Ο συγκριτικός φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας και τελευταίος «αναγεννησιακός στοχαστής» Τζωρτζ Στάινερ (1929-2020) ξεκινά την ομιλία του για την «ιδέα της Ευρώπης» το 2004, από τα τελευταία κείμενα που εξέδωσε πριν πεθάνει, λέγοντας πως το Ινστιτούτο Nexus (όπου μιλούσε), έχοντας αποκτήσει μια σπουδαία θέση στο χάρτη της ευρωπαϊκής συνείδησης, «έχει καταστήσει το Τίλμπουργκ της Ολλανδίας έναν “lieu de mémoire” [τόπο μνήμης], κι ακόμα περισσότερο έναν τόπο του μέλλοντος, ένα lieu de l’avenir». Κι ενώ ο Στάινερ δαπανά το μεγαλύτερο μέρος αυτού του σύντομου βιβλίου για το παρελθόν της Ευρώπης παρά για το μέλλον –γι’ αυτό που έχει ξεχωρίσει την ήπειρο από τον υπόλοιπο κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Αμερικής–, διαβάζοντάς το αντιλαμβάνεται κανείς γιατί ο ίδιος θεωρείται «homme de mémoire» [άνθρωπος της μνήμης], και ταυτόχρονα άνθρωπος του μέλλοντος, ένας homme de l’avenir.
Η μέθοδος που ακολουθεί ο Στάινερ στην προσπάθειά του να ορίσει την ιδέα της Ευρώπης είναι βαθιά ιδιοσυγκρασιακή: μια λίστα με πέντε αξιώματα, παρατηρήσεις και αποστομωτικές αλήθειες. Μια λίστα που αποτελεί το απαύγασμα μικρών περιπάτων: πολιτικών, ιστορικών, θρησκευτικών, κοινωνιολογικών, ηθογραφικών και γεωγραφικών σε μια ήπειρο που δεν είναι καν ήπειρος, είναι περισσότερο μια χερσόνησος της Ευρασίας. Οι περίπατοι όμως του Στάινερ, με την αποκρυσταλλωμένη σοφία τους, με τη σταθερότητα και με τη σιγουριά του βαδίσματος και με τις προσεκτικά χαραγμένες διαδρομές αποτυπώνονται στη συναρπαστική ρυθμικότητα της πρόζας του.
Το πρώτο πράγμα που ορίζει την Ευρώπη είναι το καφενείο. «Χαράξτε το χάρτη των καφενείων και θα έχετε μια απ’ τις πιο ουσιαστικές οριοθετήσεις της “ιδέας της Ευρώπης”», λέει ο στοχαστής. Και εξηγεί:
Ένα φλιτζάνι καφέ, ένα ποτήρι κρασί, ένα τσάι με ρούμι σού εξασφαλίζουν έναν χώρο να δουλέψεις, να ονειρευτείς, να παίξεις σκάκι ή απλά να περάσεις την ημέρα σου καθισμένος κάπου ζεστά. Είναι λέσχη του πνεύματος και ταχυδρομείο του αστέγου. […] Τρία βασικά cafés στην αυτοκρατορική και μεσοπολεμική Βιέννη συγκροτούσαν την ἀγοράν, τον τόπο όπου εκφράζονταν και συγκρούονταν οι αντιμαχόμενες σχολές αισθητικής και πολιτικής οικονομίας, ψυχανάλυσης και φιλοσοφίας. Όποιος ήθελε να συναντήσει τον Φρόυντ ή τον Καρλ Κράους, τον Μούζιλ ή τον Κάρναπ, ήξερε ακριβώς σε ποιο καφενείο να κοιτάξει […]. Όταν τα φώτα σβήνουν στην Ευρώπη, τον Αύγουστο του 1914, ο Ζωρές δολοφονείται μέσα σ’ ένα καφενείο. Σ’ ένα café της Γενεύης ο Λένιν γράφει την πραγματεία του για τον εμπειριοκριτικισμό και παίζει σκάκι με τον Τρότσκυ.
Αυτή η νέα αρχαία αγορά με τις συζητήσεις, τον συγχρωτισμό ιδεών και την πολιτική και ιδεολογική ζύμωση είναι για τον Στάινερ η πρώτη παράμετρος ορισμού της ιδέας της Ευρώπης. Συγχρόνως εξαίρει την ανωτερότητα του ευρωπαϊκού καφενείου σε σύγκριση με τα αμερικανικά μπαρ ή τις αγγλικές παμπ, τα οποία έχουν άλλον σκοπό και διαπερνώνται από άλλη «κοινωνιολογία και ψυχολογικό ιστό», ενώ καυτηριάζει τη μη ύπαρξη παλιών ή καθοριστικής σημασίας καφενείων στη Μόσχα, η οποία, όπως λέει, «ήδη είναι προάστιο της Ασίας». Ο Στάινερ αποδίδει τεράστια πολιτισμική σημασία στα καφέ της ηπειρωτικής Ευρώπης. Μοιάζει βέβαια κάπως αφελής η διατύπωσή του με την περιορισμένη περιγραφή για τις καφετέριες. Αν η ευρωπαϊκή επιβίωση εξαρτάται από την επιβίωση της καφετέριας και όχι της ιδέας του καφέ, όπως τη συλλαμβάνει ο Στάινερ, το μέλλον είναι εξασφαλισμένο. Ακόμα και αν κατακτούσε σήμερα την Ευρώπη η Ρωσία ή η Κίνα, οι καφετέριες θα έμεναν πιθανώς ανοικτές.
Βήματα και δρόμοι
Η δεύτερη αναφορά του είναι συναρπαστική και πρωτότυπη. «Η Ευρώπη ανέκαθεν περπατιόταν· και εξακολουθεί να περπατιέται»:
Η χαρτογραφία της Ευρώπης προκύπτει από τις δυνατότητες και τους αντιληπτικούς ορίζοντες των ανθρώπινων ποδιών. Οι Ευρωπαίοι και οι Ευρωπαίες περπάτησαν τους χάρτες τους, από οικισμό σε οικισμό, από χωριό σε χωριό, από πόλη σε πόλη. Τις πιο πολλές φορές οι αποστάσεις είναι σε ανθρώπινη κλίμακα, μπορεί να τις δαμάζει ο πεζοπόρος, ο προσκυνητής στην Κομποστέλα, ο promeneur [περιπατητής], είτε είναι solitaire [μόνος του] είτε με συνοδοιπόρους.
Από τους αμιγώς περιπατητές και περιηγητές, ξεκινώντας από τον Παυσανία και τα γραπτά του, που αποτελούν μια sui generis πηγή ιστορίας, ώς τους μεγάλους φιλοσόφους και ποιητές που ήταν και αυτοί περιπατητές, απ’ τον Ρουσσώ και τον Καντ ώς τον Κίρκεγκωρ και τον Σαρλ Πεγκύ, η Ευρώπη περπατήθηκε από τους κατοίκους της. Η αίσθηση που έχει κανείς, ότι όπου και να πατήσει, όπου και να πιαστεί έχουν ακουμπήσει ανθρώπινα χέρια και πόδια πριν απ’ αυτόν, δεν συναντάται στις αχανείς εκτάσεις της Αμερικής ή στην ενδοχώρα της Αυστραλίας. Στην Ευρώπη, ακόμα και τα δημιουργήματα της φύσης μοιάζουν καμωμένα από ανθρώπινο χέρι. Δεν έχει μόνο η υψηλή κουλτούρα της Ευρώπης μπολιαστεί από την εμπειρία του περπατήματος. Όλο το τοπίο της διασταυρώνεται με μονοπάτια και άλλα ίχνη αρχαίας ανθρώπινης παρουσίας. Άλλωστε, όπως επισημαίνει, η ευρωπαϊκή ιστορία είναι γεμάτη μακρές πορείες: από την Ανάβασι του Κύρου που περιγράφει ο Ξενοφών μέχρι τις αποστάσεις που διήνυσαν τα στρατεύματα του Ναπολέοντα και τις διαδρομές πεζή των μονάδων της Βέρμαχτ.
Το τρίτο συστατικό της Ευρώπης είναι «οι δρόμοι, οι πλατείες που περπατούν οι Ευρωπαίοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που φέρουν ονομασίες πολιτικών, στρατιωτικών, ποιητών, καλλιτεχνών, μουσικοσυνθετών, επιστημόνων και φιλοσόφων». Τον συγκινεί αυτό το υπαίθριο μουσείο, ή μάλλον «μποστάνι αναμνήσεων» που συνιστά ο ευρωπαϊκός χώρος ιδίως όταν αντιπαραβάλλεται με τις οδούς και τις πλατείες των ΗΠΑ. Εκεί οι οδοί αριθμούνται ή παίρνουν ονόματα δέντρων ή φυτών. Φέρνει ως παράδειγμα τη Sunset Boulevard και την Beacon Street. «Τα αυτοκίνητα δεν έχουν χρόνο να σκεφτούν μια Οδό Νερβάλ ή μια πλατεία Κοπέρνικου», παρατηρεί.
Ο Στάινερ εμμένει στη διαρκή σύγκριση Ευρώπης και Αμερικής προκειμένου να καταλήξει στην υπεροχή της πρώτης. Αυτό σίγουρα δίνει την εντύπωση σε πολλούς ότι ήταν αντιαμερικανός, κάτι που είναι και υπερβολικό και άδικο. Ο Στάινερ δεν ήταν αντιαμερικανός, δεν απαρνιόταν τα επιτεύγματα και τις δυνατότητες της Αμερικής, απλώς ήταν ελιτιστής με την πρωταρχική σημασία του όρου: αναλάμβανε ευθύνη για «τα άριστα» του ανθρώπινου νου και, παράλληλα, αντιλαμβανόταν το βάρος που συνεπαγόταν η κυριαρχία της μνήμης στην Ευρώπη.
Ο αυτοπροσδιορισμός της Ευρώπης ως σημείο μνήμης έχει και σκοτεινή πλευρά, διότι οι αναμνηστικές επιγραφές δεν θυμίζουν μόνο λαμπρά γεγονότα του παρελθόντος αλλά και σκοτεινές σελίδες του. Κανένας μορφωμένος Ευρωπαίος δεν μένει ανέγγιχτος από το ιστορικό βάρος που τον περιτριγυρίζει, αφενός μεν από τη συνειδητοποίηση πως ενδεχομένως κανείς μας δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα περισσότερο στο σπουδαίο κοινό παρελθόν, αφετέρου δε από τις αποπνικτικές σκοτεινές σελίδες της κοινής μας ευρωπαϊκής ιστορίας. Αντίθετα, η ιδεολογία της Βόρειας Αμερικής πρόσφερε πάντα την υπόσχεση της μελλοντικότητας, ενός νέου ξεκινήματος.
Η Ευρώπη ως τόπος μνήμης μας οδηγεί στο τέταρτο αξίωμα που την ορίζει, στη «διττή κληρονομιά της Αθήνας και της Ιερουσαλήμ».
Ο αυτοφυής δυϊσμός της Ευρώπης, η διπλή κληρονομιά της που συνίσταται στα κληροδοτήματα της Αθήνας της κλασικής εποχής και στη χριστιανική παράδοση, η ανάγκη κάθε Ευρωπαίος να ισορροπεί μεταξύ αντίπαλων ιδανικών και ιδεολογιών, «της πόλης του Σωκράτη και της πόλης του Ησαΐα», αποτελεί συστατικό στοιχείο της Ιδέας της Ευρώπης.
Η Αθήνα αντιπροσωπεύει για τον Στάινερ τα μαθηματικά, τη μουσική και τη θεωρητική σκέψη, ό,τι δηλαδή –κατά την άποψή του– μας φέρνει πιο κοντά στη σκέψη ότι πλαστήκαμε κατ’ εικόνα του Θεού. Η Ιερουσαλήμ, από την άλλη πλευρά, αντιπροσωπεύει τη μονοθεϊστική πρόκληση, τον ορισμό της ανθρωπιάς μας ως διάλογο με το υπερβατικό στοιχείο, με τις ηθικές επιταγές, με την αντίληψη για την ιστορία ως τελεολογικό χρόνο. Ο Στάινερ, ακόμα μια φορά, εξαίρει την Ευρώπη έναντι όλων των άλλων. Αναγνωρίζει μεν, π.χ., τη συμβολή της Ινδίας στα μαθηματικά, αλλά συγχρόνως υποστηρίζει ότι η συνεισφορά αυτή δεν ξεπερνά την ευρωπαϊκή κληρονομιά. Αυτός ο απαλός σωβινισμός του Στάινερ μπορεί να εκληφθεί μονάχα ως ένδειξη στοργής.
Το πέμπτο και τελευταίο αξίωμά του είναι η αίσθηση του πεπερασμένου των ανθρώπινων επιδιώξεων, η αίσθηση ενός τέλους που θα έρθει. Οι Ευρωπαίοι καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους ρωτούσαν πότε και πώς θα τελειώσει η Ευρώπη ή πότε και πώς θα τελειώσει ο κόσμος, ερωτήματα τα οποία, βέβαια, ήταν ταυτόσημα έως και πριν κάποιες εκατοντάδες χρόνια. Με τους δύο παγκοσμίους πολέμους που οδήγησαν στο θάνατο περίπου εκατό εκατομμύρια ανθρώπους, η ιδέα πως η Ευρώπη είναι φθαρτή ενισχύθηκε. Το ερώτημα πλέον ήταν αν θα έρθει το τέλος «μ’ έναν βρόντο ή μ’ έναν λυγμό» (Τ. Σ. Έλιοτ, «Κούφιοι άντρες» ή Το τέλος της κουλτούρας, στη μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη).
Μέτρο και ανθρώπινη διάσταση
Τι είναι λοιπόν σήμερα η Ευρώπη μας; Ο Στάινερ φιλοτεχνεί μια εικόνα γι’ αυτήν: είναι το καφενείο ως δημόσια αγορά· το τοπίο σε προσπελάσιμη, ανθρώπινη κλίμακα· οι δρόμοι και οι πλατείες που φέρουν τα ονόματα πολιτικών, επιστημόνων, καλλιτεχνών και συγγραφέων του παρελθόντος· η διττή καταγωγή από την Αθήνα και την Ιερουσαλήμ· η πίστη στο πεπερασμένο των ανθρώπινων επιτευγμάτων.
Ο Στάινερ είναι συναρπαστικός ομιλητής. Περιγράφει την Ευρώπη ως ένα πολιτισμικό σύνολο που αναδεικνύει την ανθρώπινη διάσταση των πραγμάτων. Αλλά, φυσικά, γράφει ανατρέχοντας στο παρελθόν για να απαντήσει στο ερώτημα αν η ιδέα της Ευρώπης θα συνεχίσει να συναρπάζει. Ναι, προφανώς, αν οι κάτοικοί της τη φροντίσουν, αν φροντίσουν τον πολιτισμό της, την πνευματικότητά της και το μέτρο της.
Τι πρέπει να κάνουμε; «Η Ευρώπη», λέει ο Στάινερ, «δεν πρέπει να παρασυρθεί ξανά σε αμοιβαία καταστροφικούς πολέμους», όπως δεν πρέπει να επιτρέψει να κυριαρχήσει κανενός είδους μισαλλοδοξία, που συχνά κερδίζει έδαφος ακόμα και σε περιβάλλοντα πνευματικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ριζωμένος ακόμα και στα ευαγγέλια αντισημιτισμός και ο προσδιορισμός του εβραίου ως θεοκτόνου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να κυλιστεί η ήπειρος στην απανθρωπιά.
Ο Στάινερ είναι, επίσης, υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης: είναι ιδανικό που δεν σηκώνει αμφισβήτηση, λέει ρητά. Ταυτόχρονα, όμως, ζητεί η Ευρώπη να αγωνιστεί για τις γλώσσες της, για τις τοπικές παραδόσεις και τις κοινωνικές αυτονομίες της. Επίσης, η Ευρώπη πρέπει να ανακόψει τη φυγή των καλύτερων νεαρών μυαλών της τα οποία «ενδίδουν στα παραδείσια θέλγητρα των ΗΠΑ».
Και ποια είναι η ουσία του ευρωπαϊκού οράματος; Η επανοριοθέτηση των κεντρικών αξιών και της σύνδεσης με την αλήθεια της αρχαιοελληνικής θεωρητικής σκέψης, δηλαδή της μη χρησιμοθηρικής γνώσης.
Καταληκτικά, Η ιδέα της Ευρώπης του Τζορτζ Στάινερ υπενθυμίζει πως αν χαθεί η συναρπαστικά όμορφη αναζήτηση του «από πού έρχομαι και πού πάω», τότε θα είμαστε καταδικασμένοι στην απόλυτη ασημαντότητα και στη βάρβαρη επιπολαιότητα.