Σύνδεση συνδρομητών

«Επιτέλους μόνος!»

Κυριακή, 24 Μαρτίου 2024 21:16
H είσοδος στις δημόσιες τουαλέτες της Καουακάουα, μιας μικρής πόλης στην περιοχή Northland της Νέας Ζηλανδίας, τις οποίες σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Φριντερνσράιχ Χουντερτσβάσερ (1928-2000).
Wikipedia
H είσοδος στις δημόσιες τουαλέτες της Καουακάουα, μιας μικρής πόλης στην περιοχή Northland της Νέας Ζηλανδίας, τις οποίες σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Φριντερνσράιχ Χουντερτσβάσερ (1928-2000).

Πέτερ Χάντκε, Δοκίμιο για το αποχωρητήριο, μετάφραση από τα γερμανικά: Σπύρος Μοσκόβου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2023, 74 σελ.   

Πέντε δοκιμιακά κείμενα έχει γράψει ο Πέτερ Χάντκε για ορισμένες από τις προσωπικές «μανίες» του. Είναι κείμενα συμπυκνωμένα, ιδιότυπα, περιέχουν μια δική τους ποίηση, αφού δεν καταφεύγουν σε συστηματική βιβλιογραφία και, τελικά, είναι το συμπύκνωμα των  προσωπικών του παρατηρήσεων στο πέρασμα του χρόνου. Τα βιβλία αυτά είναι το Δοκίμιο για το τζουκμπόξ, το Δοκίμιο για τον μανιταρομανή (και τα δύο σε μετάφραση Σπύρου Μοσκόβου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2022), τα Περί κοπώσεως, Περί ευτυχισμένης  μέρας, που θα εκδοθούν από τον ίδιο εκδοτικό οίκο και, βέβαια, το Δοκίμιο για το αποχωρητήριο. [ΤΒJ]

Αγροτικός απόπατος, εύκολο να μην τον προσέξεις καν, αφού ως χώρος είναι ελάχιστα διακριτός ως χώρος ιδιαίτερος, ένα παράπηγμα, θυμάται και γράφει ο Πέτερ Χάντκε σε αυτό το ιδιότυπο «δοκίμιό» του για το αποχωρητήριο, το πλέον απροσδόκητο από τα πέντε «δοκίμια» του τιμημένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2019 αυστριακού συγγραφέα.

Σε αυτό το δοκίμιο για τα αποχωρητήρια, ο Πέτερ Χάντκε εκκινεί από το ύπαιθρο ενός βαλκανικού χωριού:

Είναι αξιοπρόσεκτο πόσο μακριά από τα πάντα βρισκόταν εκείνος ο αγροτικός απόπατος, μακριά απ’ τη ρουτίνα, μακριά απ’ τη γιορτή· σε αντίθεση με τις κωμοπόλεις που είχαν παζάρια κάτω στα πεδινά, στο σλοβενικό χωριό Στάρα Βας ήταν δύσκολο να διανοηθεί κανείς να κάνει την ανάγκη του δημόσια, όπως ας πούμε σε μερικές ολλανδικές ρωπογραφίες του 17ου αιώνα.

Η επόμενη αναφορά είναι σε ένα οικοτροφείο, μια μέρα των αρχών Σεπτεμβρίου, τη δεκαετία του 1950. Όπου μια πόρτα κρυμμένη οδηγούσε στην, επίσης, κρυμμένη τουαλέτα, η οποία πιθανόν προοριζόταν για τους κηπουρούς ή για τους εξωτερικούς εργάτες, «αλλά εκείνο το βράδυ ήταν κατά σύμπτωση ανοιχτή». Εκεί, ο οικότροφος άκουγε από τη μια πλευρά το κελάρυσμα του τρεχούμενου νερού ενώ από την άλλη πλευρά, από τους διαρκώς φουσκωμένους και παγωμένους τοίχους, και λόγω της απόστασης, έφταναν στ’ αυτιά του υπόκωφοι θόρυβοι, αλλά και «ό,τι άλλο έκαναν οι υπόλοιποι οικότροφοι στους επάνω ορόφους, ο οποίος όμως έτσι δεν έφτανε πια σαν θόρυβος, όχι πια σαν τσιρίγματα και ξεφωνητά, αλλά για κάποιες στιγμές σαν κάτι το σχεδόν θαλπερό, σχεδόν».

 

Η μοναξιά της τουαλέτας

Όμως δε μετρούσε τόσο ο τόνος του κελαρύσματος του νερού, της μουσικής του, αλλά εκείνος ο άλλος τόνος, από το βάθος. Και ιδού, το «μέρος» κάθε άλλο παρά είναι μονότονο. Κλείνεσαι εκεί, κλεινόμαστε εκεί για να μη μας επισκέπτεται η τύρβη του κόσμου. Πρόκειται για μια χειρονομία στιγμιαίας αναχώρησης, αποχώρησης αν προτιμάτε, από   την πολυκοσμία, τη φλυαρία, την εξοντωτική συχνά λογοδιάρροια. Είναι, ακόμα, μια χειρονομία εκτροπής από τις απαγορεύσεις, λόγου χάριν για το κάπνισμα, με τα καψίματα από τα τσιγάρα να διακρίνονται σαν μοτίβα, ιδίως στα  ουρητήρια  των σχολείων, αλλά και στα βεσέ των καφενείων και των μπαρ.

Γιατί, «με το να περιφέρεσαι συνεχώς και να ξεστρατίζεις αδιάκοπα δεν έχεις κάποια στιγμή τόπο να σταθείς, βρίσκεσαι σχεδόν σε παραζάλη και σιγά σιγά ακόμα και σε αντίφαση με  τον εαυτό σου».  Καταφάσκεις καταφεύγοντας. Στα αποχωρητήρια και αλλού.

Επιλέγουμε εισερχόμενοι ακόμα και επειγόντως στο αποχωρητήριο την αργή ζωή, μια ζωή που περνάει μπροστά μας με ταχύτητα τέτοια ώστε προλαβαίνεις να δεις και να σκεφτείς, μια ζωή που έχει στιγμές αναμονής και δράσης, τον καιρό του σπείρειν και τον καιρό του θερίζειν. Μια ζωή ηδείας νωθρότητος. Όποιος «πηγαίνει με το πάσο του» στο αποχωρητήριο και όχι μόνο  είναι ένας μικρός επαναστάτης, αφού σθεναρά αντιστέκεται στον αμείλικτο έλεγχο και τη βάναυση χρονομέτρηση κάθε αυστηρά προγραμματισμένης ανθρώπινης δραστηριότητας, από την οποία θέλουμε να ξεφύγουμε αλλά φοβόμαστε, σαν εθισμένοι από καιρό, να το κάνουμε. 

Οι του αποχωρητηρίου επισκέπτες αποτίουν φόρο τιμής στην αμεριμνησία, στη βραδύτητα, στο «σκότωμα» του χρόνου, στην αργή χρονοφαγία σε έναν κόσμο που τρέχει με υψηλές ταχύτητες.

Έτσι, για τον Χάντκε, για εμάς, το αποχωρητήριο συνιστά και συστήνει έναν τόπο ουτοπίας, ένα προσωρινό καταφύγιο, μια ανάπαυλα από την αναπόδραστη επαφή με τον έξω κόσμο. Γι’ αυτό το αποχωρητήριο είναι συγχρόνως ένα εκεί και ένα εδώ, εκτός του άλλου κόσμου. Εκεί ιδρύουμε τον δικό μας κόσμο, ανακτούμε το δικαίωμα στη σιωπή, στη συνειδησιακή ανάπαυλα.  Έτσι, ο τόπος της ουτοπίας γυρίζει σε τόπο ευτοπικό. Είναι, ακόμα, το αποχωρητήριο, μας δείχνει ο συγγραφέας, ένα σημείο τομής στον καθημερινό χρόνο, αφού η επίσκεψη στο «μέρος»  χωρίζει τη μέρα στο πριν και στο μετά.

Είναι τα αποχωρητήρια χώροι προνομιούχοι, ο προνομιακός μας χώρος, χώρος με ακριβή και καθορισμένη λειτουργία. Λειτουργούν όταν και εφόσον οι επισκέπτες του «μέρους» βρίσκονται σε ρήξη με την «παραδοσιακή» ροή του χρόνου, είναι τόποι όπου μια τελετουργία επιτελείται, από την «ανάγκη» ώς το στοχασμό και το διάβασμα – ο Χάντκε περιγρλαφει πώς προσπάθησε να διαβάσει τους Μπούντενμπροκ του Τόμας Μαν σε τουαλέτα  ενός σιδηροδρομικού σταθμού, όπου κάποτε είχε καταφύγει για να διανυκτερεύσει. Είναι, λοιπόν, τα αποχωρητήρια χώροι ανοιχτοί και κλειστοί, είναι  ετεροτοπίες.

 

Στα αναχωρητήρια, τελετουργικώς

Ακόμα κι όταν η τουαλέτα χάνει τη σημασία της σαν τόπος καταφυγής, όπως, μας εξομολογείται ο Χάντκε, τη χρησιμοποιούσε στα φοιτητικά του χρόνια, υπάρχει πάντοτε η σκευή της ανακουφιστικής μνήμης αποχωρητηρίου. Ορίστε:

Και είναι βέβαια αυτονόητο ότι στα φοιτητικά χρόνια στην πόλη όλα εκείνα τα μέρη που είχαν βιωθεί πριν από πολύ καιρό σαν αναχωρητήρια, όπως οι στρούγκες για το άρμεγμα λίγο έξω απ’ τις δημοσιές, οι θημωνιές και οι απλώστρες για τα στάχυα στα λιβάδια και ιδίως οι μικροσκοπικές ξύλινες καλύβες μέσα στα χωράφια, ακτινοβολούσαν από μακριά ασύγκριτα πιο έντονα εκείνη τη γαλήνη, που όπως έδειχναν τα πράγματα γινόταν όλο και πιο αναγκαία […].  Όλα εκείνα τα αποχωρητήρια υπήρχαν, ήταν εδώ μέσα μου και δίπλα μου και κυρίως γύρω μου, μπορεί  όχι και τόσο μεστά και απτά και αντιληπτά όπως παλιά, ίσως όμως γι’ αυτό ακριβώς και λιγότερο ανεπηρέαστα από τις κρατούσες συνθήκες – περισσότερο ανθεκτικά, προβάλλοντας κιόλας μεγαλύτερη αντίσταση.

Γι’ αυτό τα αποχωρητήρια δεν είναι για τον Χάντκε, και για εμάς, μόνο καταφύγια, άσυλα, κρησφύγετα –εδώ εγείρονται μνήμες παιδικές–, περιοχές οπισθοχώρησης, ζώνες προστασίας και ηρεμίας, ησυχαστήρια. «Εν μέρει, αυτό υπήρξαν βέβαια εξ αρχής. Αλλά εξίσου εξ αρχής υπήρξαν συγχρόνως κάτι τελείως διαφορετικό, κάτι περισσότερο· πολύ περισσότερο», γράφει ο συγγραφέας. Κάτι πολύ περισσότερο, πράγματι. Μας λέει ο Χάντκε ότι από τα φοιτητικά του χρόνια τον έθελγαν οι άδειες εκκλησίες και τα νεκροταφεία, τα κατά κυριολεξία αναχωρητήρια, άλλοι τόποι ετεροτοπίας αυτά. «Το πρώτο νεκροταφείο που μέσα του ένιωσα να βρίσκομαι σε αναχωρητήριο, και τι αναχωρητήριο, ήταν πολύ αργότερα, στην Ιαπωνία, και μεταμορφώθηκε σε τέτοιο μέσω της τουαλέτας του που βρισκόταν μες στη μέση», θυμάται και γράφει και επιστρέφει από τα αναχωρητήρια στα Αποχωρητήρια, με κεφαλαίο το πρώτο τους γράμμα. 

Λόγου χάριν, σε εκείνους τους απόπατους που περιγράφει μέσα σε ναούς ο Τζουνιτσίρο Τανιζάκι στο Εγκώμιο της σκιάς (μετάφραση: Παναγιώτης Ευαγγελίδης, Άγρα, 2011). Εκθειάζει ο Τανιζάκι την αρχιτεκτονική τους και τη γαλήνη που επικρατεί, εκεί όπου «το πνεύμα βρίσκει ηρεμία με την πραγματική σημασία της  λέξης», όπως σε έναν απόπατο στη Νάρα, την πρώην έδρα των αυτοκρατόρων της Ιαπωνίας. Εκεί ο Χάντκε αισθάνθηκε ότι έφτασε «κάπου», ότι έγινε (απο)δεκτός, ότι βρέθηκε σε τόπο (απ)ελευθέρωσης.  «Δεν ήταν απλώς καταφύγιο, άσυλο, απο-χωρητήριο.  Ήταν εκείνη την ώρα του πρωινού ένας τόπος ανεπανάληπτος, ο κατ’ εξοχήν “τόπος”»: τόπος που ενεργοποιεί τη γλώσσα της αφήγησης. Γιατί, ύστερα από εκείνη τη μέρα στη Νάρα, το αποχωρητήριο ακολουθεί τον Χάντκε «σαν ιδέα».

 

Καιρός του σιγάν

Κλειδώνουμε την πόρτα και «Επιτέλους μόνοι!». Και ναι μεν είναι η σιγή του μέρους ευτύχημα, επενεργεί όμως εντονότερα όποτε συνοδεύεται από τους ήχους του έξω κόσμου, παρατηρεί ο Χάντκε. Και αναρωτιέται:

Μήπως μάλιστα η σιγή αυτή επενεργούσε στο έπακρο, όταν στο φόντο και από απόσταση ακούγονταν οι θόρυβοι της ομήγυρης και συνολικά του χώρου, από τον οποίο μόλις είχα σηκωθεί και είχα φύγει;

 Όπως, άλλωστε, το είδαμε, αυτό συνέβαινε στα χρόνια του οικοτροφείου, όπως συμβαίνει και σε δημόσια, λόγου χάριν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς –όπου τα ουρητήρια είναι και τόποι κοινωνικής συνάφειας–  και σε ημιδημόσια ουρητήρια.

Κλειδώνουμε την πόρτα και, μαζί με τον Χάντκε, γινόμαστε τοπογράφοι. «Σε όλες σχεδόν τις τουαλέτες ανακάλυπτα αμέσως ένα σύστημα από φόρμες, και μάλιστα γεωμετρικές, ένα σύστημα το οποίο έξω από τον συγκεκριμένο χώρο δεν θα συνειδητοποιούσα καν. Μόλις έμπαινα, άρχιζα να αντιλαμβάνομαι με το μάτι του εξερευνητή», γράφει ο Χάντκε, και το αποχωρητήριο καθίσταται τόπος γεωμετρικός, μια ετεροτοπία με την κατάδική της γεωμετρία.

Επιτέλους μόνοι. Έχουμε όλο το χρόνο να παρατηρήσουμε, αυτή την ετεροτοπία, να τη διαπιστώσουμε: κύκλος, ωοειδές, κύλινδρος, κώνος, έλλειψη, πυραμίδα, κόλουρη πυραμίδα, εφαπτομένη, τμήμα καμπύλης, τραπέζιο, ορθογώνιο, λεκάνη, καπάκι, βάση, καζανάκι, σωληνώσεις, κυβικές φόρμες, στον τόπο της γαλήνης και της ηρεμίας, «στη μεγάλη σφαίρα που κάποτε λεγόταν οικουμένη», συμπυκνωμένη γεωμετρία, ένας κόσμος ο οποίος κάθε φορά που επισκεπτόμαστε το αποχωρητήριο ιδρύεται από την αρχή, οι τουαλέτες στον δυτικό κόσμο, αλλά και οι ξύλινες τουαλέτες που φτιάχνει μια φυλή Ινδιάνων στον Παναμά και οι τσιμεντένιες κυβικές κατασκευές χωρίς παραπέτασμα στην Αφρική, αλλά και οι τουαλέτες χωρίς καμία ορθή γωνία, τα δημόσια αφοδευτήρια που δημιούργησε σε μια μικρή πόλη στη Νέα Ζηλανδία ο αρχιτέκτονας Φριντερνσράιχ Χουντερτσβάσερ, και τουαλέτες που στον τελευταίο όροφο ουρανοξύστη στη Νέα Υόρκη βλέπουν στο Χάιντ Παρκ, και τουαλέτες στην Αλάσκα που βλέπουν σε έναν παγετώνα.  Αλλά τη δική τους γεωμετρία έχουν και οι τουαλέτες όπου πηγαίναμε στα σχολικά χρόνια για να καπνίσουμε και ίσως να δούμε από το παράθυρο την πρώτη αγαπημένη μας, μια μετάβαση πιθανόν αιφνίδια από τη σιωπή, την παραίτηση τη συνδυασμένη με σιωπή, πίσω «στη γλώσσα και τη λαλιά», από τη γεωμετρία της τουαλέτας στη γεωμετρία του κόσμου, από το σιγάν στο λαλείν. Εν κατακλείδι:

Έξω ουρλιάζουν, τσιρίζουν, λυσσάνε και στριγγλίζουν: όλα αυτά μεταμορφωμένα σε μουρμουρητό του πλήθους και τύρβη των ανθρώπων. Εμπρός, σήκω, γύρισε στους άλλους, πολυσύλλαβος, έμπλεος ευγλωττίας.    

Ηλίας Καφάογλου

Δημοσιογράφος, επιμελητής, συγγραφέας, κριτικός. Πρόσφατα βιβλία του: Ελληνική αυτοκίνηση 1900-1940 (2013), Ελύτης εποχούμενος (2014), Πεζός. Ένας μικρός επαναστάτης (2016), Η δημοκρατία στην παραλία (2018), Η Γυφτοπούλα. Μια γυναίκα ερωτευμένη και η εποχή της (2019).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.