Η Καουτέρ Αντιμί –κόρη Αλγερινού και Γαλλίδας, 36 ετών το 2022, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο στη Γαλλία– αφηγείται την ιστορία και τη μικροïστορία μέσα από τις οπτικές του Ταρέκ και της Λεïλά. Ο Ταρέκ γεννιέται σε ένα χωριό της Αλγερίας, το Ελ Ζαχρά, στις 3 Νοεμβρίου 1922. Ο πατέρας του πεθαίνει την επόμενη μέρα: παρασύρεται από χείμαρρο έπειτα από καταρρακτώδεις βροχές. Τις μέρες εκείνες γεννιέται στο ίδιο χωριό ένα άλλο αγόρι, ο Σαΐντ. Η μητέρα του δεν είχε γάλα να το θηλάσει, του έδινε το δικό της γάλα η μητέρα του Ταρέκ. Αργότερα, ο Σαΐντ κάνει μνεία του γεγονότος:
Δεν είναι αυτό το βαμβακερό ανοιχτόχρωμο παντελόνι που εγώ δεν θα μπορούσα να το αγοράσω κι ούτε θα ’ξερα πώς να το φορέσω, για να πω την αλήθεια. Δεν είναι το ξυράφι που του κάνει τα μάγουλα λεία και καθαρά, ενώ τα δικά μου είναι γεμάτα γένια. Δεν είναι αυτή η τραγουδιστή αραβική προφορά, ενώ οι δικές μου λέξεις δεν είναι παρά ένα μουρμουρητό. Δεν είναι οι γυναίκες, όλες οι γυναίκες, οι γυναίκες του χωριού και οι Ευρωπαίες, που του χαμογελάνε, ενώ μπροστά μου χαμηλώνουν τα μάτια κι αποφεύγουν το βλέμμα μου, τις σπάνιες φορές που πάω στην πόλη. Όταν είμαστε μόνο οι δυο μας εδώ στο χωριό, είμαστε δυο αγόρια που έχουν βυζάξει το ίδιο γάλα.
Ο πατέρας του Σαΐντ ήταν ο ιμάμης του χωριού, ο μικρός δηλαδή ήταν περισσότερο προνομιούχος από τον Ταρέκ, αφού έμαθε νωρίς να διαβάζει. Μαζί έπαιζαν τα αγόρια, κάπου κάπου τα συντρόφευε η μικρή Λεïλά.
Έφηβοι πια, τα αγόρια χωρίστηκαν. Ο Σαΐντ έφυγε το 1937 στην Τύνιδα, να συνεχίσει το σχολείο. Ο Ταρέκ έγινε βοσκός. Η Λεïλά παντρεύτηκε κάποιο φίλο του πατέρα της το 1938, δεν είχε κλείσει καν τα 15. Χώρισαν σχεδόν αμέσως, ίσα που πρόλαβαν να κάνουν παιδί – μαζί του επέστρεψε η Λεïλά στο πατρικό της όπου συνάντησε την κατακραυγή. Το 1941 ο Ταρέκ κατατάχτηκε στον Γαλλικό Στρατό. Επέζησε στον πόλεμο και, μαζί με άλλους Βορειοαφρικανούς, έφτασε το 1944 στις Βερσαλλίες. Οι συνθήκες ήταν απαράδεκτες, οι Βορειοαφρικανοί στασίασαν και αποφασίστηκε να τους στείλουν πίσω στην πατρίδα τους.
Ο Ταρέκ επέστρεψε στο Ελ Ζαχρά το 1945 και παντρεύτηκε τη Λεïλά. Καρπός του γάμου τους, οι δύο τους κόρες, που γεννήθηκαν το 1947 και το 1955. Ο πατέρας, όμως, δεν ήταν κοντά στη γυναίκα στη γέννηση του δεύτερου παιδιού του. Είχε αρχίσει ο αγώνας για την απελευθέρωση της Αλγερίας. Ο Ταρέκ είχε (δια)φύγει από το χωριό, κατέφυγε στο Αλγέρι, όπου ζούσε στη λαβυρινθώδη Κάσμπα, έπιασε δουλειά στο λιμάνι και στρατολογήθηκε στις τάξεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (FLN, που είχε ιδρύσει ο Αχμέντ Μπεν Μπελά το 1954). Επέστρεψε στον γενέθλιο τόπο με την κήρυξη της Ανεξαρτησίας το 1962. Οι Γάλλοι είχαν φύγει, ο Αχμέντ Μπεν Μπελά είχε ανακηρυχθεί πρόεδρος της νεοσύστατης Δημοκρατίας, αλλά υπό την πίεση του στρατού που διοικούσε ο Χαουρί Μπουμεντιέν.
Η μάχη του Αλγερίου
Οι συνθήκες στο χωριό ήταν δύσκολες και ο Ταρέκ επέστρεψε στο Αλγέρι, όπου εργάστηκε στον κινηματογράφο. Φροντιστής, τεχνικός και οδηγός, στα γυρίσματα της ταινίας του ιταλού σκηνοθέτη Τζίλο Ποντεκόρβο, Η μάχη του Αλγερίου (Χρυσός Λέων στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1966). Ο Ποντεκόρβο συνεργάστηκε με τον Γιασέφ Σααντί, πρώην φούρναρη και χαρισματικό ηγέτη του FLN, που απαίτησε να υποδυθεί τον εαυτό του, προσέλαβε μόνον έναν επαγγελματία ηθοποιό, τον Ζαν Μαρτέν, που είχε προσυπογράψει το Μανιφέστο 121 για το δικαίωμα της ανυποταξίας στον πόλεμο της Αλγερίας. Η ταινία παρουσίαζε τους νεκρούς Αλγερινούς στον πόλεμο όχι σαν ίσκιους ή σαν αθύρματα της ιστορίας, χωρίς σάρκα, χωρίς παρελθόν. Αντίθετα, τους έδωσε φωνή, με τη δράση τους τους έδειξε να φτιάχνουν την ιστορία.
Η Αλγερία, σημειώνει ο Ίαν Κέρσοου στο βιβλίο του Προσωπικότητα και εξουσία (Αλεξάνδρεια, 2023), ήταν περίπτωση ιδιάζουσα, «μια αποικία που δεν ήταν αποικία. Αν και ντε φάκτο γαλλική αποικία από το 1830, με μια ανώτερη τάξη Γάλλων αποίκων, που αποτελούσαν το ένα δέκατο του πληθυσμού και κυβερνούσαν τον υποταγμένο μουσουλμανικό πληθυσμό, από νομικής πλευράς αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της Γαλλίας. […] Τον Νοέμβριο του 1954, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλγερίας άρχισε ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας, που δεν άργησε να μετατραπεί σε έναν ατέρμονο πόλεμο με απίστευτες φρικαλεότητες και από τις δύο πλευρές […]. Παρότι οι Γάλλοι διέθεταν τη στρατιωτική υπεροχή, δεν κατάφεραν να καταβάλουν την αντίσταση των αποφασισμένων ανταρτών, που μάχονταν για την εθνική τους ανεξαρτησία. Επιπλέον, η κτηνώδης διεξαγωγή του πολέμου από πλευράς των Γάλλων αποδείχτηκε αντιπαραγωγική γιατί αποξένωσε την κοινή γνώμη τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας. Σταδιακά και προσεκτικά, ο Ντε Γκωλ οδηγήθηκε αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι η μόνη εφικτή λύση ήταν η ανεξαρτησία της Αλγερίας».
Μόνο ο Ντε Γκωλ διέθετε το προσωπικό κύρος να μετατρέψει το ενδεχόμενο εμφυλίου πολέμου σε γενική παραδοχή ότι η Αλγερία για τους Γάλλους είχε χαθεί. Το φθινόπωρο του 1961 ξεκίνησε μυστικές διαπραγματεύσεις με το FLN, οι οποίες, στις 18 Μαρτίου 1962, οδήγησαν στην κατάπαυση του πυρός. Στα δημοψηφίσματα που ακολούθησαν, το τέλος του πολέμου έγινε αποδεκτό με τεράστιο ποσοστό. Και στις 5 Ιουλίου 1962, Αλγερία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη.
Η αφήγηση πηγαινοέρχεται διαρκώς στο χρόνο και στο χώρο, στην ιστορία της Αλγερίας: αποικιοκρατία (1830-1962), Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος, αγώνας για την ανεξαρτησία, τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας (1962-1965), το στρατιωτικό πραξικόπημα του Χουαρί Μπουμεντιέν (1965), ο εμφύλιος πόλεμος, ο ισλαμισμός, η λεγόμενη «μαύρη δεκαετία» (1991-2002).
Ύστερα από την εργασία του στον κινηματογράφο, ο Ταρέκ γυρνά στο χωριό του. Αναγκάζεται όμως να μεταναστεύσει ξανά, αυτή τη φορά στη Γαλλία. Δουλεύει σε εργοστάσιο, πέφτει θύμα ρατσισμού, ζει στερημένα… Αποφασίζει να ψάξει αλλού την τύχη του. Τηλεφωνεί στον Ποντεκόρβο και φεύγει για την Ιταλία. «Έφυγα από το Παρίσι σαν κάποιος που κλείνει πίσω του με δύναμη την πόρτα. Κι όπως συμβαίνει συνήθως όταν βροντάς μια πόρτα, αμέσως μετά το μετανιώνεις», γράφει στη Λεϊλά. Και ειδοποιεί ότι «ακολουθεί έμβασμα».
Στη Ρώμη, βρίσκει δουλειά φύλακα σε μία έπαυλη, όπου στεγάζεται μία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως συλλογές έργων τέχνης. Είναι μία περίοδος μαθητείας και αγωγής, συναισθηματικής και αισθητικής. Αντιλαμβάνεται ότι ο θαυμασμός ενός έργου τέχνης είναι ένας τρόπος να επιτρέψει στη ζωή. Η ζωή στη Ρώμη τον αλλάζει. Εξομολογείται: «Δεν είμαι πια αυτός που ήμουν, ή μάλλον το αντίθετο: έγινα αυτός που θα ήμουν χωρίς τους πολέμους. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, είμαι ο Ταρέκ, είμαι εγώ».
Είναι Σεπτέμβριος του 1972 όταν, με ένα τηλεφώνημα από την Αλγερία, του ζητείται να επιστρέψει, χωρίς να του αποκαλύπτεται ο λόγος. Γυρίζει στο Αλγέρι –«η αγωνία κρατούσε όμηρο την καθημερινή ζωή όλων των Αλγερινών»– και εκεί μαθαίνει ότι σε κάποιο βιβλιοπωλείο παρουσιάζεται ένα βιβλίο του Σαΐντ, «το πρώτο αλγερινό μυθιστόρημα γραμμένο στην αραβική γλώσσα». Πηγαίνει στην παρουσίαση, ενθουσιασμένος που θα συναντήσει τον παλιό του φίλο. Αλλά το βιβλίο που παρουσιάζεται είναι ένα μυθιστόρημα για τη ζωή του ίδιου και της Λεïλά. Αυτή είναι η οπτική του Ταρέκ.
Η οπτική της Λεïλά είναι διαφορετική. Ο πατέρας της, όταν εκείνη χώρισε, είχε υποσχεθεί να την παντρευτεί ο Σαΐντ. Πρόλαβε, όμως, ο Ταρέκ. Όταν ο Ταρέκ έφυγε από την Αλγερία, χάρη στα μαθήματα που έκαναν τα παιδιά της στο σχολείο, αυτή η αγράμματη έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Έτσι διάβασε το βιβλίο του Σαΐντ. Απορεί, οργισμένη: «Σπάω το κεφάλι μου για να καταλάβω πώς η αραβική γλώσσα, η γλώσσα μου, μπορεί να με πληγώσει τόσο βαθιά, μπορεί να φανερώσει σ’ όλο τον κόσμο το κορμί μου και το είναι μου, και να σφετεριστεί την ταυτότητά μου». Τι σημαίνει λοιπόν να είσαι συγγραφέας;
Να κόβεις, να συναρμολογείς, να φαντάζεσαι αναμνήσεις; Να παίρνεις φωτογραφικά άλμπουμ και να τα ξεψαχνίζεις; Να σκαρώνεις μια ιστορία ενώνοντας ρετάλια; Να αλλάζεις χρονολογίες, να ανακατεύεις γεγονότα; Να δημιουργείς από το τίποτα;
Και τι είναι η λογοτεχνία;
Είναι λοιπόν πιο δυνατή η φαντασία του συγγραφέα; Είναι πιο σημαντική, πιο αξιοσέβαστη από τη ζωή των ανθρώπων; Αυτό λοιπόν είναι η λογοτεχνία;
Το ζευγάρι γίνεται αντικείμενο νέων χλευασμών. Αποφασίζουν να αλλάξουν τα ονόματά τους και να φύγουν στο Αλγέρι, να χαθούν στο πλήθος.
Ένας άνεμος κακός
Επιστρέφουν στο χωριό το 1992. Είναι εποχή εμφύλιου πολέμου, οι τρομοκρατικές επιθέσεις εντείνονται, «όσοι πολεμούν με την πένα, θα πεθάνουν με το λεπίδι» είναι γραμμένο σε ένα τοίχο. «Οι μεγάλες διαδηλώσεις και πορείες κατά της τρομοκρατίας σε όλη τη χώρα […]. Η αεροπειρατία σε μια πτήση της Air France. Η λογοκρισία της κυβέρνησης σε ορισμένες εφημερίδες, με την κατηγορία ότι έδιναν βήμα στους “εγκληματίες”. Η απαγωγή και, στη συνέχεια, η δολοφονία του Καβάλου τραγουδιστή Ματούμπ Λουνές. Οι επιθέσεις με παγιδευμένα αυτοκίνητα. Οι βόμβες σε πανεπιστήμια και υπουργεία. Οι φοιτητές που κρύβουν τα συγγράμματα μέσα σε κουτιά για πίτσα. Οι απειλές για ολοκληρωτικό πόλεμο κι απ’ τις δύο πλευρές. Ο ολοκληρωτικός πόλεμος στον οποίο βυθιζόμαστε. Ο θάνατος του τραγουδιστή της ράι Σεμπ Χασνί, που τον δολοφόνησαν στο Οράν, και το τεράστιο πλήθος που παρευρέθηκε στην κηδεία […]. Η δολοφονική επίθεση κατά του σπουδαίου δραματουργού Αμπντελκαντέρ Αλουλά και ο θάνατός του. Οι απαγωγές και οι βιασμοί νεαρών γυναικών […]. Οι προσπάθειες για διάλογο που αποτυγχάνουν η μία μετά την άλλη. Τα νεαρά παιδιά που βγαίνουν στο αντάρτικο και δεν ξαναγυρίζουν, κι εκείνοι που χάνονται γύρω απ’ τα τζαμιά έπειτα από ελέγχους ταυτότητας και που δεν θα ξαναβρεθούν ποτέ. Η δολοφονία των μοναχών της Τιμπχιρίν. Οι ταραχές στην Καβυλία, μετά τον θάνατο ενός νέου στο κτίριο της χωροφυλακής. Ό,τι μπορούσε να μας συμβεί, μας συνέβη», γράφει η Αντιμί, η οποία έζησε ως παιδί τη δεκαετή εκείνη κρίση και αξιοποίησε τα βιώματά της ως μυθιστορηματική ύλη.
«Αν η λογοτεχνία μπορεί να είναι ένας άνεμος κακός, μπορεί εξίσου να σώζει». Γι’ αυτό, η Αντιμί γράφει. Για τον ίδιο λόγο που ο Πωλ Βερλαίν έγραψε το «Φθινοπωρινό τραγούδι» του: «Και φεύγω / Με άνεμο κακό / Που με πάει / Από δω από κει / Όμοια με / Φύλλο νεκρό»:
Και έτσι, απομυθοποιητικά, προσεγγίζει την ιστορία, όχι με περηφάνια αλλά ως βάρος και ως απώλεια. Απώλεια της γενιάς της:
Ήταν ο δικός μας πόλεμος. Δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτόν, όπως δεν μίλησαν οι παππούδες και οι γονείς μας. Δεν θα πούμε τίποτα για τα γκρίζα πρωινά που ξυπνούσαμε μουδιασμένοι, για τις νύχτες που περνούσαμε κάνοντας μακάβριους απολογισμούς, για τα νεανικά μας χρόνια που μοιάζουν με διακεκομμένη γραμμή, γιατί η ζωή που δεν σταματάει, όχι, κάνει ακριβώς το αντίθετο, παρατείνεται επ’ άπειρον, μέσα σε μια ανυπόφορη βραδύτητα όπου η κάθε μέρα είναι ίδια κι απαράλλαχτη με την προηγούμενη. Θ’ αποσιωπήσουμε τους εφιάλτες και θα παριστάνουμε ότι αγνοούμε πως, όταν όλη η χώρα βυθίστηκε στη φρίκη, τα μάτια μας, όπως και τα μάτια των γονιών και των παππούδων μας πριν από εμάς, άλλαξαν, γιατί αυτό σου κάνουν οι πόλεμοι, σε αλλοιώνουν και σε καταστρέφουν αμετάκλητα […]. Οι πόλεμοι σε τρομάζουν και σε καταδικάζουν να ζεις στο περιθώριο. Σε αναγκάζουν να συμβιώνεις, μα συμπορεύεσαι με τους δαίμονες.