Σύνδεση συνδρομητών

Δύσκολοι αποχαιρετισμοί

Παρασκευή, 01 Απριλίου 2022 10:50
Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ. Καθηγητής Νομικής, δικαστής και συγγραφέας. Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στην Κική Τριανταφύλλη για το Books’ Journal (τχ. 30, Aπρίλιος 2013), ο Σλινκ απάντησε ως εξής στην ερώτηση: «γιατί γράφετε;»: «Για μένα το γράψιμο είναι καθαρή απόλαυση, σχεδόν ποτέ στη ζωή μου δεν είμαι τόσο ευτυχισμένος όσο όταν γράφω. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα απλά γράφω, δεν σκέφτομαι τον αναγνώστη μου, να του δώσω κάτι ή να του κάνω μάθημα, ζω μέσα στις ιστορίες και είμαι εγώ, ενδιαφέρομαι για την ιστορία, για μερικά ηθικά ζητήματα, για φιλοσοφικές ερωτήσεις και για τη δικαιοσύνη, ό,τι με ενδιαφέρει βρίσκει το δρόμο του στις ιστορίες μου. Με ενδιαφέρουν μόνο ιστορίες που τέτοια θέματα αποτελούν κατά κάποιο τρόπο μέρος τους. Δεν έχω ένα θέμα για το οποίο θέλω να γράψω και μετά αναζητώ την ιστορία. Σκέφτομαι μέσα σε ιστορίες, παίζω με ιστορίες. Και τελικά μια ιστορία “δουλεύει”, προχωράει, και τότε τη γράφω. Τα θέματα βρίσκουν από μόνα τους το δρόμο τους στις ιστορίες μου».
Κική Τριανταφύλλη
Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ. Καθηγητής Νομικής, δικαστής και συγγραφέας. Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στην Κική Τριανταφύλλη για το Books’ Journal (τχ. 30, Aπρίλιος 2013), ο Σλινκ απάντησε ως εξής στην ερώτηση: «γιατί γράφετε;»: «Για μένα το γράψιμο είναι καθαρή απόλαυση, σχεδόν ποτέ στη ζωή μου δεν είμαι τόσο ευτυχισμένος όσο όταν γράφω. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα απλά γράφω, δεν σκέφτομαι τον αναγνώστη μου, να του δώσω κάτι ή να του κάνω μάθημα, ζω μέσα στις ιστορίες και είμαι εγώ, ενδιαφέρομαι για την ιστορία, για μερικά ηθικά ζητήματα, για φιλοσοφικές ερωτήσεις και για τη δικαιοσύνη, ό,τι με ενδιαφέρει βρίσκει το δρόμο του στις ιστορίες μου. Με ενδιαφέρουν μόνο ιστορίες που τέτοια θέματα αποτελούν κατά κάποιο τρόπο μέρος τους. Δεν έχω ένα θέμα για το οποίο θέλω να γράψω και μετά αναζητώ την ιστορία. Σκέφτομαι μέσα σε ιστορίες, παίζω με ιστορίες. Και τελικά μια ιστορία “δουλεύει”, προχωράει, και τότε τη γράφω. Τα θέματα βρίσκουν από μόνα τους το δρόμο τους στις ιστορίες μου».

Bernhard Schlink, Χρώματα του αποχαιρετισμού, μετάφραση από τα γερμανικά: Απόστολος Στραγαλινός, Κριτική, Αθήνα 2021, 248 σελ.

 Στην ωριμότητά του, ο γερμανός συγγραφέας, που οι έλληνες αναγνώστες τον γνώρισαν από το βιβλίο του Διαβάζοντας στη Χάννα, παραδίδει μια αριστουργηματική συλλογή διηγημάτων για τους αποχωρισμούς που βιώνουμε ξανά και ξανά, σαν τις πληγές που αδυνατούν να κλείσουν και ενίοτε κακοφορμίζουν. (τεύχος 127)

Η απώλεια, ο αποχαιρετισμός, αν θέλετε, έχει εμπνεύσει πολλούς συγγραφείς – και θα εμπνέει. Μεγάλη υπόθεση να αποχαιρετάς αγαπημένα πρόσωπα ή πρόσωπα που σ’ έχουν –με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο– αγγίξει. Ακόμα δυσκολότερο όμως να αποχαιρετήσεις αυτούς με τους οποίους δεν έχεις εξηγηθεί, που δεν έχεις πει όσα ήθελες να πεις, αυτούς από τους οποίους ενδεχομένως, ενώ θα έπρεπε, δεν έχεις ζητήσει συγγνώμη. 

Ο γερμανός συγγραφέας (και ποινικολόγος) Μπέρνχαρντ Σλινκ, στην ωριμότητά του, υπογράφει ένα αριστουργηματικό βιβλίο εννέα διηγημάτων με κοινή θεματολογία, αποχαιρετισμούς. Τα χρώματα και των εννέα κειμένων είναι ποτισμένα από το ίδιο συναίσθημα: την ενοχή. 

Ο Σλινκ δεν είναι τυχαίος. Γεννημένος το 1944 στο Μπίλεφελντ της Γερμανίας και μεγαλωμένος στη Χαϊδελβέργη και στο Μανχάιμ, μοίρασε τη ζωή του μεταξύ Βερολίνου και Νέας Υόρκης, καθηγητής Νομικής στον τομέα του Δημοσίου Δικαίου (η Γερμανία θεωρείται η Μέκκα του Δημοσίου Δικαίου μεταξύ των ηπειρωτικών δικαίων), κουβαλά μέσα του το γερμανικό βίωμα του 20ού αιώνα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη συναισθηματική νοημοσύνη και την ιδιοσυγκρασία του. 

 

Ήσυχοι αποχαιρετισμοί

Από την επιτυχία που γνώρισε το βιβλίο του Διαβάζοντας στη Χάνα του 1995 (μετάφραση στα ελληνικά: Ιάκωβος Κοπερτί, εκδ. Κριτική), ο Σλινκ έχει καθιερωθεί σταθερά ως μια γήινη και επινοητική λογοτεχνική φωνή, αλλά κυρίως έχει καθιερωθεί ως η φωνή της γερμανικής ενοχής και του γερμανικού τραύματος για το ναζιστικό παρελθόν και τις τρομακτικές επιπτώσεις του. Σχεδόν όλους τους χαρακτήρες του τους στοιχειώνει ακόμα εκείνο το παρελθόν. Παρά το βάρος του συλλογικού τραύματος, όμως, οι αποχωρισμοί που τους βάζει ο συγγραφέας να αντιμετωπίσουν είναι ήσυχοι, εσωτερικευμένοι και ανυποχώρητα προσωπικοί.

Στην εναρκτήρια ιστορία των Χρωμάτων του αποχαιρετισμού, στο διήγημα «Τεχνητή νοημοσύνη», το βάρος της αφήγησης πέφτει στο παρελθόν της Ανατολικής Γερμανίας και στο ιδιαίτερο βάρος της ζωής, μια περίοδο όπου η ιδιωτικότητα δεν σήμαινε τίποτα κι όπου οι ύποπτοι για αντικομματική/αντικρατική συμπεριφορά παρακολουθούνταν. Ο κεντρικός χαρακτήρας του διηγήματος έχει άγχος μήπως η κόρη του εκλιπόντος επιστήθιου φίλου του ανοίξει τους φακέλους τους στη Στάζι και αποκαλυφθεί η προδοσία που του είχε κάνει. Διότι ήταν αυτός που είχε καρφώσει στις αρχές ότι ο φίλος του σχεδίαζε να αποδράσει από το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας στη Δύση κι η πράξη του εκείνη όχι μόνο τον κράτησε στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο αλλά τον οδήγησε και στη φυλακή. Ο αφηγητής ομολογεί, ωστόσο, ότι δεν ήταν ιδεολογικά τα αίτια της πράξης του, ότι αυτό που τον οδήγησε στην προδοσία του φίλου του ήταν το άγχος να μη χωριστούν, η επιθυμία να εξακολουθούν να ζουν μαζί. Το αίσθημα της ενοχής περιγράφεται λιτά πλην αριστοτεχνικά από τον Σλινκ: 

Η φιλία μας παρέμενε ζωντανή, και ενώ πριν τον θάνατό του ζούσε στις σκέψεις μας και στις συναντήσεις μας, μετά τον θάνατό του ζούσε μόνο στις σκέψεις μου, εκεί όμως [η φιλία μας] ήταν απελευθερωμένη από τον φόβο [της αποκάλυψης της προδοσίας]. 

Ούτε στο «Πικ νικ με την Άννα» ο αποχαιρετισμός είναι πλέον εφικτός για το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας. Η ενοχή τον βαραίνει καθώς, όταν είδε τον διαπληκτισμό, αν είχε φωνάξει κάποιον γείτονα ή την αστυνομία η Άννα πιθανόν να είχε σωθεί. Αλλά πιστεύοντας πως επρόκειτο για έναν συνηθισμένο καβγά εραστών και έχοντας νεύρα μαζί της, για την απόμακρη συμπεριφορά της απέναντί του, την εγκατέλειψε προσποιούμενος ότι δεν είδε.  

Στην «Αδελφική μουσική», η κεντρική ηρωίδα αισθάνεται ένοχη σε όλη τη ζωή της διότι ήταν υπαίτια για την αναπηρία του αδελφού της. Και μολονότι αυτή τη μικρή «λεπτομέρεια» δεν την ξέρει κανείς, εκείνη θυσιάζει ολόκληρη τη ζωή της για τον ανάπηρο αδελφό. Από ενοχή – και όχι από αυταπάρνηση. Σ΄ ένα χαρακτηριστικό σημείο της αφήγησης, η ηρωίδα εκμυστηρεύεται σε ένα φίλο το φταίξιμό της για την κατάσταση του αδελφού της, καθώς και το ότι ο αδελφός, μετά το ατύχημα που τον άφησε ανάπηρο, πάσχει από άνοια με αποτέλεσμα να μη θυμάται ποιος τον έσπρωξε στον γκρεμό. Ίσως, λέει, μια μέρα η μνήμη επανέλθει. Στη φρικτή αυτή σκέψη, προϋπόθεση της αποκάλυψης και της ηθικής συντριβής του προτύπου της αυταπάρνησης το οποίο η ηρωίδα έχει λανσάρει για τον εαυτό της, ο Σλινκ γράφει:

Να ζει κανείς με τέτοιο φόβο κάθε μέρα, να κοιμάται με αυτόν και με αυτόν να ξυπνάει, παράλληλα με το βασανιστήριο της ασφυκτικής εγγύτητας με τον αδελφό, το βασανιστήριο του φόβου της αλήθειας – πώς το είχε αντέξει αυτό η Σουζάνε; «Δεν σκέφτηκες ποτέ να του τα πεις όλα; Να ξεμπερδέψεις;»

«Και μετά; Δεν θα έπρεπε να τον φροντίζω λιγότερο. Θα έπρεπε να τον φροντίζω περισσότερο και θα με μισούσε. Και δεν θα το κρατούσε μέσα του».

Και στο «Μενταγιόν», ο Σλινκ επίσης αφηγείται μια ιστορία ενοχής από την πλευρά του συζύγου που εγκατέλειψε τη γυναίκα του για τη νεότερη νταντά. Θα επανερχόταν αργότερα, βαριά άρρωστος, μ’ ένα συμβολικό δώρο, ζητώντας συγχώρεση για τη βιαιότητα της συμπεριφοράς του, τη βίαιη αγνόηση εκ μέρους του των συναισθημάτων της πρώην συζύγου του.  

Στο διήγημα «Κόρη αγαπημένη», τα αισθήματα ενοχής συγκρούονται με την ηθική, ωστόσο δεν είναι καθοριστικά στην έκβαση της ιστορίας. Μια κόρη, που δεν είναι ακριβώς κόρη, φέρνει στον κόσμο το παιδί του κεντρικού ήρωα. Ο Σλινκ, στην ιστορία του αυτή, τοποθετεί όλους τους εμπλεκόμενους χαρακτήρες να υιοθετούν έναν προφανή μεν, αλλά παρ’ όλα αυτά ασυνήθιστο τρόπο για να επιλυθεί το πρόβλημα. Ο ηθικά αμφισβητήσιμος αυτός τρόπος είναι ταυτόχρονα και επιτυχημένος.

Συμβαίνει τόσο συχνά από κάτι σωστό να προκύπτει κάτι λάθος. Γιατί, κατά τον ίδιο τρόπο, να μην μπορεί από κάτι που είναι λάθος να γεννηθεί κάτι σωστό;

Η ιστορία, αφήγημα λεπτών ισορροπιών, δείχνει για άλλη μια φορά ότι είναι δύσκολο να αξιολογήσεις μια κατάσταση όταν δεν έχεις όλες τις πληροφορίες, ότι στις ανθρώπινες υποθέσεις δεν χωρούν μοντέλα συμπεριφοράς αλλά απαιτείται προσπάθεια κατανόησης των ιδιαιτεροτήτων κάθε περίπτωσης. Η επιφανειακά ειδυλλιακή πλοκή φτάνει γρήγορα σε κορύφωση και σημείο καμπής, καταλήγει δε με αριστοτεχνικό τρόπο σε μια από τις λίγες συγγραφικές εξάρσεις του βιβλίου. Δείχνει για άλλη μια φορά ότι όλα είναι πιο περίπλοκα από ό,τι αρχικά υποθέτουμε. Στη συγκεκριμένη ιστορία, η «ανάρμοστη συμπεριφορά» έκανε πολλούς ανθρώπους χαρούμενους.

Το διήγημα «Καλοκαίρι στο νησί» είναι ένα coming-of-age story, μια ιστορία ενηλικίωσης. Κατά τη διάρκεια των διακοπών του σε νησί, ο νεαρός ήρωας ανακαλύπτει δύο πράγματα: τη σεξουαλικότητά του και την απιστία της μητέρας του. Πώς να διαχειριστεί δυο βαθιά προσωπικά ζητήματα που, όμως, τον τραυματίζουν; Επιλέγει να μη μοιραστεί τα μυστικά του με κανέναν. Αλλά αυτό περιέχει οδύνη: κουβαλώντας για πάντα μέσα του μυστικά, που είναι πολύ βαριά για την ψυχική συγκρότησή του, ουσιαστικά πλήττει τον εαυτό του.

«Daniel, my brother». Ο τίτλος του έβδομου διηγήματος των Χρωμάτων του αποχωρισμού παραπέμπει σε μια μπαλάντα του Έλτον Τζον από το 1973, το “Daniel”:  «Daniel, my brother / Ντάνιελ, αδελφέ μου // Do you still feel thepain, of the scars that won’t heal? / Νιώθεις ακόμα τον πόνο από τις ουλές που δεν θα επουλωθούν; // Your eyes have died, but you see more than I / Τα μάτια σου είναι νεκρά, αλλά βλέπεις περισσότερα απ’ ό,τι εγώ // Daniel you’re a star in the face of the sky / Ντάνιελ είσαι ένα άστρο στο πρόσωπο του ουρανού». Αναφερόμενος σε αυτό ακριβώς το τραγούδι, ο Σλινκ θέτει τα ερωτήματα: «Πώς αντιμετωπίζουμε την απώλεια;», «Πώς αποχαιρετάς έναν αδερφό, ένα φίλο;», «Γιατί δεν είναι ποτέ εύκολο να χάσεις κάποιον κοντινό σου άνθρωπο;» Μετά τη διπλή αυτοκτονία του αδελφού και της συζύγου του, ο κεντρικός χαρακτήρας που πνίγεται από το αίσθημα της εγκατάλειψης, προσπαθεί να τακτοποιήσει τη σχέση με τους δικούς του ανθρώπους που διαλύθηκε για να προχωρήσει στη ζωή του. Δεν τα καταφέρνει, καθώς όσα δεν έχουν ακόμη ειπωθεί θα παραμείνουν ανείπωτα, και θα υπάρχει πάντα μια ενοχή και μια τελική σκέψη πως κάτι έπρεπε να πεις ή να κάνεις διαφορετικά για να κατορθώσεις να θρηνήσεις και να οδηγηθείς στην κάθαρση.

Και στα δύο τελευταία διηγήματα του βιβλίου, τις «Γεροντικές κηλίδες» και την «Επέτειο», οι ήρωες των ιστοριών ζουν συναισθήματα και περιστατικά που έχουν να κάνουν με το φόβο της απώλειας, την αβεβαιότητα του έρωτα, την προδοσία, το πένθος και τη μελαγχολική καμπή που μπορεί να αντιπροσωπεύει η εβδομηκοστή επέτειος των γενεθλίων – το πέρασμα του χρόνου.  

 

Υποδειγματικός αφηγητής

Ο Απόστολος Στραγαλινός γνωρίζει καλά τον Μπέρνχαρντ Σλινκ, έχοντας μεταφράσει στα ελληνικά τα μυθιστορήματα Όλγα και Η γυναίκα στη σκάλα. Αποδίδει με σαφήνεια το λόγο του συγγραφέα, μεταφέροντας με ακρίβεια τις λεπτές διακυμάνσεις του λόγου μιας χαμηλόφωνης, βαθιά εσωτερικής λογοτεχνίας.

Σε αντίθεση με πολλούς μυθιστοριογράφους, που χρησιμοποιούν τη σύντομη μυθοπλασία ως στάση ξεκούρασης πριν την αναμέτρηση με τον όγκο και τη συνθετότητα ενός επόμενου μυθιστορήματος, ο Σλινκ φαίνεται ότι έχει επεξεργαστεί συστηματικά και αυτές τις ιστορίες του, όπως κάνει συνήθως. Τίποτα δεν διαφεύγει από την επιδέξια παρατηρητικότητα του συγγραφέα, που με στοχαστικότητα παρατηρεί τα λεπτά, φευγαλέα αισθήματα των χαρακτήρων του, αποτυπώνοντάς τα με ακρίβεια, ειλικρίνεια και αφηγηματική καθαρότητα. 

Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ, συστηματικός και εργατικός, για πολλές δεκαετίες παράγει και εξακολουθεί να παράγει στιβαρή λογοτεχνία, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της επιφανειακής επιλογής «μοντέρνων» θεμάτων, χωρίς να μπλέκει τεχνολογίες και επιστημονικά επιτεύγματα που δεν έχουν καν εφευρεθεί, αρνούμενος να οδηγήσει την αφήγηση μέσα από χαοτικά μονοπάτια ενός νευρωτικού και επιτηδευμένου μεταμοντερνισμού.

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.