Σύνδεση συνδρομητών

Ό,τι χάνουμε και ό,τι πενθούμε

Κυριακή, 14 Νοεμβρίου 2021 21:58
31 Αυγούστου 2019, Ουάσιγκτον. H Σίγκριντ Νιούνεζ στη διάρκεια ομιλίας της στο κοινό του Εθνικού Φεστιβάλ Βιβλίου.
Ralph Small / Library of Congress.
31 Αυγούστου 2019, Ουάσιγκτον. H Σίγκριντ Νιούνεζ στη διάρκεια ομιλίας της στο κοινό του Εθνικού Φεστιβάλ Βιβλίου.

Sigrid Nunez, Ο Φίλος, μετάφραση από τα αγγλικά: Γιώργος Λαμπράκος, Gutenberg, Αθήνα 2021, 245 σελ.

Μια από τις μεγάλες χαρές που προσφέρει η συστηματική ανάγνωση είναι το να ανακαλύπτεις συγγραφείς για τους οποίους δεν ήξερες σχεδόν τίποτα – ώσπου μια μέρα να ανοίγονται μπροστά στα μάτια σου ξεχωριστά σύμπαντα, ελκυστικά γεμάτα γοητείας. Κάπως έτσι ένιωσα διαβάζοντας τον Φίλο, το έβδομο κατά σειρά μυθιστόρημα της Αμερικανίδας Σίγκριντ Νιούνεζ. (τεύχος 123)

Η Σίγκριντ Νιούνεζ, καθηγήτρια δημιουργικής γραφής σε αμερικανικά πανεπιστήμια και συγγραφέας που έχει ξεχωρίσει (τουλάχιστον από την κριτική), γράφει ένα βιβλίο για το θάνατο και την απώλεια. Διαβάζοντάς το, όμως, διαπιστώνει κανείς ότι η γραφή της όσα έχει να σου πει για το θάνατο, άλλα τόσα και περισσότερα επιδιώκει να μοιραστεί μαζί σου για το γράψιμο και την ανάγνωση, για την αγάπη, για το πένθος και για τα ζώα. Ο Φίλος είναι το πρώτο βιβλίο της που κυκλοφορεί στα ελληνικά και η μετάφραση του Γιώργου Λαμπράκου αναδεικνύει ιδιαίτερα στα ελληνικά την κρυστάλλινη, γεμάτη προσωπική σοφία πρόζα της Νιούνεζ. 

 

Το χιούμορ και τα αποφθέγματα

Ας δούμε όμως την πλοκή, που ούτως ή άλλως είναι προσχηματική. Βασική ηρωίδα του βιβλίου είναι η συγγραφέας και καθηγήτρια δημιουργικής γραφής, η οποία με  σειρά επιστολικών κειμένων διηγείται ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή της: την αυτοκτονία του επίσης καθηγητή, μέντορα, μεγάλου ανεκπλήρωτου έρωτα (εραστή της μιας νύχτας) και μακροχρόνιου, επιστήθιου φίλου της. Μετά το θάνατό του, η ηρωίδα αναλαμβάνει απρόθυμα να φροντίζει τον μεγάλο Δανό, τον τεράστιο –και πλέον ηλικιωμένο– σκύλο του εκλιπόντος φίλου της. Η ίδια, αν και γατόφιλη, και παρά το γεγονός ότι το μισθωτήριο της γκαρσονιέρας στη Νέα Υόρκη, όπου μένει, της απαγορεύει να έχει σκυλιά, τον αναλαμβάνει. Κάπου εκεί ξεκινάει και η κωμωδία: εκείνη αμφιβάλλει αν ο σκύλος τη συμπαθεί, στον δρόμο είτε την κοιτούν έντρομοι οι περαστικοί λόγω του μεγέθους του Απόλλωνα (έτσι τον λένε τον μεγάλο Δανό) είτε την ρωτούν αν έχει δοκιμάσει ποτέ να τον καβαλήσει. Μέσα στο βιβλίο, αναφερόμενη σε κάποια φοιτήτριά της, η ανώνυμη ηρωίδα αλλά επαγγελματίας της γλώσσας κάνει αναφορά στο χιούμορ, στην αίσθησή του όταν διαρρέει τον γραπτό λόγο, κάτι που το θεωρεί στοιχείο της ποιότητας του χειρογράφου. Και για να τεκμηριώσει τη σωτήρια λειτουργία του χιούμορ μνημονεύει τον Μίλαν Κούντερα. Έναν συγγραφέα που πιστεύει. Διότι η αίσθηση του χιούμορ που έχει ένας άνθρωπος είναι και ο λόγος για τον οποίο νιώθουμε ότι μπορούμε να τον εμπιστευτούμε. Και ναι, το γλυκόπικρο χιούμορ της Νιούνεζ και η λεπτή ειρωνεία του γραπτού της κάνει και τους δικούς της αναγνώστες να την εμπιστευτούν.

Η γραφή της Νιούνεζ, αυτή η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η διαρκώς απευθυνόμενη σε δεύτερο πρόσωπο στον αυτόχειρα φίλο, δεν περιορίζεται μόνο στη διήγηση της καθημερινότητάς, του πώς περνά με το σκύλο και πώς προσπαθεί να μη βυθιστεί στο πένθος, βλέποντας συγχρόνως τον Απόλλωνα να βυθίζεται στο δικό του πένθος – απόρροια της απουσίας του αφεντικού του. Όχι. Στο σύντομο αυτό βιβλίο βλέπουμε διαρκώς τις απόψεις της για την ανάγνωση και το σαράκι που τρώει όσους καταπιάνονται επαγγελματικά με τη συγγραφή. Ο Φίλος είναι γεμάτος πολύτιμα αποφθέγματα μεγάλων συγγραφέων, πάρα πολλών, σύγχρονων και κλασικών, όπως λόγου χάριν ο Ρίλκε. Αυτή η ικανότητα της Νιούνεζ να δομεί ένα βιβλίο όχι γύρω από μια ανύπαρκτη πλοκή αλλά πάνω σε αποφθέγματα και ενθυμήσεις σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να κατορθώσει κανείς κάτι τέτοιο, αγκιστρώνοντάς σε πάνω στις λέξεις και στις σελίδες. Η απάντηση είναι ότι, έτσι, δεν σε αφήνει να βυθιστείς στο πένθος στο οποίο βυθίζονται οι ήρωες: καθηγήτρια και σκύλος. Ή μάλλον, πιο σωστά, δεν σε αφήνει να βυθιστείς στο προσωπικό τους πένθος, καθώς σκοπός της (και το πετυχαίνει) είναι να απαντήσει τα μεγάλα ερωτήματα και να καταπιαστεί με τα μεγάλα ζητήματα.

  

Πολιτική ορθότητα και τέχνη

Ένα άλλο σημείο της διήγησης, στο οποίο θέλω να σταθώ, είναι το εξής: η ανώνυμη ηρωίδα συχνά εκφράζει στην επιστολή προς τον αυτόχειρα φίλο της τη δυσφορία της για τους φοιτητές της: πόσο επιπόλαιοι, εριστικοί και ακυρωτικοί έχουν γίνει. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι έχει προσέξει στους φοιτητές το εξής:

πόσο αυτοδικαιωμένοι έχουν γίνει, πόση έλλειψη ανοχής δείχνουν σε κάθε αδυναμία ή ελάττωμα στον χαρακτήρα ενός συγγραφέα. Και δεν αναφέρομαι στον ακραιφνή ρατσισμό ή μισογυνισμό. Αναφέρομαι σε οποιοδήποτε ελάχιστο δείγμα αναισθησίας ή προκατάληψης, σε κάθε απόδειξη ψυχολογικού προβλήματος, νεύρωσης, ναρκισσισμού, εμμονής, κακών συνηθειών – σε κάθε εκκεντρικότητα. Αν ένας συγγραφέας δεν περάσει τη δοκιμασία ως άτομο που θα ήθελαν για φίλο, κάτι που αδιακρίτως σημαίνει ένα άτομο προοδευτικό και ηθικά άμεμπτο, γάμα τον. 

Ανέκαθεν οι κριτικοί τέχνης (και φυσικά οι κριτικοί λογοτεχνίας) προχωρούσαν σε ένα odd dictum (λατινικά, odd dictum: παράξενο ρητό, περίεργη δήλωση): πάντα να ξεχωρίζεις τον καλλιτέχνη από το έργο. Είναι μια περίεργη και αστεία εν πολλοίς δήλωση αυτή, καθώς μεγάλος όγκος τέχνης που έχει ανακηρυχθεί ως σπουδαία ή ξεχωριστή θεωρείται επιτυχημένη ακριβώς επειδή είναι προσωπική. Σίγουρα, αν δεν μπορούμε να βρούμε την ανθρωπιά, το ανθρώπινο στοιχείο σε κάτι, αυτό κατευθείαν καθρεφτίζεται πολύ λιγότερο σε εμάς – στον καθένα ξεχωριστά. Δουλειά των κριτικών είναι να τοποθετούν το έργο το οποίο μελετούν αυστηρά μέσα στο πλαίσιο στο οποίο αυτό κυκλοφόρησε, χρονικό, καλλιτεχνικό, και φυσικά στη δημιουργική συνέχεια. Να διαπιστώνουν πώς αυτό «λειτουργεί» και τι ακριβώς πρεσβεύει ή σημαίνει σε σχέση με τα πάντα γύρω του. Το πνεύμα της εποχής, δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο αναπόφευκτα ορίζει το δημιουργικό πλαίσιο (τα σπουδαία έργα, βεβαίως, αυτό που κυρίως καταφέρνουν είναι να συνομιλήσουν με το κοινό και πέραν της εποχής που τα γέννησε). Με βάση λοιπόν τους αποδεκτούς κανόνες και το παραπάνω odd dictum, ο καλλιτέχνης αλλά και ό,τι κάνει, ό,τι πρεσβεύει και ό,τι πιστεύει θα έπρεπε να μένει εκτός πλαισίου συζήτησης. Αυτό είναι κάπως αναχρονιστικό και οριακά επικίνδυνο. Δεν γίνεται να αποκόπτουμε ένα μουσικό άλμπουμ ή ένα λογοτεχνικό έργο από τη συνείδηση που το δημιούργησε, αποκλειστικά και μόνο επειδή μας αρέσει πολύ. 

Είδαμε πριν από κάποια χρόνια την πλατφόρμα του Spotify να αφαιρεί από τις λίστες του καλλιτέχνες που κατηγορήθηκαν για επονείδιστα εγκλήματα. Συγκεκριμένα, τον μουσικό του R&B, Ρόμπερτ Κέλι (R. Kelly), και τον –εκλιπόντα πλέον– ράπερ XXXTentacion, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για αδιανόητα φρικτά εγκλήματα σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης. Ο πρώτος μάλιστα καταδικάστηκε πρόσφατα για trafficking. Είδαμε επίσης συγγραφείς όπως η Τζ.Κ. Ρόουλινγκ να πέφτουν θύματα του λεγόμενου “cancel culture”, της κουλτούρας απόρριψης, επειδή δεν άρεσαν στους φαν της πολιτικής ορθότητας οι απόψεις τους. Είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Το Spotify αποκατέστησε τους καλλιτέχνες στις λίστες του γιατί δεν ήθελε να υποκαταστήσει τη δικαιοσύνη. Είναι όμως στο χέρι μας να αποφασίσουμε για το αν θέλουμε να υποστηρίζουμε οικονομικά καλλιτέχνες οι οποίοι έχουν καταδικαστεί για τόσο σοβαρά εγκλήματα ή που η συμπεριφορά τους επανειλημμένα μπορεί να έχει στιγματιστεί από μια κάποια ηθική «ρωγμή». Μια τέτοια επιλογή δεν σημαίνει λογοκρισία ούτε προσκόλληση σε μια αναφομοίωτη πολιτική ορθότητα: είναι μια σαφής επιλογή, καθρεφτίζει τον δικό μας προσωπικό ηθικό κώδικα, τι θέλουμε ως φαν και καταναλωτές να αποδεχθούμε και τι όχι.

Φυσικά, η Νιούνεζ εξηγεί και εννοεί πως δεν αναφέρεται σε συγγραφείς που αβάνταραν τον ρατσισμό ή τον μισογυνισμό ή σε καλλιτέχνες που έχουν διαπράξει σοβαρά εγκλήματα, αλλά στην έντονη πολιτικοποίηση της γραφής, υποστηρίζοντας πως ο καλλιτέχνης δεν γίνεται να δουλέψει μέσα σε μια τέτοια κουλτούρα. Δεν γίνεται να γράφει σκεπτόμενος ότι σε κάποιους θα φανεί η γραφή του «αδιανόητη». Συνεπώς, άλλο το να επιλέγουμε να μην επιβραβεύουμε οικονομικά, καταναλώνοντας την τέχνη τους, καλλιτέχνες υπόδικους ή, ακόμα περισσότερο καταδικασμένους (επαναπροσδιορισμός της ηθικής με βάση την οποία καταναλώνουμε την τέχνη) και άλλο να ακυρώνουμε συγγραφείς επειδή μας φαίνονται π.χ. «διεστραμμένοι», όπως αναφέρει η ηρωίδα του Φίλου ότι αποκαλούν τον Ναμπόκοφ οι φοιτητές της. 

 

Αξίζει να ζεις;

Έγραψα και στην αρχή αυτού του κειμένου ότι η Νιούνεζ αφηγείται μια κάπως αδέξια και δυνητικά αστεία ιστορία για να τη μετατρέψει στην πορεία σε έναν ειλικρινή και διεισδυτικό διαλογισμό για την απώλεια, το πένθος, τη μνήμη, την ανάγκη και την προσπάθεια του να είσαι συγγραφέας σήμερα, αλλά και για την αγάπη και τη φιλία – με όλες τις μορφές τους. 

Η ηρωίδα αναρωτιέται αν είναι λάθος που επιλέγει να γράψει για όλο αυτό. Από τη μία, λέει, γράφουμε για να μην ξεχνάμε, για να θυμόμαστε. Μπορεί να συμβεί όμως και το εξής: μπορεί να ξεχάσουμε όσα ζήσαμε και όσους ζήσαμε και να θυμόμαστε μόνο όσα γράψαμε γι’ αυτούς και γι’ αυτά. Η γραφή, καταλήγει, πιθανόν καταστρέφει μεγαλύτερο μέρος του παρελθόντος από αυτό που διασώζει. 

Μιλώντας στον ψυχίατρό της, η ηρωίδα παραδέχεται πως της λείπει ο φίλος της κάθε μέρα και πως δεν θα ήταν καθόλου ευχαριστημένη αν δεν της έλειπε πια.

Δεν μπορείς να επισπεύσεις την αγάπη, λέει το τραγούδι. Δεν μπορείς να επισπεύσεις ούτε το πένθος. 

Κι αφού χρησιμοποιήσει αμέτρητα (που λέει ο λόγος) αποφθέγματα μεγάλων συγγραφέων, η Νιούνεζ θέτει το όλο νόημα της αφήγησης και του βιβλίου με έναν στίχο από το γνωστό τραγούδι των Supremes “You Can’t Hurry Love”, παραφράζοντάς τον (και βοηθώντας μας να τον κατανοήσουμε πραγματικά). Τα συναισθήματα αυτά δεν επισπεύδονται, τα ζεις μέχρι να δράσει καταλυτικά ο χρόνος, να σε γιατρέψει από τη λύπη σου, γι’ αυτό και συνειδητοποιεί πως δεν πρέπει να νιώθει τύψεις επειδή επιλέγει να γράψει για το πένθος που προκάλεσε η απώλεια του φίλου της. 

Ο Φίλος ξεκινά εντυπωσιακά, με μια προκλητική επιγραφή του αμερικανού συγγραφέα Νίκολσον Μπέικερ: «Το ερώτημα που κάθε μυθιστόρημα προσπαθεί ουσιαστικά να απαντήσει είναι: αξίζει να ζεις;»

Καθώς βιώνει την απώλεια, η ηρωίδα της Νιούνεζ απαντά σε αυτό το ερώτημα με προσωπικές σκέψεις, ερωτήσεις και παρατηρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της αποκαρδιωτικής διαπίστωσης:

Αυτό που μας λείπει –ό,τι χάνουμε και ό,τι πενθούμε– δεν μας κάνει άραγε, βαθιά μέσα μας, αυτό που είμαστε αληθινά; Περιττό να πω για τα όσα θελήσαμε στη ζωή μας μα δεν αποκτήσαμε ποτέ. 

Σε σημεία, καθώς η καθαρότητα των προθέσεων της αφήγησης δίνει την αίσθηση αυτοβιογραφίας, κάτι που και η ίδια η Νιούνεζ δεν αρνήθηκε, το κείμενό της μου θύμισε τη γραφή της Ρέιτσελ Κασκ στην πρόσφατη αυτοβιογραφική τριλογία της (Περίγραμμα, Μετάβαση, Κύδος, και τα τρία από τις εκδόσεις Gutenberg). 

Κατά τα άλλα, η Νιούνεζ παράγει σπουδαία, θαρραλέα και μεγάλη λογοτεχνία. Για το πνεύμα της εποχής, αλλά όπως συμβαίνει με τα σημαντικά κείμενα όχι μόνο για το πνεύμα της εποχής. Επάξια, λοιπόν, τιμήθηκε για το βιβλίο αυτό με το Εθνικό Βιβλίο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ το 2018.

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.