«Θανάσης!» είπα δυνατά και ακούστηκε παράξενα μες σ’ εκείνον τον χώρο όπου χρόνια και χρόνια τώρα είμαι Nassos (και στο ξενοδοχείο, για ευκολία στην προφορά, Nasso Lyras). Πότε άραγε είχα υπάρξει Θανάσης;
Έλα ντε! Αυτό κι αν είναι υπαρξιακό ερώτημα. Είναι από αυτά που γράφουμε στα ημερολόγια, εν κρυπτώ και παραβύστω συνήθως. Αν τα διαβάσει κάποιος τρίτος είτε δεν πρόκειται να τα καταλάβει, είτε θα τα παρεξηγήσει. Εδώ, χάρη στον Αλέξη Πανσέληνο, ο Θανάσης Λύρας μάς αφήνει να διαβάσουμε μερικές αποκαλυπτικές σελίδες που γράφτηκαν μια κρίσιμη για τον ίδιο εποχή, από τον Νοέμβριο του 2014 (με κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου) μέχρι τον Απρίλιο του 2016 (με κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, εκείνη «που έπαιξε τη χώρα στα ζάρια»), όταν όλα είχαν αλλάξει εκτός από τα Μνημόνια και την εχθροπάθεια, τις σταθερές της εποχής. Εποχής πρόσφατης δηλαδή, με το μελάνι της Ιστορίας να μην έχει ακόμη στεγνώσει, και οι χαρακτήρες της – πρωταγωνιστές, κομπάρσοι και χρήσιμοι ηλίθιοι– να κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Και ο συγγραφέας να κάνει υπαινικτικές αναφορές διά στόματος Νάσου, του ξενιτεμένου ήρωα του βιβλίου.
Οι Ξεχασμένες λέξεις είναι λέξεις που αρθρώνει ο ήρωας της ιστορίας, Θανάσης Λύρας και τις καταγράφει στο ημερολόγιό του. Τούμπα, τσελβόλ, νιπτήρας, στα ζάρια: κάθε λέξη και μια ανάμνηση, μια μικρή κατεδάφιση της ταυτότητας που έχτισε με κόπους και συμβιβασμούς. Ο Θανάσης, συνομήλικος του συγγραφέα (και εδώ, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο του Αλέξη Πανσέληνου, Λάδι σε καμβά), μεγαλώνει στην Ελλάδα της χούντας. Ο Θανάσης έχει μεγάλες φιλοδοξίες: θέλει να σπουδάσει ξενοδοχειακά στην Ευρώπη, εκεί όπου στέλνουν οι ξενοδόχοι τους γόνους τους, προκειμένου να τους διαδεχθούν στις επιχειρήσεις τους. Μόνο που ο πατέρας του Θανάση, ο κ. Γρηγόρης, είναι ένας απλός βοηθός συμβολαιογράφου και τα εβδομήντα χιλιάρικα που χρειάζονται για τις σπουδές του στη Γερμανία είναι γι’ αυτόν αστρονομικό ποσό. Επίσης, οι γέροι του δεν ανήκουν στην Ελλάδα των Ελλήνων Χριστιανών. Σεμνοί αριστεροί είναι, και αυτό η χούντα το θυμάται όταν έρθει η ώρα να του δώσει το διαβατήριο, καθυστερώντας το αέναα. Με κάποιον, ωστόσο, μαγικό τρόπο ο πατέρας βγάζει ένα λαγό από το καπέλο, βρίσκει τα χρήματα και ο γιος μπαρκάρει για το ταξίδι που θα του καθορίσει τη ζωή. Θα γίνει ο αντίποδας των ηρώων του Αντώνη Σουρούνη: καμία αλητεία, μία ταχτοποιημένη ζωή, ένας «Gastarbeiter πολυτελείας». Θέλει να γίνει απολύτως Γερμανός και να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, να μην έχει καμία σχέση με αυτό το «κωλοχανείο». Να λιώσει ελληνικό μέταλλο στο χωνευτήρι και να γίνει γερμανικό κράμα μόλις κρυώσει. Πολιτισμική και κοινωνική αλχημεία.
Η εφηβεία της τρίτης ηλικίας
Is it a (total) drag to be old? – όπως τραγουδούσαν οι Rolling Stones όταν ήταν νέοι και τα γηρατειά ήταν για αυτούς ένας απόμακρος κάβος; Όχι απαραίτητα. «Τα 60 είναι η εφηβεία της τρίτης ηλικίας», έλεγε ο Μένης Κουμανταρέας. Ο Νάσος Λύρας είναι ένας τέτοιος έφηβος, καλοδιατηρημένος (μια λέξη που για κάποιο λόγο πάντα μου θυμίζει τη φορμόλη στην αίθουσα της Βιολογίας τα χρόνια του Γυμνασίου) εξηνταπεντάρης, γυμνασμένος, υγιεινής διατροφής και ελευθέρας βοσκής, δηλαδή συνταξιούχος πλέον, χωρίς πολλά χόμπι – και με μία γερμανίδα γυναίκα τριάντα χρόνια μικρότερή του. Χαώδης διαφορά; Εκ πρώτης όψεως όχι. Οι αναφορές στο «κρεβάτι» τους, βασικό και σχεδόν μόνο χόμπι του Νάσου, είναι συχνές («τι κι αν γέρασα και γέρνω, τρεις φορές τα καταφέρνω», λέει ο Χορός στους Αχαρνής του Σαββόπουλου), όταν τόσοι άλλοι συνομήλικοι έχουν κατεβάσει τον διακόπτη. Αλλά επειδή ακόμη και τα θαύματα έχουν τα όριά τους, όταν υπόσχεται «ένα σπέσιαλ» στη γυναίκα του δεν ντρέπεται να ομολογήσει ότι καταφεύγει σε φαρμακευτική ενίσχυση. Άλλωστε, σημασία έχει το αποτέλεσμα, ιδιαίτερα για έναν άνθρωπο με πολυτάραχη ερωτική ζωή, όπως μας τη διηγείται ο ήρωας με αρκετή λεπτομέρεια στο ημερολόγιό του, προσπαθώντας προφανώς να ξορκίσει τα γηρατειά. Πάντα, ωστόσο, ελλοχεύει ο κίνδυνος η σύζυγος να του ψιθυρίσει στο αυτί σε κάποια στιγμή έντασης «μείον τριάντα!», προκειμένου να αράξει στα κυβικά του. Σκέψεις που γεννιούνται διαβάζοντας το βιβλίο.
Η μεγάλη αγάπη του Πανσέληνου, η μουσική («Μάλλον έχω περισσότερους δίσκους απ’ ό,τι βιβλία… Μπορώ να πω ότι, πολλές φορές, τις αναγνωστικές μου ελλείψεις τις κάλυψε η μουσική»), στην οποία αφιέρωσε το βραβευμένο Ελαφρά ελληνικά τραγούδια, δεν λείπει ούτε από αυτό το βιβλίο, αναλαμβάνοντας μάλιστα έναν οργανικό ρόλο στο μυθιστόρημα. Η γερμανίδα γυναίκα του Νάσου, η Ζίγκι, υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος (έχει πάρει το όνομά της από την Ζιγκλίντε, ηρωίδα της όπερας Βαλκυρία του Ρίχαρντ Βάγκνερ), είναι μια νεαρή γυναίκα που περιθάλπει έναν εξουθενωμένο ξένο φυγάδα στην πρώτη σκηνή του έργου. Το όνομά της δεν είναι σύμπτωση: ο πατέρας της είναι ο διάσημος διευθυντής ορχήστρας Χάιντς Κέστνερ, 90 χρονών πλέον, αλλά ακόμη ενεργός. Μάλιστα, είναι αυτός που, κατά μια δια-βολική σύμπτωση, θα αποτελέσει την αφορμή για τη γνωριμία τους.
Η φιγούρα του Χάιντς Κέστνερ επιτρέπει στον Πανσέληνο να κάνει μια μαγική απομάγευση του μυθικού μαέστρου – και επαγωγικά της τέχνης. Όταν ο Νάσος, θαυμαστής του Κέστνερ, λέει «πόσο του αρέσει πώς ο μαέστρος μοιάζει να εξαϋλώνεται και ο ίδιος διευθύνοντας», η κόρη του είναι αμείλικτη: «Επειδή διευθύνει σκυφτός και έχει τα μάτια κλειστά. Σκύβει γιατί δεν μπορεί να κρατήσει ίσια τη μέση του. Και κλείνει τα μάτια επειδή τα παυσίπονα του φέρνουν υπνηλία. Άλλωστε, την ορχήστρα την ετοιμάζει στις πρόβες ο ασιστέντ του, ο Μαξ. Νομίζω πως θα έπαιζαν και μόνοι χωρίς αυτόν». Ένας εκπεσών θεός· και μια κόρη που έχει πολλά προβλήματα να λύσει στη σχέση της με τον πατέρα της.
Ο γερο-Κέστνερ, ωστόσο, έχει ένα σοβαρό κουσούρι: υπήρξε, είναι και θα παραμείνει μέχρι να πεθάνει ναζί, έχοντας παίξει και για ένστολους ναζί με περιβραχιόνια, και έχοντας ασπαστεί το όραμα του Χίτλερ, αν όχι τον ίδιο, έναν ταπεινής καταγωγής Αυστριακό. Ακόμη μαζεύει στον πύργο του νοσταλγούς εκείνης της περιόδου. Εντούτοις, μοιάζει περισσότερο με τον Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ που δεν υπήρξε ποτέ μέλος του κόμματος και προστάτευσε τους μουσικούς του, και λιγότερο με τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν και τον Κάρλ Μπεμ που ήταν μέλη του ναζιστικού κόμματος, νίφτηκαν (άλλη μία λέξη που έρχεται στον Νάσο ένα πρωί) στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ μετά τον πόλεμο, αλλά το στίγμα παρέμεινε διά βίου. Με αυτή την αφορμή η σκέψη πάει αυθόρμητα και στους δικούς μας καλλιτέχνες που έπαιρναν μέρος στις φιέστες της χούντας ή συνέθεταν τον ύμνο της 21ης Απριλίου. Πάλι σκέψεις που γεννιούνται από το βιβλίο· πώς να τις εμποδίσεις;
Το αντιναζιστικό ρεφλέξ της Ζίγκι είναι φυσικά έντονο. Τον μισεί, αλλά μένει στον πύργο του, από τον οποίο επιθυμεί διακαώς να φύγει. Όταν όμως ο Κέστνερ φτάνει στα τελευταία του, η μεταστροφή θα είναι δραματική: ο μισητός μαέστρος, ο Chef, θα γίνει ο πατέρας, ο μπαμπάς, ο Papi, η απώλεια του οποίου θα της στοιχίσει πολύ. Τόσο πολύ που θα εκπλήξει και τον Νάσο. Οι άνθρωποι φαίνεται να μεταλλάσσονται όταν χάνουν τους γονείς τους, ακόμη και αν η σχέση τους μαζί τους ήταν κακή ή απόμακρη. Το ίδιο θα συμβεί και στον Νάσο, όταν πεθάνουν και οι δύο του γονείς. Θα νιώσει ότι δεν μπόρεσε ποτέ να τους δώσει αυτό που ήθελαν, ή να επικοινωνήσει μαζί τους πιο ουσιαστικά, ακόμη και αν αυτό δεν θα ήταν ποτέ καταρχήν δυνατόν.
Πυξίδα
Μια χρήσιμη πυξίδα για τα βιβλία του Αλέξη Πανσέληνου είναι όσα είπε το 2018, σε συνέντευξή του στην Ελένη Γκίκα με την ευκαιρία της έκδοσης του μυθιστορήματός του Ελαφρά ελληνικά τραγούδια. Όταν ρωτήθηκε «Κανένα βιβλίο σας δεν μοιάζει με το άλλο, τι πρέπει να έχετε για να ξεκινήσετε ένα καινούργιο βιβλίο; Τους ήρωες; Το θέμα; Μια ιδέα; Τον αφηγηματικό τρόπο;», απάντησε ως εξής:
Αλλάζει το ρούχο κάθε φορά, αλλά η γραμμή σε όλα τα βιβλία μου είναι κοινή και ανιχνεύεται εύκολα αν κανείς τα προσέξει. Λέγοντας ρούχο εννοώ τον αφηγηματικό τρόπο και το θέμα. Δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι, διασκεδάζω γράφοντας και η διασκέδαση απαιτεί νέα έκφραση, νέα τεχνική, κάτι πάντως που δεν βρίσκεται στα προηγούμενα γραπτά μου, ώστε να μου κεντρίζει το ενδιαφέρον και να προσπαθώ να υπερπηδήσω τα εμπόδια που βάζω κάθε φορά μπροστά μου.
Και το αναλύει περισσότερο στην συνέντευξή του στο Books’ Journal:
Μου αρέσει να αλλάζω και θεματολογία και τεχνικές, βαριέμαι να γράφω συνέχεια το ίδιο βιβλίο. Αυτό σου κόβει λίγο αναγνωστικό κοινό, γιατί το κοινό θέλει να είναι σίγουρο, να ξέρει τι θα διαβάσει. Οι μετατοπίσεις της θεματολογίας, οι υφολογικές διαφοροποιήσεις το τρομάζουν. Υπάρχουν όμως και αυτοί που μπορούν, είναι σε θέση να διακρίνουν τη γραμμή η οποία συνέχει όλα αυτά τα διαφορετικά βιβλία και τη θεματολογία μου και τις εμμονές μου και όλα τα πράγματα που υπάρχουν μέσα.
Στο Λάδι σε καμβά, το προηγούμενο βιβλίο του Πανσέληνου, παρότι ο χρόνος μοιάζει με φυσαρμόνικα, η αφήγηση είναι γραμμική και ο νεαρός ήρωας ενηλικιώνεται σταθερά, με εμπόδια και ματαιώσεις. Το βιβλίο έχει ένα ανέμελο πρώτο μέρος, και ένα αρκετά σκοτεινό δεύτερο. Στις Ξεχασμένες λέξεις ο χρόνος ρέει αντίστροφα. Ο παρών χρόνος είναι η λεγόμενη τρίτη ηλικία του Νάσου, και οι συχνές αναδρομές καλύπτουν όλη του τη ζωή (πώς αλλιώς θα χωρούσε ολόκληρη σε ένα ημερολόγιο;). Εδώ τα σύννεφα μαζεύονται αργά, πρώτα με τη Ζίγκι που θέλει να αλλάξει ζωή, μετά με τη σκοτεινή προέλευση των χρημάτων που σπούδασαν τον Νάσο (αρκεί ένα ασημένιο κουταλάκι για να σηκώσει το πέπλο του μυστηρίου;). Και τέλος, με την όψιμη αμφιταλάντευση εκείνου που είχε ξεγράψει την παρτίδα του. Θα λυτρωθεί αν γυρίσει πίσω στην Ελλάδα;
Αν επιστρέψει τότε ίσως οι ξεχασμένες λέξεις τους να αποκτήσουν ξανά την φρεσκάδα τους, σαν να τις ανακαλύπτει ξανά. Στο εξωτερικό, λέει, ζει σαν Γερμανός, μιλάει σαν Γερμανός, και όταν μιλάς γερμανικά, τον κόσμο τον βλέπεις σαν Γερμανός – η γλώσσα ορίζει τη σκέψη. Όμως ονειρεύεται σαν Έλληνας. Οι ρίζες της γλώσσας είναι πολύ βαθιές για να αποκοπούν τελείως και πάντα παραμένουν ζωντανές. Υπάρχουν, έστω εν υπνώσει. Γι΄ αυτό πολλοί μετανάστες νιώθουν πως ποτέ δεν θα κατακτήσουν το βαθύτερο νόημα των πραγμάτων στην ξένη γλώσσα, κι ας τη μιλούν τέλεια. Όλα τα λένε και τα κάνουν όπως τα είδαν να συμβαίνουν. Στο βάθος το καθετί τούς ξενίζει. Είναι σαν να ζουν σε μια γιγαντιαία προσομοίωση.
Ωραίο μυθιστόρημα. Χορταστικό –παρότι μικρό το δέμας– και με θαυμαστή οικονομία. Παραβλέπουμε τις δια-βολικές συμπτώσεις που εξυπηρετούν την πλοκή. Κατανοούμε τις πολλές αγγλικές λέξεις στο κείμενο («επί 25 χρόνια δούλευα με το αγγλικό δίκαιο: αγγλικά έγραφα, αγγλικά μίλαγα, αγγλικά σκεφτόμουν», λέει στη συνέντευξή του στο Books’ Journal), εκεί που θα περίμενε κάνεις γερμανικές εκφράσεις, στη γλώσσα που σκέφτεται ο ήρωας. Αλλά ποιος θα τις καταλάβαινε; Το να ανατρέχει συνεχώς ο αναγνώστης στις σημειώσεις είναι ό,τι καλύτερο για να χάσει τον ειρμό του. Στις ξεχασμένες λέξεις βρίσκουμε λιγότερο λούστρο, περισσότερη πατίνα, μεγαλύτερη δεξιοτεχνία στη σύνθεση – σαν ένα απατηλά απλό μουσικό έργο. Γράφει ο Πανσέληνος:
Τα πρόσωπά μας όταν πια γερνάμε είναι ένα τοπίο απέραντο, διηγούνται την ιστορία μας, απαυγάζουν όση σοφία, γνώση και αγάπη έχουμε καταφέρει να νιώσουμε ή ν’ αποκτήσουμε και ξεπερνάνε ό,τι έχει προηγηθεί σε αξία. Ο χρόνος, ο μεγάλος καλλιτέχνης, το πετυχαίνει αυτό.
Ο Αλέξης Πανσέληνος «όμορφα παλιώνει» και μας χαρίζει ένα ακόμη βιβλίο πολλαπλής αποστάξεως: για την «ξενότητα», τη διπλή σχιζοειδή υπόσταση του ξενιτεμένου, την αυτογνωσία και τη διαρκή αναζήτηση της ταυτότητας του ανθρώπου. Ένα έργο που –αν αναλάβεις την ευθύνη απέναντι στον εαυτό σου– διαρκεί όσο η ζωή.