Σύνδεση συνδρομητών

Το χάρισμα της τρέλας

Τετάρτη, 29 Νοεμβρίου 2023 08:44
Σκηνή από την ταινία του Μίλος Φόρμαν, Η φωλιά του κούκου (1975), με πρωταγωνιστή τον Τζακ Νίκολσον, που καταδύεται στην παθολογία της τρέλας και του εγκλεισμού, σε εποχές όπου η ψυχιατρική περιείχε ακραίες επιλογές καταστολής, όπως η λοβοτομή.   
Fantasy Films Productions
Σκηνή από την ταινία του Μίλος Φόρμαν, Η φωλιά του κούκου (1975), με πρωταγωνιστή τον Τζακ Νίκολσον, που καταδύεται στην παθολογία της τρέλας και του εγκλεισμού, σε εποχές όπου η ψυχιατρική περιείχε ακραίες επιλογές καταστολής, όπως η λοβοτομή.  

Joy Sorman, Στην τρέλα, μετάφραση από τα γαλλικά: Αριάδνη Μοσχονά, Πόλις, Αθήνα 2023, 288 σελ.

Επί έναν ολόκληρο χρόνο, κάθε Τετάρτη, η Τζοΰ Σορμάν, με σπουδές φιλοσοφίας και επαγγελματική εμπειρία στη Μέση Εκπαίδευση και στη δημοσιογραφία, και μυθιστοριογράφος, επισκέπτεται το Περίπτερο 4Β ενός ψυχιατρικού ιδρύματος «κάπου στη Γαλλία» και συναντά τους ασθενείς και το προσωπικό. Έρχεται κάθε Τετάρτη  αντιμέτωπη με τα όρια του ανθρώπου, με το ανθρώπινο είδος πέρα  από τα όριά του. Και ό,τι καταγράφει, περιλαμβάνεται στο βιβλίο της για την τρέλα.  

Η Τζοΰ Σορμάν παρατηρεί, συλλέγει εντυπώσεις και πληροφορίες, περι-γράφει. Ο λόγος της, γεμάτος απορίες και ερωτήματα, συμπονετικός και διερευνητικός συγχρόνως, παράγεται από όσα βλέπει, από το βλέμμα της. Ενσκήπτει στην οδύνη, αυτήν που βρίσκεται εγκατεστημένη αναπαυτικά μέσα σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, ενσκήπτει στον πόνο των ανθρώπων, και αισθάνεται αμήχανη, παρείσακτη σε ένα χώρο που δεν της ανήκει, γι’ αυτό άλλωστε οδοιπορεί «στην τρέλα», και έτσι τιτλοφορεί το βιβλίο της.

Παρεισδύει «στην τρέλα», με αγωνία και βάσανο να αποκρυπτογραφήσει τους κώδικές της, το λόγο της, την ιδιόλεκτό της. Εντέλει θα αποτύχει, το ξέρει αλλά προσπαθεί να ενεργοποιήσει «ματαίως τις αδρανείς ζώνες του πνεύματός της». Γνωρίζει ακόμα, άλλωστε, ότι «όλοι έχουμε το χάρισμα  της τρέλας», η τρέλα είναι μια εγκαιροφλεγής βόμβα μέσα μας: αρκεί ένα συμβάν για να την ενεργοποιήσει, να ενεργοποιήσει τη μανία ή την παράνοια, και τότε οι άνθρωποι εκτροχιάζονται, η λογική και το παράλογο εμφιλοχωρούν η μεν στο δε.

 

Λαλέουσα σιωπή

Η Σορμάν επισκέπτεται την τρέλα αμήχανη, εισέρχεται αμήχανη σε αυτήν και με ηθικές αναστολές. Εισέρχεται, κάθε βδομάδα, σε περιβάλλον «ασαφές, ομιχλώδες, υπνωτικό, μέσα σε χρόνο εξαρθρωμένο», σε περιβάλλον οδυνηρό. Περιγράφει για λογαριασμό μας το ντεκόρ, «καθαρό, φωτεινό, μοντέρνο και δίχως ζωή, μια διαρρύθμιση λειτουργική, οικονομική, σύμφωνα με τους κανόνες της διοικητικής αισθητικής», περιγράφει τους ήχους, «ένας ατέρμονος θόρυβος κλειδιών που μπαίνουν σε κλειδαριές δίνει τον ρυθμό», τα γεύματα, τη χορήγηση των φαρμάκων, τα ολιγόλεπτα διαλείμματα για τσιγάρο πάντοτε σε ώρες προκαθορισμένες, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τα χρώματα, τις μυρωδιές. Κυρίως, όμως, προσπαθεί να εξεικονίσει διά της γραφής πώς το ψυχιατρικό ίδρυμα συνιστά και συστήνει μια περιπέτεια της γλώσσας, πώς η τρέλα δεξιώνεται την κάθε λέξη, με έκκεντρους ή και αδιάγνωστους τρόπους, πώς η γλώσσα της τρέλας είναι μια γλώσσα εξαρθρωμένη μέσα στην οποία έχει εμφιλοχωρήσει το άφατο, το άλαλο, το σκοτεινό· λαλέουσα σιωπή.

Είναι, έτσι, το ψυχιατρικό ίδρυμα, ένας τόπος όπου η γλώσσα ζει τη δική της περιπέτεια, συγχρόνως τόπος ομιλίας και σιωπής, πλήρωσης και κενού, κραυγών και λογικής άρθρωσης, λόγου που θεραπεύει και λόγου που  εγκαταλείπει τις ράγες, ομολογιών και αποσιωπήσεων. «Τα λόγια κατευνάζουν ή κατακρεουργούν;», αναρωτιέται η συγγραφέας, δεδομένου ότι «στο ψυχιατρείο κάθε κουβέντα που εκστομίζεται έχει συνέπειες, παρηγορητικές ή επιζήμιες, χωρίς να μπορεί κανείς να τις αποτιμήσει».

Η Σορμάν  εξεικονίζει τα σταθερά μοτίβα του κλειστού σύμπαντος, μιας προσομοίωσης, ενός θύλακα πραγματικότητας μέσα σε δομή,  που συνιστά ένα ψυχιατρικό ίδρυμα, την υποχρεωτική ενδυμασία που  επισπεύδει την υποταγή, στερεί κάθε περίβλημα-σήμα προσωπικότητας, τη στέρηση προσωπικών αντικειμένων, την αποστέρηση δηλαδή «οποιοσδήποτε ιδιοκτησίας», την απώλεια διαχείρισης του χρόνου μέσω ενός άτεγκτου τελετουργικού, το δωμάτιο απομόνωσης, τη μία και μοναδική τηλεφωνική συσκευή στο διάδρομο, τη διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας, τη μεθοδολογία, τους τρόπους και τους τόπους της διάγνωσης, ιδίως τη σιωπή, αυτή την τρομώδη ηχητική και τα αδιάβλητα στρώματα οδύνης. Η Σορμάν εξεικονίζει ανθρώπους περίκλειστους στον κατάδικό τους κόσμο, που έχουν καταφύγει σε μια γωνία του μυαλού τους, εξουθενωμένες φιγούρες που σέρνονται στους διαδρόμους και που το «μυαλό τους τους πονάει». Συνομιλεί με κατοίκους του ιδρύματος και νοσηλευτές, με γιατρούς και «σαλεμένους», ρωτάει, ακούει, προσπαθεί να καταλάβει τι είναι η τρέλα, πώς φτάνει κάποιος σε αυτήν, από τι εντέλει πάσχουν οι ασθενείς, πώς αποφασίζεται και πώς πραγματοποιείται η εισαγωγή τους στο ίδρυμα, πώς νοσηλεύονται, ποιος και πώς τους φροντίζει, «καμιά κουβέντα δεν είναι ανώδυνη. Σε ποιον μιλάω, πώς και γιατί […]. Λέξεις καθοριστικές, δραματικές και σωτήριες, πρέπει να ξέρει κανείς να επιλέγει». 

Ο χρόνος μέσα στο ίδρυμα διασαλεύεται, σέρνεται, δεν είναι κυρίως «αυτός των ρολογιών, όσο της ψυχής». Τα πάντα επιβραδύνονται στα  πάσχοντα σώματα και αιφνιδιαστικά επιταχύνονται, «χωρίς να είναι δυνατή η πρόβλεψη». Ο τόπος είναι κλειστή δομή άσκησης εξουσίας, τόσο στους ασθενείς όσο και στους νοσηλευτές. Ο ιατρικός ορθολογισμός συν-ομιλεί αντιπαραβαλλόμενος  με την ηθική της καταστολής, κάποτε οι θεραπείες ομοιάζουν με τιμωρίες. Οι ασθενείς  βρίσκονται σε καθεστώς απώλειας της ίδιας της κυριότητας της ασθένειάς τους, είναι απόμακροι, ξένοι στον κόσμο, ξένοι στον ίδιο τους τον εαυτό, ο λόγος της ψυχιατρικής –το ουσιαστικό πορτρέτο της οποίας σκιαγραφεί η Σορμάν, όπως σκιαγραφεί και το πορτρέτο της αποïδρυματοποίησης– ομιλεί εξ ονόματος των ασθενών, παρεισδύοντας στο έσχατο κατάδικό τους καταφύγιο, την τρέλα. Για τον Φρανκ, λόγου χάριν, έναν από τους ασθενείς, η τρέλα είναι «το προνόμιό του, το καμάρι του, το λάφυρό του», μια αστραποβολούσα οδύνη, γι’ αυτό και «αρνείται να γίνει αυτό το άθροισμα λέξεων που δεν του ανήκουν», άθροισμα λέξεων του ιατρικού  λεξιλογίου – δεν του ταιριάζει ένα εντεύθεν της ίδιας του της γλώσσας. Οι γιατροί προσπαθούν «να εντοπίσουν τη φράση που κτυπάει, την έννοια που δεν στέκει, τη λέξη που δεν κολλάει και που, στη ροή μιας ομιλίας ανώδυνης και τακτοποιημένης, θα αποκαλύπτει την παθολογία», η νοσηλεία επιτείνει την ξενότητα και το ίδρυμα τους απογυμνώνει από κάθε αίσθηση ατομικότητας.  Αλλά αν οι ασθενείς δεν έχουν οι ίδιοι ευθύνη για τα ξεσπάσματά τους,  «τα σπαράγματα αδιανόητων φράσεων», το θυμό, την οργή τους, γιατί πρέπει να τιμωρούνται, αν έχουν παύσει να είναι θύματα  της ψύχωσής τους, γιατί ενοχοποιούνται, καθίστανται ένοχοι;  Άλλωστε, οι νοσηλευτές έχουν μετατραπεί σε διανομείς φαρμάκων στο πλαίσιο και μιας αυστηρής γραφειοκρατικής δομής, μια εξουσία, η «διοικητική Μέδουσα», απόμακρη και απροσπέλαστη δίνει διαταγές, «διάχυτη σε μια αλυσίδα αποφάσεων και ευθυνών», ενώ το νοσοκομειακό σύστημα είναι δέσμιο των δημοσιονομικών περικοπών και των κυρίαρχων γραφειοκρατικών και οικονομικών αντιλήψεων, που «εκδιώκουν καθετί το ανθρώπινο προς όφελος της αποτελεσματικότητας». «Οι πιο κουρασμένοι από όλους μας είναι οι ασθενείς», λέει χαρακτηριστικά ένας νοσηλευτής.

 

Τρέλα και «κανονικός» κόσμος

Η Σορμάν  ερευνά τη σχέση της τρέλας και των  τρελών με τον λεγόμενο «κανονικό» κόσμο. Οι ασθενείς εγκλείονται, αποκλειόμενοι από την «κανονικότητα», όχι τόσο για να θεραπευτούν, όσο γιατί ενοχλούν, επειδή φοβίζουν την κοινωνία. Η ψυχιατρική δομή  περισυλλέγει όσους δεν βρίσκουν πουθενά αλλού τη θέση τους «και αποτελεί  συχνά  αντανάκλαση των δυσλειτουργιών και των παραλείψεων του εξωτερικού “κανονικού” οικονομικού, πολιτικού και επιστημονικού κόσμου». Με το λόγο της Σορμάν:

Σκέφτηκα πως η έκφραση κοινωνικοί κρατούμενοι θα ήταν ίσως καταλληλότερη. Οι τρελοί πλήττουν την κοινωνία, διαταράσσουν μια οικογενειακή ή δημόσια τάξη […]. Όλοι όσοι βρίσκονται εδώ παρά τη θέλησή τους παραβίασαν μια συμφωνία, κάτι τους πήγε στραβά, για τους ίδιους ή για τους άλλους, και θεωρήθηκε αδύνατον να αφεθεί να περάσει έτσι, αδύνατον να τραβήξει άλλο. Υπολογίζουμε τότε στην τάξη του νοσοκομείου για να συγκρατήσει την αταξία των ατόμων.  Υπολογίζουμε στον εγκλεισμό για να μειώσει το μερίδιο της βίας σε κάθε τρέλα. Γνωρίζουμε, όμως, καλά πως τίποτα δεν είναι πιο σκληρό από ένα κρανίο και πως, ακόμα και αν το μυαλό δοκιμάζεται, το πνεύμα πάντα θα ξεγλιστράει. 

Ζητούμενο, βεβαίως, η επανένταξη στην κοινωνία, στις λειτουργίες στην πόλη, ζήτημα κοινωνικό, αίτημα και πρόκριμα ανθρωπιστικό. Επιχειρούν οι γιατροί να πείσουν τους ασθενείς κάτι να βάλουν ξανά από τα της κοινωνίας μέσα τους. Έστω να αισθανθούν ότι κάποιοι, εν προκειμένω οι νοσηλευτές, το ιατρικό προσωπικό, τους αγαπούν – «αν αρνηθούμε να τους αγαπήσουμε, θα πεθάνουν», εκμυστηρεύεται ένας νοσηλευτής στη Σορμάν. Αλλά, γράφει η Σορμάν, «όσοι  βγαίνουν απ’ το νοσοκομείο είναι αυτοί που η οδύνη τους έχει ελαφρώς καταπραϋνθεί, έχει σταθεροποιηθεί κάπως, έξω όμως τους περιμένει ένα άλλο μαρτύριο, αυτό της κοινωνικής υποβάθμισης […]. Γνωρίζουμε καλά πως η κοινωνική επανένταξη με κάθε τίμημα είναι μια πλάνη από την οποία γαντζώνονται οι θεράποντες ώστε να μην απωλέσουν κάθε ελπίδα για την αποστολή τους. Πως εκείνοι αναμφίβολα την επιθυμούν περισσότερο κι από τους ίδιους τους ασθενείς. Ορισμένοι δεν ζητούν καν, και δεν θέλουν με τίποτα, ούτε δουλειά  ούτε οικογένεια· δεν τρελάθηκαν άνευ λόγου και αιτίας», ούτε τυχαία τους δόθηκε σε βαθμό υπερθετικό  το «χάρισμα της τρέλας».

Αλλά εκεί έξω τα πράγματα είναι χειρότερα από όσο  «εδώ  μέσα», όπου οι έγκλειστοι έχουν γίνει μέλη μιας κοινότητας, έστω κι αν δεν το έχουν επιθυμήσει ή επιλέξει. Ο έξω κόσμος προσφέρει πολύ λιγότερες απολαύσεις και παροχές από τις ψυχιατρικές υπηρεσίες. Στο ίδρυμα το να ζεις θεωρείται φυσιολογικό, «το φυσιολογικό νοείται ως το προσαρμοσμένο στις δεδομένες συνθήκες», πώς από τον έξω κόσμο να προτιμούν «τη θανατερή επανάληψη» πανομοιότυπων τελετουργικών. Οι νοσηλευτές προσπαθούν να δείξουν στους ασθενείς πώς να επανέλθουν σε έναν κανόνα, τους διδάσκουν ξανά πώς να συμβιβάζονται, πώς να ανέχονται τη ματαίωση. Υπάρχει, βέβαια, μια σπίθα ζωής που σιγοκαίει, έτοιμη  να ανάψει σε φλόγα, σπίθα εξέγερσης, «καμία τρέλα δεν απομακρύνει [τους ασθενείς] οριστικά από την έξαψη των ανθρώπων που κλείνονται μέσα και τίθενται σε περιορισμό». Η ιδιόλεκτος της τρέλας, βλέμματα στο άπειρο, ειρωνικοί μορφασμοί, εκδηλώσεις αγανάκτησης και άλλα και άλλα, ένα ολόκληρο ρεπερτόριο εκφράσεων, εγείρεται ως ανταρσία στις πρακτικές των γιατρών και της ιατρικής και της «ιδρυματικής μηχανικής» –  ο κατευνασμός του πόνου είναι συχνά ο μείζων στόχος, αλλά η τρέλα έτσι δεν θεραπεύεται, αν θεραπεύεται, απλώς αντιμετωπίζεται. Ίσως γι’ αυτό, όταν κάποιοι ψυχορραγούν, ανακτούν τη λογική τους, οι ασυνάρτητες χειρονομίες σταματούν, διαυγής λόγος εγείρεται, τα πάντα αποκτούν νόημα, «μια ολόκληρη ύπαρξη μπαίνει πάλι σε τάξη την ύστατη στιγμή». Αλλά και πριν απ’ αυτήν, αφού ο θάνατος δεν τους είναι ξένος, «γνωρίζουν το παράλογο και τη φθορά»: οι τρελοί είναι εξοικειωμένοι με το καθεστώς εντελούς εκμηδένισης, «τα πάντα θρυμματίζονται μέσα τους, η αντίληψη του κόσμου και τα όργανά τους», η τρέλα και ο θάνατος προελαύνουν μαζί, αλλά ο τρελός «τον προμηνύει, προπορεύεται, αναγγέλλει τη ματαιότητα και την αβεβαιότητα των πάντων» και ακριβώς σε αυτή τη γνώση περιγελά το θάνατο, τον περιφρονεί, «διότι  έχει δει κι άλλους θανάτους, γνωρίζει το κενό στον πυρήνα της ζωής, δεν χρειάζεται να περιμένει το τέλος για να βιώσει την εμπειρία» αυτός, ο εντελώς κατεστραμμένος από την κοινωνία και τα «πρωτόκολλα». Ακόμα και η αυτοκτονία, στο βαθμό που αποτυγχάνει, μπορεί να συνιστά μέσο αναζωογόνησης της θέλησης, είναι «ένα όπλο, μια καταφυγή, ενδεχομένως ένας τρόπος να επιβιώσεις από κάτι που θα έπρεπε κανονικά να σε είχε σκοτώσει»: το να κάνει  κάποιος απόπειρες μπορεί να είναι ένας τρόπος για να μην πεθάνει, εγκλωβισμένος στα ποικιλώνυμα  πρωτόκολλα.  Άλλα πρωτόκολλα βιώνει και τώρα, αλλά στα πρωτόκολλα, λέει η Σορμάν, «δεν φροντίζουμε έναν τρελό, αλλά τους τρελούς.  Σωστός είναι μόνον ο ενικός». Αν πούμε «οι μετανάστες» ή «οι τρελοί» έχουμε αποκλειστικά ομάδες να αντιμετωπίσουμε, όχι άτομα.  

Η τρέλα και η ποιητική της είναι μία λύση στο αδιανόητο, όταν το κόστος για τη σκέψη παραείναι υψηλό, «η τρέλα επιτρέπει να ελίσσεται κανείς, να ξεγλιστράει». Γιατί, «τρελός είναι αυτός που η πραγματικότητα τον κτυπάει κατακέφαλα». Και δεν έχει σχεδόν τίποτα άλλο από τις λέξεις  και τη φαντασία του για να ορθώσει ένα «ανάχωμα» απέναντι στους δαίμονες που τον πολιορκούν, όπως θαυμάσια δείχνει η Σορμάν, που χάρη και στη μετάφραση της Αριάδνης Μοσχονά, μας δίνει ένα κείμενο υψηλής αφηγηματικής στάθμης, κείμενο για το λόγο, τους λόγους, την ποιητική της τρέλας. Κείμενο κατορθωμένης λογοτεχνίας.

   

Ηλίας Καφάογλου

Δημοσιογράφος, επιμελητής, συγγραφέας, κριτικός. Πρόσφατα βιβλία του: Ελληνική αυτοκίνηση 1900-1940 (2013), Ελύτης εποχούμενος (2014), Πεζός. Ένας μικρός επαναστάτης (2016), Η δημοκρατία στην παραλία (2018), Η Γυφτοπούλα. Μια γυναίκα ερωτευμένη και η εποχή της (2019).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.