Φυσικά δεν τελείωσε ακόμη ο πόλεμος, αυτός ο εντός μας, ο καθαρά ελληνικός. Κι ας τρέχει για πάνω από έναν αιώνα. Δεν συμφέρει πολλούς να τελειώσει. Τους δίνει νόημα ζωής αυτός ο πόλεμος, τους βοηθά να αποκτήσουν σημασία, τους κάνει ηγέτες κάθε αγέλης έτοιμης να φωνάξει συνθήματα μίσους. «Συνθήματα για τάφους», όπως σημειώνει ο Στάθης Βαλούκος, φώναζαν οι μεν στους δε, φωνάζουν ακόμη. Πώς να τελειώσει ο πόλεμος όταν τόσοι ακροδεξιοί (που παριστάνουν τους δεξιούς) θυμούνται τον Γράμμο και το Βίτσι ώστε να ενδυθούν «μαχητικότητα», πώς να τελειώσει όταν τόσοι αριστεροί ονειρεύονται ακόμη όπλα παρά πόδα, πηγάδες και «δικαιώσεις»; Πώς να τελειώσει όταν δεν υπήρξε μετάνοια για τη φρίκη που έτρεχε παράλληλα με το μεγάλωμα της χώρας, μέσα της;
Το βιβλίο Ο πόλεμος δεν τελείωσε ακόμα του Στάθη Βαλούκου διατρέχει σχεδόν πενήντα χρόνια ελληνικής ιστορίας. Δυο αδέρφια, δυο ψυχές που μπορεί απλά να είναι ο καθρέφτης μίας, και δύο σώματα που αρχικά ήταν ένα. Μεγαλώνουν στην Αθήνα του μεσοπολέμου, ευκατάστατοι φυγάδες από την Οδησσό, μεγαλοαστική οικογένεια με τα μυστικά της, τις βενιζελικές διασυνδέσεις, τους σεξουαλικά και πολιτικά παρίες, τους αριβίστες σώγαμπρους. Ο ένας μεγαλώνει προτιμώντας τον Πλοίαρχο Νέμο και αργότερα διαβάζοντας Μπρετόν, ο άλλος γοητεύεται από τον Μιχαήλ Στρογγώφ κι έπειτα από τον Τρότσκι. Η εφηβεία και η ενηλικίωσή τους θα τους βρει μέσα σε μεγαλύτερους πολέμους. Ο ένας γοητεύεται από τη φιλοσοφία και τους αστούς διανοούμενους, ο άλλος βγαίνει στην παρανομία γιατί θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο. Θα ζήσουν από διαφορετικά μέτωπα, αλλά δίπλα στους πρωταγωνιστές, την Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, το μετά.
Το παρελθόν χωρίς ταμπού
«Ωχ, άλλη ηθικολογία μας βρήκε, όχι άλλη ψυχή βαθιά», ακούω τον πρώτο αναγνώστη στο βάθος. Αλλά ο Βαλούκος δεν ηθικολογεί. Αφηγείται, χωρίς φόβο και πάθος. Καταγράφει ιστορικές στιγμές, σε αφήνει να βγάλεις συμπεράσματα. Να συζητηθούν όλα, προσκαλεί τον αναγνώστη, χωρίς να γίνονται δώρο στην Ακροδεξιά ή παπαγαλία της Αριστεράς. Εδώ είναι η εκατέρωθεν ωμότητα, αυτή που αδιανόητα πότισε κάθε χωριό και γειτονιά (έχει ακόμη νωπό έδαφος, ναι). Εδώ είναι οι ΜΑΥ και η Μακρόνησος, εδώ είναι και η πορεία εξόντωσης των ομήρων του 1944-45. Εδώ είναι τα συγχωροχάρτια και η αναβάπτιση σε συνεργάτες των ναζί από τους μεν, εδώ και οι γεωγραφικές εκπτώσεις εθνικής συνείδησης από τους δε. Εδώ είναι πολλές μικρές τραγωδίες και απώλειες, εδώ είναι «η σχισμένη σελίδα της νιότης του, η ζωή που δεν έζησε» ο ένας πρωταγωνιστής, εδώ είναι οι ματαιώσεις του άλλου.
Εδώ όμως είναι κι αυτές οι μικρές νίκες, εδώ είναι αυτό που θα μπορούσε να είναι μια μικρή χίμαιρα αντίστοιχη της Grand Illusion (Η μεγάλη χίμαιρα), της ταινίας του Ζαν Ρενουάρ που κοσμεί το οπισθόφυλλο του βιβλίου: η στιγμή που ο Αλέξανδρος Σβώλος[1] φυγαδεύει τον Κωνσταντίνο Τσάτσο από το Πανεπιστήμιο, μετά την ιστορική ομιλία του τελευταίου, μια πρώιμη πράξη αντίστασης, κοινής. Ένα άγγιγμα, ένα χτύπημα στην πλάτη μεταξύ δυο «φιλοσοφικά εχθρών». Αλλά φίλων.
Και βέβαια εδώ είναι η γραφή του Βαλούκου, που σε παίρνει μαζί της και σε παρασύρει σε 600τόσες σελίδες πλήρεις. Πλήρεις επιδέξιας ενσωμάτωσης της ιστορίας και χαρακτήρων που τους νιώθεις ν’ ανασαίνουν δίπλα σου. Έχει πολλή ιστορία το βιβλίο, έχει κάνει εκτεταμένη ιστορική τεκμηρίωση ο Βαλούκος. Αναπόφευκτα, έχει προσωπική οπτική για πρωταγωνιστές της Ιστορίας: έχει τους αστούς πολιτικούς της πρώιμης κατοχικής περιόδου να μην καταλαβαίνουν πού βρίσκονται και τι συμβαίνει γύρω τους – ο κόσμος που υποφέρει, που δεν θα τα καταφέρει, που δεν θέλει ή δεν μπορεί να υπομείνει. Έχει πολύ ΚΚΕ – πώς να μην έχει άλλωστε: από τις «εκκαθαρίσεις» των αρχειομαρξιστών του μεσοπολέμου μέχρι τις εσωτερικές ανελέητες σκιαμαχίες τους (θυμάμαι την έκπληξη που μου είχε κάνει, όταν διάβαζα τις Μαρτυρίες μιας διαδρομής της Έλλης Παππά, το γεγονός ότι τα ζευγάρια της Κεντρικής Επιτροπής δεν είχαν πρόβλημα να αποκηρύξουν ο ένας την άλλη, π.χ. ο Ρούσος τη Χατζηβασιλείου[2] και όχι μόνο, μου φάνηκε απίστευτο για να το πω ευγενικά). Πολλοί μπορεί να ενοχληθούν από την αφήγηση του Βαλούκου για το ΚΚΕ, είναι μια αφήγηση που επιχειρεί, επίμονα, να σπάσει στεγανά. Δεν είμαστε εδώ στο κλίμα του περσινού εκδοτικού πονήματος για το ΚΚΕ, από προβεβλημένους ιστορικούς, που κόντεψε να γράψει ότι οι όμηροι της μετα-Δεκεμβριανής πορείας πέθαναν από συνωστισμό. Δεν έχει ταμπού ο Βαλούκος, ακόμη κι αν ενίοτε είναι διακριτικός: ο Γιαδικιάρογλου είναι εκ των σημαντικών δευτεραγωνιστών, ο μαυραγορίτης που αγαπήθηκε πολύ από μια διάσημη που δεν κάνει να λέμε το όνομά της (ναι, ξέρω, το είχε ομολογήσει ότι δεν ήταν περήφανη για τότε, αυτό όμως δεν δικαιολογεί τη σιωπή, επιτρέπει απλά σε επικίνδυνους των άκρων να οικειοποιούνται αυτές τις ιστορίες). Δεν έχει ταμπού ο Βαλούκος, ένθεν κακείθεν, και γι’ αυτό θα συγκεντρώσει και μίσος. Θα συγκεντρώσει όμως και πλήθος ανοιχτά μάτια. Ταμπού επέτρεψαν οι ιστορικοί να αποκτήσει η ιστορία μας.
Είναι γεμάτη η αφήγηση από σκηνές ανθολογίας: Η πρώτη πορεία διαμαρτυρίας στην Αθήνα (οργανωμένη από αστικές και αριστερές νεολαίες) και η καταστολή της. Η μακρά πορεία των ηττημένων, με την απόγνωση, τη θλίψη, το άγνωστο για συντροφιά, προς έναν άγνωστο ξένο τόπο, την Τασκένδη. Ο συμβολισμός της σπαρακτικής απελπισίας όταν καδράρει η γραφή του τους δυο τελευταίους νεκρούς του Γράμμου (και όχι, δεν είναι τα δυο αδέρφια, μη φοβάστε, δεν θα είχε έναν τέτοιο κραυγαλέο συμβολισμό). Η παραπλανητική απειλή εισβολής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) στα Ιωάννινα το 1947 και ο πανικός που ακολούθησε (πρέπει να τον ρωτήσω τον Βαλούκο γι’ αυτά, η γιαννιώτικη μεταπολεμική ιστορία κι αν είναι σκοτεινή και παραμελημένη). Η ειρωνική ερώτηση του Παπανδρέου στον Σβώλο κατά την άφιξη του τελευταίου στον Λίβανο, για το τι κάνει ο Ψαρρός[3]. Η πανηγυρική λαοθάλασσα στην ομιλία του Ζαχαριάδη στο Καλλιμάρμαρο το 1945. Η συνάντηση πολιτικών αρχηγών μετά την άφιξη Τσώρτσιλ, με το «κάτσ’ κάτ’ παλιοζαγάρ’» του Πλαστήρα στον Σιάντο[4].
Δεν διστάζει ο Βαλούκος να χρωματίσει πρωταγωνιστές της ιστορίας με την προσωπική του γνώμη. Θεωρεί τον Ζαχαριάδη υπερφίαλο σταλινίσκο, που έκανε μια αδιανόητα λανθασμένη επιλογή. Θεωρεί τον Σιάντο στερούμενο πολιτικής σκέψης. Προβάλλει επίμονα το sui generis της προσωπικότητας του Πλουμπίδη και σε αφήνει να κρίνεις (σε κάποιους άλλωστε πήρε δεκαετίες να κρίνουν, δεν ξέρω αν τελεσιδίκησε η κρίση τους). Σέβεται τον Καραγιώργη[5] και τη Χατζηβασιλείου που προανέφερα. Θετικός είναι κι απέναντι στον Άρη Βελουχιώτη, του αποδίδει συνέπεια, σε ό,τι κι αν ήταν αυτό που πρέσβευε (κι ας αφήνει ο συγγραφέας να αιωρείται έτσι, πληγώνοντας λακωνικά, αυτό το «εκδικητικά αντίποινα μικρής έκτασης» του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του μάχιμου αστού φιλοσόφου και πολιτικού, προς υπεράσπιση του Άρη. Ίσως και αφελώς, προς τέλειωμα του πολέμου. Από την άλλη, οι περισσότεροι αστοί πολιτικοί για τον Βαλούκο είναι απλά αναλώσιμοι. Εντέλει, άλλωστε, ήταν.
Ένα τελευταίο σημαντικό για το βιβλίο Ο πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ είναι ότι προσθέτει στην αυξανόμενη, αλλά ασθμαίνοντας, βιβλιογραφία για την αστική αντίσταση στην Κατοχή. Εδώ η ΠΕΑΝ[6], η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση που πέρασε σε πράξη και εντέλει σε θυσία, είναι παρούσα, πρωταγωνιστεί σε πολλές σελίδες. Περισσότερες από όσες κοσμούν τα ονόματα του Περρίκου και της Μπίμπα στα επίσημα σχολικά βιβλία (όλων των καιρών μάλιστα). Πόσα βιβλία έχουν γραφτεί για την ΠΕΑΝ και πόσα έπρεπε; Εδώ είναι και η σκιά του Κίτσου Μαλτέζου, παραφρασμένη (η δολοφονία του στενού φίλου του πρωταγωνιστή είναι άμεση αναφορά στην δολοφονία του Μαλτέζου, με μια διακριτική νύξη για τον φημολογούμενο ως δολοφόνο, άλλον έναν που δεν κάνει να λέμε το όνομά του…). Θέλει ανθρώπους αυτή η βιβλιογραφία της αστικής αντίστασης, λίγα σημαντικά έχουμε και παραμελημένα (πρέπει να σημειώσω εδώ το βιβλίο Κίτσος Μαλτέζος του Πέτρου Στ. Μακρή-Στάικου και το Ημερολόγιον 1940-1944 του συνονόματού μου Γιώργου Παππά).
Τον Στάθη Βαλούκο τον «γνωρίζω» από παιδί, από τις μέρες που τα Λεξικά Σκηνοθετών του αποτελούσαν τυφλοσούρτη ενός νέου φερέλπιδος σινεφίλ. Όταν αργότερα τον «ξανασυνάντησα» ως συγγραφέα ιστορικού μυθιστορήματος ξαναγοητεύτηκα – η Χλομή Μητέρα αποτελεί μια μείζονα παρακαταθήκη για τον αφανισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Χαίρομαι που μας παρέδωσε αυτό Το μεγάλο τετράδιο (όπως είναι ο ελληνικός τίτλος της ουγγρικής ταινίας, εικόνα από την οποία κοσμεί το εξώφυλλο). Χαίρομαι που υπάρχει και γράφει χωρίς να φοβάται αυτούς που θα ενοχλούνται. Άλλωστε, και το βιβλίο της ουγγαρέζας συγγραφέα Άγκοτα Κριστόφ (Agota Kristof), στο οποίο βασίστηκε εκείνη η ταινία, κάποτε ενόχλησε στη Γαλλία, κρίθηκε ακατάλληλο από εύθικτους φρουρούς της ηθικής και της ιστορίας. Δεν τελειώνει ο πόλεμος με αυτούς...
[1] Αλέξανδρος Σβώλος (1892-1956). Καθηγητής συνταγματικού δικαίου στη Νομική Αθηνών, σοσιαλιστής και δημοκράτης, στην Κατοχή διετέλεσε πρόεδρος («πρωθυπουργός») της λεγόμενης «Κυβέρνησης του Βουνού». Μετά το τέλος του Εμφυλίου, υπέστη διώξεις.
[2] Χρύσα Χατζηβασιλείου (1904 – 1950). Ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, επιδίωξε την ειρήνευση και τον συμβιβασμό με τις βρετανικές και τις κυβερνητικές δυνάμεις κατά τα Δεκεμβριανά και πριν και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Λόγω της κριτικής που άσκησε στον Ζαχαριάδη, ο σύζυγός της Πέτρος Ρούσος, επίσης στέλεχος του ΚΚΕ, επέκρινε τη στάση της και διαχώρισε τη θέση του.
[3] Δημήτριος Ψαρρός (1893 - 1944). Στρατιωτικός, συνιδρυτής της σοσιαλδημοκρατικής αντιστασιακής οργάνωσης ΕΚΚΑ και αρχηγός του συντάγματος 5/42. Συνελήφθη από τον ΕΛΑΣ και πυροβολήθηκε έπειτα από διαπληκτισμό από τον Ευθύμιο Ζούλα, ταγματάρχη του ΕΛΑΣ, τον Απρίλιο του 1944.
[4] Ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, σε σύσκεψη κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών μεταξύ του γραμματέα του ΚΚΕ Γιώργη Σιάντου, του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, του Γεωργίου Καφαντάρη και του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, λογομάχησε με τον Σιάντο. Λέγεται ότι ο Πλαστήρας αμφισβήτησε την προσφορά των ανταρτών του ΕΛΑΣ στην Αντίσταση και στην απελευθέρωση κάνοντας λόγο για «ξεπάστρεμα όλων των δεξιών», ο Σιάντος διαφώνησε φωνάζοντας «Δεν σας επιτρέπω να υβρίζετε τους ηρωικούς μας αντάρτες» και ο Πλαστήρας του ανταπάντησε: «κάτσ’ κάτ’ παλιοζαγάρ’».
[5] Κώστας Καραγιώργης (1905-1955). Γιατρός, δημοσιογράφος και διευθυντής του Ριζοσπάστη (1944-47) και ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ με σημαντικό ρόλο στην Αντίσταση, στην περιοχή της Θεσσαλίας. Υπήρξε στρατηγός του ΔΣΕ στον Εμφύλιο, μετά την ήττα διέφυγε στη Ρουμανία θα βρεθεί πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία, όπου εξαιτίας των διαφωνιών του με τον Ζαχαριάδη οδηγήθηκε από το ίδιο το κόμμα του στα βασανιστήρια και στο θάνατο, το 1955.
[6] Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων. Αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στην Αττική την περίοδο της Κατοχής. Ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1941 με πρωτοβουλία του αξιωματικού της αεροπορίας Κώστα Περρίκου, ο οποίος ήταν ο πρώτος αρχηγός της. Το Σεπτέμβριο του 1942, μέλη της πραγματοποίησαν ένα εντυπωσιακό σαμποτάζ στα κεντρικά γραφεία της δωσιλογικής Εθνικής Σοσιαλιστικής Πατριωτικής Οργάνωσης (ΕΣΠΟ). Οι σαμποτέρ, συμπεριλαμβανομένου του Περρίκου, συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς. Η Ιουλία Μπίμπα, που επίσης συμμετείχε στο σαμποτάζ, συνελήφθη επίσης και εκτελέστηκε το 1943 στη Γερμανία δι’ αποκεφαλισμού.