίων και τρένα υψηλής ταχύτητας (TGV). Η δραστηριότητά της στον τομέα της ενέργειας την καθιστούσε βασικό παίκτη στις κρίσιμες υποδομές παγκοσμίως. Τα μέσα που οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν για να πετύχουν τη διάσπαση ήταν πολλαπλά:
1. Πίεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ (2010-2014)
Η Alstom διερευνήθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ βάσει του νόμου περί πρακτικών διαφθοράς στο εξωτερικό (FCPA) για υποτιθέμενη δωροδοκία και διαφθορά σε διάφορες χώρες. Το 2014 η Alstom κατέβαλε πρόστιμο ύψους 772 εκατομμυρίων δολαρίων —το μεγαλύτερο πρόστιμο FCPA εκείνη την εποχή. Παρ’ όλο που η Alstom ήταν γαλλική εταιρεία, οι ΗΠΑ απαίτησαν –και πέτυχαν– δικαιοδοσία, επειδή οι δωροδοκίες διεκπεραιώθηκαν μέσω αμερικανικών χρηματοπιστωτικών συστημάτων και αφορούσαν αμερικανούς πολίτες ή θυγατρικές εταιρείες.
2. Σύλληψη ανωτάτου στελέχους της εταιρείας
Το 2013, ένα ανώτατο στέλεχος της Alstom, ο Frédéric Pierucci, συνελήφθη από τις αμερικανικές αρχές κατά την προσγείωσή του αεροσκάφους του στη Νέα Υόρκη. Αμέσως μετά τη σύλληψή του, του ζητήθηκε να γίνει πληροφοριοδότης του FBI μέσα στην Alstom, μια πρόταση την οποία αρνήθηκε. Στη συνέχεια τέθηκε υπό κράτηση και του αρνήθηκαν να αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση. Η περίπτωσή του θεωρήθηκε ευρέως στη Γαλλία ως οικονομικός εξαναγκασμός ή «διπλωματία ομήρων».
3. Εξαγορά της General Electric
Εν μέσω ισχυρότατων πιέσεων του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, η Alstom πώλησε την ενεργειακή της δραστηριότητα στην General Electric έναντι 13,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η συμφωνία αυτή παρέδωσε μεγάλο μέρος των στρατηγικών ενεργειακών υποδομών της Γαλλίας σε μια αμερικανική εταιρεία. Η πώληση εγκρίθηκε μεν από τη γαλλική κυβέρνηση (υπουργός Οικονομικών: Εμμανουέλ Μακρόν), ωστόσο παραμένει αμφιλεγόμενη. Μια εβδομάδα μετά, ο Pierucci αποφυλακίστηκε με εγγύηση.
Πολλοί στη Γαλλία, συμπεριλαμβανομένων πρώην αξιωματούχων και δημοσιογράφων, υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν νομικά και δικαστικά εργαλεία ως οικονομικά όπλα για να αποδυναμώσουν την Alstom και να διευκολύνουν την εξαγορά από την General Electric. Η υπόθεση αναφέρεται συχνά ως περίπτωση «νομικού πολέμου»: η στρατηγική χρήση των νομικών μηχανισμών για την επίτευξη γεωπολιτικών ή οικονομικών στόχων. Ο Frédéric Pierucci έγραψε αργότερα ένα βιβλίο με τίτλο Η αμερικανική παγίδα, κατηγορώντας τις ΗΠΑ για βιομηχανικό σαμποτάζ μέσω νομικών πιέσεων.
Ένα ακόμη αγκάθι από την Κίνα στα πλευρά των Ευρωπαίων.